Βιογραφικά
Η Σοφία Σαμαρᾶ τοῦ Σταύρου καί τῆς Ἀθηνᾶς γεννήθηκε στήν Ἀνατολική Θράκη. Ἀπό ἐκεῖ ἦρθαν στήν Χαραυγή Κοζάνης καί τό ἔτος 1938 κατέβηκαν στήν Βέροια. Ἦταν ἡ τελευταία καί μοναδική πού ἔζησε ἀπό τά δώδεκα παιδιά πού γέννησε ἡ μητέρα της.
Οἱ γονεῖς της ἦταν πτωχοί ἀλλά πολύ εὐλαβεῖς, ἰδιαίτερα ἡ μητέρα της. Ἀργότερα ἡ μητέρα της ἔχασε τό φῶς της καί ἔζησε ὥς 110 ἐτῶν. Ἦταν τυφλή ἀλλά ἔβλεπε μέ ἄλλον τρόπο ὡρισμένα πράγματα. Κάποτε τήν ἐπισκέφθηκε ἡ κυρία Μεταξία Γεωργιτζίκη μέ τόν γυιό της Θοδωράκη καί ἡ γιαγιά Ἀθηνᾶ τήν ρώτησε: «Τό παιδί σου ἔχει πρόβλημα στό πόδι;». Πράγματι εἶχε πρόβλημα. Ἡ γιαγιά Ἀθηνᾶ τήν συμβούλεψε: «Μή στενοχωριέσαι. Ὁ Θεός θά τοῦ δώση ὑγεία καί δύναμη, ἀλλά νά μή βαρυγγωμᾶς γιά τό παιδί σου, γι᾿ αὐτό τό πρόβλημα. Τελείως καλά δέν πρόκειται νά γίνη ποτέ, γιατί αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιά νά μήν ξεχάσετε τόν Θεό καί νά προσεύχεσαι συνέχεια».
Ἀγράμματη ἡ γιαγιά καί τυφλή καθόταν ἔξω ἀπό τήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ της καί συνεχῶς ἔλεγε τήν εὐχή, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τήν ἁμαρτωλή».
Τήν κόρη της Σοφία τήν πάντρεψαν καί σέ ἡλικία 36 ἐτῶν χήρεψε μέ τρία παιδιά ἐκ τῶν ὁποίων τό δεύτερο ἐκοιμήθη.
Ἔμενε μέ τήν μητέρα της σ᾿ ἕνα κελλάκι (δικέλλα) πολύ φτωχικό ἀλλά πολύ νοικοκυρεμένο. Ἦταν ἕνα διπλό κελλί χωρισμένο ὄχι μέ πόρτα ἀλλά μέ ἕνα κομμάτι ὕφασμα. Στό μέσα προσευχόταν καί ἔκαιγε συνολικά δεκατέσσερα καντήλια ἀκοίμητα. Τά καμένα φυτίλια ἀπό τά καντήλια δέν τά πετοῦσε. Εἶχε εἰδικό μέρος στόν κῆπο, μία φωλίτσα, τά ἔβαζε ἐκεῖ, τά σκέπαζε καί ἔλεγε: «Χριστούλη μου, στά ποδαράκια σου».
Συχνά ἡ γερόντισσα Σοφία μιλοῦσε γιά τήν πολλή εὐλάβεια πού εἶχε στόν ἅγιο Νικόλαο, καί πῶς τήν ἀπέκτησε: «Ὅταν ὁραματίστηκε ἡ γερόντισσα Χαρίκλεια τόν ἅγιο Νικόλαο καί τῆς ἔδειξε σέ ποιό σημεῖο νά σκάψουν γιά νά βροῦν τό ἁγίασμα πήγαινε πολύς κόσμος νά βοηθήση μέ προσωπική ἐργασία. Πήγαινα καί ἐγώ. Ξεκινοῦσα ἀπό τό σπίτι μέ τά πόδια μέχρι τήν Πατρίδα (χωριό τῆς Βέροιας) καί ἔμενα μέχρι τό ἀπόγευμα καί βοηθοῦσα ὅπως μποροῦσα.
»Κάποιο πρωΐ ξεκίνησα ὅπως συνήθως. Πῆρα μαζί μου ψωμί καί ἐλιές. Στό μέσο τῆς διαδρομῆς κάθησα κάπου γιά νά ξαποστάσω. Τότε ἐμφανίστηκε ἕνας Γέροντας μπροστά μου καί μοῦ εἶπε:
‒Ποῦ πηγαίνεις, παιδί μου;
‒Πηγαίνω, Γέροντα, στήν Πατρίδα νά βοηθήσω στό ἁγίασμα τοῦ ἁγίου Νικολάου.
»Μέ εὐλόγησε ὁ Γέροντας καί μοῦ ζήτησε λίγο ψωμί. Τοῦ ἔδωσα ψωμί καί ἐλιές καί ὥσπου νά κλείσω τό σακκουλάκι μου ὁ Γέροντας ἐξαφανίστηκε ἀπό μπροστά μου. Τότε κατάλαβα πώς ἦταν ὁ ἅγιος Νικόλαος καί ἀπό ἐκείνη τή στιγμή σιγά‒σιγά ἦρθε ἡ καλή ἀλλοίωση, ἄρχισα νά νιώθω πολύ διαφορετικά κάποια πράγματα πνευματικά. Γυρνώντας στό σπίτι φόρεσα μακρυμάνικα καί τά ροῦχα μου μέχρι τόν ἀστράγαλο. Πολύ τόν εὐλαβοῦμαι καί τόν ἀγαπῶ τόν ἅγιο Νικόλαο. Νά πηγαίνετε στήν Πατρίδα, ὁ ἅγιος Νικόλαος εἶναι ἐκεῖ ὁλοζώντανος».
Ἡ Σοφία Σαμαρᾶ μέ τήν μητέρα της Ἀθηνᾶ.
Μαρτυρία κ. Ἕλλης Τραπεζανλίδου: «Κάποια μέρα πῆγε (ἡ γ. Σοφία) στήν Πατρίδα καί εἶδε μιά γυναῖκα, τήν Χαρίκλεια νά σκάβη μέσα στίς λάσπες καί νά δουλεύη σκληρά. Τήν ρώτησε τί κάνει καί ἀπήντησε ὅτι ὁ Θεός τήν ἐφανέρωσε ὅτι σέ κεῖνο τό μέρος θά βρεθοῦν εἰκόνες καί ἁγίασμα καί θά κτιστῆ Ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Νικολάου. Τότε ἡ Σοφία σκέφτηκε ὅτι δέν πρέπει εὔκολα νά πιστεύουμε ἀνθρώπους πού χρησιμοποιοῦν τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ γιά νά μήν πλανηθοῦμε. Ἔκανε προσευχή καί εἶπε: “Θεέ μου, δεῖξε μου σέ παρακαλῶ, ἄν πρέπη νά βοηθήσω αὐτήν τήν γυναῖκα στό ἔργο πού ἀνέλαβε”. Ἀμέσως εἶδε μπροστά της ἕνα λόφο πού πάνω ἦταν ὁ Χριστός. Ἔκανε τό σταυρό της γιά νά δῆ ἄν εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ καί ὁ Χριστός τῆς ἀπάντησε: “Καλά ἔκανες, παιδί μου, πού ἔκανες τόν σταυρό σου” καί τῆς ἔβαλε μέσα στό χέρι της μιά χούφτα θυμίαμα. Ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ἐνῶ ἦταν ἀγράμματη ἄρχισε νά διαβάζη καί νά γράφη μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀπεκάλυψε ἡ ἴδια μέ ταπείνωση: “Ἔμαθα νά διαβάζω ἄνωθεν ἐγώ ἡ ἀγράμματη σέ μεγάλη ἡλικία”.
»Ἤθελε πολύ νά γίνη καλόγρια. Ἀλλά ἐπειδή εἶχε παιδιά καί τήν εἶχαν ἀνάγκη δέν ἔφυγε σέ μοναστήρι. Ὅμως ἦταν ντυμένη καλόγρια καί δέν ἔβγαινε ἀπό τό σπίτι της.
Εἶχε Πνευματικό κάποιον ἐνάρετο καί διακριτικό γέροντα ἱερέα στήν Θεσσαλονίκη, τόν π. Παῦλο. Μέ τήν εὐλογία του καί τίς συμβουλές του ἔκανε τόν ἀγῶνα της. Τηροῦσε ὅλες τίς νηστεῖες τῆς Ἐκκλησίας καί τό τριήμερο. Τίς νηστήσιμες ἡμέρες καί τίς Σαρακοστές τίς ἔκανε τρώγοντας ἀλάδωτα. Στίς καταλύσεις τῶν ἑορτῶν ἔτρωγε μόνο ψάρι.
Τά μεσάνυχτα στήν μία ἢ δύο ἡ ὥρα σηκωνόταν καί προσευχόταν συνήθως γονατιστή. Ἔκανε πολλές μετάνοιες καί ἡ προσευχή της συνωδευόταν ἀπό δάκρυα. Προσευχόταν πρῶτα γιά ὅλο τόν κόσμο καί μετά γιά τήν οἰκογένειά της. Ἔλεγε: «Πρῶτα νά παρακαλᾶς γιά τόν κόσμο καί μετά γιά σένα γιά νά σ᾿ ἐλεήση ὁ Θεός». Κατά τήν προσευχή προσηλωνόταν τόσο, σάν νά ἔφευγε ὁ νοῦς της ἀπό τήν γῆ (ἡρπάζετο). Ἄν περνοῦσες ἐκείνη τήν ὥρα ἀπό δίπλα καί τήν σκουντοῦσες, δέν τό καταλάβαινε.
Τό κομποσχοίνι της τό εἶχε πάντα στό χέρι της καί ἡ εὐχή δούλευε μέσα της. Ἤξερε πολλούς ψαλμούς καί τροπάρια ἀπ᾿ ἔξω. Ἔψελνε τά τροπάρια πολλῶν Ἁγίων. Ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα τόν ἅγιο Νικόλαο, τόν εἶχε γιά προστάτη της καί τό ἀπολυτίκιό του τό ἔψελνε πολλές φορές τήν ἡμέρα.
Κάποια γνωστή της ἀναφέρει: «Ὅταν ἐρχόταν ἡ ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ μοῦ ἔλεγε: “Παναγιώτα, παιδί μου, πήγαινε σέ παρακαλῶ εἶναι ἡ ὥρα γιά τήν προσευχή μου” καί μέ γέμιζε εὐχές. Ἄλλοτε μέ κρατοῦσε καί κάναμε μαζί Ἑσπερινό. Ἔλεγε: “Ἔλα, παιδάκι μου, νά ἑτοιμασθοῦμε γιά τόν Ἑσπερινό”. Ἔσκυβα τό κεφάλι καί εὐχόμουν νά μήν τελειώση ποτέ. Τέτοια ἀγαλλίαση καί ἱλαρότητα εἶχε τό κελλί τῆς γιαγιᾶς. Ἄφηνε καί μένα νά λέω κάποια τροπάρια. Ἔτρεμε ἡ φωνή μου, ἔχανα τά λόγια μου καί αὐτή μέ ἐνθάρρυνε: “Ἔτσι, παιδί μου, ὡραῖα, ἔτσι, προσπάθησε”».
Ἡ Σοφία Σαμαρᾶ
Διηγήθηκε ἡ γερόντισσα Σοφία σέ κάποια ψυχή: «Παιδί μου, θά σοῦ πῶ κάτι προσωπικό γιά νά σέ βοηθήσω. Ἔκανα προσευχή γιά τήν Βίκυ, τήν κόρη μου καί ὁ καλός Θεός μοῦ ἔδειξε σημάδι. Ἔγραψε μέ χρυσά γράμματα στό σεντούκι πού εἶχα τά προικιά της τό ὄνομα Λευτέρης. Καί πράγματι τρεῖς μέρες ἦταν τά γράμματα χαραγμένα καί φαίνονταν, μετά χάθηκαν σιγά–σιγά. Καί τόν σύζυγο τῆς κόρης μου τόν λένε Λευτέρη, εἶναι καλό παιδί».
Διηγήθηκε: «Ὅταν ὁ γυιός μου Κώστας ἀπολύθηκε ἀπό φαντάρος δέν πολυπίστευε. Ἐγώ προσπαθοῦσα νά τοῦ πῶ κάποια πράγματα γιά τήν θρησκεία μας καί ἐνῶ ἤμουν στήν κουζίνα τηγανίζοντας ψάρια, μοῦ λέει:
‒Μάννα, ἄν βάλης τό χέρι σου στό τηγάνι τώρα πού τηγανίζεις καί δέν καῆς, τότε θά πιστέψω ὅλα αὐτά πού μοῦ λές πώς εἶναι ἀλήθεια.
»Ἀμέσως εἶπα στό Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἔβαλα τό χέρι μου μέσα στό τηγάνι. Τότε ὁ Κώστας μοῦ λέει:
‒Μάννα, βρεγμένο χέρι ἔβαλες καί πᾶς νά μέ κοροϊδέψης.
‒Ὄχι, παιδί μου, τοῦ λέω. Κοίτα. Καί ἀμέσως σκούπισα τό χέρι μου καί τό ἔβαλα μέσα στό τηγάνι πάλι.
»Ἔπεσε στά γόνατα τό παιδί μου καί ἔκλαιγε.
‒Μάννα, συγγνώμη, συγχώρεσέ με, πιστεύω. Πιστεύω ὅλα ὅσα μοῦ λές πώς εἶναι ἀλήθεια, καί ἀπό τότε τό παιδί μου ἄλλαξε πολύ».
Ὁ γυιός της, ὁ Σταῦρος, εἶχε πεθάνει καί μιά νύχτα τόν εἶδε στόν ὕπνο της. Τῆς εἶπε: «Μάννα, δέν μπορῶ νά περάσω τήν μεγάλη πόρτα γιατί μιά ἁμαρτία μου δέν τήν ἐξομολογήθηκα. Βοήθα με. Τότε αὐτή ἔκανε μέ δάκρυα προσευχές. Ἔπειτα ἀπό πολλές μέρες ξαναεἶδε τόν γυιό της πού τήν εὐχαρίστησε καί τῆς εἶπε: «Τώρα μπόρεσα νά περάσω τήν πόρτα, γι᾿ αὐτό πάντα νά συμβουλεύης τόν κόσμο νά ἐξομολογῆται καί νά μεταλαμβάνη, καθώς ἐπίσης καί νά προσεύχεται γιά τούς κεκοιμημένους».
Ρώτησε ἡ κ. Δήμητρα τήν γερόντισσα Σοφία, ἄν δέχεται πάντοτε κόσμο, ὅλες τίς ἡμέρες ὅ,τι ὥρα καί ἄν εἶναι καί πότε ξεκουράζεται, γιατί ἤξερε ὅτι τήν νύχτα εἶναι ἄγρυπνη καί προσεύχεται. Ἀπάντησε: «Δέν μπορῶ νά κλείσω τήν πόρτα γιά τήν δική μου ἀνάπαυση. Αὐτός πού ἔρχεται μέχρι ἐδῶ κάποιο πρόβλημα θά ἔχη. Μόνο μιά μέρα τοῦ χρόνου θέλω νά εἶμαι μόνη μου γιά νά προσεύχωμαι καί νά συνομιλῶ μέ τόν Σταῦρο, τό παιδί μου, πού ἐκοιμήθη τό 1967 καί νά τιμῶ τήν ἡμέρα τῆς ὀνομαστικῆς του ἑορτῆς, 14 Σεπτεμβρίου».
Μιά τέτοια ἡμέρα τήν ἐπισκέφτηκε ἡ κ. Δέσποινα Κελεσίδου ἀπό τήν Νέα Νικομήδεια μαζί μέ τήν γνωστή τῆς γερόντισσας Σοφίας, τήν Παναγιώτα. Ἡ γερόντισσα ἄνοιξε μετά ἀπό πολλή ὥρα. Ἦταν ὀλιγομίλητη. Φαινόταν λυπημένη πολύ. Δέν τήν εἶχαν δῆ ποτέ ἄλλοτε ἔτσι. Σταύρωσε τό παιδί καί εἶπε στήν μητέρα του: «Τίποτε δέν ἔχει τό παιδί ἀπό πρόβλημα ὑγείας. Γεννήθηκε πολύ ἀδύνατο, γι᾿ αὐτό θέλει πολλή περιποίηση καί καλό φαγητό». Καί πράγματι ἐνῶ οἱ γιατροί τήν ἀνησυχοῦσαν μέ τίς προβλέψεις τους, τό παιδί μεγάλωσε φυσιολογικά καί ἔγινε ψηλό καί δυνατό.
Εἶχε ἕνα Σταυρό μέ τόν ὁποῖο σταύρωνε τούς ἀνθρώπους. Τόν ἔβαζε στό μέτωπό τους καί τόν ἄφηνε. Ὁ Σταυρός στεκόταν σάν κολλημένος καί ὅταν ἔσκυβαν τό κεφάλι τους δέν ἔπεφτε. Αὐτό τό ἔκανε σχεδόν σέ ὅλους τούς ἐπισκέπτες της.
Ἡ Σοφία εἶχε σχέσεις πνευματικές μέ ἄλλες ἐνάρετες γερόντισσες. Τήν ἐπισκεπτόταν ἡ Τατιανή Σαββίδου, συζητοῦσαν καί προσεύχονταν ἀπό κοινοῦ. Μέ ἄλλες δυό εὐλαβεῖς γυναῖκες, τήν κυρα–Χαρίκλεια ἀπό τό Τουρκοχώρι καί τήν Ἑλένη ἀπό τό Ζερβοχώρι, πήγαιναν σ᾿ ἕνα ἥσυχο μέρος, γονάτιζαν καί προσεύχονταν γιά πολλή ὥρα. Ἡ Σοφία σήκωνε τά χέρια της καί ἀπό τόν οὐρανό κατέβαινε ἕνα φῶς πάνω της πού ἔμοιαζε μέ φωτεινές γαλάζιες χάντρες.
Μία μέρα στήν δικέλλα της, ἀφοῦ εἶχε προσευχηθῆ ἀρκετά, κάθησε νά ξεκουραστῆ στό ντιβανάκι της. Τήν ἐπισκέφθηκε γνωστή της καί εἶδε τό πρόσωπό της ἀσυνήθιστα ἀλλοιωμένο, γιατί προηγουμένως εἶχε δεῖ Ἀγγέλους. Καί ὅπως μιλοῦσε καί εἶχε πλησιάσει τό κεφάλι της πρός τήν γνωστή της κυρία, ἐκείνη αἰσθάνθηκε νά ἐξέρχεται εὐωδία ἀπό τό κεφάλι τῆς Σοφίας, σάν αὐτή πού αἰσθανόμαστε ὅταν προσκυνοῦμε ἅγια Λείψανα. Ὅπως ὅμως μιλοῦσαν ἦρθε ἕνας ἄνεμος ἀπό τό ἀνοιχτό παράθυρο καί αἰσθάνθηκαν μία δαιμονική ἐνέργεια πού ἔρριξε κάτω τά σκεύη τῆς μαγειρικῆς ἀπό τόν μπάγκο. Τότε ἡ Σοφία πῆρε τό μπαστουνάκι της, χτύπησε μία πάνω στό μάρμαρο καί εἶπε: «Καταραμένε, φύγε ἀπό δῶ. Ἐνωχλήθηκες;».
Κάποτε ἐνῶ συνομιλοῦσε μέ τήν κ. Δήμητρα τῆς εἶπε: «Ἄν ἤξερες, ἀδελφή Δήμητρα, ποιός κάθεται δίπλα σου!», καί ἔλαμπε τό πρόσωπό της μέ φῶς παράξενο πιό δυνατό ἀπό τό φῶς τῆς ἡμέρας.
Μία φορά ἔκοψε ἀπό τόν κῆπο της ἕνα κρίνο καί τόν ἔβαλε μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Πέρασε ἕνας χρόνος καί ξανά πάλι τήν ἄλλη χρονιά ἄνθισε ὁ κρίνος. Αὐτό συνεχίστηκε νά γίνεται ἀπό τό ἔτος 1963 μέχρι τό 1967. Τό εἶδαν πολλοί καί ἔλεγαν: «Πᾶμε νά δοῦμε τό κρινάκι τῆς γιαγιᾶς Σοφίας πού ἄνθισε». Κάθε χρόνο ἄνθιζε ὁ ξερός κρίνος τήν ἄνοιξη καί μετά μαραινόταν.
«Κάποτε», διηγεῖται ἡ Παναγιώτα ἀπό τή Νέα Νικομήδεια, βρήκαμε τή γιαγιά Σοφία μέ ἕνα τσαπάκι νά φροντίζη τόν κῆπο της. Μᾶς εἶπε: “Προσπαθῶ νά ἔχω λουλούδια γιά νά προσφέρω στήν Παναγία καί στούς Ἁγίους, γι᾿ αὐτό θέλω τόν ἀνθόκηπο”.
»Μετά μᾶς πῆρε μέσα καί μᾶς ἔδειξε τό κρινάκι, τό ξερό κλαδί πού πῆρε ν᾿ ἀνθίζη. “Εἶχα καί ἐγώ στήν αὐλή τέτοιους κρίνους ἀλλά χάθηκαν οἱ βολβοί. Λυπήθηκα πολύ καί παρακαλοῦσα τήν Παναγία πῶς νά ξαναβρῶ ἀπό τά ἴδια λουλούδια–κρίνα γιά νά μπορῶ νά προσφέρω στήν Παναγία. Καί τώρα δεῖτε!”.
»Τό ξερό κλαδί ἦταν ἀκουμπισμένο πίσω στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας κάτω ἦταν γεμᾶτο βολβούς καί πάνω μπουμπούκια. “Ἀπ᾿ αὐτούς τούς βολβούς θά φυτέψω στήν αὐλή νά ἔχω κρίνα γιά τήν Παναγία”. Ὅταν ξαναπήγαμε μετά ἀπό λίγο καιρό τό ξερό μπουμπουκιασμένο κλαδί ἦταν ἀνθισμένο”».
Ἡ προσευχή της ἦταν δυνατή καί βοηθοῦσε πολλούς. Ἰδιαιτέρως βοήθησε ἄτεκνα ἀνδρόγυνα νά ἀποκτήσουν παιδιά. Πρῶτα ἀπ᾽ ὅλα ζητοῦσε πίστη. «Ἂν δέν πιστεύης, θά εἶναι πολύ δύσκολο νά ἀποκτήσης παιδί», ἔλεγε. Ἔπειτα σταύρωνε τήν γυναῖκα μέ τόν ξύλινο Σταυρό, στόν ὁποῖον εἶχε τυλιγμένο ἕνα λεπτό κομποσχοινάκι, τούς ἔβαζε νά προσκυνήσουν καί μετά ἔκαναν προσευχή.
Κάποια ἀπό τήν Βέροια ὑποσχέθηκε στήν Σοφία πώς ἂν ἀποκτήση παιδί, θά τό δώση νά τό βαπτίση αὐτή (ἡ Σοφία). Μετά ἀπό δέκα χρόνια ἀπέκτησε κοριτσάκι καί σκέφθηκε νά βάλη δυό νονές, τήν Σοφία καί τήν ἀδελφή της. Ἡ Σοφία εἶπε: «Δέν γίνεται νά τό βαπτίσουν δυό. Ἄντε πηγαίνετε στήν εὐχή τῆς Παναγίας, γερό νά εἶναι τό παιδί καί ἂς τό βαφτίση ὅποιος θέλει». Τό μωρό ὅμως, παραμονές τῆς βαπτίσεως ἀρρώστησε. Οἱ γονεῖς φοβήθηκαν, ἔνιωσαν ἐνοχή καί τό πῆγαν στήν Σοφία. Αὐτή τούς περίμενε˙ τό σταύρωσε, τούς εὐχήθηκε, τό μωρό συνῆλθε καί μετά τό βάπτισαν.
Εἶχε σέ μεγάλη εὐλάβεια τόν Τίμιο Σταυρό καί πίστευε στή δύναμή του, γιατί ἔβλεπε νά γίνωνται θεραπεῖες μέ τόν ξύλινο Σταυρό πού εἶχε. Ἀλλά καί οἱ φλόγες ἀπό τά καντηλάκια τῆς γερόντισσας Σοφίας σχημάτιζαν φωτεινό σταυρό. Τό εἶδαν πολλοί αὐτό τό θαυμαστό φαινόμενο.ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
https://enromiosini.gr/biografies/23askites-kosmo-samara1/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου