Ο απόλυτος έλεγχος της Πολιτείας κατάντησε την Εκκλησία να λειτουργεί θεσμικά ως δημόσια υπηρεσία του νεοελληνικού κράτους. Μέσα σε αυτό το γενικό κλίμα, θα λειτουργήσουν σε ταραγμένες πολιτικά περιόδους της χώρας, λίγες δεκαετίες αργότερα για να ξεπεραστούν οι διαφωνίες με τις κυβερνητικές επιλογές, "Αριστίνδην" σύνοδοι περίπου δέκα φορές. Έτσι θα νομιμοποιηθούν εκκλησιαστικά οι παρεμβάσεις στο εσωτερικό της4 . Αυτό είχε ως συνέπεια την διακοπή της επαφής με το Φανάρι.
Το ζήτημα της σχέσεως των απελευθερωμένων εκκλησιαστικών επαρχιών του νεοελληνικού κράτους με το Ο.Π.Κ. συνδέθηκε από την αρχή της Επαναστάσεως του 1821, με τη βοήθεια των οπαδών του Ελληνικού Διαφωτισμού εξαρχής με τις διαμορφωθείσες πολιτικές και ιδεολογικές κατευθύνσεις που επικρατούσαν στη Δύση εκείνη την εποχή. Ο Αδ. Κοραής οπαδός της αντιβυζαντινής προοπτικής της δυτικής ιστοριογραφίας αυτήν την εποχή του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού η οποία "αναθεμάτιζε" την περίοδο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ως συνέχεια της δουλείας του Ελληνισμού από τους κατακτητές Ρωμαίους, έβλεπε την κλασική Αθήνα ως το μέλλον της νέας Ελλάδας. Κατά συνέπεια, απέκοπτε όχι μόνο ιδεολογικά αλλά και εκκλησιαστικά την εθναρχούσα Εκκλησία από τα όρια του υπό διαμόρφωση καινούργιου εθνικού κράτους. Μέσα από αυτή την οπτική γωνία διαμόρφωσε την αντίληψη όλων όσων ακολουθούσαν τους οραματισμούς του μέσα από το έργο του το συγγραφικό.
Λίγο μετά την έκρηξη της Επαναστάσεως του 1821 στις "Πολιτικές παραινέσεις προς τους Έλληνες" αναφέρει πως θεωρεί σημαντικό να αναμορφωθεί ο ιερός κλήρος που αποδεσμευμένος από το Ο.Π.Κ. θα έπαιζε πρωταρχικό ρόλο για την ηθική αναγέννηση του Γένους, ενώ θεωρούσε την διοικητική αυτονόμηση των εκκλησιαστικών επαρχιών κατά τα πολιτικά πρότυπα. Με αυτόν τον τρόπο ούτε θίγονταν τα φιλορωσικά αισθήματα του λαού, αλλά ούτε με τη χρήση του συγκεκριμένου συστήματος διοίκησης δημιουργούνταν θέμα αφού η εκκλησιαστική πολιτική της τσαρικής Ρωσίας ήταν όμοια με αυτή των εκκοσμικευμένων δυτικών κρατών. Αυτό το πνεύμα θα κυριαρχεί στις σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας στο ελεύθερο ελληνικό κράτος5 .
Η συνεργασία μεταξύ Εκκλησίας και κράτους είναι απαραίτητη σε κάθε κοινωνία σε κάθε εποχή. Δεν πρέπει όμως να συγχέουμε την Εκκλησία με το νεοελληνικό κράτος όπως έχει επικρατήσει από τον 19ο αιώνα. Οι στενές αυτές σχέσεις μεταξύ τους γεννά ερωτήματα για τη σωστή πορεία της. Οι ιδιόρρυθμες καταστάσεις του τρόπου λειτουργίας των κομμάτων στη χώρα την πρώτη πενηντακονταετηρίδα από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της, επηρέασαν όχι μόνο την πολιτική σκηνή του τόπου, αλλά και τις πνευματικές αναζητήσεις του λαού6 . Η παρούσα μελέτη εστιάζει ιδιαίτερα στους τρόπους συνδιαλλαγής των δομών εξουσίας στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, δηλαδή Εκκλησίας και Πολιτείας. Κάθε σκέψη αναδιοργάνωσης του εκκλησιαστικού οργανισμού με σκοπό την ανύψωση της Εκκλησίας της Ελλάδος, και μέσα από αυτήν την προβληματική πρόοδο και τον ανασχηματισμό της νεοελληνικής κοινωνίας έχει ως έτος σταθμό το 1875. Από τότε μέχρι το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων η κοινωνία προσπαθεί σε κάθε επίπεδο την αλλαγή. Στο εσωτερικό της χώρας με τις συνταγματικές και δημοκρατικότερες μορφές συγκρότησης του πολιτεύματος, με την εισαγωγή το 1875 του κοινοβουλευτικού καθεστώτος από τον Χαρίλαο Τρικούπη, και τις μετακινήσεις του πληθυσμού στα μεγάλα αστικά κέντρα που θα χρησιμοποιηθούν συχνά ως πολιτικό βαρόμετρο αλλά και ως κοινωνικό για τις εξελίξεις στη χώρα7 .
Η Εκκλησία ακολουθεί μία συγκεκριμένη πορεία σε αυτό το πλαίσιο που υποδεικνύει νέα πολιτικο-θρησκευτική ιδεολογία του νεοσύστατου κράτους που δημιουργεί δύο κόσμους διαφορετικούς: έναν των μεγάλων πόλεων και έναν τελείως διαφορετικό αυτόν της υπαίθρου. Ο κλήρος σύμφωνα με την επιθυμία της εκκλησιαστικής διοίκησης ακολουθεί την πορεία της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Οι μορφωμένοι παραμένουν στα αστικά κέντρα ενώ εκείνοι που δεν έχουν μορφωτικό επίπεδο υψηλό παραμένουν στην επαρχία. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ανιχνεύοντας τις αιτίες του προβλήματος της σχέσεως του κλήρου με την πολιτική εξουσία (ο ίδιος ήταν πολέμιος αυτής της διαπλοκής), τονίζει πως το πρόβλημα δεν είναι το οικονομικό, αλλά το εντοπίζει όπως πολύ εύστοχα ο καθηγητής Π. Καραμούζης σημειώνει: «[...] στο γεγονός ότι στον κλήρο προσέρχονται άνθρωποι, μέσω του πολιτικού "ρουσφετιού", τους οποίους ανέχονται οι επίσκοποι, λόγω της εξαρτημένης σχέσης τους με την εξουσία, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται στην Εκκλησία υπεράριθμοι και ακατάλληλοι κληρικοί»8 .
-8-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου