12 Οκτωβρίου, 2024

ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ Ο ΜΑΚΕΔΩΝ.

 Ακούστε τώρα κάτι: «Την άλλη μέρα πρωί πρωί ξεκίνησε πεζός απ’ το σπιτάκι του της Κηφισιάς με το γυναικάδελφό του το Νίκο, που του κρατούσε τις αποσκευές του, πέρασε το δασάκι του Στροφιλιού και πήγε να πάρη το σιδηρόδρομο Χαλκίδος στο σταθμό του Τατοΐου. Η γυναίκα του αποχαιρετώντας τον του είπε πως δεν τον αφήνει πια άλλη φορά να φύγη. Και της υποσχέθηκε πως θα είναι η τελευταία».

Έτσι κλείνει η εισαγωγή της Ναταλίας Δραγούμη (που έχει τη διακριτικότητα να μιλά για τον εαυτό της στο τρίτο πρόσωπο) στο προτελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου που έγραψε για τον άντρα της, ένα κεφάλαιο που έχει τίτλο: «Μακεδονία». Το τελευταίο ονομάζεται «Θάνατος». Με αυτόν (με τον θάνατο) θα προλογίσει ο Ίων Δραγούμης το δικό του βιβλίο για το ίδιο θέμα, το μυθιστόρημα με τίτλο Μαρτύρων και ηρώων αίμα.


Το διαβάζω: «Ο Παύλος Μελάς σκοτώθηκε στη Στάτιστα της Μακεδονίας ένα βράδυ το φθινόπωρο του 1904. Και οι Έλληνες ξύπνησαν. Γιατί ξύπνησαν τώρα μόνο; Επειδή είναι τυφλοί οι άνθρωποι∙ και οι περισσότεροι γεννήθηκαν για να είναι και μικροί. Σπίθες κοντές είναι οι στιγμές που ξυπνούν και νοιώθουν τη μετριότητα που βαραίνει επάνω τους. Σπίθα είναι και λέγουν: “Ω, τι ανυπόφορη που είναι η μετριότητά μου!” Τέτοια μια σπίθα τούς άναψε ο Παύλος Μελάς».

Στις 17 Αυγούστου 1904, παραμονή της τελευταίας αναχώρησης για Μακεδονία, αφού νανούρισε τα παιδιά του, ο Παύλος πήγε «ν’ αποχαιρετήση την καλή του μητέρα, τ’ αδέλφια του και κατέληξε στου Δραγούμη, όπου ένας φίλος του σπιτιού, μη γνωρίζοντας τι καλό τού έκανε, έπαιζε στο πιάνο τη Missa Solemnis του Beethoven…»

Μια απόδοση της λατινικής φράσης Missa Solemnis θα ήταν η Επίσημη Θεία Λειτουργία, αλλά και η σταθερή, και η αδιάλειπτη. Εκείνο το καλοκαίρι, λοιπόν, ο Παύλος Μελάς πήγε να λειτουργηθεί στη Μακεδονία, για τρίτη και τελευταία φορά.

Στις 21 Αυγούστου κάνει μια τριήμερη στάση στη Λάρισα, και φωτογραφίζεται από τον Γεράσιμο Δαφνόπουλο, με τον ντουλαμά και το Μάουζερ. Είναι η πιο διάσημη, και ασφαλώς η έσχατη εικόνα του παλικαριού.



O Παύλος διάλεξε για ψευδώνυμο τα ονόματα των παιδιών του,
τα χαϊδευτικά, σαν τελευταία χάδια: ο Μιχάλης ή Μίκης,
και η Ζωή ή Ζέζα.

Νάτα μου: «Σου στέλλω σήμερον το πρώτον αντίτυπον, αλλ’ υπό τον όρο να μην ιδή το φως της ημέρας. Αν πέσω εκεί, ας είναι μια ανάμνηση εις σε και τα παιδάκια μου. Αλλά φαντάσου τι κωμικόν θα ήτο και τι μαρτύριον δι’ εμέ, αν επέστρεφα άπρακτος, να βλέπω τη φάτσα μου έτσι μασκαρεμένην».

Το τελευταίο γράμμα στη Ναταλία Δραγούμη: «Είμαι ευτυχής διότι είσαι περήφανη δι’ εμέ έστω και αν τούτο είναι παρ’ αξίαν μου προς το παρόν».
Η μάσκα, όμως, μαρτυρεί ότι επιστροφή δεν υπήρχε. Μέχρι τότε, η μεταμόρφωση είχε ολοκληρωθεί. Η μάσκα είναι το πιο αληθινό του πρόσωπο. Βελκαμένη, 2 Οκτωβρίου 1904. Το τελευταίο γράμμα στη Νάτα: «Είμαι ευτυχής διότι είσαι περήφανη δι’ εμέ έστω και αν τούτο είναι παρ’ αξίαν μου προς το παρόν. Εις το μέλλον θα προσπαθήσω να γίνω άξιος της υπερηφανείας σου αυτής». Το μέλλον ήρθε σε δέκα μέρες. Ο Παύλος Μελάς αγκαλιάζει νοερά και «απελπιστικά» τα παιδάκια του.

Κατόπιν, ο Παύλος γίνεται τα παιδάκια του: για το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας, η πιο ακριβής ερμηνεία λέει ότι προέκυψε από το υποκοριστικό του πατέρα του, Μιχαήλ, και από την αρβανίτικη λέξη για το Μελάς, το Μαύρος, τουτέστιν Ζέζας.

Αλλά εγώ προτιμώ την ερμηνεία που λέει ότι ο Παύλος διάλεξε για ψευδώνυμο τα ονόματα των παιδιών του, τα χαϊδευτικά, σαν τελευταία χάδια: ο Μιχάλης ή Μίκης, και η Ζωή ή Ζέζα. Έτσι μπήκε στην ηλικία των μεγάλων ανδρών.

Οι αντάρτες κρύβουν το σώμα στον στάβλο και χάνονται. Μαζί τους έχουν το κομμένο κεφάλι του Παύλου Μελά.

Στις 12 Οκτωβρίου, λοιπόν, καθοδόν για το Ζέλοβο, ο καπετάν Μίκης Ζέζας αποφασίζει να διανυκτερεύσει στη Στάτιστα, σε ένα σπίτι στην άκρη του χωριού. Μαζί του θα μείνουν οι Πύρζας, Ντίνας, Στρατινάκης και Γιαννάκος. Το πρωί ο Ζέζας μιλά στους κατοίκους για την Ενωμένη Ελλάδα. Το απόγευμα φτάνει μια τουρκική περίπολος.

Η μάχη ανάβει και κρατά ως το βράδυ, οπότε ο Ζέζας και οι άνδρες του βγαίνουν στην αυλή ψάχνοντας μιαν οδό διαφυγής. Αλλά ένας Τούρκος που υποτίθεται ότι έχει σκοτωθεί, τραβά τη σκανδάλη, κι ο καπετάνιος τρεκλίζει: «Στη μέση με πήρε, παιδιά».

Μετά: «Μπήκε μέσα, εκάθησε και φώναξε τον Πύρζα∙ “Νίκο, πού είσαι;” Έβγαλε το σταυρό του απ’ το λαιμό και είπε∙ “Το σταυρό να τον δώσης στη γυναίκα μου∙ και το τουφέκι, όπως σου είπα, του Μίκη∙ και να τους πης, ότι το καθήκον μου το έκαμα”».

Ύστερα πήρε τις φωτογραφίες των παιδιών του, τις κοίταξε για τελευταία φορά. Κι ύστερα είπε: «Σκοτώστε με, παιδιά∙ πώς θα μ’ αφήσετε στους Τούρκους;»

«“Πονώ” έλεγε ο Παύλος και ωνόμαζε τα παιδιά του. Και πάλι έλεγε∙ “Σκοτώστε με”. Δεν μπορούσε πια να κουνηθή από τη θέση του. Και τα παιδιά του δεν τα ωνόμαζε πια. “Πονώ”, είπε σιγά και ξεψύχησε». Ήταν 13 Οκτωβρίου 1904.

Οι αντάρτες κρύβουν το σώμα στον στάβλο και χάνονται. Μαζί τους έχουν το κομμένο κεφάλι του Παύλου Μελά. «Κατά τας δοξασίας των παλαιών και νεωτέρων Ελλήνων», γράφει ο Σάθας, «η κεφαλή είνε το κατακόρυφον σημείον της ανδρείας».

Τον άλλον χρόνο, πάνω σ’ αυτό το κεφάλι, σε μια κορυφή κορυφών, θα ανθίσει ο πιο ανεκπλήρωτος έρωτας του ελληνικού 20ού αιώνα, σε ένα σαλόνι, στην Αλεξάνδρεια: «Πολλήν ώρα μείναμε σκυμμένοι στους χάρτες», γράφει η Πηνελόπη Δέλτα. «Με το δάχτυλο μου έδειχνε τους δρόμους που είχε παρακολουθήσει το παλληκάρι. “Και πήγε τόσο μακριά!” αναφώνησα. “Βέβαια…” Μου έδειξε την πόλη κοντά στη λίμνη, “Εδώ είναι θαμμένος”, είπε. Μια στιγμή κοντοστάθηκε, και με το δάχτυλο, βιαστικά, μου έδειξε ένα σταυρό κόκκινο. “Και εκεί είναι το κεφάλι”, πρόσθεσε».

Το τελευταίο κεφάλαιο στο προαναφερθέν μυθιστόρημα του Ίωνος Δραγούμη έχει τίτλο «Ο θάνατος ζωή», και κλείνει ως εξής: «Στη Μακεδονία δεν πέθανε παρά ζη και βασιλεύει. Ένα κοριτσάκι στη Βέρροια, που το ρώτησαν ποιος είναι ο βασιλιάς των Ελλήνων, αποκρίθηκε χωρίς δισταγμό: “Ο Παύλος Μελάς”».

https://www.andro.gr/kentrika-themata/pavlos-melas-o-vasilias-twn-ellhnwn/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου