Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΞΕΣΠΑΣΜΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ 1821 ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΑΝΑΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΕΦΑΛΟΥ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΟΔΙΚΟ ΤΟΜΟ ΤΟΥ 1850.
Κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα όλες οι περιοχές που επαναστάτησαν αναγκαστικά αποκόπηκαν από την πνευματική κηδεμονία του Οικουμενικου Πατριαρχειου Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ανακύψουν σημαντικά ζητήματα, διοικητικά και πνευματικά, με κυριώτερο από αυτά το ζήτημα των χειροτονιών σε όλους τους βαθμούς της ιερωσύνης. Η Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος τοποθέτησε επιτρόπους σε επισκοπές που βρίσκονταν «εν χηρεία» τους σχολάζοντας αρχιερείς ή τους πρωτοσυγκέλλους των επισκοπών αυτών. Το δικαίωμα των χειροτονιών αρχιερέων από τον Η´ αιώνα είχε το Οικουμενικο Πατριαρχειο. Μετά την έκρηξη, όμως, της επανάστασης του 1821 η ρύθμιση των εκκλησιαστικών θεμάτων πέρασε από τις τρεις πολιτικές διοικήσεις ή γερουσίες, στο μινιστέριον (υπουργείο) της Θρησκείας, με πρώτο μινίστρον της Θρησκείας τον επίσκ. Ανδρούσης Ιωσήφ στις 15 Ιανουαρίου 1822. Η ανώμαλη αυτή κατάσταση που δημιουργήθηκε ήταν το αποτέλεσμα της αυθαιρεσίας που κυριαρχούσε εκείνη τη χρονική περίοδο. Ισχυροί τοπικοί παράγοντες έφθαναν στο σημείο να επιβάλλουν ακόμη και αντικανονικές χειροτονίες και στους τρεις βαθμούς της ιερωσύνης96 Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αντικανονική χειροτονία επισκόπου από τον μητροπ. Λακεδαιμονίας Χρύσανθο, ή τις παρ᾽ ενορίαν χειροτονίες στην περιοχή του Ναυπλίου το 1825 από τον Πατρ. Αλεξανδρείας Θεόφιλο πρεσβυτέρων και διακόνων. Το ίδιο έπραξε και ο επίσκ. Κυρήνης Παρθένιος στη νότια Ελλάδα, που είχε χειροτονηθεί στην Πάτμο από τον Πατρ. Αλεξανδρείας Θεόφιλο.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί η αντίδραση των ιεραρχών Ρέοντος και Πραστού Διονυσίου, Τριπόλεως Δανιήλ και Άρτης Πορφυρίου, που με έγγραφό τους τόνιζαν προς την Προσωρινή Διοίκηση την αντικανονική κατάσταση που επικρατούσε σε όλες αυτές τις περιοχές που επαναστάτησαν και όπως σημειώνει ο Ε. Κωνσταντινίδης: «[…] διότι τονίζει την πίστιν αυτών εις την υφισταμένην Κανονικήν εξάρτησιν των εν Ελλάδι εκκλησιαστικών επαρχιών εκ του Οικουμενικού Πατριαρχείου, όπερ και μόνον ως αρχή κανονική είχε το δικαίωμα της χειροτονίας νέων αρχιερέων»97 . Όλη αυτή η δύσκολη κατάσταση προέκυψε μέσα από τον πολυετή αγώνα της Επανάστασης για την απελευθέρωση από την οθωμανική κυριαρχία και την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους. Μέσα στο γενικό αυτό πλαίσιο διάφορες δυνάμεις βρήκαν την ευκαιρία για την ανάπτυξη θέσεων που θα οδηγούσαν στο μέλλον στις ιδιαίτερες αυτές συνθήκες που θα αξιοποιούσαν οι οπαδοί της πολιτειοκρατίας στην Ελλάδα. Αυτό διαφαίνεται από τον πρώτο κιόλας χρόνο της Επανάστασης και την αποτυχία των ιεραρχών για την ομαλή νομοθετική ρύθμιση των εκκλησιαστικών ζητημάτων με άξονα τους ιερούς κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Όπως ο Κ. Μανίκας σημειώνει: «[…] στην πράξη επικράτησε η πολιτική του υπό τους Νέγρη και Μαυροκορδάτο τελούντος Εκτελεστικού. Έτσι η εκτελεστική εξουσία πέτυχε στη συνέχεια με σειρά διοικητικών αποφάσεων να αποκτήσει σταδιακά τον πλήρη σχεδόν έλεγχο στον εκκλησιαστικό χώρο, διαχειριζομένη κατά το δοκούν τα αναφυόμενα εκάστοτε προβλήματα, άλλοτε δια του Μινιστερίου της Θρησκείας και άλλοτε χωρίς αυτό»98 . Όλοι αυτοί οι κύκλοι ασκούσαν αρκετές πιέσεις στον μινίστρο της Θρησκείας επίσκ. Ιωσήφ, να επισπεύσει τη σύνταξη και υποβολή ενός νομοσχεδίου που του είχαν αναθέσει κατά την ανάληψη των καθηκόντων. Παρά τις πιέσεις που δεχόταν σε ολόκληρη τη διάρκεια των τριάντα μηνών που βρισκόταν σε αυτόν το θώκο, δεν «κατάφερε» να το τελειώσει. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του σε εσωτερικούς εχθρούς της Εκκλησίας, στο κείμενο της παραίτησής του στις 6 Οκτωβρίου 1824, ενώ αφήνει διάφορα υπονοούμενα για τα πολλά προβλήματα που καθημερινά έπρεπε να αντιμετωπίσει ως μινίστρος της Θρησκείας.
Με την άφιξή του στην Ελλάδα ο πρώτος κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, προσπάθησε να δώσει λύση στα τόσα αδιέξοδα που συσσωρεύθηκαν κατά τη διάρκεια του αγώνα. Για τη ρύθμιση των εκκλησιαστικών ζητημάτων έπρεπε πρώτα να ενημερωθεί επίσημα για την κατάσταση που επικρατούσε στο νεοσύστατο κρατίδιο. Δια του Δ´ Ψηφίσματος της 23ης Ιανουαρίου 1828 συστάθηκε εκκλησιαστική επιτροπή για το έργο αυτό, αποτελουμένη από πέντε αρχιερείς που περιόδευσαν παντού για να συγκεντρώσουν αξιόπιστα στοιχεία ώστε να υποβάλουν έκθεση στον κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια το έτος 1829.
Η «Δ´ Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις» στις 11 Ιουλίου 1829 στο Άργος ασχολήθηκε με την κατάσταση που επικρατούσε στο νεοσύστατο κράτος. Κατά της διάρκεια της Εθνοσυνελεύσεως ο Ι. Καποδίστριας ίδρυσε την «Γραμματείαν επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Παιδεύσεως» δια του ΛΔ´ Ψηφίσματος με πρώτο μινίστρο τον Ν. Χρυσόγελο. Η κυβέρνηση με αυτό τον τρόπο άρχισε να αποκτά λόγο σε κάθε εκκλησιαστικό ζήτημα, ενώ ο Χρυσόγελος έστελνε εγκυκλίους στους αρχιερείς, χωρίς αυτοί να μπορούν να συγκαλέσουν Ιερα Συνοδο για να πάρουν αποφάσεις99 . Όπως σημειώνει η Α. Τσαγκάρη: «[…] η σύσταση του Υπουργείου αυτού αποτέλεσε τελικά ένα αποφασιστικό βήμα προς την καταστατική επιβολή ενός νέους συστήματος σχέσεως Κράτους- Εκκλησίας, σταθερά προσανατολισμένου προς τα δυτικοευρωπαϊκά πολιτειακά πρότυπα, το οποίο απαιτούσε την ολοσχερή υποταγή της Εκκλησίας στο κράτος»100 .
Στο Άργος επιχειρήθηκε από την Ε´ Εθνοσυνέλευση (5 Δεκεμβρίου 1831 - 15 Μαρτίου 1832) η λύση των εκκλησιαστικών προβλημάτων που είχαν ανακύψει όλα αυτά τα χρόνια. Στο «Πολιτικό Σύνταγμα της Ελλάδος», που το ψήφισαν αλλά ποτέ δεν εφαρμόστηκε στην πράξη, υπήρχαν διατάξεις όπως π.χ. 760, 861 και 1062, που δείχνουν καθαρά τον πολιτειακό προσανατολισμό του νομοθέτη. Το Σύνταγμα αυτό της Ε´ Εθνοσυνέλευσης δεν εφαρμόστηκε ποτέ, αλλά οι σκέψεις όλων αυτών των κύκλων για την εποπτεία της Πολιτείας στα εκκλησιαστικά πράγματα που κυριαρχούσε απροκάλυπτα σε όλη την περίοδο της Επανάστασης του 1821, αλλά και στα πρώτα βήματα του νεοσύστατου κρατιδίου, αφού δεν υπήρχε υπεύθυνος αλλά και αναγνωρισμένος θεσμός συνοδικός, ήταν εν μέρει δικαιολογημένη. Η διάθεση για ανεξαρτοποίηση των τοπικών Εκκλησιών ιδιαίτερα στο βαλκανικό χώρο τον 19ο αιώνα, συνδέθηκε αναπόσπαστα με το σχηματισμό εθνικών κρατών στο πλαίσιο των αντιλήψεων που είχαν τις ρίζες τους στον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό. Ήταν μια περίοδος που ο πολιτικός άνθρωπος διαδέχθηκε τον θρησκευτικό άνθρωπο, ενώ με το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης το 1789 η διάθεση για διάλυση των αυτοκρατοριών και τη δημιουργία εθνικών κρατών άρχισε να γίνεται πραγματικότητα. Έτσι οι σκέψεις των Ελλήνων διαφωτιστών για να αποσπασθεί η Εκκλησία της Ελλάδος από το Οικ. Πατριαρχειο, ήταν πάντα στο προσκήνιο από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα του 1821 έως το 1832 με τη δολοφονία του κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια, που είχε σαν αποτέλεσμα την άμεση διακοπή των επαφών μεταξύ του νέου κράτους και του Ο.Π.Κ. για την τακτοποίηση των εκκλησιαστικών ζητημάτων.
Η βάση, πάνω στην οποία θα στηριζόταν η νέα εκκλησιαστική διοίκηση, ήταν η παραχώρηση του αυτοδιοίκητου στις μητροπόλεις της Ελληνικής Πολιτείας, υπό την εποπτεία του Οικ.Πατριαρχειου, από το οποίο θα έπρεπε να εξαρτώνται εκκλησιαστικώς με την πλήρη εφαρμογή των ιερών κανόνων.
Με τη Συνθήκη του Λονδίνου του 1832 οι Μεγάλες Δυνάμεις επέλεξαν για βασιλιά της Ελλάδος τον ανήλικο δευτερότοκο γιο του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α´. Ο ανήλικος και ετερόδοξος Όθωνας ανέλαβε τα καθήκοντά του (25 Ιανουαρίου 1833) βοηθούμενος από αντιβασιλεία. Υπεύθυνος για τα εκκλησιαστικά ζητήματα ήταν ο προτεστάντης αντιβασιλέας Γεώργιος Λουδοβίκος φον Μάουερ, γνωστός για τις πολιτειοκρατικές του αντιλήψεις. Η ανάληψη των καθηκόντων του σηματοδοτούσε μια καινούρια αντίληψη για τις σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας.
Στις 4 Αυγούστου 1833 εκδίδεται διάταγμα της αντιβασιλείας «Περί ανεξαρτησίας της Ελληνικής Εκκλησίας», με το οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησία γίνεται ανεξάρτητη101 . Όπως ο πρωτ. Δ. Νιάρης γράφει: «Το βασικό επιχείρημα της ανακήρυξης εδραζόταν στα νέα ήθη που είχαν οι φιλοευρωπαϊκές και (μετέπειτα) μεγαλοϊδεατικές δυνάμεις στην Ελλάδα (που έβλεπαν την υπάρχουσα κατάσταση με αποτροπιασμό) και αφορούσε το αυτοκέφαλο ως αναγκαιότητα για την ανεξαρτησία του Έθνους, καθώς θεωρείτο πρόβλημα ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν υπό το καθεστώς “ομηρίας” στην Κωνσταντινούπολη και δεν μπορούσε να συνεισφέρει στα εν Ελλάδι εκκλησιαστικά πράγματα»102 .
-55-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου