09 Φεβρουαρίου, 2023

ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΑΝ ΖΕΣΤΑΣΙΑ !

– Τί συνέβη, Λυδία; Γιατί βγῆκες ἔξω χωρὶς νὰ ζητήσεις ἄδεια; 

–Τίποτα, κύριε καθηγητά. Μὲ συγχωρεῖτε. 

–Ἀκοῦστε καλά· δὲν θὰ ἔρχεστε ἐδῶ μέσα κουβαλώντας τὰ προσωπικά σας. Οὔτε ἐπιτρέπω νὰ μοῦ χαλᾶτε τὸ μάθημα βγαίνοντας ἔξω ἀπὸ τὴν αἴθουσα ὅποτε σᾶς κατέβει. Ἐδῶ ἔχουμε σοβαρὴ παράδοση καὶ ὀφείλετε νὰ προσέχετε. Τὰ προσωπικά σας ἀλλοῦ! Συνεννοηθήκαμε; 

Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ προσέβαλε τὴ Λυδία ὁ καθηγητὴς τῆς Φυσικῆς στὸ Πανεπιστήμιο. Βρίσκονταν σὲ κλειστὸ φροντιστηριακὸ μάθημα, καὶ κάποια στιγμὴ ἡ φοιτήτρια ἔνιωσε ἔντονη τὴν ἀνάγκη νὰ βγεῖ ἀπὸ τὴν αἴθουσα, καθὼς ἡ καρδιά της ἦταν πολὺ βαριά. Φεύγοντας μάλιστα ἦταν ἀρκετοὶ ἐκεῖνοι – μαζὶ καὶ ὁ καθηγητής – ποὺ παρατήρησαν τὰ μάτια της γεμάτα δάκρυα. Ἦταν φανερὸ πὼς κάτι ἔντονα τὴν ἀπασχολοῦσε... Ἡ Λυδία βρίσκεται γύρω στὰ εἴκοσι δύο της. Βασανισμένη κοπέλα, ἀπὸ τὰ μικρά της χρόνια μεγαλώνει σὲ σπίτι μὲ ὄχι λίγα οἰκογενειακὰ προβλήματα. Οἱ γονεῖς της καλοὶ ἄνθρωποι, χωρὶς ὅμως ἰδιαίτερο σύνδεσμο μὲ τὴν Ἐκκλησία. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἀνατροφὴ ποὺ πῆρε ἀπὸ μικρὴ δὲν τὴν ὁδήγησε συνειδητὰ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Λυδία μεγάλωσε χωρὶς ἐκκλησιασμό, χωρὶς ἱερὰ Μυστήρια, χωρὶς ζωντανὸ σύνδεσμο μὲ τὸν Χριστό, τὴν Παναγία καὶ τοὺς Ἁγίους. Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ἡ κόρη δείχνει νὰ ἔχει μέσα της μία ἐκ φύσεως, θά ’λεγε κανείς, πίστη, κάποιον ἀδιόρατο φόβο Θεοῦ. Ὅταν περνᾶ ἔξω ἀπὸ ἐκκλησία, κάνει τὸν σταυρό της, καὶ κάποιες μέρες, σὰν νὰ ποῦμε τοῦ Δεκαπενταύγουστου, νιώθει τὴν ἀνάγκη νὰ νηστέψει. Δὲν ξέρει καὶ ἡ ἴδια καλὰ γιατί τὰ κάνει, ἀλλὰ κάτι ἀπὸ μέσα της τὴν ὠθεῖ, παρορμητικά. Ὁ χαρακτήρας της καλός, στρωτός, εὐαίσθητη ψυχή, ἀλλὰ τὰ προβλήματα – εἴπαμε – πολλά. Ἔτσι ἐξηγεῖται ποὺ καὶ τὶς στιγμὲς αὐτὲς ἔνιωσε ἕνα ἰδιαίτερο βάρος νὰ τὴν πιέζει μέσα της. Θυμήθηκε πάλι ὅλες τὶς ἄλυτες ὑποθέσεις τοῦ σπιτιοῦ καὶ λύγισε. Τῆς ἦρθαν δάκρυα στὰ μάτια καὶ θέλησε ἀμέσως νὰ βγεῖ ἔξω, γιατὶ δὲν ἄντεχε ἄλλο μέσα στὴν αἴθουσα. Τινάχθηκε ἀπὸ τὸ κάθισμά της καὶ ἄνοιξε τὴν πόρτα νὰ φύγει, χωρὶς νὰ πεῖ τὸν λόγο καὶ νὰ ζητήσει σχετικὴ ἄδεια. Καὶ μὲ τὸ ποὺ ἐπέστρεψε, δέχθηκε αὐτὴ τὴ λεκτικὴ ἐπίθεση τοῦ καθηγητῆ. Δὲν τῆς ἔφτανε τὸ ψυχικό της βάρος, ἦρθε κι ἄλλο νὰ προστεθεῖ· αὐτὸ τῆς προσβολῆς. Ὅλοι τώρα γύρισαν τὰ βλέμματα πάνω της. Καὶ τὸ κορίτσι ντράπηκε ἀκόμα περισσότερο κι ἔσκυψε κάτω τὸ πρόσωπό του. Κάποια στιγμὴ τελείωσε ἡ διδακτικὴ ὥρα καὶ ὁ καθηγητὴς ἔφυγε ἀπὸ τὴν αἴθουσα γιὰ τὸ διάλειμμα. Ἡ Λυδία δὲν σηκώθηκε ἀπὸ τὴ θέση της. Δὲν εἶχε ὄρεξη νὰ βγεῖ ἔξω. Μέσα στὴν αἴθουσα ἄρχισε ὁ σχετικὸς θόρυβος τοῦ διαλείμματος, μὲ ἄλλους ἀπὸ τοὺς φοιτητὲς νὰ συζητοῦν ἔντονα στὰ ἕδρανά τους κι ἄλλους νὰ κινοῦνται πρὸς τὴν ἔξοδο. Ἐκείνη τὴν ὥρα δύο συμφοιτήτριές της πέρασαν μπροστὰ ἀπὸ τὸ ἕδρανο τῆς Λυδίας. Καὶ κοιτώντας την διαπεραστικά, γυρνᾶ ἡ μία στὴν ἄλλη καὶ λέει μὲ ὕφος περιπαικτικό: 

–Ἐμεῖς ξέρουμε νὰ κρύβουμε τὰ προσωπικά μας. Ὄχι σὰν κάποιους-κάποιους ποὺ κλαῖνε μέσα στὴν αἴθουσα διδασκαλίας τὴν ὥρα τοῦ μαθήματος. 

Καὶ συνέχισαν πρὸς τὴν ἔξοδο χαχανίζοντας. Ἡ Λυδία δὲν ἔχει διαβάσει ποτέ της τὴν Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ ἐκείνη τὴ στιγμὴ τῆς βγῆκε μέσα ἀπ᾿ τὴν καρδιά της μιὰ προσευχή: 

–Συγχώρεσε, Κύριε, τὰ κορίτσια. Δὲν γνωρίζουν τί περνάω, γι᾿ αὐτὸ τὰ λένε αὐτά. 

Αὐτὸ εἶπε, καί συγχρόνως ἦταν σὲ θέση νὰ ἐννοεῖ πὼς οὔτε ἴχνος θυμοῦ καὶ ἀγανακτήσεως δὲν πέρασε ἀπὸ τὴν ψυχή της ἐναντίον τῶν δύο αὐτῶν συμφοιτητριῶν της. Καὶ τότε ἦταν ποὺ ἔνιωσε κάτι πολὺ παράξενο, πρωτόγνωρο, ποὺ δὲν τὸ εἶχε ἄλλοτε αἰσθανθεῖ στὴ ζωή της: Μιὰ ζεστὴ πνοή, θαυμάσια θαλπωρὴ τῆς ἀγκάλιασε τὸν δεξιό της ὦμο, τὸ χέρι, ὅλη τὴ δεξιά της πλευρά. Σὰν κάποιος νὰ ἦταν δίπλα της καὶ τῆς χάριζε τὴν αὔρα του. Αὔρα πού – τὸ αἰσθανόταν, τὸ ἔνιωθε – τῆς γέμιζε τὴν ὕπαρξη, ὅλο της τὸ εἶναι μὲ ἕνα θαυμάσιο πλήρωμα, εὐτυχία, μακαριότητα, πλήρωμα ζωῆς. Μὰ ἀφοῦ δὲν ἦταν κανείς, τό ᾿βλεπε, πῶς αὐτὴ ἔνιωθε πὼς Κάποιος βρισκόταν στὰ δεξιά της; Δὲν μποροῦσε νὰ ἐννοήσει τί τῆς συμβαίνει. Πέρασαν λεπτά, ὧρες, ὁλόκληρη μέρα, καὶ γιὰ μιὰ ἡμέρα ὁλόκληρη ἡ Λυδία ἔνιωθε δίπλα της ἔντονα Κάποιον νὰ τὴν γεμίζει μὲ τὴν παρουσία Του. Τὸ ἐκμυστηρεύθηκε ἀργότερα σὲ μιὰ φίλη της, συμφοιτήτρια κι αὐτή, ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία. 

–Τί λὲς νὰ ἦταν αὐτὸ ποὺ μοῦ συνέβη; 

–Λυδία, αὐτὸ πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ τὸ πεῖς σὲ κάποιον ἱερέα. Νὰ πᾶς σὲ Πνευματικό, Λυδία, νὰ συνδεθεῖς μὲ Πνευματικό. Ἀκοῦς; 

–Ναί, Εὐαγγελία... Εἶπαν, καὶ χώρισαν. Καὶ καθὼς ἡ Εὐαγγελία ἀπομακρυνόταν ἀπὸ κοντά της, θερμὴ εὐχὴ ἀνέπεμπε μὲ τὴν ψυχή της γιὰ τὴ Λυδία: Νὰ ἀξιωθεῖ νὰ γνωρίσει ἀπὸ κοντὰ Ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἐπισκέφθηκε σὰν ζεστασιά, σὰν θαλπωρή, καὶ τῆς γέμισε ὅλο της τὸ εἶναι..ΟΣΩΤΗΡ2213

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου