03 Σεπτεμβρίου, 2023

Περὶ τῆς ὥρας τοῦ θανάτου

Ἄγιος Λουκᾶς ὁ ἰατρός
Ἀρχιεπισκόπος Κριμαίας


Πρὶν γίνει ὁ προφήτης Δαβὶδ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραὴλ ὑπηρετοῦσε τὸν βασιλιὰ Σαούλ. Ὁ Σαούλ, ἐπειδὴ γνώριζε ὅτι ὁ Δαβὶδ θὰ πάρει τὸ θρόνο, τὸν καταδίωκε, προσπαθώντας νὰ τὸν θανατώσει. Μία φορᾶ, ὅταν ἡ ζωὴ του κινδύνευε, ὁ προφήτης Δαβὶδ εἶπε σ’ αὐτοὺς ποὺ ἦταν τότε μαζί του: «Ἕνα βῆμα μὲ χωρίζει ἀπὸ τὸν θάνατο» (Α΄ Βάσ. 20, 3).

Θυμήθηκα τώρα αὐτὰ τὰ λόγια, γιατί πρὶν μία ἑβδομάδα ἔπρεπε νὰ τὰ πῶ καὶ ἐγώ. Ἕνα μόνο βῆμα μὲ χώριζε ἀπὸ τὸ θάνατο. Γιὰ ἕνα διάστημα ἤμουν σχεδὸν πεθαμένος, σχεδὸν καθόλου δὲν εἶχα σφυγμὸ καὶ ἡ καρδιά μου παρὰ λίγο νὰ σταματήσει νὰ χτυπᾶ. Ἀλλὰ ὁ Κύριος μὲ σπλαχνίστηκε. Καὶ τώρα ἀκόμα εἶμαι ἀδύναμος καὶ μόνο καθισμένος μπορῶ νὰ μιλάω μέ σᾶς. Θέλω νὰ σᾶς πῶ κάτι πολὺ σημαντικό, θέλω νὰ σᾶς πῶ γιὰ τὴν μνήμη τοῦ θανάτου, διότι ὁ θάνατος βρίσκεται πολὺ κοντὰ στὸν καθένα μας, ὅπως ἦταν τόσο κοντὰ σὲ μένα τὸ προηγούμενο Σάββατο. Ὁ καθένας ἀπό μᾶς μπορεῖ νὰ πεθάνει ξαφνικά, τότε ποὺ δὲν περιμένει. Γνωρίζετε, ὅτι ἡ ζωὴ πολλῶν ἀνθρώπων τελειώνει ξαφνικὰ καὶ ἀπρόοπτα.

Νὰ θυμάστε πάντα, χαράξτε στὴν καρδιά σας τὸν λόγο αὐτὸ τοῦ Χριστοῦ: «Ἔστωσαν ὑμῶν αἱ ὀσφύες περιζωσμέναι καὶ οἱ λύχνοι καιόμενοι» (Λκ. 12, 35). Νὰ θυμάστε πάντα τὸν λόγο αὐτὸ καὶ ποτὲ νὰ μὴν τὸν λησμονήσετε. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἑτοιμάζονται νὰ περπατήσουν ἕναν μακρὺ δρόμο ἢ νὰ κάνουν μία δύσκολη ἐργασία δένουν στὴ μέση τους τὸ ζωνάρι. Καὶ ὅταν περπατᾶνε μέσα στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας, ἔχουν μαζί τους λυχνάρια καὶ εἶναι σημαντικὸ γι’ αὐτοὺς τὰ λυχνάρια αὐτὰ νὰ εἶναι πάντα ἀναμμένα.

Τὸ ἴδιο καὶ στὴν πνευματική μας ζωή, ἡ μέση μας πρέπει νὰ εἶναι ζωσμένη καὶ τὰ λυχνάρια μας ἀναμμένα. Πρέπει νὰ εἴμαστε ἀκούραστοι ἐργάτες τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε πάντα κατὰ τοῦ διαβόλου, ὁ ὁποῖος σὲ κάθε μας βῆμα προσπαθεῖ νὰ μᾶς ἀποτρέψει ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ μᾶς θανατώσει μὲ τοὺς πειρασμούς. Γι’ αὐτὸ, ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός μᾶς ἔδωσε αὐτὴ τὴν ἐντολή: «Ἔστωσαν ὑμῶν αἱ ὀσφύες περιζωσμέναι καὶ οἱ λύχνοι καιόμενοι».

Ποτὲ νὰ μὴν λησμονεῖτε, ὅτι ἡ ἐπίγεια ζωή μᾶς δόθηκε γιὰ νὰ προετοιμαστοῦμε γιὰ τὴν ζωὴ τὴν αἰώνια καὶ ἡ τύχη μας στὴν αἰώνια ζωὴ θὰ κριθεῖ ἀπ’ αὐτό, πῶς ζήσαμε ἐδῶ.

Νὰ εἶστε πιστοὶ στὸν Χριστό, πιστοὶ μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ ἴδιος ἔδειξε στὴν Ἀποκάλυψη τοῦ ἀποστόλου καὶ εὐαγγελιστοὺ Ἰωάννου. Ἐκεῖ Αὐτὸς λέει: «Γίνου πιστὸς ἄχρι θανάτου, καὶ δώσω σοὶ τὸν στέφανον τῆς ζωῆς» (Ἄπ. 2, 10).

Πρέπει νὰ εἴμαστε πιστοὶ στὸν Θεό, πρέπει ἀκούραστα κάθε μέρα, κάθε ὥρα καὶ κάθε στιγμὴ νὰ ὑπηρετοῦμε τὸν Θεό. Ἡ ζωή μας εἶναι σύντομη, δὲν μποροῦμε νὰ σπαταλᾶμε ἄσκοπα αὐτὲς τὶς λίγες ὧρες καὶ ἡμέρες τῆς ζωῆς μας, πρέπει πάντα νὰ σκεφτόμαστε τὴν ὥρα τοῦ θανάτου.

Ὅλοι οἱ ἅγιοι ἀσκητὲς εἶχαν πάντα στὸ νοῦ τους τὴν μνήμη τοῦ θανάτου. Μέσα στὰ κελλιὰ τους εἶχαν κρανίο, γιὰ νὰ τὸ βλέπουν καὶ νὰ θυμοῦνται τὸν θάνατο. Μὲ δάκρυα τὸ κοιτοῦσαν, σκεφτόμενοι ὅτι καὶ αὐτοὶ θὰ ἀκολουθήσουν τὸν ἴδιο δρόμο. Ὑπηρετοῦσαν ἀκούραστα τὸν Θεὸ καὶ δούλευαν εἰς τὸν Κύριον, ὅπως τὸ ἔκανε ὁ ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ. Ἐκεῖνοι, ὅπως καὶ ἐσεῖς, ἄκουγαν κάθε μέρα στὸν ἑσπερινὸ τὰ λόγια του 33ου ψαλμοῦ: «Θάνατος ἁμαρτωλῶν πονηρός» (Ψάλ. 33, 22). Ὅπως καὶ ἐσεῖς, ἄκουγαν καὶ αὐτοί: «Τίμιος ἐναντίον Κυρίου ὁ θάνατος τῶν ὅσιων αὐτοῦ» (Ψάλ. 115, 6). Φοβερὸ θάνατο ἔχουν οἱ ἁμαρτωλοί. Καὶ ἔχω δεῖ πολλὰ παραδείγματα. Ὅμως, ἕνα γεγονὸς ποὺ ἔχω δεῖ πρὶν 40 χρόνια, τόσο βαθιὰ ἀποτυπώθηκε στὴ μνήμη μου ποὺ δὲν θὰ τὸ ξεχάσω ποτέ.

Ἤμουν τότε ἐπαρχιακὸς γιατρὸς καὶ μὲ κάλεσαν στὸ σπίτι ἑνὸς πολὺ γνωστοῦ σ’ ἐκείνη τὴν περιοχὴ πλούσιου γαιοκτήμονα, ποὺ ἦταν ἄνθρωπος πολὺ κακός. Ὅταν μπῆκα μέσα στὸ σπίτι του, μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ἡ ἀκαταστασία ποὺ ὑπῆρχε ἐκεῖ. Ἄνθρωποι ἔτρεχαν ἀπὸ δῶ καὶ ἀπὸ κεῖ. Πάνω στὸ κρεβάτι ἦταν ξαπλωμένος ἕνας γέρος μὲ πρόσωπο κατακόκκινο, ποὺ μόλις μὲ εἶδε ἄρχισε κυριολεκτικὰ νὰ οὐρλιάζει. Ἔλεγε: «Γιατρέ, παρακαλῶ, σῶσε με! Πεθαίνω καὶ μόνο μὲ τὴ σκέψη, ὅτι μπορῶ νὰ πεθάνω».

Ποῦ ἦταν πρὶν ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, τί σκεφτόταν, ὅταν ταλαιπωροῦσε τοὺς ἄλλους; Τί σκεφτόταν, ὅταν τοὺς ἔπαιρνε ὅλα τους τὰ χρήματα; Τώρα ὁ θάνατος ἦλθε, εἶναι ἐδῶ καὶ εἶναι ἀργὰ πλέον νὰ λές: «Πεθαίνω καὶ μόνο μὲ τὴ σκέψη, ὅτι μπορῶ νὰ πεθάνω». Θὰ ἔπρεπε ἡ ζωή σου νὰ ἦταν τέτοια, ὥστε νὰ μὴν φοβᾶσαι τὸν θάνατο.

Ποιὸς δὲν φοβᾶται τὸν θάνατο; Μόνο αὐτὸς ποὺ ἀκολουθεῖ τὸν Χριστό, ποὺ ὅλη τὴν ζωὴ του κατευθύνει, μὲ σκοπὸ νὰ τελεῖ τὶς ἐντολές του. Τέτοιοι ἄνθρωποι δὲν φοβοῦνται τὸν θάνατο. Γνωρίζουν τὴν ὑπόσχεση ποὺ ἔδωσε ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς στοὺς μακαρισμούς: «Χαίρετε καὶ ἀγαλλιάσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς» (Μτ. 5, 12).

Τελείως διαφορετικὸς ἦταν ὁ θάνατος τῶν ἁγίων. Ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ πέθανε γονατισμένος μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας, στὴν ὁποία προσευχόταν πάντα. Ἔτσι, στεκόμενος στὰ γόνατά του κοιμήθηκε καὶ ἦταν τίμιος ἐνώπιον Κυρίου ὁ θάνατός του.

Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός μᾶς λέει: «Περιπατεῖτε ἕως τὸ φῶς ἔχετε, ἴνα μὴ σκοτία ὑμᾶς καταλάβη» (Ἰω. 12, 35). Ἀκόμα ἔχετε τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, ἀκόμα ἔχετε τὴν δυνατότητα νὰ πηγαίνετε στὸ ναό, νὰ ἀκοῦτε τὶς ἐντολές, νὰ ἀκοῦτε τὸ Εὐαγγέλιο. Νὰ περπατᾶτε μέσα σ’ αὐτὸ τὸ φῶς. Γιατί, ὅταν ἔλθει ὁ θάνατος, τὸ φῶς αὐτὸ θὰ σβήσει γιὰ σᾶς. Πέραν τοῦ τάφου δὲν ὑπάρχει μετάνοια καὶ θὰ πάρετε ἀνταπόδοση σύμφωνη, μὲ ὅσα ἔχετε κάνει στὴ ζωή σας.

Περπατᾶτε λοιπὸν στὸ φῶς, ὅσο ἔχετε τὸ φῶς, γιὰ νὰ μὴν σᾶς καταλάβει τὸ σκοτάδι, τὸ σκοτάδι τὸ αἰώνιο, τὸ σκοτάδι τοῦ θανάτου. Ὁ θεῖος ἀπόστολος Παῦλος λέει : «Ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας» (Β΄ Κόρ. 6, 2). Τώρα, ὅσο ζοῦμε, εἶναι γιὰ μᾶς καιρὸς εὐπρόσδεκτος, καιρὸς σωτηρίας. Τώρα πρέπει νὰ σκεφτόμαστε τὴν σωτηρία μας καὶ νὰ προετοιμαζόμαστε γιὰ τὴν αἰώνια ζωή. Αὐτὸ κάνουν ὅλοι οἱ χριστιανοί, ὅλοι ὅσοι ἀγαπᾶνε τὸν Χριστό.

Πρὶν 70 χρόνια ζοῦσε στὴν Ἁγία Πετρούπολη ἕνας γιατρὸς, ποὺ λεγόταν Γαάζ. Αὐτὸς ὑπηρετοῦσε στὶς φυλακὲς καὶ εἶχε καρδιὰ ἀγαθή, καρδιὰ γεμάτη εὐσπλαχνία καὶ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Ἀπὸ τὴν θέση του, τοῦ γιατροῦ τῶν φυλακῶν, προσπαθοῦσε, ὅσο μποροῦσε, νὰ βοηθήσει τοὺς δυστυχισμένους ἀνθρώπους ποὺ κρατιοῦνταν ἐκεῖ. Ἔβλεπε πὼς ἔστελναν στὰ κάτεργα ἁλυσοδέσμιους κατάδικους, γνώριζε ὅτι θὰ περπατήσουν μὲ τὰ πόδια χιλιάδες βέρστια μέχρι νὰ φτάσουν στὴν Σιβηρία καὶ ἡ καρδιὰ του ἕσφιγγε ἀπὸ τὸν πόνο. Γιὰ νὰ αἰσθανθεῖ τὸν πόνο τους, μία φορᾶ φόρεσε στὰ πόδια του ἁλυσίδες καὶ περπατοῦσε μ’ αὐτὲς ὧρες στὴν αὐλὴ τοῦ σπιτιοῦ του. Ὅταν βρισκόταν στὴν κλίνη τοῦ θανάτου, ὁ ἅγιος αὐτὸς ἄνθρωπος καὶ γιατρός, εἶπε στοὺς συγκεντρωμένους γύρω του ἀνθρώπους τὰ ἑξῆς θαυμαστὰ λόγια, τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ τὰ βάλουμε καλὰ στὸ νοῦ μας: «Νὰ βιάζεστε νὰ κάνετε καλὸ γιὰ τοὺς ἄλλους». Νὰ βιάζεστε γιατί ὁ θάνατος ὅλους μᾶς περιμένει. Νὰ μὴν εἶστε ἐπιπόλαιοι, νὰ εἶστε πιστοὶ μέχρι θανάτου καὶ θὰ σᾶς δώσει ὁ Θεὸς τὸ στέφανο τῆς ζωῆς.

Ὁ προφήτης Ἠσαΐας εἶπε ἕναν λόγο, τὸν ὁποῖο ἐπίσης πρέπει καλὰ νὰ θυμόμαστε καὶ ποὺ πρέπει βαθιὰ νὰ ἀποτυπωθεῖ στὴν καρδιά μας: «Ἔκστητε, λυπήθητε, αἱ πεποιθυΐαι, ἐκδύσασθε, γυμναὶ γένεσθε, περιζώσασθε σάκκους τὰς ὀσφύας» (Ἤσ. 32, 11).

Τρέμετε ἀνέγνοιαστες, νὰ ἔχετε τὴν μνήμη τοῦ θανάτου, νὰ σκέφτεστε πάντα τὴν ὥρα, ὅταν θ’ ἀφήσετε αὐτὴ τὴν ζωὴ, καὶ ποτὲ νὰ μὴν τὸ ξεχνᾶτε. Καὶ γιὰ νὰ μὴν τὸ ξεχνᾶμε, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ ἀκολουθήσουμε τὴν ὁδὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ μὴν φοβόμαστε τὸν θάνατο, χρειαζόμαστε βοήθεια ἀπὸ τὸν Παντοδύναμο Θεό. Χωρὶς αὐτὴ τὴν βοήθεια δὲν θὰ νικήσουμε τοὺς πειρασμοὺς τοῦ διαβόλου, γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ ζητᾶμε νὰ μᾶς στείλει ὁ Θεὸς τὴν χάρη του.

Κύριε, ἐλέησέ μας τοὺς ἁμαρτωλούς, Κύριε, βοήθησέ μας!

Πρέπει νὰ Τὸν ἱκετεύουμε, ἔτσι ὅπως Τὸν ἱκέτευε ἡ γυναίκα ἡ εἰδωλολάτρισσα, γιὰ τὴν ὁποία ἀκούσατε σήμερα στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Αὐτὴ ἦταν Χαναναία καὶ, ὅταν εἶδε τὸν Χριστὸ μὲ τοὺς μαθητὲς του, ἄρχισε νὰ φωνάζει δυνατὰ καὶ νὰ Τὸν ἱκετεύει: «Ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυΐδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται» (Μτ. 15, 22). Ἀλλὰ ὁ Κύριος δὲν τῆς ἔδινε σημασία καὶ συνέχιζε σιωπηλὰ τὸ δρόμο του. Ἡ γυναίκα συνέχιζε νὰ Τὸν ἱκετεύει, ὅμως Ἐκεῖνος δὲν ἀπαντοῦσε. Στὸ τέλος, οἱ μαθητὲς του Τοῦ εἶπαν· «Ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν» (Μτ. 15, 23). Καὶ ὁ Κύριος ἀπάντησε· «Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ» (Μτ. 15, 24).

Ἡ γυναίκα, ὅμως, συνέχιζε νὰ Τὸν ἱκετεύει. Τί τῆς εἶπε τότε ὁ Κύριος; «Οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις» (Μτ. 15, 26). Καὶ ἄκουσε μία ἀπάντηση καταπληκτικὴ γιὰ τὴν ταπείνωση καὶ τὴν πραότητα” «Ναί, Κύριε· καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν» (Μτ. 15, 27), – δῶσε μου, Κύριε, ἕνα ψίχουλο ἀπὸ τὸ ἔλεός σου. Σταμάτησε ὁ Κύριος, ὅταν τὸ ἄκουσε, καὶ τῆς εἶπε· «Ὢ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! Γενηθήτω σοὶ, ὡς θέλεις, καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης» (Μτ. 15, 28).

Πολλοὶ ἀπό μᾶς ἔχουν ζωὴ, ποὺ δὲν ἁρμόζει στοὺς χριστιανούς. Πολλοὶ εἶναι βεβαρημένοι μὲ διάφορες ἁμαρτίες, πολλοὶ ἔχουν ξεχάσει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ· «Τὸ κέντρον τοῦ θανάτου ἡ ἁμαρτία» (Ἀ’ Κόρ. 15, 56). Ὁ θάνατος πληγώνει αὐτὸν, ποὺ εἶναι δοῦλος τῆς ἁμαρτίας. Τότε, ἂν εἴμαστε τόσο ἀδύναμοι, ἂν τὸ ἔνδυμα τῆς ψυχῆς μας εἶναι ὅλο μαῦρο ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας, δὲν εἴμαστε καὶ ἐμεῖς σὰν τὰ σκυλιά, δὲν πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ κράζουμε πρὸς τὸν Θεό, ὅπως ἔκραζε ἐκείνη ἡ Χαναναία γυναίκα; «Κύριε, εἶμαι σὰν τὸ σκυλί ἀλλὰ ἐλέησόν με!»

«Ἔστωσαν ὑμῶν αἱ ὀσφύες περιζωσμέναι καὶ οἱ λύχνοι καιόμενοι». Ἀμήν.

https://agiazoni.gr/
%cf%80%ce%b5%cf%81%e1%bd%b6-%cf%84%e1%bf%86%cf%82-%e1%bd%a5%cf%81%ce%b1%cf%82-%cf%84%ce%bf%e1%bf%a6-%ce%b8%ce%b1%ce%bd%ce%ac%cf%84%ce%bf%cf%85/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου