Ωστόσο, ας μην ξεχνάμε ότι παραμονή της αναχώρησης του Νίκου Μητρόπουλου και του Κωνσταντίνου Ζερβάκου για το Άγιον Όρος το 1907, έγινε, επί τούτου, αγρυπνία στον Άγιο Ελισαίο με ψάλτες τους δύο Αλεξάνδρους και ιερέα τον παπα-Νικόλα Πλανά και μετά το γεύμα στο σπίτι του Νίκου Μπούκη, όλοι μαζί τους προέπεμψαν στο λιμάνι μέχρι να μπούν στο πλοίο. «Μετά την αγρυπνίαν και ιεράν μυσταγωγίαν, ην παρηκολουθήσαμεν εις το εκκλησάκι του Προφήτου Ελισσαιέ (την 8ην Μαΐου, εορτήν του Αγίου Ιωάννου του Θελόγου), μας εφιλοξένησεν εις τον οίκον του μαζί με τον Παπαδιαμάντην ο φιλομόναχος και φιλόξενος Νικ. Μπούκης και αποχαιρετήσαντες τους Παπαδιαμάντην και Μωραϊτίδην, κατήλθομεν εις Πειραιά, όπου μας συνώδευσαν ο Νικόλαος Μπούκης, ο εκ του ηρωϊκού Σουλίου ταγματάρχης Κων. Σπόνιας, πνευματικόν τέκνον του εν Πάρω Οσίου Αρσενίου… οίτινες ήσαν τακτικότατοι εις τας αγρυπνίας». 395
Ο Παπαδιαμάντης έμεινε ακριβώς αυτό το πρότυπο του λαϊκού πιστού και ευλαβούς που ζει στον κόσμο, ξεχωρίζοντας για τον ιδιότυπο ασκητισμό του. «Ο ποιητής αυτός ο περίφημος και ο ατύπωτος, ο χριστιανός και ο αλκοολικός, ο ψάλτης του ναού και ο πιστός της ταβέρνας, ο λατρευόμενος από τους νέους γύρω του και ο απλησίαστος, ο ντυμένος σα ζητιάνος, και ο εμπνευσμένος σαν από τη μοσκοβολιά δροσερώτατων μενεξέδων, ο ακάθαρτος Παπαδιαμάντης και ο γλυκύτατος τραγουδιστής του ‘Φτωχού Αγίου και της Νοσταλγού΄…. Έζησε περιφρονημένος και δοξασμένος, μοναχικός και καταφρονητικός, όσιος και αλήτης. Μα πάντα έσταζε κάποιο μέλι από τα χείλη του, και το κοντύλι του, έτσι άκοπα, άνετα, απρόσεχτα, με 2-3 μολυβιές μας άφηνε στο χαρτί αξέχαστα ‘σκίτσα’ , που το στόμα τους ήθελε φιλί, και τα μάτια τους γύρευαν αγάπη και μας τραβούσε ο άνθρωπος αυτός απάνου στα γραμμένα του και μας αντάμωνε αδερφώνοντάς μας με τη συγκίνηση και με τη συμπάθεια. Τέτοιος είναι ο τεχνίτης. Σκάφτει μέσα στη συνείδηση των ομοίων του και την ανυψώνει, ας είναι και διαβατικά, την ανθρωπιά τους».396
Ας θυμηθούμε και την περιγραφή του π.Φιλοθέου Ζερβάκου στο άρθρο του ‘Αναμνήσεις μου από τον Παπαδιαμάντην και Μωραϊτίδην’ στο περιοδικό ‘Κιβωτός’. «Μέχρι σήμερον που έχουν παρέλθη 45 έτη, οσάκις αναπολήσω εις την μνήμην μου τον Παπαδιαμάντην και τον Μωραϊτίδην και τας κατανυκτικάς εκείνας αγρυπνίας και ιεράς μυσταγωγίας, τας οποίας ετέλουν οι αείμνηστοι… μοι φαίνεται ωσάν να ακούω την ιεράν εκείνην υμνωδίαν, η οποία ωμοίαζε ωσάν υμνωδία αγγελική και προσευχή κατανυκτική, η οποία εξαϋλώνει τρόπον τινά τον άνθρωπον, τον αναβιβάζει νοερώς εις τα ουράνια και τον πλησιάζει και τον ενώνει με τον Θεόν…. Δεν θα λησμονήσω την ευλάβειαν και προσοχήν με την οποίαν έψαλλον οι αείμνηστοι διδάσκαλοι Μωραϊτίδης και Παπαδιαμάντης, με την σιγανήν και ταπεινήν φωνήν των. Εφαίνοντο όχι ότι έψαλλον αλλ’ ότι προσηύχοντο και συνωμίλουν με τον Θεόν…. Αμφότεροι, ο Παπαδιαμάντης και ο Μωραϊτίδης ως άνθρωποι και αυτοί είχον ανθρωπίνους αδυναμίας και ατελείας,… αλλ’ εις την γενεάν την οποίαν έζησαν, καθ’ ην πάντες κατά τον Προφητάνακτα Δαυίδ εξέκλιναν άμα ηχρειώθησαν, ούτοι οι μακάριοι δεν εξέκλιναν, αλλ’ εστάθησαν εδραίοι, στύλοι ακλόνητοι της ευσεβείας, και ακριβείς φύλακες των παραδόσεων. Ενήστευον τας υπό των Αγίων Αποστόλων και της Εκκλησίας νομοθετημένας νηστείας, ηγρύπνουν, προσηύχοντο και κατεγίνοντο με την μελέτην των Αγίων Γραφών, των συγγραμμάτων των Αγίων Πατέρων και διδασκάλων της Αγίας ημών Εκκλησίας…. Ήσαν ακτήμονες, έζων λιτότατα και ενεδύοντο ταπεινά και πενιχρά. Ο δε Παπαδιαμάντης ήτο πάντοτε πτωχός, διότι ό,τι είχε ή τω έδιδον, τα διένειμε τοις πτωχοίς». 397
Νικόλαος Μπούκης.
Τέλος, αναφέρουμε το παράδειγμα του Νικολάου Μπούκη για δύο λόγους, πρώτον για την στενότατη σχέση και με τον Νείλο και με τον Ιερόθεο, τους θείους του μαέστρου, άρα εκείνος τον γνώριζε, και δεύτερον γιατί η ιστορία του είναι ζωντανή απόδειξη της προσπάθειας ενός ανθρώπου να κάνει πράξη τον λόγο του Ευαγγελίου. Ακολουθούμε την διήγηση του Βασίλη Μουστάκη στην ‘Κιβωτό’. «Ο Νικόλαος Μπούκης ήτανε σπάταλα χαριτωμένος από τον Θεό. Απλοϊκός στην καρδιά, ταπεινός, ευσεβέστατος, γεμάτος συμπόνοια στους φτωχούς, πήγαινε ταχτικά στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου όπου γνωρίστηκε με τον Παπαδιαμάντη και τον πατέρα Φιλόθεο, που ήτανε λαϊκός ακόμη κι έκανε τον ψάλτη. Όταν, λοιπόν, ο Νικόλας έφτασε στα τριανταεφτά του χρόνια, αποφάσισε να παντρευτεί. Τι πιο φυσικό, να σκεφτεί να πάρει για σύντροφο της ζωής του μια κόρη που θα του ταίριαζε, ευσεβή, σεμνή και προκομένη. Όμως, ο νους του δεν πήγε εκεί. Με την ευκολία που έχουν οι αληθινοί άγιοι, ο μακάριος εκείνος σηκώθηκε και πήγε σ’ ένα σπίτι της αμαρτίας και είπε στην πρώτη που αντίκρυσεν εκεί μέσα αμαρτωλή –‘Σήκω κι έλα μαζί μου. Έταξα στον Θεό να γλυτώσω μια ψυχή από τη λάσπη. Έλα να σε κάνω γυναίκα μου’. Εκείνη σάστισε στην αρχή, μα ούτε στιγμή δεν της πέρασε από το μυαλό πως ήτανε κάποιο άσπλαχνο πείραγμα. Κι ύστερ’ από λίγο, τον ακολούθησε. Ο Μπούκης σκεφτότανε μέσα του το χαμένο πρόβατο της παραβολής κι ευχαριστούσε από τα κατάβαθα της ψυχής του τον Κύριο γιατί αξιωνότανε να τον μιμηθεί. Την έβαλε κι εξομολογήθηκε κι αφού μεταλάβανε μαζί το Σάββατο, στεφανωθήκανε την Κυριακή…. Το μάθανε και τ’ α δέλφια της κι ήρθανε από το Μενίδι και την καμάρωσαν μ’ όλο τον άλλο κόσμο. Ύστερα, πέρασε κάμποσος καιρός, ανέφελα κι ευλογημένα. Αλλά η αμαρτία είναι δυνατή και δεν παρατάει εύκολα τα πλάσματα που δουλέψανε σ’ αυτή… η γυναίκα του Μπούκη κύλισε ξαφνικά εκεί απ’ όπου η χάρη του Θεού την είχε τραβήξει κι έγινε μοιχαλίδα. Σαν ο άντρας της την έπιασε, δεν της είπε κανένα πικρό λόγο. Μα τώρα πια δεν βάσταγε να την κρατήσει…. Εκείνη πήγε κι έμεινε σε μια συγγένισσά της. Φοβότανε και τ’ αδέλφια της και καθότανε εκεί κρυμένη. Ο Νικόλας είπε τότε με το νού του ‘Άλλο πια δεν μου μένει παρά να πάω στ’ Αγιονόρος ν’ ασκητέψω’. Μπήκε στο βαπόρι, παρατώντας σπίτι και μαγαζί, και ήρθε στ’ Αγιονόρος. Εκεί ρώτησε ποιος ήταν ο καλύτερος πνευματικός, για να του εμπιστευθεί τον πόνο του και την απόφασή του. Του είπανε ‘Να πας στον πάτερ Σάββα’…. Σ’ αυτόν τον άγιο γέροντα πήγε κι ο Νικόλας. Σαν τον άκουσε εκείνος, πήρε αυστηρή όψη και του αποκρίνεται, ‘Δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ πέρα. Αμαρτάνεις μ’ αυτά που σκέφτεσαι. Αν είχες μια γίδα και σού ‘φευγε, θα την παράταγες; Δεν θα πήγαινες να τη βρεις και να τη φέρεις σπίτι σου; Το ίδιο είναι και με την γυναίκα σου. Έταξες να την σώσεις. Να σηκωθείς και να πας πίσω και να την πάρεις με το στανιό σπίτι σου’. Ο Νικόλας στενοχωρήθηκε. Του φάνηκε βαριά η συμβουλή του γέροντα, μα καταλάβαινε πως είχε δίκιο. Έφυγε αναποφάσιστος από τον αναχωρητή. Δεν ήξερε τι να κάνει. Εκεί που περπατούσε του έρχεται μια ιδέα. –‘Μπορεί και να μην είναι έτσι, συλλογίσθηκε. Ας πάω και σε κανέναν άλλο πνευματικό’. Ρωτάει και τον στέλνουνε τώρα στον πάτερ Δανιήλ…. Έπεσε στα γόνατα ο Νικόλας και του λέει την ιστορία του. Μα ξαφνιασμένος ακούει από το στόμα του πάτερ Δανιήλ τα ίδια που του είχε πει κι ο πάτερ Σάββας. Τα ίδια ακριβώς. Χωρίς να το θέλει γυροφέρνει τα μάτια μέσα στο κελλί, μην ήτανε κανένα τηλέφωνο…. Εκείνο τον καιρό τα τηλέφωνα ήτανε σπάνια, αλλά πώς να το χωρέσει ο νους του Νικόλα αυτό το θαύμα; Να ακούει τα ίδια λόγια και τώρα, σαν και να ‘χανε συνεννοηθεί οι δύο πνευματικοί. Τότε πια δεν του έμενε κανένας δισταγμός. Και γύρισε στην Αθήνα γρήγορα.
-67-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου