08 Απριλίου, 2024

Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης - Περιστατικα απο τον Βιο του.

Όταν κάποτε ο όσιος ήταν κλινήρης, λόγω ασθενείας του και επί μία εβδομάδα ήταν στο κελί του δίπλα από τον ναό, συνέβη το εξής: Στον ιερό ναό ακούσθηκαν βήματα. Ο επισκέπτης πνευματικό του παιδί, που καθόταν δίπλα στον όσιο, νόμιζε πως έφθασαν άλλοι επισκέπτες και δεν έδωσε σημασία. Μετά από λίγη ώρα επανελήφθη το ίδιο άκουσμα, οπότε σηκώθηκε να πάει να δει ποιοι είναι. Δεν είδε όμως κανέναν. Αυτό επανελήφθη και για τρίτη φορά και ούτε τότε είδε κάποιον να βαδίζει. Τότε ο όσιος άνοιξε τα μάτια του και του είπε σιγά-σιγά:

- «Τι θέλεις να δεις με τα μάτια σου; Αυτοί είναι αόρατοι επισκέπτες…».

Την ίδια ημέρα ο όσιος σηκώθηκε με αρκετή δυσκολία, γιατί ήταν σοβαρά ασθενής, για να τελέσει την ακολουθία του εσπερινού, αφού βαστούσε τους τοίχους για να βαδίσει αργά. Μετά το τέλος του εσπερινού έγινε τελείως καλά. Οι ουράνιοι συμπαραστάτες του, του είχαν δώσει πάλι την υγεία του!

Μία άλλη πνευματική κόρη του οσίου διηγήθηκε:

-"Τί χάρες έγιναν σ' εκείνο το εκκλησάκι του! Μιλούσε μέ τούς αγίους, γυρνούσε στον αέρα, στην γή δέν πατούσε. Ναι, τα έβλεπα εκεί στην Παναγία μπροστά. Μιλούσε άλλη γλώσσα μέ τούς αγίους.

Μία μέρα καθόμασταν κάτω από την καρυδιά. Εκεί που συζητούσαμε, ο Γέροντας πετάχτηκε όρθιος, αλλά κι εμείς αισθανθήκαμε μία ευωδία από θυμίαμα γύρω μας πολύ έντονη. Ό Γέροντας βιαστικός πήγε στο μοναστήρι. Εκείνη την στιγμή δέν μπορούσες να τον ρωτήσεις τίποτε. Μετά από ώρα βγήκε έξω και είχε μία όψη φωτεινή. Τότε τον ρώτησε η μάνα μου:

-«Τι έπαθες γέροντα και έφυγες τόσο γρήγορα;»

-«Ηρθε ο άγιος Νικόλαος στο μοναστήρι, γι' αυτό έτρεξα κι εγώ. Αλλά ήταν βιαστικός, από τον πόλεμο γύρισε, ήρθε ίσα εδώ και πάλι έφυγε πίσω"!

Ο Πρεσβύτερος Αθανασιάδης Χρήστος από το Μαυρόβατο Δράμας το 1959 διηγείται:

«Όταν αρρώστησε ο γέροντας εξυπηρετούσα κι εδώ το μοναστήρι. Τρείς φορές λειτούργησα με τον Άγιο συλειτουργό βέβαια. Οι πιστοί ήταν λαοθάλασσα και δεν καταλάβαινες εάν πρόκειται για εορτή ή όχι. Ο κόσμος έψαχνε θεραπεία και βοήθεια και πάντοτε την έβρισκε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ, λέει ο πρεσβύτερος, την πρώτη συλειτουργία. Εκείνες οι στιγμές ήταν συγκλονιστικές. Ένιωσα φόβο να πώ; Ναι, θυμάμαι πως έτρεμα όταν έκανα την Μεγάλη Είσοδο, δεν τον είδα να περπατάει, θαρρείς και τον προωθούσε ένας αέρας. Όταν μπήκαμε στο Ιερό γύρισα να δώ πώς μνημονεύει και τότε είδα να κλαίει. Εγώ νόμιζα ότι είχε κάποια ζωντανή επαφή, ότι κάποιος τον έβλεπε και συνομιλούσε. Όταν σήκωνε το βλέμμα του έβλεπε, δεν ξέρω όμως τι έβλεπε. Μ’ εκείνον τον φόβο έλεγα ‘‘Θεέ μου να τελειώσει το μυστήριο’’. Αυτός ο άνθρωπος ήταν εν ζωή Άγιος».

Ο Γέροντας υπέφερε όταν κάποιος άνθρωπος είχε μεγάλο βάρος και δεν μετανοούσε. Κλεινόταν στο κελί του και προσευχόταν. Ήξερε σε ποιόν θα ήταν αυστηρός και σε ποιόν ιλαρός, ήταν γεμάτος αγάπη και ζητούσε από τα πνευματικά παιδιά του υπακοή, βάζοντας αρκετές φορές κανόνα σε ανθρώπους που είχαν ξεφύγει. Συνήθιζε να λέει «σας δίνω αυτές τις συμβουλές, ξέρετε τις αμαρτίες σας, πρέπει να προσέχετε. Δεν μπορούμε να επαναλαμβάνουμε τις ίδιες αμαρτίες με το σκεπτικό ότι θα τις ξαναπούμε στον πνευματικό».

 

Ἡ "μάνα" Ἀργυρώ, που χρόνια φρόντιζε μέ πολλή ἀγάπη τον Γέροντα, μπῆκε στό κελλί του καί βλέποντας τό παράθυρό του ἀνοιχτό τοῦ εἶπε:

-«Πάτερ, θά κρυώσεις, γιατί ἄνοιξες τό παράθυρο;»

-«Μάνα Ἀργυρώ, ἦρθε Ἄγγελος Κυρίου νά μέ πάρει καί ἐγώ τόν παρεκάλεσα νά μέ ἀφήσει λίγες ἡμέρες, γιά νά εἰδοποιήσω τά πνευματικά μου παιδιά. Μοῦ εἶπε ἀκόμη: Ἄμα θά πεθάνω, ὅσοι θά εἶναι ἐδῶ, ὅλοι νά φοροῦν ἄσπρες μαντῆλες, γιατί θά εἶναι γύρω μου ἄγγελοι καί ἡ Παναγία, νά μήν βλέπει τά μαῦρα καί λυπηθεῖ...».

Μέ συγκίνηση καί δάκρυα τά ἔλεγε κατόπιν ἡ γιαγιά Ἀργυρώ.

~~~~~

Ο πατέρας της Παρασκευής Πανταζή είχε πάει μια φορά στον Άγιο Γεώργιο τον Καρσλίδη. Όπως έκανε να βγάλει τα χρήματα ν' ανάψει ένα κερί, σκέφτηκε ότι ήταν λίγα και ότι αν άναβε, δεν θα είχε ν’ αγοράσει στα μικρά παιδιά του καραμέλες. Μπροστά σ' αυτό το δίλημμα είδε τον Άγιο να τον πλησιάζει και να του λέει:

-"Αλέξη, η εκκλησία δεν θέλει κερί! Να πας καραμέλες στα παιδιά"!

~~~~~

Ο Όσιος Eφραίμ ο Κατουνακιώτης είχε πληροφορία ότι ο Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης είναι μεγάλος Άγιος. Έτσι, παρά την ηλικία και την ασθένειά του πήγε ταπεινός προσκυνητής στο Μοναστήρι του Οσίου και γονάτισε για να προσευχηθεί στον τάφο του. Ήταν μάλιστα ο πρώτος που ζήτησε να του φτιάξουν εικόνα του Οσίου με φωτοστέφανο. Φεύγοντας από τον τάφο, πήρε χώμα ως φυλαχτό. Όταν ένας Ιερεύς επισκέφθηκε τον παπά-Εφραίμ στα Κατουνάκια και του είπε πως έχει κάποια προβλήματα με την Οικογένειά του, του υπέδειξε ότι τον ιατρό τον έχει πλησίον του, εννοώντας τον Όσιο Γεώργιο Καρσλίδη. Μάλιστα, του έδειξε το χώμα, το οποίο είχε πάρει από τον τάφο του, το οποίο έβγαζε ένα λαμπερό φως, ως να καιγόταν βαμβάκι βουτηγμένο σε οινόπνευμα. Ο Ιερεύς αυτός είχε διατελέσει προ ετών Εφημέριος στην Μονή του Οσίου.

~~~~~

Μια φορά πήγαν δύο γυναίκες από την Ξάνθη στο μοναστήρι. Πριν μπουν στο κελλί του οσίου, η μία από αυτές έβγαλε από τον λαιμό της ένα «φυλαχτό» που είχε και το κρέμασε στον τοίχο. Μόλις μπήκαν μέσα, ο όσιος Γέροντας με υψωμένη την φωνή, είπε σ’ εκείνη που κρέμασε το φυλακτό:

-«Γρήγορα να πάρεις τον διάβολο από τον τοίχο που τον έβαλες και να φύγεις. Εμείς έχουμε Εκκλησία, μυστήρια και σείς πηγαίνετε στους χοτζάδες;».

Στο θέμα αυτό ίσως ήταν πιο αυστηρός από οτιδήποτε άλλο.

-«Ή στην πίστη ή στον μαμωνά», έλεγε.

Κατά τον αδιάψευστο λόγο του Κυρίου: «Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν ή γαρ τον ένα μισήσει και τον έτερον αγαπήσει ή ενός ανθέξεται και του ετέρου καταφρονήσει. Ου δύνασθε Θεώ δουλεύειν και μαμωνά».

~~~~~

Μία ευλαβής γυναίκα, μόλις ο σύζυγός της έφευγε για δουλειές του στη Δράμα, εκείνη ανηφόριζε βιαστικά για το μοναστήρι, για να προλάβει την ακολουθία, που συνήθως τέλειωνε πριν ξημερώσει.

Μία ημέρα που έφυγε ο συζυγός της με φορτωμένο το αμάξι του με ξύλα, έτρεξε στην εκκλησία του μοναστηριού. Στάθηκε σε μία γωνία πίσω από το παγκάρι και άρχισε με θέρμη την προσευχή της. Ήταν δύσκολα χρόνια της βουλγαρικής κατοχής. Στο τέλος της θείας λειτουργίας πήγε τελευταία να πάρει αντίδωρο. Έσκυψε τότε λίγο ο όσιος και της είπε χαμηλόφωνα:

-«Η Παναγία κόρη μου, άκουσε την προσευχή σου κι έσωσε τον άνδρα σου από μεγάλο κίνδυνο!…».

Έφυγε σκεπτική και με κάποια αγωνία, περιμένοντας πότε να βραδυάσει, να επιστρέψει ο σύζυγός της και να μάθει τι έπαθε. Παράλληλα όμως, δόξαζε εκ προοιμίου τον Θεό κι ευχαριστούσε μέσα από την καρδιά της την Παναγία, για την βοήθεια που της έκανε.

Με πολλή συγκίνηση της διηγήθηκε το βράδυ ο σύζυγός της ότι γλύτωσε ως εκ θαύματος. Παραλίγο να τον τουφέκιζαν δύο δασικοί –ένας Έλληνας κι ένας Βούλγαρος– αν ανακάλυπταν κάποιο απαγορευμένο ξύλο που είχε κρύψει κάτω από τα κοινά καυσόξυλα και που του χρειαζόταν για τη δουλειά του. Τον σταμάτησαν έξω από το χωριό και του επέβαλαν να ξεφορτώσει τα ξύλα. Έβγαλε τρεις σειρές ξύλα και υπολείπετο μία σειρά, για να φανεί το κρυμμένο ξύλο, οπότε το αποτέλεσμα ήταν γνωστό… Ξαφνικά, στράφηκε ο Βούλγαρος και είπε στον σύντροφό του:

- «Τι τον ταλαιπωρούμε τον άνθρωπο; Δεν θα έχει τίποτε το ύποπτο».

Απευθυνόμενος στον αγωγιάτη, που προσπαθούσε εξωτερικά να μην χάσει την ψυχραιμία του, του είπε να φορτώσει τα ξύλα του και να φύγει. Ο ίδιος γνώριζε τα βουλγάρικα, γιατί ήταν πρόσφυγας από την Στενήμαχο της Ανατολικής Ρωμυλίας.

Από το βιβλίο (†) Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου ''Όσιος Γεώργιος της Δράμας (1901-1959)'', Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα), Δράμα 2016.

Ενας δραμινος που η μητερα του ειχε γεροντα τον αγιο Γεωργιο Καρσλιδη μου διηγηθηκε οτι η μητερα του  και δυο αλλοι απο το Χωριο Δασωτο πηγαν στην Σιψα να εξομολογηθουν. Φευγοντας ειπε στον αγιο  η μητερα του οτι δεν ειχε λεφτα για το εισητηριο απο Δράμα για Δασωτό. Ο Αγιος σκεφτηκε για λιγο και της ειπε οτι κατι θα γινει, εχει ο Θεος. Ετσι που κατεβαιναν και οι τρεις φτανοντας εξω απο την Δραμα ενας μεγαλος λαγος επεσε στα ποδια του ανδρος της  παρεας, ηταν δυο γυναικες και ενας ανδρας, και δεν εφευγε με τιποτε. Τοτε τον πηρε αγκαλια  και συνεχισαν την καθοδο προς την πολη. Στα πρωτα σπιτια φθανοντας ενας ανθρωπος που καθοταν στην αυλη θελησε να αγορασει τον λαγο. Ρωτησε ποσα θελουν να τους πληρωσει. Αυτοι ειπαν δωσε οτι θελεις. Αυτος τους εδωσε τοσα χρηματα οσα ηταν το αντιτιμο του εισητηριου για το Δασωτό! Ιωαννης Ατματζιδης ο γιος .Στυλιανη η μητερα του.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου