Η ιστορία που ακολουθεί δεν είναι παρά η γραπτή έκφραση μιας γκραβούρας που περιέχεται σε βιβλίο τυπωμένο στη Βενετία το 1863, με τη λεζάντα: «Το μαρτύριο του Μαρκαντώνιου Βραγαδίνου». Θα ήθελα εδώ να καταθέσω τη μαρτυρία του. Για να μην πω τα δικά μου, καταφεύγω σε λίγα ενημερωτικά φυλλάδια του 16ου αιώνα, που κυκλοφόρησαν σε όλη την Ευρώπη, με μια θλιβερή είδηση, την πτώση του τελευταίου χριστιανικού βασιλείου της Ανατολής, τουτέστιν της Κύπρου, που τελούσε τότε υπό την κυριαρχία των Ενετών. Σύμφωνα, λοιπόν, με ένα από τα ως άνω φυλλάδια, οι Οθωμανοί εφόρμησαν στα τείχη της Λευκωσίας στις 2 Αυγούστου 1570, και κατέλαβαν τέσσερις προμαχώνες, ενώ μπήκαν και μέσα στην τάφρο, και η πολιορκία ξεκίνησε με τους χειρότερους οιωνούς. Στις 9 Σεπτεμβρίου, οι γενίτσαροι έκαναν έφοδο και πήραν την πόλη, σε μιάμιση ώρα. «Αφού μπήκαν, κατέσφαζαν όποιον συναντούσαν, ώστε απ’ όλο τον πληθυσμό, Ιταλούς και Έλληνες, άλλοι σκοτώθηκαν και άλλοι αιχμαλωτίσθηκαν, εκτός από μερικούς που διέφυγαν στην Αμμόχωστο».
Το φύλλο κλείνει παραθέτοντας τα ονόματα των νεκρών αξιωματικών, πάνω από πενήντα, εξ ων κι ένας καπετάνιος Lambetti, ο Βυζαντινός Ακρίτας Νικόλαος Λαμπέτης. Το υστερόγραφο λέει: «Δεν έχω να σας πω κάτι άλλο παρ’ εκτός να ευτυχείτε. Τα σέβη μου στον Κύριο αδελφό σας και σε όλους τους φίλους». Τον Μαρτινέγκο τον πούλησαν ως σκλάβο, τον ευγενή Τιέπολο τον κρέμασαν από έναν προμαχώνα, ενώ την πιο φρικτή μοίρα την είχε ο Μαρκαντώνιος.
Ο συγγραφέας υποθέτω σκοτώθηκε τον άλλο χρόνο. Τότε έπεσε η Αμμόχωστος, ύστερα από 11 μήνες πολιορκίας και μάταιη αναμονή ενισχύσεων, στις 5 Αυγούστου 1571. Την παράδοση τη διαπραγματεύθηκε ο Άστορ Μπαλιόνε και οι όροι του έγιναν δεκτοί από τον αρχηγό των οθωμανικών δυνάμεων, τον Λαλά Μουσταφά: οι Ενετοί θα αποχωρούσαν χωρίς να τους πειράξει κανείς, ενώ δεν θα πείραζαν ούτε τους Έλληνες. Τούτων δοθέντων, ο Έκτωρ Μαρτινέγκο παρέδωσε στον Μουσταφά τα κλειδιά της πόλης, οπότε ο πασάς ζήτησε να παρουσιαστεί ο στρατιωτικός διοικητής της Αμμοχώστου, ο Μαρκαντώνιος Βραγαδίνος, στον οποίο ήθελε να αποδώσει τιμές για το θάρρος και την πολεμική του ικανότητα. Ο Μαρκαντώνιος παρουσιάστηκε πράγματι στον Μουσταφά, όπως και πολλοί άλλοι άρχοντες. Ο πασάς, καίτοι ήταν φιλικός στην αρχή, τελικά τους κατηγόρησε για δήθεν εκτελέσεις Τούρκων αιχμαλώτων, κι έδωσε εντολή να αρχίσει το μαρτύριό τους. Τον Μαρτινέγκο, για παράδειγμα, τον πούλησαν ως σκλάβο, ενώ τον ευγενή κυρ Τιέπολο τον κρέμασαν από έναν προμαχώνα. Την πιο φρικτή μοίρα, όμως, την πιο καλή και αγία, την είχε ο Μαρκαντώνιος. «Όσο κι αν τον βασάνισαν ούτε δείλιασε ούτε έχασε το θάρρος του. Αντίθετα, φώναζε στους εχθρούς του πως πρόδωσαν την πίστη τους και τους κατηγορούσε για τις ατιμωτικές και τυραννικές πράξεις τους».
«Του άρχοντα Βραγαδίνου, που είχε τεντώσει τον λαιμό μόνος του για να τον εκτελέσουν, του έκοψαν τ’ αυτιά και τα πέταξαν πιο πέρα, ενώ οι Εβραίοι που έστεκαν ολόγυρα έβριζαν τα θεία με τον χειρότερο τρόπο. Και του φώναζαν πού είναι τώρα ο Χριστός για να τον βοηθήσει; Γιατί δεν τον καλεί να του συμπαρασταθεί; Και ο άρχοντας τους απάντησε μειλίχια πως ο Χριστός ζει και υπάρχει». Στις 7 Αυγούστου οι Οθωμανοί διαπόμπευσαν τον Μαρκαντώνιο στους δρόμους της πόλης. Οι Έλληνες τον έβλεπαν κι έκλαιγαν. «Ύστερα τον οδήγησαν στη θάλασσα, τον έβαλαν να καθίσει πάνω σ’ ένα ξύλινο κάθισμα και τον σήκωσαν ψηλά με σκοινιά για να τον βλέπουν όλοι οι χριστιανοί από τα καράβια, οι χριστιανοί που είχαν πιαστεί πριν από λίγο αιχμάλωτοι και ήταν δεμένοι με αλυσίδες. Ύστερα τον οδήγησαν στην κεντρική πλατεία της Αμμοχώστου, του πήραν τα δύο σακιά που ήταν φορτωμένος κι άρχισαν να τον βασανίζουν με βασανιστήρια φριχτά». Ωστόσο: «Όσο κι αν τον βασάνισαν ούτε δείλιασε ούτε έχασε το θάρρος του. Αντίθετα, φώναζε στους εχθρούς του πως πρόδωσαν την πίστη τους και τους κατηγορούσε για τις ατιμωτικές και τυραννικές πράξεις τους. Κι ύστερα, αφού έδειξε καρτερία μεγάλη, τον κάλεσε ο Θεός ήσυχα κοντά του». Αλλά το μαρτύριο συνεχίστηκε ερήμην του: «Οι Τούρκοι, όταν ξεψύχησε, τον έγδαραν κι αφού γέμισαν το δέρμα του με άχυρο, το κρέμασαν ψηλά σ’ ένα κοντάρι και το πήγαν μέχρι τη Συρία για να το δουν όλοι οι χριστιανοί και να καταλάβουν πως τους περιγελούσαν οι Τούρκοι». Με μια κυπριακή λέξη γερμανικής προελεύσεως, θα πούμε ότι ο Μαρκαντώνιος Βραγαδίνος έγινε «πούππα», δηλαδή κούκλα, ένα όμορφο σκιάχτρο, μαριονέτα Θεού, αγγελικός αχυράνθρωπος: εννοώ ότι έγινε σκεύος εκλογής από την κορφή ως τα νύχια. «Οι Τούρκοι, όταν ξεψύχησε, τον έγδαραν κι αφού γέμισαν το δέρμα του με άχυρο, το κρέμασαν ψηλά σ’ ένα κοντάρι και το πήγαν μέχρι τη Συρία για να το δουν όλοι οι χριστιανοί». Την κορφή, βέβαια, οι Τούρκοι την έκοψαν – πλην, κακό του κεφαλιού τους: «Ο Πασάς έστειλε και κάρφωσαν την κεφαλή του Βραγαδίνου επάνω από την πόρτα της κατοικίας του, και περνώντας από εκεί τη νύχτα πολλοί άνθρωποι έβλεπαν ότι υπήρχε ακριβώς από κάτω ένα μισοφέγγαρο από φωτιά που έκαιγε χωρίς η κεφαλή να φλέγεται. Βλέποντάς το ένας Χριστιανός ιππότης της χώρας, πήγε στον πασά και του έδινε δέκα χιλιάδες χρυσά τσεκίνια για την κεφαλή, και εκείνος δεν θέλησε να του τη δώσει. Έχοντας πριν δει το θαύμα, το θεώρησε κακό οιωνό και τη νύχτα, χωρίς να το δει κανείς, έστειλε και την έβγαλαν και την έθαψαν σε μέρος που οι Χριστιανοί το αγνοούσαν». Ο Λαλά Μουσταφά πολύ καλά έκανε και θεώρησε κακό οιωνό αυτή τη φωτιά, τη λάμψη στο κεφάλι του Βραγαδίνου, καθότι, ύστερα από δυο μήνες, η Καθολική Λίγκα θα συνέτριβε τους Οθωμανούς στα νερά της Ναυπάκτου. Η εκδίκηση ήρθε, και είχε τα μάτια του. Ο Μαρκαντώνιος μαρτύρησε τον Δεκαπενταύγουστο . Ύστερα από 400 χρόνια, 14 Αυγούστου 1974, οι Τούρκοι πήραν την Αμμόχωστο για δεύτερη, ενδεχομένως και τελευταία φορά. Δεν έχω να σας πω κάτι άλλο παρ’ εκτός να ευτυχείτε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου