Η κα. Αγγελική ήταν γυναίκα δυναμική, ειδικά σε ζητήματα αρχών30 και εκτός από τη στοργή προς τον γιό της,31 πάντα φρόντιζε και για τους άλλους. Ενδεικτικό τόσο για τον χαρακτήρα της, όσο και για του γιού της είναι το ακόλουθο γράμμα της, δύο χρόνια πριν το θάνατό της. «Αγαπητέ μου Δημητράκι μου, Στις τελευταίες στιγμές της ζωής μου απαιτώ από σένα μια χάρι, θέλω να προστατεύσης την γυναίκα Μαρίαν Σταματιάδου νοσοκόμα που με εκύταξε επί δεκαετίαν ευσυνειδήτως και πολλές φορές μου έσωσε την ζωήν μου με την ακούραστον εργατικότητά της, θέλω να της αγοράσης ένα σπιτάκι ως ευγνωμοσύνη για τους κόπους της και να ζήση το υπόλοιπον της ζωής της μη έχουσα κανέναν άλλον πόρον ζωής. Πιστεύω αγαπητό μου παιδί πως θα ακούσης τα λόγια μου αυτά και η ευχή μου, εύχομαι εις τον Θεόν να σε παρακολουθή πάντοτε και η ζωή σου να εξακολουθή να είναι γεμάτη δόξες, πλούτη και τιμές. Σε φιλώ γλυκά γλυκά, η δοξασμένη μανούλα σου. 1 Φεβρουαρίου 1944». 32 Αυτή η απλή και πιστή γυναίκα, αφού έχασε κόρη και σύζυγο, έχασε και τον γιό της στην μακρινή Αμερική, και μοναδική πηγή χαράς ήταν η δόξα του παιδιού της. Ο Δημήτρης την υπεραγαπούσε, μιάς, και από τότε που είχε γυρίσει στην Ελλάδα, είχαν μείνει μόνο οι δυό τους από όλη την οικογένεια. Η Κατστογιάννη, στο γράμμα της προς τον φίλο της μετά τον θάνατο της Αγγελικής, μας καταθέτει αρκετά στοιχεία για τον μαέστρο και την μητέρα του. «Της πήγα όσα λουλούδια άφησε η παγωνιά κα τη φίλησα και για σένα, επειδή ήξερα πως και κείνη μ’ αγαπούσε κα με θεωρούσε λίγο σαν κόρη της. Κάθε φορά δεν παρέλειπε να μου ειπεί «όταν σε βλέπω,νομίζω πως βλέπω το παιδί μου». Έφυγε ήρεμα, δίχως να το καταλάβει, δίχως να υποφέρει…. Εδώ και λίγες μέρες που την είχα επισκεφθεί ήταν τόσο καλά, ευχαριστήθηκε τόσο με τα νέα που μας έφερε ο κ.Χατζηγιάννης, και μου ‘δειξε τη χριστουγεννιάτικη κάρτα σου. Ύστερα έλαβε και το γράμμα σου και το χάρηκε πολύ. Εσύ που τη γνωρίζεις όσο κανείς άλλος, ξέρεις πόσο είχε συνηθίσει να σε νιώθει μακριά της, δεν ήταν για κείνη καημός ότι δεν σε είδε, γιατί της έφθανε να έχει νέα σου, να ξέρει πως είσαι καλά, πως την αγαπάς, πως έχεις επιτυχίες. Η δόξα σου την ικανοποιούσε περισσότερο από την παρουσία σου. Δεν έπαυε να σε σκέπτεται, αλλά πίστεψέ με, δεν αισθανόταν την ανάγκη να σε δεί. Αν, Δημήτηρη μου, όπως είμαι βέβαιη, σου κοστίζει ότι δεν μπόρεσες να την ξαναδείς θα πρέπει να σε παρηγορεί η ιδέα ότι ήσουν εξαιρετικός γιός για κείνη, τρυφερός, γεμάτος κατανόηση και ότι σαν ελάχιστοι ικανοποίησες την μητρική φιλοδοξία. Όσο αραιά και αν γράφεις, τα γράμματά σου δίνουν πάντα ένα αίσθημα απόλυτης ασφάλειας για την αγάπη σου. Χάρη σε σένα πέρασε τα χρόνια του πολέμου, καλύτερα από πολλούς πλουσίους, καi από τη στιγμή που μπόρεσες να της ξαναστείλεις χρήματα δεν στερήθηκε πια τίποτε. Χαιρόταν να σε ιδεί την άνοιξη, και αυτή τη φορά το πίστευε θετικά ότι θα ερχόσουν…. Έχεις τόση ψυχική δύναμη, και αυτός ο πόνος θα μετουσιωθεί όπως όλα στη ζωή σου σε τέχνη».33
Οι γονείς του Δημήτρη ήταν τόσο χαρακτηριστικά φιλάνθρωποι που και τα δύο παιδιά τους, ήδη από την παιδική τους ηλικία, αμίλλονταν τους γονείς στην φιλανθρωπία. «Στα νιάτα μου κάποιος άλλος με βοηθούσε στις φιλανθρωπικές μου δραστηριότητες. Ήταν η μικρή μου αδελφή, όταν χρειαζόμουν ένα συνένοχο για να μπορώ να δίνω σε πτωχούς φίλους ένα σωρό πράματα του σπιτιού, συμπεριλαμβανομένου και ρουχισμού. Δεν μπορούσα να βγω από το σπίτι με πακέτο, επειδή η μητέρα μου ήταν πάντα στη μέση, έτσι έβγαινα με άδεια χέρια, οπόταν η αδελφή μου μού κατέβαζε από το παράθυρο τα δέματα μ’ ένα σχοινί, αδειάζοντας έτσι σιγά-σιγά το βεστιάριό μου, προς μεγάλη απελπισία της μητέρας όταν ανακάλυπτε ότι έλειπαν πράματα. Θυμάμαι πόσο χαιρόταν η αδελφή μου, και τίποτε δεν της άρεσε περισσότερο παρά να συνωμοτεί μαζί μου σε τέτοια». 34 Κάτι άλλο που χαρακτηρίζει και τους δύο γονείς είναι φιλική τους στάση στον κλήρο35 και η αγάπη τους για τα μοναστήρια και ειδικά για το μετόχι της Ανάληψης, 36 της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας, στην Αθήνα. Ο μεν, Γιάννης διετέλεσε εκπρόσωπος της Μονής για το μετόχι, από την αρχή και δεν έπαψε να μεριμνά γι’ αυτό μέχρι την ομαλή λειτουργία του, 37 ενώ η μητέρα του πήγαινε στο μετόχι και μετά το θάνατο του συζύγου της.38 Η αγάπη αυτή μεταδόθηκε και στο γιό τους, ο οποίος από παιδάκι ακόμα του άρεσε να πηγαίνει στα μοναστήρια, 39 ενώ σιγά-σιγά θα εγείρονταν μέσα του η επιθυμία για να γίνει κι’ εκείνος μοναχός. 40
Αυτοβιογραφικό σημείωμα.
«Το όνομά μου είναι Δημήτρης Μητρόπουλος. 41 Είμαι μαέστρος. Αλλά θα σας φανεί απίστευτο αν σας πω ότι και εγώ ο ίδιος εντυπωσιάζομαι που τελικά έγινα μουσικός. Κανείς από την οικογένειά μου δεν υπήρξε μουσικός. Προέρχομαι από οικογένεια κληρικών. Ο παππούς μου ήταν παπάς σ’ ένα χωριό στην Ελλάδα και ξέχασα να σας πω ότι γεννήθηκα στην Αθήνα. Ο θείος μου ήταν κτηνοτρόφος και δύο από τα αδέλφια του πατέρα μου πήγαν από πολύ νωρίς σε μοναστήρι και μάλιστα σ’ ένα θαυμάσιο μοναστήρι του Άθω, όπου υπάρχουν μόνον ορθόδοξα μοναστήρια από πολλές χώρες, όπως από τη Ρωσία, τη Βουλγαρία, τη Σερβία αλλά κυρίως από την Ελλάδα. Και οι δύο μόνασαν εκεί και εκεί πέθαναν. Κι’ εγώ, όταν ήμουν παιδί και είχα σχολικές διακοπές, πήγαινα εκεί, ήμουν τόσο ενθουσιασμένος από το περιβάλλον και όλη αυτή η ιδέα του ερημίτη άγγιζε πολύ την καρδιά μου. Έτσι εκείνα τα χρόνια ήμουν βέβαιος πως κάποια μέρα θα γινόμουν κι εγώ μοναχός. Ο πατέρας μου ήταν έμπορος, αλλά αποτυχημένος έμπορος, και στο τέλος της ζωής του έγινε κι αυτός μοναχός. Βέβαια δεν ήμουν απολύτως σύμφωνος με την ιδέα αυτή του ασκητή, ουσιαστικά ήθελα να γίνω ιεραπόστολος. Αυτό ήταν πράγματι το ιδανικό μου. Και δεν ξέρω πως κατάφερε η μοίρα και αντί ιεραπόστολος του Χριστού έγινα ιεραπόστολος της τέχνης της μουσικής». 42
-13-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου