Τέσσερα παιδιὰ τῆς χάρισε ὁ Θεὸς τῆς Μαρίας. Μιὰ κόρη καὶ τρία ἀγόρια. Ἡ ἴδια ἤθελε κι ἄλλα παιδιά, μὰ ὁ Κύριος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου ἔκοψε σύντομα τὸ νῆμα τῆς ζωῆς τοῦ ἄντρα της, ποὺ ἀγαποῦσε κι ἐκεῖνος τὰ πολλὰ παιδιά, καὶ τὴν ἄφησε χήρα μὲ τὰ τέσσερα βλαστάρια τους! Αὐτὰ ἦταν ἡ παρηγοριὰ τῆς Μαρίας πλέον, αὐτὰ ἡ φροντίδα καὶ ἡ ἐλπίδα της. Στὰ προσωπάκια τους ἔβλεπε τὸν ἄντρα τῆς ζωῆς της, τὸ μέλλον τῆς οἰκογένειας, ποὺ τὴν εἶχαν κτίσει μὲ τόσα ὄμορφα ὄνειρα καὶ σχέδια. Ἀλλ᾿ ὁ Θεὸς ἀποφάσισε διαφορετικά. Πιστὴ γυναίκα ἡ Μαρία, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ τίμησε τὴ μνήμη τοῦ συζύγου της καὶ σηκώνοντας γενναῖα τὸν σταυρὸ τῆς χηρείας ἀφοσιώθηκε στὴν ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν της. Τὰ μεγάλωσε, τὰ σπούδασε, τὰ χάρηκε βλέποντάς τα νὰ ἔχουν καλὲς δουλειές, ἔλαμπε ἀπὸ χαρὰ τὸ πρόσωπό της στοὺς γάμους τους κι ἔνιωθε εὐτυχισμένη. Τὰ χρόνια ὅμως περνοῦσαν καὶ τὰ πράγματα ἄρχισαν νὰ δυσκολεύουν γιὰ τὴ γερόντισσα πλέον Μαρία. Οἱ ἀρρώστιες ἔρχονταν ἡ μία μετὰ τὴν ἄλλη καὶ τελικὰ ἔχασε τὸ φῶς της λόγῳ τοῦ ζαχάρου. Δὲν μποροῦσε πλέον νὰ αὐτοεξυπηρετηθεῖ. Τὰ παιδιά της συζήτησαν μεταξύ τους νὰ τὴν παίρνουν ἐναλλὰξ στὸ σπίτι τους κάθε μήνα, ἢ νὰ τὴ βάλουν σ᾿ ἕνα Γηροκομεῖο. Ἡ κόρη ὅμως ἡ Κατερίνα δὲν συμφωνοῦσε ἐπ᾿ οὐδενὶ λόγῳ μ᾿ αὐτὲς τὶς λύσεις:
–Θὰ τὴν πάρω ἐγὼ τὴ μανούλα μου στὸ σπίτι μου. Δὲν θὰ τῆς λείψει τίποτε. Κι ὅταν εἶμαι στὴ δουλειά μου, στὴν Ὑπηρεσία μου, θὰ ἔχω καὶ θὰ πληρώνω γυναίκα γνωστή μου γιὰ νὰ προσέχει τὴ μανούλα μας στὸ σπίτι μου.
Τὰ χρόνια περνοῦσαν καὶ ἡ κατάσταση τῆς γιαγιᾶς χειροτέρευε. Τὸν τελευταῖο καιρὸ ὅμως κάποιος πειρασμὸς παρουσιάσθηκε εἰς βάρος τῆς Κατερίνας, ποὺ ἴσως νὰ ξεκίνησε ἀπὸ κάποια ἀπὸ τὶς νύφες.
–Γιατί νὰ κρατάει ἡ Κατερίνα ὅλη τὴ σύνταξη τῆς γιαγιᾶς; εἶπαν καὶ τὴν ἔκαναν νὰ κλάψει πικρά. Ἔχουμε κι ἐμεῖς δικαιώματα, ἔχουμε κι ἐμεῖς παιδιὰ καὶ ἀνάγκες, εἶπαν κάποτε. Ἐξαιτίας αὐτοῦ ἀραίωσαν τὶς ἐπισκέψεις στὴ γερόντισσα μητέρα καὶ μεγάλωνε σιγά-σιγὰ ἡ ψυχρότητα πρὸς τὴν Κατερίνα ἀλλὰ καὶ πρὸς τὴ μητέρα τους. Ἀραίωσαν τὰ τηλεφωνήματα καὶ τελικὰ τὰ ἔκοψαν ἐντελῶς. Οὔτε ἕνα μήνυμα, οὔτε νὰ ἀκούσουν τὴ φωνὴ τῆς μητέρας τους ἤθελαν, ἡ ὁποία στενοχωριόταν πολὺ μὲ τὴ συμπεριφορά τους αὐτή. Μιὰ φίλη τῆς Κατερίνας, ἡ Ἑλένη, στὴν ὁποία ἐκμυστηρεύθηκε τὸν πόνο τῆς ψυχῆς της γιὰ τὴ συμπεριφορὰ αὐτὴ τῶν συγγενῶν της, τῆς εἶπε:
–Θὰ κάνουμε προσευχὴ μὲ πίστη οἱ δυό μας, Κατερίνα μου, καὶ θὰ βοηθήσει ὁ Θεός μας. Θὰ πατήσουμε τὸν Σατανᾶ ποὺ μπῆκε στὰ σπίτια τῶν ἀδελφῶν σου καὶ τὰ ἀναστατώνει. Πίστευε, Ἰησοῦς Χριστὸς νικᾶ καὶ ὅλα τὰ διαβολικὰ σκορπᾶ. Πᾶμε τώρα κιόλας στὸν Ναὸ τῆς ἐνορίας νὰ βροῦμε τὸν π. Ἰγνάτιο νὰ μᾶς διαβάσει μιὰ Εὐχὴ ἐναντίον τῶν δαιμόνων καὶ ὅλα θὰ πᾶνε καλά.
Αὐτὸ καὶ ἔγινε. Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας τῆς μάνας εἶχε χειροτερέψει πολύ. Ἦταν 99 ἐτῶν. Ὁ γιατρὸς ποὺ κάλεσαν, τοὺς εἶπε: «Εἶναι ζήτημα ἂν βγάλει τὴ νύχτα».
–Δῶσ᾿ μου, Κατερίνα, τὰ τηλέφωνα τῶν ἀδελφῶν σου καὶ θὰ τοὺς μιλήσω ἐγώ.
Στὸ κάθε τηλεφώνημα κάνοντας τὸν σταυρό της ἡ Ἑλένη ἔλεγε:
–Εἶμαι ἡ φίλη τῆς ἀδελφῆς σας Κατερίνας, Ἑλένη... Σᾶς τηλεφωνῶ, διότι ἡ μητέρα σας Μαρία, ὅπως λένε οἱ γιατροί, ψυχορραγεῖ, χαροπαλεύει. Θέλει νὰ σᾶς δώσει τὴν εὐχή της. Ἡ Κατερίνα τρέχει καὶ δὲν προφθάνει. Τὰ διαμερίσματά μας στὴν πολυκατοικία εἶναι διπλανά. Ἔτσι, μποροῦν μερικοὶ νὰ μείνουν καὶ σὲ μένα.
Εἰδοποιήθηκαν λοιπὸν καὶ οἱ τρεῖς οἰκογένειες τῶν γιῶν της. Καὶ λίγο πρὶν τὶς δέκα τὸ βράδυ ἔφθασαν ὅλοι τους στὸ σπίτι τῆς Κατερίνας, ποὺ τοὺς σφιχταγκάλιασε ὅλους.
–Μάνα, ἤλθαμε, φώναξε ὁ μεγαλύτερος γιός, ὁ Γιῶργος, καὶ τὴν ἀγκάλιασε.
–Εἴμαστε δίπλα σου, εἶπε καὶ ὁ δεύτερος, ὁ Γιάννης.
–Ἤλθαμε νὰ πάρουμε τὴν ἅγια εὐχή σου, πρόσθεσε δακρυσμένος καὶ ὁ τρίτος, ὁ Νίκος. Ἤλθαμε μὲ τὶς οἰκογένειές μας, πρόσθεσαν ὅλοι τους μαζὶ καὶ οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά.
–Σᾶς εὐχαριστῶ πολύ. Νὰ ἔχετε τὶς πλούσιες καὶ ἅγιες εὐχὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας μας. Καὶ νὰ ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, εἶπε μισοσβησμένα ἐκείνη καὶ γέρνοντας ἤρεμα στὰ δεξιὰ ξεψύχησε σὰν πουλάκι.
Ἔπεσαν ἀμέσως ὅλοι τους πάνω της γεμίζοντάς την δάκρυα... Ὅλες μαζὶ οἱ γυναῖκες ἔπειτα τὴν ἔπλυναν, ἡ δὲ Κατερίνα βρῆκε τὰ καλύτερά της ροῦχα καὶ τὴν ἔντυσαν ὅσο ὡραιότερα μποροῦσαν. Ἐν τῷ μεταξὺ τὰ ἀδέλφια βρῆκαν τηλεφωνικῶς ἕνα Γραφεῖο Τελετῶν ποὺ διανυκτέρευε, καὶ κανόνισαν νὰ ὁρίσει τὴν κηδεία της τὸ μεσημέρι ὥρα 12.30 στὸν Ναὸ τῆς ἐνορίας τους, ὅπου ἦταν Προϊστάμενος ὁ π. Ἰγνάτιος. Ἐπίσης νὰ τὸ δημοσιεύσει σὲ μιὰ ἐφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας.
–Ὅ,τι ἄλλο χρειάζεται γιὰ τὴν κηδεία, θὰ μᾶς τὸ πεῖ τὸ πρωὶ ὁ π. Ἰγνάτιος, εἶπε ἡ Κατερίνα.
Τὴν ὥρα τῆς κηδείας εἶχε γεμίσει σχεδὸν ὁ μεγάλος Ναός. Τὰ ἀδέλφια καὶ οἱ γυναῖκες τους θαύμαζαν. Ὅταν μάλιστα μίλησε στὸ τέλος ὁ π. Ἰγνάτιος καὶ εἶπε ἐγκωμιαστικὰ λόγια γιὰ τὴ νεκρὴ γερόντισσα Μαρία καὶ γιὰ τὴ θυγατέρα της Κατερίνα, ποὺ βοηθοῦσε στὰ ἱερὰ ἔργα τοῦ Φιλοπτώχου τῆς Ἐνορίας, δὲν μποροῦσαν νὰ συγκρατήσουν τὰ δάκρυά τους. Μετὰ τὴν ταφὴ ἀποφάσισαν νὰ γευματίσουν σ᾿ ἕνα ἐξοχικὸ ἑστιατόριο. Κάποια στιγμὴ σηκώθηκε ὁ μεγαλύτερος ἀδελφός, ὁ Γιῶργος, καὶ εἶπε:
–Κατερίνα μας, ἀγαπημένη μας ἀδελφή, σὲ ἀδικήσαμε καὶ εἴχαμε ψυχρανθεῖ ἀπέναντί σου. Κάναμε λάθος. Ὁ θάνατος τῆς ἀγαπημένης μανούλας μας μᾶς ἀπέδειξε ὅτι κάναμε μεγάλο λάθος. Συγχώρεσέ μας. Ἀμέσως πῆγε καὶ τὴ φίλησε, ἐνῶ ὅλοι ἦταν δακρυσμένοι.ΟΣΩΤΗΡ2217
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου