Πήγε στο συγγενικό σπίτι απ’ όπου η γυναίκα του δεν είχε ξεπορτίσει, γιατί τ’ αδέλφια της τής είχανε μηνύσει πως θα την σκοτώσουνε…. Όταν τον είδε εκείνη, έριξε κάτω τα μάτια. Έσκυψε, της χάιδεψε τα μαλλιά. Τα λόγια των δύο πνευματικών γινότανε τώρα ζωντανή εικόνα…
-‘Ας τα ξεχάσουμε γυναίκα’, της είπε με ραγισμένη φωνή. ‘Ο Θεός είναι μεγάλος. Μην ντρέπεσαι, έλα πάμε’. Κάποιος του είπε, ‘Καθόμαστε και φυλάμε μη μπούνε τ’ αδέλφια της. Είναι στο δρόμο και θέλουνε να την σκοτώσουνε’.
–‘Δεν θα το κάνουνε’, αποκρίθηκε ήσυχα ο Νικόλας…. Προσπεράσανε τ’ αδέλφια της, εκείνη με τις παλάμες στο πρόσωπο, ο άντρας της κυττώντας τους μια στιγμή με χαμόγελο. Τα παλληκάρια δεν κινηθήκανε. Ό,τι βλέπανε τους είχε παραλύσει την κακούργα θέληση…. Μα η γυναίκα του Νικόλα ξανάπεσε. Έπεσε πολλές φορές. Τώρα όμως ο άντρας της δεν λιγοψύχησε. Υπόμενε. Εγκαρτερούσε. Και δεν έπαυε να την αγαπά, να προσεύχεται γι’ αυτήν. Ερεθισμένη απ’ αυτή την ανοχή, εκείνη πρόσθεσε στη ντροπή, την κακή συμπεριφορά. Του φερότανε σαν δαίμονας. Τον εξευτέλιζε με τα λόγια της, τον μάτωνε καθημερινά με τους θυμούς και τις κοροϊδίες της. Πόσο θα μπορούσε να βαστάξει ο ανεξίκακος, ο άγιος εκείνος άνθρωπος; Μια μέρα δεν μπόρεσε να κρατηθεί άλλο…. Επήγε κάτω από το εικονοστάσι και με δάκρυα είπε στο Θεό:
-Θεέ μου, δεν βαστάω άλλο. Ή φώτισέ την ή σταμάτα μ’ έναν τρόπο που εσύ ξέρεις ετούτο το βάσανό μου. Η γυναίκα του, που ο Νικόλας νόμιζε πως έλειπε από το σπίτι, ήρθε από πίσω του…. Κεραυνωμένη από τη θεία φώτιση, σωριάστηκε στα πόδια του και του φώναξε:
-Συγχώρα με Νικόλα. Συγχώρεσέ με. Είμαι μια τιποτένια. Δεν θέλω να σε ξαναπικράνω…
Από εκείνη τη στιγμή ζήσανε μονιασμένοι. Εκείνη αφοσιώθηκε στη θρησκεία, γύριζε όλη τη μέρα σε φιλανθρωπίες και συνόδευε τον άντρα της στις αγρυπνίες του Αγίου Ελισσαίου. Πήρανε και την Αγγελικούλα από το βρεφοκομείο και η ευλογία του Θεού θρονιάστηκε στο σπιτάκι τους που ήτανε σ’ ένα σοκκάκι της οδού Πειραιώς».398
Με βάση τα όσα είπαμε, εύκολα συμπεραίνει κανείς ότι ο Μητρόπουλος είχε ζωντανά παραδείγματα ευσέβειας λαϊκών ανθρώπων να μιμηθεί. Μπορεί να μην έγινε μοναχός στη Σιμωνόπετρα, όμως, έζησε ως λαϊκός με ευσέβεια, απλότητα και έμπρακτη αγάπη για τους άλλους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι΄
‘ΜΟΥΣΙΚΗ ΑΣΚΗΤΙΚΗ’
Ένας μυστικιστής μαέστρος. Αυτό που ξεχώριζε τον Μητρόπουλο δεν ήταν μόνο οι επιδόσεις και οι θρίαμβοί του στον τομέα της μουσικής. Ήταν και η πνευματική διάσταση του ανθρώπου, που ήταν κάτι το ανεπανάληπτο, τόσο για τα δεδομένα του καλλιτεχνικού κόσμου της μουσικής στην Αμερική, πριν και μετά τον πόλεμο, όσο κυρίως για πρόσωπα που έφτασαν στον ύψιστο θώκο της δόξας και της φήμης. Και αυτή η πνευματική διάσταση δεν ήταν κάτι αόριστο ή περιορισμένο μόνο στην θεωρία. Ήταν τρόπος ζωής και απτή πραγματικότητα στην καθημερινότητα του μαέστρου. Ο Κώστιος είναι απόλυτος: «η θρησκευτικότητα όμως αυτή δεν εκφράστηκε μόνο ως εκκλησιαστική ή θεολογική σχέση με το ελληνορθόδοξο δόγμα, αλλά και ως έμπρακτη εφαρμογή της χριστιανικής διδασκαλίας για την αγάπη του πλησίον στην καθημερινή ζωή».399 Ο Αμερικανός βιογράφος του μας περιγράφει τον τρόπο ζωής του ήδη από τον πρώτο καιρό που εγκαταστάθηκε στην Μιννεάπολη. «Η ευμένεια απέναντί του έγινε ακόμη μεγαλύτερη όταν μαθεύτηκε πως ο νέος διευθυντής είχε απαρνηθεί το πολυτελές κατάλυμα που εδικαιούτο λόγω της θέσης και του μισθού του. Πράγματι ο Μητρόπουλος εγκαταστάθηκε για τις πρώτες δύο ή τρεις σεζόν σε ένα μικρό και λιτά επιπλωμένο διαμέρισμα –ελάχιστα καλύτερο από φοιτητικό κοιτώνα– σε ένα κτίριο του πανεπιστημίου της Μιννεσότα…. Ακόμη και τα έπιπλα ήταν λιγοστά: βιβλιοθήκες, μερικές καρέκλες, ένα μονό κρεβάτι, ένα όρθιο πιάνο, δύο μπαούλα, τα απαραίτητα κουζινικά –το περιβάλλον στο οποίο ζούσε ήταν σαφώς καλογερίστικο. Η μοναστική κατοικία, τα μαύρα ζιβάγκο και οι ριχτές πουκαμίσες που φορούσε συχνά στις πρόβες, το κεφάλι που έμοιαζε ξυρισμένο, η οικογενειακή του σχέση με τον ελληνορθόδοξο κλήρο (για τα οποία πολλά είχαν γραφτεί στις εφημερίδες της Μιννεάπολης), η τάση του να συζητεί για τη μουσική χρησιμοποιώντας μεταφυσικούς όρους, ο μεγάλος σταυρός που είχε κρεμασμένο στο στήθος του, το γεγονός ότι τον έβλεπαν κατά καιρούς να προσεύχεται στο καμαρίνι του πριν από τις συναυλίες, όλα αυτά είχαν συμβάλει στη διαδεδομένη αντίληψη ότι ο Δημήτρης Μητρόπουλος ήταν πράγματι ένας μοναχός ή τουλάχιστον ένας πιστός μυστικιστής».400 Ο ίδιος, ομολογεί, στην φίλη του Καίτη Κατσογιάννη το 1939, ότι στην Αμερική, βρήκε το κατάλληλο περιβάλλον για να εξωτερικεύσει τα πνευματικά και θρησκευτικά στοιχεία του χαρακτήρα του, κάτι που στην Ελλάδα δεν μπορούσε να πράξει, αν και το ήθελε. «Εδώ επί τέλους αισθάνομαι εξαγνισμένος, βοηθημένος να μετουσιώσω τις αδυναμίες μου, επειδή οι άνθρωποι είναι αθώοι και γεμάτοι θρησκευτικά αισθήματα. Στον τόπο μας ή στην Ευρώπη ο κόσμος είναι φιλύποπτος και σε κάνει ν’ αηδιάσεις και τις πιο αγνές σου διαθέσεις. Σε λερώνουν! Με τον τρόπο αυτό χάνεις το θάρρος σου. Ιδού γιατί η Αμερική είναι καλύτερη. Υπάρχει παντού μια ενθαρρυντική πνοή –για εργασία, για ηθικότητα».401 Είδαμε ότι προσεύχονταν πριν τις συναυλίες, είδαμε ότι είχε πάντα το κομποσχοίνι του μαζί του σε κάθε συναυλία, είδαμε να έχει εικόνα της Παναγίας στο καμαρίνι του και να της ανάβει καντήλι πριν βγεί στο πόντιουμ. Ο ίδιος θεωρεί ότι δεν ‘εκτελεί’ απλώς μουσικά έργα, αλλά ότι η μουσική είναι ανώτατη πνευματική ιεροτελεστία. Θεωρούσε τον εαυτό του ως έναν ιερέα. Ας δούμε τι αναφέρει με αφορμή την τζαζ μουσική. «Παρά το γεγονός ότι η μουσική δεν περιορίζεται πλέον εις την απλήν λειτουργίαν της λατρείας του Θεού, περιέχει τόσον πολύ το στοιχείο αυτό ώστε να μπορώ άφοβα να πω ότι το να πηγαίνει κανείς σήμερα σε μια συμφωνική συναυλία δεν διαφέρει πολύ από το να πηγαίνει στην εκκλησία. Υποτίθεται ότι πρέπει να απολαμβάνουμε αυτήν την μουσικοπνευματικήν έκφρασιν του νου και τοιουτοτρόπως, μπορεί να χαρακτηρισθή σαν διασκέδασις, αλλά μια διασκέδασις υψηλής πνευματικής ποιότητος. Έτσι μ’ αρέσει να θεωρώ τον εαυτό μου σαν ιερέα που εξυπηρετεί ένα είδος εκκλησιαστικής συγκεντρώσεως…. Αγαπώ με την ίδια θέρμη όλα τα δημιουργήματα του Θεού και όλην την παραγωγή της ανθρωπίνης σκέψεως και ικανότητος, δικαιώνοντας έτσι και δοξάζοντας την ύπαρξη ενός παντοδύναμου και παναγάθου δημιουργού του σύμπαντος».402 Και αλλού ομολογεί την θεωρία του ότι «Music is an expression of love in controlled form».40(Μουσικη ειναι μια εκφραση αγαπης σε ελεγχομενη μορφη).
-69-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου