Τήν χαριτωμένη γιαγιά Σοφία τήν ἐπισκέπτονταν πολλοί ἀπό ὅλη τήν Ἑλλάδα. Ἡ ἀρετή καί ἡ χάρη πού εἶχε τραβοῦσε ψυχές κοντά της γιά νά ἀκούσουν τά φωτισμένα λόγια της καί νά ζητήσουν τίς προσευχές της. Ὄχι μόνο λαϊκοί ἀλλά καί γνωστοί ἱερεῖς τῆς Βέροιας, ὅπως ὁ π. Γρηγόριος Σοφός, ὁ π. Βασίλειος Μπαχτσεβάνης, ὁ π. Κωνσταντῖνος, ὁ π. Σωσίπατρος Πιτούλιας καί ἕνας νέος πού τώρα μονάζει στό Ἅγιον Ὄρος.
Ἡ γερόντισσα Σοφία ἦταν ἕνας θησαυρός γιά τήν Βέροια καί τήν γύρω περιοχή. Ἄγγελος καλωσύνης. Θυσίαζε τόν ἑαυτό της γιά τόν πλησίον. Ὅλη τή νύχτα προσευχόταν καί τήν ἡμέρα δεχόταν κόσμο. Ὅ,τι ἔκανε ἦταν γιά τήν ἀνακούφιση καί τό καλό τοῦ πλησίον. Ἡ αὐταπάρνηση ἦταν τό χαρακτηριστικό της. Πάντοτε χαμογελαστή μέ ἱλαρό πρόσωπο, ἀθόρυβη, καλωσυνάτη, ὀλιγομίλητη, ἀσκητική μέ βαθειά ἐσωτερική γνήσια ἐκκλησιαστική ὀρθόδοξη ζωή. Μέ ταπείνωση καί ἀγάπη. Μέ λαμπερό–φωτεινό πρόσωπο. Πηγή γιατρειᾶς γιά τούς πονεμένους. Μιμητής Χριστοῦ, διάκονος ἀγάπης. Ἀφοσιωμένη στόν Κύριο καί στό θέλημα Ἐκείνου. Τό ἔργο της ἦταν ἀθόρυβο, ἡ ζωή της κρυπτή ἐν Χριστῷ. «Σᾶς παρακαλῶ, μή μιλᾶτε στόν κόσμο γιά μένα, δέν κάνω τίποτε», ἔλεγε. Ἡ ἴδια κρυβόταν πολύ καλά καί κάθε θαῦμα τό ἀπέδιδε στόν Κύριο ἤ στήν Παναγία μας ἤ στούς Ἁγίους πού τόσο πολύ τιμοῦσε. Ἀκόμα καί στήν πίστη τῶν ἀνθρώπων. Γι᾿ αὐτό δέν δεχόταν εὐχαριστίες καί εὐγνωμοσύνη. Ἦταν χαριτωμένη, σάν ἥλιος ἔλαμπε τό πρόσωπό της.
Δεχόταν ὅλους, κάθε μέρα, ὅ,τι ὥρα κι ἄν ἦταν. Δέν εἶχε ὧρες γιά τήν προσωπική της ἀνάπαυση. Ὅλους τούς καλοδεχόταν χαμογελαστή μέ εἰρηνικό πρόσωπο γεμάτη ἀγάπη καί καλωσύνη. Ὁ καθένας ἔνιωθε ὅτι τόν ἀγαπᾶ ἰδιαίτερα καί ξεχωριστά. Δέν ἔβλεπε ἁμαρτωλούς. Μόνο πονεμένες ψυχές πού θέλουν στήριξη καί βοήθεια νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό ἁμαρτίες, πάθη, ἀρρώστειες, προβλήματα. Δέν ἤθελε τίποτε γι᾿ αὐτήν, μόνο νά δοξασθῆ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου καί νά ἀναπαυθοῦν ψυχές.
Καταλάβαινε τό πρόβλημα καί τήν διάθεση τοῦ καθενός. Πῆγε κάποτε μία νέα καί ἡ γερόντισσα δέν τήν δέχθηκε. «Πήγαινε στό καλό, παιδί μου», τῆς εἶπε. Καί ὅπως ὡμολόγησε ἡ ἴδια πῆγε μέ σκοπό νά κοροϊδέψη καί νά χλευάση ὅ,τι τῆς πῆ.
Μέ τέτοιους ἀγῶνες πού ἔκανε ἡ Σοφία ἔλαβε τό χάρισμα τῆς διοράσεως καί διέκρινε σέ τί πνευματική κατάσταση βρίσκεται ὁ καθένας.
Κάποια κυρία ἐπισκεπτόταν συχνά τήν Σοφία καί μία φορά ἔφερε μαζί της μία φιλενάδα της ἀπό τόν Τριπόταμο. Ὅταν τήν εἶδε γιά πρώτη φορά ἡ Σοφία τῆς εἶπε: «Ὀλυμπία, ἐσεῖς εἶστε καλοί ἄνθρωποι, ἂν καί εἶστε κομμουνιστές».
Μερικές φορές κάποιους ἐπισκέπτες δέν τούς ἐπέτρεπε νά μποῦν στό κελλί της. Ὅταν αἰσθανόταν ὅτι δέν εἶναι καθαρός ὁ ἄνθρωπος, τόν ἄφηνε ἔξω ἀπό τό κελλί της λέγοντάς του: «Δέν θέλω νά σέ στενοχωρήσω, ἀλλά κάτσε ἐκεῖ πού εἶσαι, κάνε τόν σταυρό σου καί ὅπου πᾶς, ἅμα πιστεύης, τό ἴδιο εἶναι». Καί ὅταν ἔφευγε ὁ ἄνθρωπος ζητοῦσε συγχώρηση ἀπό τήν Παναγία καί ἔλεγε: «Παναγία μου, συγχώρεσέ με, ἀλλά ἔτσι ἔπρεπε νά γίνη». Καί ὅταν τό ἴδιο ἄτομο μετανοοῦσε, ἐξωμολογεῖτο, ἄλλαζε τρόπο ζωῆς καί ξαναερχόταν πάλι, τότε καταλάβαινε τήν ἀλλαγή του, τόν δεχόταν μέ χαρά, λέγοντάς του: «Καλῶς τον, τί ἔχεις; Ἄντε ἔλα νά σέ ἀκούσω». Καθόταν ὑπομονετικά μέ τίς ὧρες ἀλλά ἡ συζήτηση ἦταν μόνο γύρω ἀπό πνευματικά θέματα.
Ἔλεγε ἡ γερόντισσα Σοφία: «Ἡ ἁμαρτία πλήθυνε πάρα πολύ. Σάν σύννεφο ἀνέβηκε καί σκέπασε τόν οὐρανό. Ὁ οὐρανός μαύρισε καί ἡ μαυρίλα κατεβαίνει ὅλο καί πρός τά κάτω. Τό κακό θά ἔρθη ἀπό τήν Βουλγαρία».
«Στήν Ἀθήνα τόσες χιλιάδες κόσμος στήν Ἐκκλησία δέν πηγαίνουν, τρέχουν στά γήπεδα. Ἀλλά βλέπω ὅτι ὁ Θεός θά δώση ἕνα χαστούκι γιά νά συνετισθοῦν. Τά ἀθῶα θά φύγουν, τά ἀθῶα θά τήν πληρώσουν», καί ἄρχισε νά κλαίη. Πράγματι στίς 8–2–1981 στό στάδιο Καραϊσκάκη στήν θύρα 7 σ᾿ ἕναν ποδοσφαιρικό ἀγῶνα σκοτώθηκαν 21 ἄτομα καί ἦταν ἑκατοντάδες τραυματίες.
«Βλέπω ὅτι δέν πάει ἄλλο. Δέν μετανοοῦν οἱ γονεῖς. Πλήθυνε ἡ ἁμαρτία ἡ σαρκική, μακροθυμεῖ ὁ Κύριος καί περιμένει, περιμένει. Λυπᾶμαι, ὁ Θεός θά θερίσει τά παιδιά. Ἄλλοι φταῖνε, ἄλλοι θά πληρώσουν. Τά ἀθῶα τά παιδιά θά φύγουν». Μετά πού ἔγινε τό ἀτύχημα στά Τέμπη εἶπε συγγενικό πρόσωπο τῶν σκοτωθέντων παιδιῶν: «Τά θέρισε τά παιδιά μας», καί τότε κατάλαβαν ὅσοι εἶχαν ἀκούσει ποῦ ἀναφέρονταν ἡ προφητεία τῆς γερόντισσας Σοφίας.
«Πονάει ἡ ψυχή μου. Θά ἔρθει καιρός πού οἱ Χριστιανοί θά δυσκολεύονται νά βροῦν ἄνθρωπο πνευματικό νά ἀναπαυθοῦν. Θά δυσκολεύονται νά ἀκούσουν λόγο Θεοῦ καί νά ἀναπαυθοῦν στίς Ἐκκλησίες. Τότε θά κλειστοῦν καί θά προσεύχονται στά σπίτια τους».
«Ὅσο περνοῦν τά χρόνια θά δυσκολεύονται οἱ ἄνθρωποι νά συνεννοοῦνται μεταξύ τους. Σέ κάθε σπίτι ἕνας θά μείνη, δέν θά μποροῦν μαζί».
Κάποτε ἡ κ. Δήμητρα ἀπό τήν Νέα Νικομήδεια ἀντιμετώπιζε ἕνα μεγάλο πειρασμό. Μή μπορώντας νά τόν ἀντέξη ξεκίνησε νά πάη στήν γερόντισσα Σοφία γιά νά παρηγορηθῆ. Φθάνοντας στό Βῆμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἀνέβηκε καί κάθησε λίγη ὥρα ἐκεῖ καί προσευχήθηκε γιά νά μήν πάη θλιμμένη στήν γιαγιά καί τήν στενοχωρήσει. Φθάνοντας στό σπίτι τῆς γερόντισσας Σοφίας εἶδε τήν κόρη της Βίκυ νά τήν περιμένη κρατώντας τόν δίσκο μέ δυό ποτήρια νερό καί δυό καφέδες. Τήν ὑποδέχθηκε λέγοντας: «Ἔλα κυρα–Δήμητρα σέ περιμένουμε. Ἐδῶ καί λίγη ὥρα μοῦ εἶπε ἡ μάννα μου: “Σήκω, Βίκυ, κάνε δυό καφέδες γιά μένα καί τήν ἀδελφή Δήμητρα πού ἔρχεται”. Ἀκούγοντας αὐτά ἡ κ. Δήμητρα ἔνιωσε ἀνακούφιση ἀπό τό βάρος τοῦ πειρασμοῦ πού πίεζε τήν ψυχή της. Πίστευε ὅτι ἡ γερόντισσα Σοφία μέ τήν χάρη πού εἶχε ἀπό τόν Κύριο εἶδε τόν πειρασμό της καί γιά νά τήν δυναμώση πνευματικά καί νά τήν βοηθήση ἄφησε νά φανῆ τό προορατικό χάρισμα πού εἶχε καί πάντοτε μέ πολλή ταπείνωση καί ἐπιμέλεια ἔκρυβε.
Ρώτησαν τήν γερόντισσα Σοφία γιά κάποιο παιδί γεννημένο μέ κινητικό πρόβλημα στά πόδια, ἄν πρέπη νά τό πᾶνε στήν Βουλγαρία γιά νά τό ἐγχειρήσουν. Ἄκουσε προσεκτικά καί ἔμεινε γιά λίγο ἀμίλητη. Ἀναστενάζοντας βαθιά μέ πόνο ψυχῆς ἀπάντησε: «Νά μήν πᾶνε πουθενά. Οὔτε στήν Βουλγαρία οὔτε ἀλλοῦ. Δέν γίνεται καλά, ἔτσι θά εἶναι. Ἀλλά τό πρόβλημα τοῦ παιδιοῦ εἶναι τό λιγώτερο…Ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ θά φύγη ἀπό τήν ζωή. Ἔτσι εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ». Καί ἔκλαιγε σιωπηλά, βλέποντας τόν θάνατο τοῦ πατέρα πού συνέβη δύο χρόνια ἀργότερα.
Διήγηση Π.Μ.. «Ὅταν ἀρραβωνιάστηκα καί πέρασε λίγος καιρός κάποια πράγματα δέν μοῦ φαίνονταν σωστά. Πῆγα στήν γιαγιά Σοφία νά κάνουμε παράκληση νά μοῦ πῆ τί νά κάνω. Πρίν ἀρχίσουμε μοῦ εἶπε: “Ὄχι, δέν γίνεται τίποτα. Παιδί μου Π. ὁ γάμος θά γίνει, δέν μπορεῖ νά γίνη διαφορετικά. Ἀλλά θά γίνει ὄχι ἐκεῖ πού τόν ἔχετε προγραμματίσει–σέ ἐξωκκλήσι τῆς Νάουσας– ἀλλά στό ναό τοῦ ἁγίου Γεωργίου. Ὁ γάμος αὐτός δέν θά κρατήση πολύ, θά χωρίσετε”.
»Γύρισα σπίτι μου προβληματισμένη γιά ὅσα μοῦ εἶπε ἡ γιαγιά. Πράγματι ξαφνικά προέκυψε πρόβλημα καί παντρευτήκαμε στό ναό τοῦ ἁγίου Γεωργίου».
Ἡ κ. Συμέλα Καρακεχαγιόγλου ἀπό τή Νέα Νικομήδεια θυμᾶται: «Πῆγα στήν ἀδελφή Σοφία μέ τή μάννα μου καί τά παιδιά μου μέ κάποιο γνωστό μας. Μᾶς καλοδέχτηκε, μᾶς πῆρε μέσα στό κελλί της καί εἶπε στήν μάννα μου: “Γιατί, παιδί μου Σαββούλα, ἤρθατε μέ αὐτόν τόν ἄνθρωπο; Εἶναι καλός ἀλλά νά προσέχετε” καί μᾶς ἐξήγησε ἀπό τί νά προσέχουμε.
»Τό πιό θαυμαστό εἶναι ὅτι πηγαίναμε γιά πρώτη φορά καί πρίν ποῦμε τά ὀνόματά μας ἀπεκάλεσε τήν μάννα μου μέ τό βαπτιστικό της ὄνομα, ἐνῶ ὅλοι τήν φώναζαν Σταυρούλα καί αὐτό τό ὄνομα εἶχαν γράψει καί στήν ταυτότητα».
«Ὅταν κάνης τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, τά τρία δάχτυλα νά εἶναι ἑνωμένα καλά, σφιχτά σάν ἕνα νά φαίνωνται, ἀργά καί σωστά νά κάνης τόν Σταυρό σου, ὄχι βιαστικά καί ἐπιπόλαια».
«Νά λέτε 40 φορές τό “Κύριε ἐλέησον” κρυφά ἀκόμα καί ὅταν εἶστε μέ παρέα δίχως νά σᾶς καταλάβουν καί ὅταν περπατᾶτε στόν δρόμο ἤ ταξιδεύετε μέ αὐτοκίνητο. Τό “Κύριε ἐλέησον” εἶναι μιά ὁλοκληρωμένη προσευχή. Μιά φορά τήν ἡμέρα νά λέτε τήν εὐχή τοῦ ἁγίου Μαρδαρίου “Δέσποτα Θεέ…”. Νά λέτε τούς χαιρετισμούς στήν Παναγία μας. Νά κάνετε τήν Παράκληση ταπεινά καί ὅ,τι ζητᾶτε θά τό ἐκπληρώσει ἡ Παναγία μας, μόνο νά ἔχουμε ὑπομονή. Γνωρίζει Ἐκείνη καλύτερα ἀπό μᾶς».
Ἡ γερόντισσα Σοφία μέ ἁπλᾶ λόγια καί φλόγα πίστεως μετέδιδε τήν ἀγάπη της γιά τόν Τριαδικό Θεό, τήν Παναγία, τούς Ἁγίους. Συμβούλευε γνωστή της: «Ἀδελφή Δήμητρα νά μή διστάζης, οὔτε νά προβληματίζεσαι στήν προσευχή σου. Νά τά λές μέ δικά σου λόγια, ὅπως τά νιώθεις. Νά μιλάη ἡ καρδιά σου στόν Κύριο, ἀκόμα νά χρησιμοποιῆς καί τήν ποντιακή διάλεκτο. Ὁ Κύριος καί ἡ Παναγία μας γνωρίζει, νά μή ντρέπεσαι». Τά εἶπε αὐτά γιατί εἶδε ὅτι ἡ κ. Δήμητρα δέν γνώριζε πολλά γράμματα καί προβληματιζόταν γιά τό πῶς πρέπει νά προσεύχεται.
«Τό “γιατί” ἄφησέ το, παιδί μου, εἶναι τοῦ πονηροῦ, ὄχι τοῦ Χριστιανοῦ. Ἄστα ὅλα στόν Κύριο. Αὐτός γνωρίζει καλύτερα καί θά δώση τήν καλύτερη λύση».
«Ἡ προσευχή μας νά γίνεται κρυφά, σιγανά, μόνοι μας κρυμμένοι στό ταμεῖο μας».
«Πρέπει νά προσέχουμε νά μήν ἀδικοῦμε τόν πλησίον μας, γιατί εἶναι πολύ μεγάλη ἁμαρτία. Ἀλλοίμονο καί τρίς ἀλλοίμονο γιά τούς μεγάλους, τούς ὑπεύθυνους πού ἐκμεταλλεύονται τούς ἀδύνατους, καί δέν πληρώνουν τό μεροκάματό τους. Καλύτερα γι᾿ αὐτούς θά ἦταν νά μήν εἶχαν γεννηθῆ».
«Ὅταν ἔχετε κάποιο πρόβλημα, ὅταν βρίσκεσθε σέ ἀνάγκη καί δέν ἔχετε ἁγιασμό, νά σταυρώνετε τίς παλάμες σας, ὅπως ὅταν παίρνομε ἀντίδωρο, νά τίς γεμίζετε μέ νερό βρύσης καί νά λέτε: “Εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος” καί νά πλένετε τό πρόσωπό σας πρός τά πάνω, πρός τό μέτωπο καί θά ἀνακουφίζεστε, θά βοηθιέστε».
Μαρτυρία Παναγιώτας ἀπό τή Νέα Νικομήδεια: «Τό 1975 ἤμουν 16 ἐτῶν καί πήγαινα στήν Πέμπτη τάξη Γυμνασίου. Πήγαμε τριήμερη ἐκδρομή στήν Χαλκίδα. Τό πρωΐ τῆς τρίτης μέρας ξύπνησα πρησμένη στό πρόσωπο καί μέ κόκκινα ἐξογκώματα–ὄζους στά πόδια καί στά χέρια. Πονοῦσα τρομερά. Ὅταν γύρισα σπίτι μου μέ πῆγαν στό γιατρό καί διέγνωσε “ἀλλεργία ἀπό τσίμπημα ἐντόμου ἤ ἀπό κάποιο φυτό”. Μοῦ ἔδωσε πολλά φάρμακα χωρίς κανένα ἀποτέλεσμα. Τόσο πολύ πρήστηκα πού δέν γινόταν κυκλοφορία τοῦ αἵματος καί τά μέλη μου ἔγιναν κατάμαυρα. Ἀπό τούς πολλούς πόνους δέν μποροῦσα νά φάω, μόνο νερό ἔπινα γουλιά‒γουλιά. Ἔφθασα 40 κιλά, οἱ γονεῖς μου μέ κουβαλοῦσαν στήν πλάτη.
»Πέρασαν σχεδόν δύο μῆνες καί ὁ πατέρας μου ἔμαθε ἀπό τόν κουμπάρο μας γιά μιά μοναχή στήν Βέροια πού δίνει ἁγιασμό, σταυρώνει, κάνει προσευχή καί ὅποιος ἔχει πρόβλημα γίνεται καλά. Πῆγε μιά φωτογραφία μου ὁ πατέρας μου στήν γερόντισσα Σοφία καί τήν παρεκάλεσε νά προσευχηθῆ.
‒Παιδί μου, δέν εἶμαι μάντισσα. Δέν κοιτάω φωτογραφίες. Πρέπει νά μοῦ φέρετε τό κορίτσι ἐδῶ, εἶπε.
‒Εἶναι βαρειά ἄρρωστο καί εἶναι δύσκολο, ἀπάντησε ὁ πατέρας μου.
‒Ἡ ἀγωνία σου καί ἡ πίστη σου θά βοηθήσουν νά φέρης τό κορίτσι ἐδῶ καί θά γίνη καλά. Τώρα πού θά πᾶς στό σπίτι νά τό δώσης νά πιῆ τό κορίτσι πολύ ἁγιασμό ἀπό αὐτό τό μπουκάλι, καί νά ἀλείψη τά χέρια της καί τά πόδια της καί ὅπου ἔχει πόνο καί ἀμέσως μετά πολύ σᾶς παρακαλῶ πρέπει νά μείνη μόνη της καί νά κοιμηθῆ ὁπωσδήποτε.
»Ἔγιναν ὅλα ὅπως τό εἶπε ἡ γερόντισσα Σοφία, ἀλλά ἦρθε νά μέ δῆ μιά φίλη μου καί μιλώντας γιά τά μαθήματα δέν κοιμήθηκα καθόλου. Τό ἀπόγευμα πήγαμε στήν γερόντισσα Σοφία. Μόλις μέ ἀντίκρυσε μοῦ εἶπε: “Γιατί παιδί μου, δέν κοιμήθηκες; Τί σᾶς εἶπα νά κάνετε;”.
»Μέ πῆρε μέσα στό κελλάκι της καί μέ σταύρωσε λέγοντάς με: “Θά γίνης καλά, παιδί μου, μή φοβᾶσαι. Φεύγοντας θά πᾶτε στήν ἁγία Παρασκευή. Νά πιῆς πολύ ἁγιασμό, νά πλύνης τά χέρια καί τά πόδια σου. Νά πάρετε μαζί σας ἁγιασμό καί ἡ ἁγία Παρασκευή σέ τρεῖς μέρες τό πολύ θά σέ κάνει καλά. Καί σήμερα, παιδί μου, ὅλη μέρα πρίν ἔρθει ὁ πατέρας σου ἄκουγα φωνή πού μοῦ ἔλεγε νά κάνω προσευχή γιά τήν Παναγιώτα, εἶναι πολύ ἄρρωστη καί ἔχει πολύ ἀνάγκη”.
»Κάναμε ὅπως μᾶς εἶπε καί τήν τρίτη ἡμέρα οἱ μαῦροι ὄζοι ὑποχώρησαν, τό πρήξιμο ἔφυγε καί τό βασικώτερο δέν λιποθυμοῦσα ἀπό τούς πόνους ὅταν σηκωνόμουν. Ἐμένα πού μέ περίμεναν ἀπό μέρα σέ μέρα νά πεθάνω, τώρα πῆγα στούς συγγενεῖς καί γνωστούς καί δέν πίστευαν. Πῆγα καί στήν γερόντισσα Σοφία νά τήν εὐχαριστήσω.
‒Κοίταξε, γιαγιά, ἔγινα καλά, σᾶς εὐχαριστῶ.
‒Ὄχι ἐμένα, παιδί μου, τήν ἁγία Παρασκευή. Αὐτή σέ ἔκανε καλά. Πάντοτε νά ἔχης ἁγιασμό ἀπό τήν Ἁγία νά πίνης καί νά πλένεσαι.
‒Γιαγιά, σέ λίγες μέρες τελειώνει ἡ χρονιά καί γράφουμε διαγωνισμούς. Ἐγώ ἔχω δυό μῆνες πού δέν πῆγα σχολεῖο. Πῶς νά πάω νά γράψω μέ τόσα κενά;
‒Θά κάνεις τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί σέ ὅποια σελίδα ἀνοίγεις, αὐτή νά διαβάζης γιατί ἀπό αὐτή θά σᾶς βάλουν, ἀπάντησε μέ σιγουριά.
»Ἔτσι κάνοντας πέρασα τήν χρονιά, γιατί τά περισσότερα θέματα ἦταν ἀπό τίς σελίδες πού διάβασα.
»Τό 1979 ἡ γιαγιά ἦταν ἄρρωστη. Δέν μποροῦσε νά σηκωθῆ καί νά δεχτῆ κόσμο. Πήγαμε μέ τή μητέρα μου ἀρκετές φορές καί ἦταν πάντα στό κρεββατάκι της, ξαπλωμένη ἤ καθιστή, σκεπασμένη μέ τήν κουβερτούλα της χαμογελαστή μέ ἱλαρό καί εἰρηνικό πρόσωπο κρύβοντας τόν πόνο της. Ἡ μητέρα μου ρωτοῦσε ἐπίμονα νά μάθη τί ἔχει ἡ γιαγιά, τῆς πρότεινε νά φέρουμε γιατρό. Τότε ἡ γερόντισσα σήκωσε τήν κουβερτούλα της καί μᾶς ἔδειξε τά πόδια της πού ἦταν πρησμένα καί κατάμαυρα ἀπό τίς πατοῦσες μέχρι τά γόνατα καί σέ κάποια σημεῖα ἦταν κόκκινα. Μᾶς εἶπε χαμηλόφωνα:
‒Ὅταν κάποιος ἔχει πρόβλημα ὑγείας καί γίνεται καλά ἐδῶ στό κελλί μου μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, τότε τό πρόβλημά του τό παίρνω ἐγώ. Δέν μπορῶ οὔτε νά πάω οὔτε νά δεχθῶ γιατρό. Θά κάνω ὑπομονή. Ἔτσι πρέπει. Θά βοηθήση ὁ καλός Θεός καί ἡ Παναγία μας. Σᾶς παρακαλῶ πολύ μήν τό πῆτε πουθενά. Μόνο ἐσεῖς νά τό ξέρετε. Σᾶς ἔχω παιδιά μου καί σᾶς τό εἶπα».
Νέα ἀνύπαντρη κυοφοροῦσε καί ἤθελε νά κάνη ἔκτρωση. Ἐπισκέφτηκε τήν γερόντισσα Σοφία. Τήν ἄκουσε προσεκτικά, τῆς ἔδειξε πολλή ἀγάπη καί κατανόηση καί τήν ἔπεισε νά κρατήση τό ἔμβρυο. «Παιδί μου, μή ρίξης τό μωρό. Αὐτό θά γίνη ἡ οἰκογένειά σου. Θά ἔχεις τήν βοήθεια τῆς Παναγίας. Μή σκοτώσης μιά ἀθώα ψυχούλα. Ἔτσι καί τήν μεγάλη ἁμαρτία θά ἀποφύγεις καί σύ θά ἔχεις παρέα, θά ἔχεις τή δική σου οἰκογένεια».
Τό μωρό γεννήθηκε μέ τίς εὐχές τῆς γερόντισσας Σοφίας μεγάλωσε, παντρεύτηκε καί ἔκανε οἰκογένεια μέ δυό παιδάκια καί ἡ μητέρα του εἶναι μιά εὐτυχισμένη μάννα καί γιαγιά.
Ἡ κ. Δωροθέα Ἐλευθεριάδου ἀπό τή Νέα Νικομήδεια ὁμολογεῖ: «Εἶχα πρόβλημα ὑγείας. Ἔνιωθα κάτι στό λαιμό μου νά μέ πνίγη, μοῦ ἔφερνε δυσφορία καί δυσκολευόμουν νά ἀναπνεύσω. Πολλές φορές τόσο ἄσχημα ἤμουν πού σκεφτόμουν μήπως ἔχω καρκίνο. Ὁ Γιάννης ὁ Γερουλίδης μέ πῆγε στήν γιαγιά Σοφία. Μέ καλοδέχτηκε, μέ ἄκουσε καί μοῦ εἶπε: “Τώρα θά σέ σταυρώσω μέ τόν ξύλινο Σταυρό στό μέτωπο καί ὁ Σταυρός θά κολλήσει καί δέν θά πέφτει”. Τότε εἶπα μέσα μου: “Τέτοια ἄπιστη πού εἶμαι σιγά μήν κολλήση ὁ Σταυρός”, καί ἀμέσως ἔπεσε ἀπό τό μέτωπο. Τότε ἡ γερόντισσα μοῦ εἶπε: “Παιδί μου, μή βάζης τέτοιους λογισμούς καί ἔλα πάλι νά σέ σταυρώσω”. “Συγγνώμη, γιαγιά, γιά τήν ἀπιστία μου”, ἀπάντησα. Πάλι ἔκανε προσευχή καί ἔβαλε τόν Σταυρό στό μέτωπό μου καί κόλλησε καί δέν ἔπεσε κάτω».
Κάποια ἄλλη κυρία ἦταν παντρεμένη χρόνια ἀλλά δέν ἀποκτοῦσε παιδιά. Ἦρθε στήν γιαγιά Σοφία νά ζητήση τήν προσευχή της. Μετά ἀπό καιρό πῆγε στόν γιατρό, ἔκανε ἐξετάσεις καί ὅταν πῆρε τά ἀποτελέσματα πῆγε κατευθεῖαν στήν γιαγιά. Γεμάτη χαρά πῆγε νά τῆς ἀναγγείλη ὅτι περιμένει παιδάκι καί νά τήν εὐχαριστήση. Ἀκόμα οὔτε στόν ἄνδρα της δέν τό εἶχε πεῖ. Μόλις πλησίασε, τῆς λέγει ἡ γιαγιά: «Ἄντε, παιδί μου, καλή λευτεριά». Ἤξερε ὅτι περίμενε παιδί.
«Μία μέρα», διηγεῖται ἡ νύφη της, «ἦρθε στό σπίτι μας νά μᾶς δῆ. Ἐνῶ καθόμασταν καί μιλούσαμε, ξαφνικά μοῦ λέει: “Πρέπει νά φύγω τώρα. Κάποιοι μέ ἔχουν ἀνάγκη καί μέ ψάχνουν”.
»Σηκώθηκε νά φύγη καί ἐκείνη τήν στιγμή ἔφθασε ἕνας ταξιτζῆς πού ἔψαχνε τήν πεθερά μου. “Τήν ζητοῦν κάποιοι ἀπό τόν Βόλο”, ἐξήγησε. “Ξέρω, ξέρω. Σᾶς περίμενα νά ἔρθετε. Πηγαίνετε στό σπίτι καί ἔρχομαι”. Οἱ γονεῖς ἔφεραν ἕνα παιδάκι παράλυτο μέ πατερίτσες. Τό ἔφεραν μέχρι τίς σκάλες καί προσπαθοῦσαν νά τό βοηθήσουν νά ἀνέβη. Ἡ πεθερά μου τό σταύρωσε ἀπό μακριά καί τοῦ εἶπε: “Παιδί μου, ἄφησε τίς πατερίτσες, κάνε τόν σταυρό σου, μή φοβᾶσαι, ἔλα στήν Παναγία”.
»Καί μέ τήν βοήθεια τῆς Παναγίας τό παιδί περπάτησε καί ἄφησε γιά πάντα ἐκεῖ τίς πατερίτσες. Φεύγοντας εὐχαρίστησαν οἱ γονεῖς καί ἄφησαν χρήματα. Ἐκεῖ ἦταν πού ἐξαγριώθηκε ἡ γιαγιά καί εἶπε: “Γιατί τό χαλᾶτε τώρα; Γιατί χαλᾶτε τήν εὐλογία πού πήρατε; Δέν θέλω τίποτε.Νά πᾶτε στήν εὐχή τῆς Παναγίας. Πάρε τόν σατανᾶ (χρήματα) ἀπό τό τραπέζι, θά μοῦ λερώσει τήν εὐλογία. Γιατί ἡ εὐλογία δέν πληρώνεται. Ἐμένα ὁ Θεός μοῦ τό ἔδωσε δωρεάν καί πῶς τώρα νά πάρω λεφτά;”».
Μάλιστα ὄχι μόνο χρήματα ἀλλά οὔτε καί λάδι γιά τά καντήλια δεχόταν. Ὅσοι ὅμως εὐεργετήθηκαν ἀπό τίς προσευχές της πήγαιναν καμμία φορά καί ἄφηναν κανένα μπουκαλάκι λάδι ἔξω ἀπό τήν πόρτα της. Αὐτή στενοχωρημένη ἔλεγε στήν κόρη της: «Βρέ παιδί μου, τί μέ κάνουν; Δέν εἶδες ποιός τό ἄφησε; Ἐγώ, δόξα τῷ Θεῷ, ἔχω τήν σύνταξή μου, ἔχω τήν εὐλογία τῆς Παναγίας, γιατί νά τήν χάσω;». Φοβόταν μή χάση τήν εὐλογία. Ὁ γυιός της ὅμως δυσπιστοῦσε καί μία φορά τήν ρώτησε ἂν πῆρε ποτέ χρήματα ἀπό κάποιον. Ἔδειξε τά χέρια της καί εἶπε: «Ἔ, παιδί μου, ἐγώ τά χέρια μου τά ἔχω καθαρά. Γιατί ἂν ἤθελα νά πάρω λεφτά, πύργους θά ἔκανα. Ἀλλά ὁ Θεός μέ φύλαξε καί ἔχω καθαρά τά χέρια μου».
Ἄλλη φορά ἔφεραν ἕνα νέο ἄρρωστο στήν γιαγιά. Ἐκείνη βγῆκε γιά λίγο ἀπό τό κελλάκι της καί γύρισε μέ πρόσωπο λυπημένο σάν κάτι νά εἶδε. Ὅταν ἔφυγαν, εἶπε στήν κ. Μεταξία Γεωργιτζίκη μέ βεβαιότητα: «Θά πεθάνει τό παλληκάρι». Καί μετά ἀπό λίγο καιρό μάθαμε ὅτι ὄντως πέθανε.
Ἡ ἴδια ἡ κ. Μεταξία διηγεῖται: «Πρίν πᾶμε στήν Ἀθήνα γιά τήν ἐγχείρηση στό πόδι τοῦ παιδιοῦ μου, ἡ γιαγιά Σοφία εἶπε ὅτι πρέπει νά πᾶμε στόν ἅγιο Νικόλαο στήν Πατρίδα νά προσευχηθοῦμε. Ἦταν τέλη Ἰουνίου. Ἀφοῦ κάναμε Παράκληση καί ψάλαμε καί ἄλλα τροπάρια, λέγει ἡ γιαγιά: “Σκούπισε αὐτό ἐδῶ τό μέρος κορίτσι μου καί θά βγάλουμε ἁγίασμα”. Ἐγώ ἀπόρησα: “Πῶς εἶναι δυνατόν;”. Τέλος πάντων σκούπισα καί καθάρισα καλά. Ἡ γιαγιά γονάτισε, ἔκανε μία λακκούβα στό χῶμα καί ὅταν ἔψαλλε τό “Σῶσον, Κύριε, τόν λαόν σου..”, γέμισε ἡ λακκούβα ἁγίασμα καί ἄρχισε νά ξεχειλίζη γύρω. Συγκινημένη καί συγκλονισμένη ἀπό τό παράδοξο πού ἔβλεπα, πῆρα ἁγίασμα καί ἔπλυνα τό πόδι τοῦ παιδιοῦ μου πού πονοῦσε. Ἡ γιαγιά Σοφία πρόσθεσε: “Ἐδῶ θά ἔρθει καιρός πού θά βγάζει τόσο ἁγίασμα ὥστε θἄρχονται οἱ ἄνθρωποι νά πλένωνται καί θά γίνονται καλά. Ἐδῶ θά γίνονται πολλά θαύματα. Καί αὐτό τό ὕψωμα πού βλέπεις, θἄρθει καιρός πού θά γεμίσει σπίτια”». Καί πράγματι αὐτό μοῦ τό εἶπε τό 1964 καί σήμερα ἔχει γεμίσει σπίτια. Εἶναι τά λεγόμενα «Φυτιάρικα». Τό ἁγίασμα ὑπῆρχε καί θεράπευε μέχρι τήν κοίμησή της. Ὅταν ὅμως ἐκοιμήθη ἡ Σοφία, ἀμέσως ἡ πηγή τοῦ ἁγιάσματος στέρεψε.
* Κάποια ἡμέρα πού μιλοῦσε μέ τόν γυιό της λέγει σοβαρά ἡ γιαγιά Σοφία: «Ἔ, παιδί μου, ἐγώ θά φύγω. Τώρα δέν μπορεῖς νά μέ κλείσης τόν δρόμο. Ἀρχάς τῆς ἑβδομάδος φεύγω». Ἐκεῖνος δέν κατάλαβε καί ρώτησε ποῦ θά πάει. Τοῦ ἐξήγησε πάλι: «Τώρα τόν δρόμο μου δέν μπορεῖς νά μοῦ τόν κλείσης, ὅπως τόν ἔκλεισες τότε καί μοῦ ἔδωσες τρία χρόνια παράταση». Τότε εἶχε ἀρρωστήσει ἀπό εἰλεό. Ὁ γυιός της τήν πῆγε στό Νοσοκομεῖο, τήν ἔκαναν ἐγχείρηση καί ἔζησε ἄλλα τρία χρόνια. Διηγεῖται ὁ γυιός της: «Τήν ἡμέρα πού ἐκοιμήθη ἐγώ ἐργαζόμουν στήν οἰκοδομή καί ἡ ἀδελφή μου πῆγε νά τήν δῆ. Μοῦ τηλεφώνησε καί μένα καί πῆγα γρήγορα. Μόλις μέ εἶδε, κούνησε τό κεφάλι της καί εἶπε: “Φεύγω”, καί τελείωσε».
Ἐκοιμήθη παραμονή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, στίς 13 Σεπτεμβρίου 1983. Ἀκόμα καί μετά τήν κοίμησή της συνεχίζουν οἱ ἄνθρωποι νά πηγαίνουν στό κελλάκι της, τήν δικέλλα, νά προσεύχωνται καί νά ζητοῦν τήν εὐχή της γιά τά προβλήματά τους.
Αἰωνία ἡ μνήμη τῆς γερόντισσας Σοφίας. Ἀμήν.
https://enromiosini.gr/biografies/23askites-kosmo-samara1/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου