ε. Η σπουδαιότητα του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας για τη ζωή των χριστιανών
Η συμμετοχή στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας δεν αποτελεί μια πράξη εξαναγκασμού, αλλά κίνηση ελεύθερης βούλησης, η οποία αναπτύσσει τη σχέση των πιστών με τον Ιησού. Ο χριστιανός που δεν κοινωνεί τοποθετεί ήδη τον εαυτό του μακριά από το ιερό μυστήριο και έξω την Εκκλησία.202 Ο επίσκοπος στηριγμένος σε αυτή τη βεβαιότητα αποτυπώνει στα κείμενά του την ποιμαντική του αγωνία και την προσπάθειά του να προτρέψει τους πιστούς να κοινωνούν συχνά: «Για μας δίνει το αίμα του ο Κύριος, κάθε φορά που τελείται το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας κι εμάς περιμένει να τρέξουμε να πάρουμε τη θεία Κοινωνία για να καούν οι αμαρτίες μας και να γεμίσουμε από τη χάρη και την αγάπη Του». 203 Διότι με αυτόν τον τρόπο αναγνωρίζουν το δώρο της σωτηρίας και το ανταποδίδουν: «τρέχουμε να κοινωνήσουμε το σωτήρα και λυτρωτή μας και να ανταποκριθούμε στη σταυρωμένη και αναστημένη του αγάπη». 204 Συγχρόνως, όμως, πάνω στη γραμμή των Κολλυβάδων, εκφράζει και τον προσωπικό του πόνο, που οι χριστιανοί δεν συμμετέχουν συχνά στο μυστήριο της ζωής: 205«είναι παράδοξο να παρακολουθεί κανείς τη θεία Λειτουργία, χωρίς να τιμά τον οικοδεσπότη και χωρίς να προσέρχεται στο δείπνο που ο ίδιος προσφέρει …αν δε γευτούμε τον Κύριο …και αν δεν προσλάβουμε δια της θείας ευχαριστίας την εξαγιαστική χάρη του Θεού, πώς περιμένουμε να φωτίζεται ο νους μας;» 206 Εκτός από τη στέρηση της εξαγιαστικής χάρης ο Επίσκοπος τονίζει συγχρόνως και το έλλειμμα κοινωνικότητας. Η αποχή από τη θεία Ευχαριστία όχι μόνο κρατά τον χριστιανό μακριά από τη επαφή με τον Θεό, αλλά τον απομακρύνει και από τον συνάνθρωπο: «όποιος δεν τρέφεται από το σώμα και το αίμα του Κυρίου κι όποιος δεν ακούει τον λόγο του Θεού και δεν πιστεύει στον Θεό Πατέρα που τον έστειλε ανάμεσά μας δεν συνειδητοποιεί την αγάπη του Θεού. Κι όταν δεν γεύεται τούτη την αγάπη ούτε ο ίδιος μπορεί να δείξει αγάπη και να διακονήσει τους πάσχοντες, τους πεινασμένους, τους ασθενείς, τους μοναχικούς, τους απελπισμένους». 207 Είναι αξιοσημείωτη η επιμονή του επισκόπου και στην κοινωνική διάσταση της μετοχής στη θεία κοινωνία, αντίστοιχη θα υποστήριζε κανείς με την επιμονή του για την ερμηνεία του μυστηρίου και της σωτηρίας των πιστών, η οποία, όμως, περνά από τη διακονία του συνανθρώπου: «…δεν νοείται λατρεία προς τον Θεό χωρίς αγάπη και ευασθησία προς τον συνάνθρωπο. Αυτή η ενεργός παρουσία στις ποικίλες ανάγκες των ανθρώπων παρωθείται από την πλήρη παράδοση στον Θεάνθρωπο Ιησού. Και αυτή η πίστη στον τριαδικό Θεό ενεργοποιεί την κοινωνικότητά μας, κρατά σε εγρήγορση την ευαισθησία μας στα ποικίλα παθήματα των συνανθρώπων μας». 208 Εξάλλου η ανταπόδοση της δωρεάς του Θεού, εκτός από την ευχαριστία και τη δοξολογία, είναι συνυφασμένη με το ανάλογο ήθος μας απέναντι στους συνανθρώπους, το λεγόμενο ευχαριστιακό ήθος: «Ο Χριστός προσφέρει ολόκληρο τον εαυτό του δώρο σε μας. Εμείς ανταποδίδουμε τη δωρεά με τη δοξολογία και την ευχαριστία μας, αλλά και με την ανάλογη συμπεριφορά μας προς τους πλησίον και τους μακράν». 209 Η κατάλληλη πνευματική προετοιμασία για την προσέλευση στη θεία κοινωνία έχει οπωσδήποτε βιβλικό υπόβαθρο.210 Ο Επίσκοπος, συνεπής στην παράδοση των Κολλυβάδων, εξηγεί στο εκκλησίασμα ότι η σωστή προετοιμασία περιλαμβάνει τη μετάνοια, την προσευχή, την εξομολόγηση. Τους προτρέπει: «Μην αδιαφορούμε. Αντίθετα να φροντίζουμε, με την άσκηση της μετανοίας και συγχώρεσης και αγάπης, να προσερχόμαστε στο άγιο Ποτήριο, στη χαρά και στη δόξα της Εκκλησίας μας, που έχει ετοιμασθεί για τον καθένας μας και για όλους τους πιστούς αδελφούς». 211 Ταυτόχρονα υποδεικνύει την αγάπη και την απουσία μίσους ως την καλύτερη προϋπόθεση για τη μετοχή στο μυστήριο. Η έλλειψη της αγάπης προσβάλλει την ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος. Η αγάπη είναι το στοιχείο που χαρακτηρίζει πάντα τη ζωή των πιστών ιδιαίτερα την ώρα της Θείας Ευχαριστίας, εφόσον η εντολή του Κυρίου είναι σαφής: «ἐὰν οὖν προσφέρῃς τὸ δῶρόν σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τι κατὰ σοῦ, ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρόν σου ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου, καὶ τότε ἐλθὼν πρόσφερε τὸ δῶρόν σου». 212 Ο Επίσκοπος περιγράφει παραστατικά τις προϋποθέσεις της προετοιμασίας: «αν δεν αγαπιόμαστε μεταξύ μας, δεν μπορούμε να συμμετάσχουμε κι αν δεν συγχωρούμε εκείνους που μας βλάπτουν και πάλι είμαστε ανάξιοι συνδαιτημόνες…εκείνο που μας ετοιμάζει είναι η μετάνοια και η εξομολόγηση». 213 Σε άλλο σημείο επεξηγεί πως: «Η μετάνοια μάς οδηγεί στον πνευματικό και ο πνευματικός στην ευχαριστιακή σύναξη. Στη λατρευτική κοινωνία με την τρισυπόστατη θεότητα, στην κοινωνία αγάπης με τους συνανθρώπους μας με τους φίλους και εχθρούς μας, ώστε να ομολογούμε…και να μεταλαμβάνουμε των αχράντων μυστηρίων». 214 Είναι φανερό πως η προετοιμασία δεν περιορίζεται στην τήρηση ορισμένων τυπικών διατάξεων, αλλά προϋποθέτει το λατρευτικό δέος μπροστά στο μυστήριο και το συγχωρητικό χρέος προς τον συνάνθρωπο. Και κάτι ακόμη εξίσου σπουδαίο, την καθαρή συνείδηση, για να καρποφορήσει σε όλη την ύπαρξή μας η μετοχή μας στο μυστήριο: «Η θεία Κοινωνία, όταν την μεταλαμβάνουμε με αγαθή συνείδηση, διαποτίζει πνευματικά και τον νουν και την ψυχή και την καρδιά». 215 Στις ομιλίες που μελετήσαμε είναι εμφανής μία δυναμική προσέγγιση των τυπικών διατάξεων της Εκκλησίας με έμφαση στην ουσία τους. Η αντιμετώπιση αυτή δεν γίνεται εύκολα αποδεκτή, δεδομένης της προσκόλλησης σε συνήθειες ή εσφαλμένες δοξασίες που έχουν εξελιχθεί σε αμετακίνητες πεποιθήσεις. Ο ίδιος, όμως, με αίσθημα πνευματικής ευθύνης, επέμενε: «όλες οι τυπικές διατάξεις που τηρούμε έχουν αξία στον βαθμό που συμβάλλουν στη δημιουργία εκκλησιαστικού ήθους. Και όταν λέμε εκκλησιαστικό ήθος, εννοούμε την απόλυτη εμπιστοσύνη στον Χριστό για τη σωτηρία μας και τον σεβασμό προς τη φύση που απορρέουν από τη λατρεία στο πρόσωπο Του». 216
-60-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου