Οι ραγδαίες εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο τη συγκεκριμένη δεκαετία του 1870 και οι έντονες ανησυχίες στο εσωτερικό της χώρας για την τύχη των ελληνικών πληθυσμών εκτός συνόρων επέβαλαν την συστράτευση όλων των πολιτικών σχημάτων της εποχής όπως κυριαρχούσε ως κοινή πεποίθηση στον Τύπο και στην κοινή γνώμη.
Στις 26 Μαΐου 1877, έχουμε νέα οικουμενική κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον ναύαρχο Κων. Κανάρη και υπουργούς τους εξής: Αλέξ. Κουμουνδούρος (Εσωτερικών), Χαρίλαος Τρικούπης (Εξωτερικών), Επαμ. Δεληγιώργης (Οικονομικών), Θρ. Ζαΐμης (Δικαιοσύνης), Θεοδ. Δεληγιάννης (Παιδείας) και Χαρ. Ζυμβρακάκης (Στρατιωτικών). Ο Δημ. Βούλγαρης αγνοήθηκε αφού εκείνη τη χρονιά είχαν αρχίσει δύο δίκες που αφορούσαν τα σιμωνιακά και στις 19 Απριλίου 1876 άρχισε η δίκη για τα Στηλιτικά η οποία αναβλήθηκε για λίγους μήνες, έως το Σεπτέμβριο όπου τελικά ο Δημ. Βούλγαρης και οι υπουργοί της κυβέρνησής του αθωώθηκαν, αφού η Βουλή έδειξε αδιαφορία και η κοινή γνώμη ήταν ικανοποιημένη από την καταδίκη των εμπλεκόμενων υπουργών στην υπόθεση των σιμωνιακών. Η οικουμενική κυβέρνηση τελικά δεν έκανε σχεδόν τίποτα, ενώ δυστυχώς το σχέδιο δράσης ήταν ανύπαρκτο, ο στρατός δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένος για εμπλοκή σε πόλεμο, τα χρόνια οικονομικά προβλήματα του κράτους, διαφορετικές προσεγγίσεις από τα μέρη που συγκροτούσαν το κυβερνητικό σχήμα. Η σλαβική εθνικιστική ιδεολογία μαζί με την πρόταση της Ρωσίας για συνεργασία και αντίρροπη Βρετανική πίεση για να συνεχιστεί η εκ μέρους της Ελλάδας πολιτική της ειρηνικής συμβίωσης στα Βαλκάνια καταδίκασε κάθε καλή αρχική διάθεση. Ο θάνατος του πρωθυπουργού Κων. Κανάρη 2 Σεπτεμβρίου 1877 δημιούργησε επιπλέον προβλήματα. Η κυβέρνηση αυτή έμεινε στην εξουσία χωρίς να υπάρχει νέος πρωθυπουργός μέχρι 11 Ιανουαρίου 1877 οπότε ο Αλ. Κουμουνδούρος ηγήθηκε νέας κυβερνήσεως, η οποία υπό το βάρος της κοινής γνώμης και των διεθνών εξελίξεων έθεσε σε εφαρμογή πρόγραμμα που εγκρίθηκε από το κοινοβούλιο. Ο στρατός της Ελλάδας εισήλθε σε έδαφος που ανήκε στην Οθωμανική αυτοκρατορία χωρίς προηγούμενη κήρυξη πολέμου και χωρίς να πετύχει οτιδήποτε, αφού η ανακωχή Ρωσίας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας θα αναγκάσει το τμήμα του Ελληνικού Στρατού να επιστρέψει στην Ελλάδα. Με την υπογραφή της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου θα αναγκάσει την Ελλάδα να σταθεί απέναντι στη νέα σκληρή πραγματικότητα.
Η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (19 Φεβρουαρίου/3 Μαρτίου 1878) υπήρξε η κορύφωση της επέμβασης της Ρωσίας στη βαλκανική χερσόνησο94 . Ο πόλεμος μεταξύ Οθωμανών και Ρωσίας ήταν το αποκορύφωμα του βίαιου ξεσπάσματος των εθνικισμών στο βαλκανικό χώρο από το έτος 1875. Μετά τα γεγονότα σε Βοσνία και Ερζεγοβίνη είχαν ως αποτέλεσμα την κήρυξη πολέμου εναντίον των Οθωμανών από τη Σερβία και το Μαυροβούνιο τον Ιούνιο του 1876. Η ανυποχώρητη στάση της Υψηλής Πύλης για κάποιες παραχωρήσεις σε αυτούς τους λαούς έδωσε στη Ρωσία την ευκαιρία να κηρύξει τον Απρίλιο του 1877 τον πόλεμο εναντίον της. Ο πόλεμος έληξε το 1878 με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, που έδινε λύση στο Ανατολικό ζήτημα σύμφωνα με τις επιδιώξεις των σλαβικών λαών. Για την Ελλάδα η συμφωνία αυτή δεν απέφερε κανένα κέρδος. Η κυβέρνηση της Αθήνας άρχισε να νιώθει μία έντονη ανησυχία για τις επερχόμενες εξελίξεις στην περιοχή. Την ίδια ανησυχία ένιωσαν η Μ. Βρετανία και η Αυστρία για τις εξελίξεις αυτές οι οποίες έθεταν τη δύναμη που χρειάζονταν για να ελέγξουν στο μέλλον τη διανομή των εδαφών95 .
-52-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου