31 Αυγούστου, 2024

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΑ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ ΤΗΝ ΕΠΙΣΚΕΠΤΟΝΤΑΝ Ο ΜΑΕΣΤΡΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

 


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄ ΤΟ ΔΙΛΛΗΜΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΟΥΣΙΚΗ 

Πού ήθελε να γίνει μοναχός και γιατί. 

Όπως ο ίδιος ο Μητρόπουλος ομολογεί στον αυτοβιογραφικό του λογύδριο στο ραδιόφωνο του Βερολίνου που παραθέτουμε στην αρχή της εργασίας μας,185 ήθελε να γίνει μοναχός. Ήταν μια σκέψη που την αισθανόταν πολύ δυνατή μέσα του, σε σημείο μάλιστα να βρίσκεται σε δίλλημα για τον ποιόν δρόμο να ακολουθήσει, αυτόν της μουσικής ή του μοναχισμού. Φυσικά, σε όλα τα άρθρα κατά την περίοδο της δόξης του γίνεται αναφορά στην κλίση του αυτή. Πού ήθελε, όμως, να γίνει μοναχός ο έφηβος Δημητράκης; Την απάντηση μας την δίνει αρχικά ο ίδιος: «δύο από τα αδέλφια του πατέρα μου πήγαν από πολύ νωρίς σε μοναστήρι και μάλιστα σ’ ένα θαυμάσιο μοναστήρι του Άθω». Άρα, λοιπόν, ο τόπος που σαγήνευσε την ψυχή του ήταν ο Άθως. Όπως, είδαμε δεν πήγαν και οι δύο θείοι του εκεί. Πήγε μόνον ο Νικόλαος που έγινε μοναχός στην Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας και μετονομάστηκε σε Νείλο Μοναχό. Άλλωστε ο ίδιος ο μαέστρος κάνει σαφή αναφορά σε ένα(!) μοναστήρι και όχι γενικά στον Άθωνα. Άρα ο Μητρόπουλος ήθελε να γίνει μοναχός στο Μοναστήρι του θείου του, δηλαδή στην Σιμωνόπετρα. Επιβεβαιωτικά τονίζει ότι: «Κι’ εγώ, όταν ήμουν παιδί και είχα σχολικές διακοπές, πήγαινα εκεί, ήμουν τόσο ενθουσιασμένος από το περιβάλλον». Να επισημάνουμε ότι δεν γίνεται εκ μέρους του καμία αναφορά πουθενά στην Μονή της Λογγοβάρδας της Πάρου, το άλλο, δηλαδή, μοναστήρι, όπου εγκαταβίωσε ο άλλος αδελφός του πατέρα του ο Χρήστος, ο οποίος έγινε ιερομόναχος Ιερόθεος και έζησε εκεί τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του από το 1911 ως το 1921. Επομένως, χάρη στην προσωπικότητα του θείου του Μοναχού Νείλου, αλλά και της ιδιαιτερότητας της Σιμωνόπετρας, εκεί είχε νιώσει το κάλεσμα για την μοναχική αφιέρωση.  

Σιμωνόπετρα: «ένα θαυμάσιο μοναστήρι». 

Είναι εντυπωσιακό ότι ακόμη και στο τέλος της ζωής του ο μαέστρος διατηρεί στην μνήμη του τον θαυμασμό του για τη Μονή του Άθωνα που ήθελε να εγκαταβιώσει. Είναι επίσης αξιοθαύμαστο ότι σε γερμανικό ραδιόφωνο το 1959 επιλέγει να ξεκινήσει την αυτοβιογραφία του μιλώντας για το Άγιο Όρος και να εξηγήσει την πολυεθνικότητά του ή τον υπερβατικό χαρακτήρα του μοναχισμού πέρα από τις διαφορές των γλωσσών και των πολιτισμών. Ωστόσο, επιμένει να συστήνεται θαυμαστής ενός και μόνου μοναστηριού, της Σιμωνόπετρας. Πράγματι, η Σιμωνόπετρα αποτελεί αξιοθαύμαστο επίτευγμα που μαγνητίζει τον επισκέπτη οποιαδήποτε εποχής. «Ήδη επεθαύμαζον την Σιμόπετραν, Κοινόβιον αιωρούμενον ως από των ουρανίων, και μόλις επακκουμβών επί της φαλακράς κορυφής αποτόμου κώνου, είδος φραγκικού πύργου με τας επτά σειράς των παραθύρων του, ως φωλεάς χελιδόνων», 186 αναφέρει ο Μωραϊτίδης που ονομάζει τη Μονή «αιθέριον πολυώροφον πύργον, την Σιμωνόπετραν, καταπλήττουσαν την αίσθησιν του ανθρώπου». 187 Φυσικά, η έλξη της Μονής, όχι μόνο ως αρχιτεκτονικό επίτευγμα, αλλά εν γένει ως εμπειρία ξεχωριστού βιώματος, ειδικά προς τους νέους, είναι γεγονός διαχρονικό. Ιδού μια ομολογία από δύο νέους, σύγχρονους επισκέπτες που είχαν την ίδια εμπειρία με τον έφηβο Μητρόπουλο: «Η περιπλάνηση στους χώρους του μοναστηριού, η διαβίωση στα κελλιά, η συμμετοχή στις ακολουθίες από τη θεία λειτουργία και τη τράπεζα μέχρι τις λιτανείες στην αυλή και έξω από αυτήν, αποτελούν μερικά μόνο από τα στοιχεία που προσωπικά μας δένουν με τον τόπο. Η βίωση του χρόνου, η άμεση εξάρτηση από το φώς του ηλίου καθώς και από τα υπόλοιπα φυσικά στοιχεία, η συμμετοχή στην αλλαγή του τρόπου ζωής καθώς και η προσαρμογή σε ένα καινό πλαίσιο καθημερινότητας μπορούν να κατανοηθούν μόνο μέσω της παραμονής στη μονή και της πλήρους προσαρμογής στη ζωή της  κοινότητας». 188 Όπως είδαμε ο Μητρόπουλος δηλώνει κι εκείνος ενθουσιασμένος και ότι η ιδέα του ερημίτη άγγιζε πολύ την καρδιά του. 

Η Μονή την εποχή εκείνη ήταν σε πλήρη πνευματική ακμή. Ακολουθούμε τον π.Χρύσανθο Αγιαννανίτη, συνομήλικο σχεδόν του Μητρόπουλου στις δικές του ενθυμήσεις. 189 Ανήκει και αυτός στον κύκλο του αγίου Ελισαίου και μάλιστα είχε βαπτιστεί από τον ίδιο τον π.Νικόλαο Πλανά. 190 Σύχναζε επίσης στην Ανάληψη, το μετόχι της Σιμωνόπετρας στην Αθήνα, όπου συνδέθηκε ιδιαιτέρως με τον π.Ιερώνυμο, μετέπειτα Ηγούμενο της Μονής, 191 όπου «έτρεχε μαζί με άλλα παιδιά» και δεν αποκλείεται να γνωρίζονταν και με τον μαέστρο. Το 1911 σε ηλικία 17 ετών πηγαίνει ως δόκιμος στη Σιμωνόπετρα, όπου διαμένει περίπου έναν χρόνο. 

Η πνευματική κατάσταση στη Σιμωνόπετρα την εποχή που πήγαινε ο Δημήτρης. 

«Οι Πατέρες έτρωγαν σχεδόν μίαν φοράν την ημέραν και είχον τέτοιον σύνδεσμον αγάπης αναμεταξύ των, όπου τους ενθυμούμαι και κλαίω192… με έβλεπον κουρασμένον και με παρηγορούσαν193… όλοι δε οι Πατέρες με είχαν αγαπήσει πολύ και με συνεβούλευαν το τέλειο του Κοινοβίου194… εις τας ημέρας μου υπήρχον πνευματικοί Πατέρες αγωνιζόμενοι δια να φθάσουν εις τα ύψη του θείου έρωτος. Μεταξύ αυτών ήτο ένας Μοναχός ονομαζόμενος Κήρυκος… με αυτόν είμεθα μαζί αρχάριοι. Εάν του έλεγε ο μακαρίτης ο Γέροντας, ο παπά Ιωαννίκιος, έμπα μέσα στο καλάθι να κατεβής εις τον κήπον, αυτός έκανε τελείαν υπακοήν, η οποία τον είχε αξιώσει και εντός του Κοινοβίου το αείρρυτον δάκρυον, όπου είναι το πρώτον σημάδι της αγάπης του Θεού. Ουδέποτε αργολόγησε, αλλά ήταν πάντοτε σύννους, κρατών την αδιάλειπτον ευχήν195… Εάν θέλεις να μάθης ποίοι ήσαν οι προ εμού και μετά από εμένα θα γεμίσης από ταπεινοφροσύνην, ταλανίζων τον εαυτόν σου ημέραν και νύκτα196… Ήτο ένας Γέρων Ανανίας, τον οποίον ο μακαρίτης ο Γέροντας παπά Ιωανννίκιος έστελνε εις τον Δοντάν και αυτός ουδέποτε είπε δεν υπάγω. Αλλά έπαιρνε μαζί του ξύδι, παξιμάδι, και εκάθητο από του αγίου Δημητρίου εώς του αγίου Γεωργίου, κα εφόρτωνε δια το Μοναστήριον κρεμμύδια και άλλα είδη. Ρούχο καινούργιο δεν εφόρεσε ποτέ και ουδέποτε ωμιλούσε στο Μοναστήρι… Ήτο ένας άλλος νοσοκόμος ονομαζόμενος Ιλαρίων… δια να αναπαύση τους ασθενείς αδελφούς, εζήτησεν ευλογίαν από τον μακαρίτη τον Γέροντα παπά Ιωαννίκιον και εφύτευσεν χαμομηλέας δια να δίδη εις τους ασθενείς και να τους αναπαύη. Δεν ευρέθη κανείς, ούτε Μοναχός ούτε κοσμικός, να είπη λόγον ή παράπονον ότι δεν υπηρέτησε καλώς. Εις αυτό το Μοναστήριον επήγαιναν πολλοί ασθενείς, γιατί ο μακαρίτης ο Νείλος, όπου είχε δώσει την Ανάληψιν ως Μετόχιον, είχε προμηθεύσει όλα τα είδη των φαρμάκων και σχεδόν όλοι οι ιατροί επρομηθεύοντο από αυτό το Μοναστήριον. Ουδέποτε ηγανάκτησεν ο πατήρ Ιλαρίων, ούτε οι λοιποί Πατέρες…εδιάβαζαν την Φιλοκαλίαν και έτρεχον τα δάκρυά των ποταμηδόν197…Πολλοί σύγχρονοί μας, επειδή εκατάλαβαν ότι αυτά [δηλαδή οι προσποιητοί έλεγχοι από τους μεγαλυτέρους Πατέρες] είναι τα γλυκύτερα πράγματα της σωτηρίας των ψυχών μας, έφθασαν εις μέτρα, αγράμματοι όντες, να εξηγούν τα έπη του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Άλλοι ετελείωναν τας υπηρεσίας των και έτρεχον εις τα κελλιά των, σχολάζοντες τη προσευχή και τη αναγνώσει. Και σε τέτοια βάθη ταπεινοφροσύνης έφθασαν, όπου το εαυτόν των δεν τον ενόμιζαν άνθρωπον, αλλά χειρότερον από ένα ράκος αποκαθημένης… Μερικών αδελφών μας τας καρδίας τας εκέντριζε τόσον πολύ ο θείος έρως, όπου ήθελαν να φορούν υποδήματα χωρίς τσουράπια, και με τέτοια επιτηδειότητα, ώστε να μη γίνωνται αντιληπτοί υπ’ ουδενός αδελφού πλην του Ηγουμένου…Άλλοι πάλιν εννοήσαντες την ωφέλειαν, όπου έρχεται από τας δυνατάς φνωάς των προεστώτων των, εβοήθουν αυτούς μεμφόμενοι τους εαυτούς των και εδέχοντο αυτάς, διότι εκατάλαβαν τοι αι φωναί εγίνοντο, δια να καθαρισθή το εσωτερικό του ποτηρίων των. Και έφθασαν εις τοιαύτα ύψη, όπου ερράπιζαν το πρόσωπόν των λέγοντες νοερώς: ‘-Δεν ημπορούμε να σε χορτάσωμεν, Ουράνιε Νυμφίε μας Χριστέ’». 198 Προφανώς η αρετή αυτή των πατέρων του καιρού εκείνου στην Σιμωνόπετρα και φυσικά του θείου του Νείλου, άσκησαν εντονότατη εντύπωση στον μικρό Δημήτρη, σε σημείο που σκεφτόταν τον μοναχισμό ως επιλογή ζωής για κείνον. Τονίζουμε, ωστόσο, ότι η επιθυμία αυτή εκδηλώθηκε κατά την εφηβεία του και κατόπιν ο ίδιος επέλεξε άλλον δρόμο.

-29-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου