29 Οκτωβρίου, 2024

Η ΔΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΙΜΩΝΙΑ. Η ΠΙΕΣΗ ΤΟΥ ΜΑΚΡΑΚΗ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.

 Στις 27 Απριλίου 1875 μετά από την παραίτηση της τελευταίας κυβερνήσεως του Δημ. Βούλγαρη, αναλαμβάνει πρωθυπουργός ο Χαρίλαος Τρικούπης. Δύο από τους υπουργούς της προηγούμενης κυβέρνησης Βούλγαρη, ο Ιωάννης Βαλασόπουλος και Βασίλειος Νικολόπουλος κατηγορήθηκαν ότι δωροδοκηθέντες από υποψηφίους αρχιερείς τους προώθησαν στους αρχιεπισκοπικούς τους θρόνους. 

Ο πρωθυπουργός διέταξε ανακρίσεις επί των καταγγελιών αυτών, από τις οποίες προέκυψε ότι οι δύο υπουργοί δωροδοκήθηκαν με μεγάλα για την εποχή χρηματικά ποσά. Τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των υπουργών και τον χειροτονηθέντων ιεραρχών ανέλαβαν ο Δ. Χαριτάκης, ο Περ. Οικονομόπουλος και ο Ν. Πετρής. Το ζήτημα συζητήθηκε στη Βουλή στην ΜΗ' συνεδρίαση  (Α' Σύνοδος, Ζ' Περίοδος με ημ. 22 Νοεμβρίου 1875), η οποία ψήφισε κατηγορητήριο και παρέπεμψε άπαντες τους κατηγορούμενους εμπλεκόμενους στην υπόθεση ενώπιον του ειδικού δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 80 του Συντάγματος, με πρόεδρο του δικαστηρίου τον Δ. Βάλβη, πρόεδρο του Αρείου Πάγου. Η δίκη κράτησε από 26 Ιανουαρίου 1876 μέχρι 31 Μαρτίου 1876 με την υπ αριθμόν 18/1876 απόφαση καταδικάστηκαν ο Ιωάννης Βαλασόπουλος σε φυλάκιση ενός έτους, χρηματική ποινή 56.000 δρχ υπέρ του ταμείου των πτωχών και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων για 3 χρόνια. Ο τέως υπουργός Β. Νικολόπουλος σε φυλάκιση 10 μηνών και οι μεσίτες μεταξύ των δύο πλευρών Περ. Οικονομόπουλος σε φυλάκιση τεσσάρων μηνών και ο Δημ. Χαριτάκης σε φυλάκιση δύο μηνών. 

Οι χειροτονηθέντες στο βαθμό του επισκόπου καταδικάστηκαν να πληρώσουν το διπλάσιο ποσό. Ο αρχιεπ. Μεσσηνίας 20.000 δρχ, ο αρχιεπ. Πατρών και Ηλείας 22.400 δρχ και ο αρχιεπ. Κεφαλληνίας 50.000 δρχ. Η υπόθεση όμως δεν σταμάτησε εδώ. Με το υπ' αριθ. 2866 ημ. 9/4/1876 έγγραφο του αρμοδίου υπουργείου επί των Εκκλησιαστικών τονίζονταν στην Ι.Σ. πως έπρεπε και αυτή να «ενεργήσει περαιτέρω ό,τι οι κανόνες της Εκκλησίας και οι νόμοι της Εκκλησίας διακελεύουσιν»89 . 

Το ίδιο χρονικό διάστημα ο Αλ. Κουμουνδούρος αποστασιοποιημένος από τη γραμμή της Αγγλικής πολιτικής που ακολουθούσε στενά μέχρι τότε η Ελλάδα, προσπαθεί και συγκρατεί τους εταίρους του στο κυβερνητικό σχήμα Ζαΐμη και τον υπουργό των Εξωτερικών Αλέξανδρο Κοντόσταυλο που ήταν αγγλόφιλοι. Στη συνέχεια προσπαθεί   να εγκαθιδρύσει φιλικές σχέσεις με τη Σερβία με στόχο την αναθέρμανση του συμφώνου του 1867, το οποίο είχαν υπογράψει τα δύο κράτη. Οι επαφές μεταξύ των δύο κυβερνήσεων  άρχισαν τον Οκτώβριο του 1875 όταν ο πρίγκιπας Μίλαν έκανε την πρώτη κίνηση. Πριν από αυτό οι κυβερνήσεις των χωρών Σερβίας και Ρουμανίας ήθελαν να μάθουν τα σχέδια της ελληνικής κυβερνήσεως σε μία δύσκολη εποχή που το φάντασμα του πανσλαβισμού ήταν διάχυτο στους Έλληνες τόσο που έκανε τον φιλορώσο πρωθυπουργό Κουμουνδούρο να μη βιάζεται.

 Την ώρα που η δίκη για τα σιμωνιακά βρισκόταν σε εξέλιξη στις 17 Φεβρουαρίου 1876, ο πρίγκιπας Μίλαν έκανε γνωστό στον γενικό πρόξενο της Ελλάδας στο Βελιγράδι Α. Δοσκό ότι παραμένει σταθερά προσηλωμένος στο σύμφωνο του 1867. Στις διαβουλεύσεις μεταξύ των δύο χωρών για την διανομή των εδαφών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν βρέθηκε κατάλληλη λύση για τους διάσπαρτους πληθυσμούς. Τον Μάρτιο του 1876 στάλθηκε από τους Σέρβους στην Αθήνα ο Μιλιούτιν Γκαρασανίν, παρά την προσπάθεια της Ελληνικής πλευράς για να γίνει η επίσκεψη το φθινόπωρο, όταν η Βουλή θα είχε αποφασίσει για τα ζητήματα που αφορούσαν τους εξοπλισμούς. Ο Κουμουνδούρος φοβούμενος τις απόψεις του βασιλιά Γεωργίου Α', δεν έδωσε θετική απάντηση στον απεσταλμένο της Σερβίας90 . 

Η Ι.Σ. δεν επέβαλε κάποια αυστηρή ποινή στους τρεις αρχιεπισκόπους (ο Αργολίδος Καλλίνικος είχε πεθάνει) για το συγκεκριμένο σκάνδαλο. Με την υπ' αριθ. 2918/18-4-1876 τους επέβαλε την ποινή της τριετούς αργίας με στέρηση όλων των δικαιωμάτων τους. Η  απόφαση αυτή δεν υπογράφηκε από τον βασιλικό επίτροπο στην Ι.Σ. και η υπόθεση αυτή με την υπ' αριθ. 3076 με ημ. 13 Οκτωβρίου 1876, το αρμόδιο επί των Εκκλησιαστικών υπουργείο έστειλε ξανά στην Ι.Σ. της Εκκλησίας της Ελλάδος «ίνα αποφασίση επ' αυτής ό,τι οι ιεροί Κανόνες και οι Εκκλησιαστικοί Νόμοι της Πολιτείας διακελεύουσιν». Στη συνέχεια η Ι.Σ. έστειλε επιστολή προς το αρμόδιο υπουργείο την υπ' αριθ. 349/14-10-1876 απόφαση και ανέφερε πως αδυνατούσε ξανά να ασχοληθεί με το θέμα αυτό. Το σκεπτικό της Ι.Σ. στηρίζονταν στην "άκυρη" απόφαση της αφού δεν υπήρχε σε αυτήν η υπογραφή του βασιλικού επιτρόπου ώστε «ουδείς δύναται να γίνη λόγος περί δεδικασμένου, διότι τούτο προϋποθέτει αναγκαίως έγκυρον κατά πάντα απόφασιν», ενώ ξαναπήγε πίσω η υπόθεση στην Ι.Σ. «ίνα μελετήση σπουδαίως αυτήν και μη αναβάλη επί πλέον την κατά νόμον εκδίκασίν της, αναλογιζόμενη μάλιστα την ευθύνη πράξεων μη στηριζόμενων εις ρητόν νόμον, ευθύνην ην αυτό ως ακριβής του νόμου φύλαξ δε αποδέχεται». Η Ι.Σ. με το υπ' αριθ.1480/11-5-1877 έγγραφό της ζήτησε από το υπουργείο την ερμηνεία του β' εδαφίου του ΣΤ' άρθρου του Ν. ΣΑ'/1852 όπως ο Ι. Παναγόπουλος σημειώνει: «Αμέσως μετά ταύτα η Ιερά Σύνοδος, υπήκουσα ιδίως εις την υπό του Μακράκη και των οπαδών του εξαφθείσαν κοινήν γνώμην, εξέδωκε την υπ' αριθ. 2428 της 18 Νοεμβρίου 1877 απόφασίν της δι' ης "εκήρυξε μεν τους υπό του Ειδικού Δικαστηρίου καταδικασθέντες αρχιεπισκόπους Πατρών και Ηλείας, Μεσσηνίας και Κεφαλληνίας, ενόχους τη σιμωνία, λόγω όμως υπέρτατης εκκλησιαστικής επιείκειας εθεώρησεν επαρκή ην οι ειρημένοι υπέστησαν ποινήν από του μηνός Απριλίου του 1876 έως τότε, αργία μετά της νυν επιφερομένης της στερήσεως των επισκοπών αυτών, απαλλάσσει δε αυτούς πάσης άλλης τον λοιπόν ποινής, εφ' η κατεδικάσθησαν διά της από 31 Μαρτίου 1876 και υπ' αριθ. 18 του Ειδικού Δικαστηρίου αποφάσεως»»91  

Στις αρχές του έτους 1876 η κοινή γνώμη στην Ελλάδα ασχολείται με τις εξελίξεις στη διώρυγα του Σουέζ (αν θα την αγόραζαν οι Βρετανοί) παρά για τις εξελίξεις στο βαλκανικό χώρο. Εκείνη την περίοδο η Ελλάδα αρχίζει να αλλάζει στάση για τη διατήρηση της πολιτικής της ουδετερότητας αφού κινδυνεύει να χάσει μετά τη λήξη της κρίσης πολλά από αυτά που θα μπορούσε να διεκδικήσει. Στις αρχές του 1876 ιδρύθηκε η εταιρεία "Αδελφότης", και η εταιρεία "Εθνική Άμυνα"92

Τα γεγονότα αυτά τραυμάτισαν τη θρησκευτικότητα του απλού λαού, με την κεντρική διοίκηση του εκκλησιαστικού οργανισμού να μην μπορεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων ενώ η επιρροή που ακόμα ασκούσε η Ορθόδοξη Εκκλησία στο νεοσύστατο κράτος ήταν μεγάλη. Η εμπειρία ενός τέτοιου σκανδάλου οδήγησε αρκετούς σε μία ψυχική αναταραχή για την παρακμή των θεσμών προκαλώντας εύλογη αμηχανία της κοινωνίας για τις δομές εξουσίας στο νεοελληνικό κράτος και του τρόπου συναλλαγής τους τον 19ο αιώνα, σε αυτό το λησμονημένο για την εποχή μας σκάνδαλο, που ο ασυμβίβαστος λαϊκός ιεροκήρυκας Απ. Μακράτης φρόντισε να έλθει στο προσκήνιο. Ο ίδιος αναφομοίωτος διατήρησε την ανεξαρτησία του, πηγαίνει αντίθετα στις κυρίαρχες δυνάμεις της  νεοελληνικής κοινωνίας και στους διοικητικούς θεσμούς της Εκκλησίας της Ελλάδος και σε κάθε θεσμό που έχει πολιτική διάσταση, όπως ο Τύπος, σε κάθε εποχή σε ολόκληρο τον πλανήτη. Η κοινωνιολογική και ιστορική ανάλυση των συγκεκριμένων γεγονότων αφήνει μία πικρή γεύση σε όποιον προσπαθεί να τα ανιχνεύσει. Όπως ο Γ. Ψαλλίδας περιγράφει: «Όπως συμβαίνει, όμως, με τους περισσότερους και ισχυρότερους θεσμούς, που ασκούν με τη μία ή την άλλη μορφή πολιτική εξουσία, η ιστορική και κοινωνιολογική τους ανάλυση ανατρέπει τη συμβολική τους πολιτική, γεγονός το οποίο δεν είναι συνήθως αρεστό»93 .

-49-


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου