02 Νοεμβρίου, 2024

Ο ΣΥΝΟΔΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ ΤΟΥ 1850

 Καθοριστικό ρόλο στα γεγονότα αυτά έπαιξε ο κληρικός Θεόκλητος Φαρμακίδης, που βοήθησε τον αντιβασιλέα Μάουερ στη διαμόρφωση και παγίωση του νέου καθεστώτος της Εκκλησίας στην Ελλάδα. Μετά από μία σειρά έντονων διεργασιών στο παρασκήνιο συγκλήθηκε στο Ναύπλιο σύνοδος αρχιερέων προκειμένου να επικυρώσουν τις αποφάσεις επταμελούς επιτροπής με πρόεδρο τον Σπυρίδωνα Τρικούπη. Όπως αναφέρει ο Ι. Κονιδάρης: «Η “Ορθόδοξος Ανατολική Εκκλησία του Βασιλείου της Ελλάδος”, κατά την περίεργη ονομασία της διακηρύξεως, είναι αυτοκέφαλη και ανεξάρτητη, διατηρεί μόνο τη δογματική ενότητα με τις άλλες ορθόδοξες Εκκλησίες και έχει “κατά το διοικητικόν μέρος” αρχηγό το Βασιλέα, ο οποίος, ας μη λησμονείται, ήταν ρωμαιοκαθολικός! “Η υπέρτατη Εκκλησιαστική εξουσία εναπόκειται, υπό την του Βασιλέως κυριαρχίαν, εις χείρας Συνόδου διαρκούς”, η οποία αποτελείται από πέντε μέλη που διορίζονται από τη βασιλική κυβέρνηση, τρία από τα οποία είναι Αρχιερείς, ενώ τα υπόλοιπα δύο μπορεί να είναι και πρεσβύτεροι»103 . Οι αποφάσεις αυτής της συνόδου λαμβάνονταν κατά πλειοψηφία. Το σπουδαιότερο όμως ήταν η παρουσία σε όλες υποχρεωτικά τις συνεδριάσεις της Ι. Σ. του βασιλικού επιτρόπου, διοριζόμενος, όπως και ο γραμματέας της Ι.Σ., από τον ίδιο τον βασιλιά. Η απουσία του βασιλικού επιτρόπου από τις συνεδριάσεις καθιστούσε άκυρη κάθε απόφαση. Ήταν ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης και είχε το δικαίωμα να προτείνει να συζητηθούν θέματα στις συνεδριάσεις της Ι.Σ. για να εξεταστούν άμεσα. Χαρακτηριστικό των πολιτειοκρατικών αντιλήψεων που επικρατούσαν εκείνη την εποχή είναι ο όρκος που δινόταν από τους διοριζόμενους σε εκείνη τη θέση: «Ομνύω πίστιν εις τον Βασιλέα,  υποταγήν εις τους νόμους του βασιλείου, ευσυνείδητον εκπλήρωσιν των διαπιστευθέντων μοι χρεών, πιστήν διατήρησιν των δικαιωμάτων και προνομίων της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας του Βασιλείου της Ελλάδος, διατήρησιν της ανεξαρτησίας της από πάσης ξένης εξουσίας, ένθερμον υπεράσπισιν των συμφερόντων αυτής, αποχήν από παντός πλαγίου σκοπού και ακριβή εκτέλεσιν των όλων εν γένει και εν μέρει ενός εκάστου των καθηκόντων της υπηρεσίας μου»104 . Η έντονη παρουσία του αρχιμ. Θ. Φαρμακίδη, οπαδού του ελληνικού Διαφωτισμού στα εκκλησιαστικά πράγματα της εποχής εκείνης υπήρξε καθοριστική για την τροπή που  θα έπαιρναν τα πράγματα μια που ήταν, όπως τονίζει ο Γ. Κονιδάρης: «Ο μοναδικός θεολόγος ο δυνάμενος να δώση εις τας ιδέας ταύτας σάρκα και οστά»105 . Δεν είναι καθόλου παράξενο που στην πρώτη σύνοδο της «Εκκλησίας του Βασιλείου» το 1833 που αποτελούσαν ο Κορίνθου Κύριλλος Πρόεδρος, ο Θηβών Παΐσιος, ο Σαντορίνης Ζαχαρίας, ο πρώην Λαρίσης και τοποτηρητής Ήλιδος Κύριλλος και ο Ανδρούσης Ιωσήφ, στη θέση του βασιλικού επιτρόπου που διορίστηκε ο Κ. Σχινάς, ενώ του γραμματέως της Ι.Σ. ο αρχιμ. Θ. Φαρμακίδης. 

Η διακήρυξη «Περί της ανεξαρτησίας της Ελληνικής Εκκλησίας» το 1833, αποτελεί τον πρώτο καταστατικό χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος και όπως ο Ι. Κονιδάρης γράφει: «Το διάταγμα αυτό υπήρξε και θα παραμείνει ανεπανάληπτο μνημείο επεμβάσεως του πολιτειακού νομοθέτη στα εσωτερικά της Εκκλησίας. Κατέστησε την Εκκλησία κυριολεκτικώς υποτελή και δηλητηρίασε τις σχέσεις της με το κράτος· τα ίχνη του δηλητηρίου αυτού δεν μπόρεσαν μέχρι σήμερα να αποβληθούν πλήρως, ούτε από τον οργανισμό της πολιτείας ούτε από εκείνον της Εκκλησίας»106. 

Μια πρώτη ουσιαστική προσπάθεια αντίδρασης της Εκκλησίας δόθηκε όταν στις 3 Σεπτεμβρίου 1843 έγινε η στάση της Φρουράς των Αθηνών, υπήρξε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την αποκατάσταση της κανονικής τάξεως. Η Ιερα Συνοδος στις 12 Νοεμβρίου 1843 έστειλε ένα υπόμνημα προς συνέλευση και ζητούσε η διοίκηση να ασκείται σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες, ενώ κατέκρινε την απόφαση που την ανάγκασε να αποκοπεί από το Οικουμεν.Πατριαχ.Κων/πολεως. Έτσι με το Σύνταγμα του 1844, η Εκκλησία αποκτούσε ως κεφαλή τον Ιησού Χριστό  αντί τον βασιλιά της Ελλάδος. Ήδη από το έτος 1834 αρχίζουν οι προσπάθειες με τη βοήθεια από το παρασκήνιο του Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων, για να δοθεί η αρμόζουσα λύση στο πολύπλοκο θέμα που είχε δημιουργηθεί από κύκλους που ήθελαν την Εκκλησία να υπηρετεί άλλους σκοπούς, και όχι να επιτελεί το δικό της έργο. 

Με πρόφαση τις δραστηριότητες του κληρικού Θεόφιλου Καΐρη και τη διδασκαλία της «Θεοσέβειας», η Ι.Σ. έστειλε για το θέμα αυτό ενημερωτική επιστολή ελπίζοντας πως με τον τρόπο αυτό θα πετύχαινε εμμέσως την αναγνώρισή της αλλά μάταιος ο κόπος, αφού το Ο.Π.Κ. δεν παρέλαβε την επιστολή, τονίζοντας, ότι αγνοεί την ύπαρξη εκείνης της Ι.Σ. της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η έλλειψη επισκόπων γινόταν με το πέρασμα του χρόνου πιο έντονη, ενώ ανάγκασαν το νεοσύστατο κράτος να πάρει μερικές πρωτοβουλίες για τη λύση του προβλήματος που διαιωνιζόταν. Την αφορμή αυτή τη φορά την έδωσε η παρουσία του Πατρ. Κωνσταντινουπόλεως Ανθίμου του Δ´ και της Ι.Σ. στην κηδεία του πρεσβευτή της Ελλάδος στην Πόλη, Ιακωβάκη Ρίζου-Νερουλού. Η κυβέρνηση της Αθήνας αποφάσισε να του απονείμει το παράσημο του Σωτήρος. Το παράσημο παρέδωσε ο αρχιμ. Μισαήλ Αποστολίδης, καθηγητής της Θεολογικής Σχολής στο Οθώνειο Πανεπιστήμιο. Το νέο βελτιωμένο τέχνασμα της Ι.Σ. (όπως και στην υπόθεση Θ. Καΐρη) να στείλει μαζί με το  παράσημο της κυβέρνησης συνοδευτική επιστολή, ώστε να αναγκαστεί ο Πατρ. Άνθιμος μαζί με το παράσημο να δεχθεί την επιστολή, δεν έφερε δυστυχώς κανένα αποτέλεσμα. Ο Πατρ. έστειλε ξανά πίσω την επιστολή επισημαίνοντας ότι δεν γνωρίζει ούτε ποιος είναι ο πρόεδρος ούτε ποια η Ι.Σ., της οποίας προεδρεύει. Μετά από την άσχημη αυτή εξέλιξη, η ελληνική κυβέρνηση πήρε την απόφαση να ζητήσει επίσημα πλέον την αναγνώριση της Εκκλησίας της Ελλάδος. Το γράμμα αυτό της κυβερνήσεως συνοδευόταν από την πράξη της 30ής Μαΐου 1850 της Ι.Σ. του Βασιλείου της Ελλάδος. Η κίνηση αυτή έμεινε κρυφή από τον γραμματέα της Ι.Σ. αρχιμ. Θ. Φαρμακίδη, που ήταν αντίθετος σε κάτι τέτοιο. Την επιστολή αυτή την έδωσε στον Πατρ. ο αρχιμ. Μισαήλ Αποστολίδης107 . 

Τον Ιούνιο του 1850 ο Πατρ. Άνθιμος ο Δ´ συνεκάλεσε Σύνοδο με τη συμμετοχή της Ι.Σ. του Ο.Π.Κ. πέντε πρώην Πατρ. Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και του Ιεροσολύμων Κυρίλλου. Οι εργασίες άρχισαν την 16η Ιουνίου και τελείωσαν στις 29 Ιουνίου 1850, οπότε εξεδόθη ο Τόμος δια του οποίου ανακηρυσσόταν κανονικώς αυτοκέφαλη η Εκκλησία της Ελλάδος υπό όρους, με σημαντικότερο όλων να διοικείται «κατά τους θείους και ιερούς κανόνας ελευθέρως και ακωλύτως από πάσης κοσμικής επεμβάσεως» από σύνοδο αρχιερέων «προσκαλουμένων αλληλοδιαδόχως κατά τα πρεσβεία της χειροτονίας» υπό την προεδρία του μητροπ. Αθηνών108  

Ο Τόμος του 1850 στην αρχή έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από την ελληνική κυβέρνηση, τη διοικούσα Εκκλησία αλλά και από το λαό. Ο Αττικής Νεόφυτος με την Ι.Σ. παρουσιάσθηκαν στον βασιλιά Όθωνα, ο οποίος δήλωνε ενθουσιασμένος και πως θεωρούσε αυτή την επιτυχία της εκδόσεως του Συνοδικού Τόμου «ως εν των επί της βασιλείας μου λαμπροτέρων συμβεβηκότων». 

Ο αρχιμ. Θ. Φαρμακίδης έπαψε να είναι ο γραμματέας της Ι.Σ., αλλά δεν έπαψε ούτε μια στιγμή να πολεμάει την έκδοση του Τόμου. Όπως ο αρχιεπ. Χ. Παπαδόπουλος γράφει: «Ο Φαρμακίδης έσπευσε να δημοσιεύσει επίκρισιν του Συνοδικού Τόμου, επαναλαβών τας γνωστάς θεωρίας του και συστήσας την απόρριψιν αυτού. Ο “Αντίτομος” του Φαρμακίδου, ως ωνομάσθη η επίκρισις εκείνη, ήσκησεν επίδρασιν επί της αναδιοργανώσεως της εσωτερικής διοικήσεως της Εκκλησίας, διότι η πολιτεία δεν εστηρίχθη επί των υπό του Συνοδικού Τόμου καθορισθεισών κανονικών βάσεων διοικήσεως της Εκκλησίας»109 . 

Η Ι.Σ. το Μάιο του 1852 αποκάλεσε το βιβλίο του Θ. Φαρμακίδη, που είχε έκταση 605 σελ., «ένα σκανδαλώδες και βλάσφημο βιβλίο εναντίον της Εκκλησίας». Σε αυτό ανέφερε πως η αποκατάσταση των σχέσεων με το Ο.Π.Κ. σήμαινε ουσιαστικά την υποδούλωση, ενώ τόνιζε μεταξύ άλλων πως η Εκκλησία κέρδισε την ανεξαρτησία της, χάρη στις θυσίες του λαού και τους αγώνες του με την Επανάσταση του 1821. Ο αρχιμ. Θ. Φαρμακίδης ήταν ο κύριος εκφραστής των ακραίων πολιτειοκρατικών αντιλήψεων και ασκούσε τεράστια επιρροή τόσο στο προσκήνιο όσο και στο παρασκήνιο. Όπως πολύ  εύστοχα γράφει για αυτόν ο Ν. Μπούσουλας: «Η εφαρμογή όμως των ακραίων πολιτειοκρατικών αντιλήψεων δεν προήλθεν εκ μόνης της αιτίας ταύτης, αλλά και εκ της αθλίας καταστάσεως της Εκκλησίας κατά τους τότε χρόνους και εκ του σοβαρού γεγονότος, ότι ουδείς εκ των Ιεραρχών ήτο εις θέσιν να αντικρύση την κατάστασιν και να αντιταχθή θαρραλέως εναντίον του οξυνουστάτου Φαρμακίδου»110

-58-



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου