03 Νοεμβρίου, 2024

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β´ Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ Ν. Σ´/1852

 Η κυβέρνηση της Αθήνας με τους Ν. Σ´./1852 και ΣΑ´/1852 έβαλε ουσιαστικά την Εκκλησία να πορεύεται στο δρόμο που αυτή χάραξε, αφού δεν έδωσε ποτέ ιδιαίτερη βαρύτητα στους όρους του Τόμου του 1850, ενώ με τους νόμους αυτούς έμενε στο καθεστώς ομηρίας που επικρατούσε από το έτος 1833(Συμφωνα ομως και με την επιθυμια του ελληνικου λαου). 

Όταν τον Ιανουάριο του 1852 ανέλαβε ξανά πρωθυπουργός ο τέως αυλάρχης του βασιλιά Αντώνιος Κριεζής, υπουργός Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως, ανέλαβε ο Σταύρος Βλάχος, ο οποίος ζήτησε να μάθει τις απόψεις της Ι.Σ. για το θέμα αυτό. 

Η Ι.Σ. έστειλε στον υπουργό στις 7 Φεβρουαρίου του 1852 τα προαναφερθέντα νομοσχέδια του Κυνουρίας Διονυσίου, ο οποίος είχε ήδη αποβιώσει. Ο υπουργός παρά τη διακριτική παρέμβαση του γραμματέα της Ι.Σ. αρχιμ. Μισαήλ Αποστολίδη, δεν έκανε δεκτά τα συγκεκριμένα νομοσχέδια, ενώ αρνήθηκε το δικαίωμα της Ι.Σ. να έχει γνώμη για αυτά. Το μόνο που τον απασχολούσε ήταν η άποψη της Ι.Σ. για το εάν υπήρχαν διατάξεις μέσα σε αυτά αντιβαίνουσες στους ιερούς κανόνες και στις παραδόσεις της Εκκλησίας. Τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο την Ι.Σ. συγκροτούσαν πλέον ουσιαστικά δύο υπερήλικες αρχιερείς, ο Αθηνών Νεόφυτος ο Ε´ Μεταξάς και ο Καλαβρύτων Βαρθολομαίος Πειρούνης, ενώ απουσίαζε ο Κυκλάδων Δανιήλ Κοντούδης επειδή ήταν βαριά άρρωστος. Οι ιερείς και οι μοναχοί, βλέποντας την ανικανότητα των δύο συνοδικών αρχιερέων, αντέδρασαν δυναμικά. Η κυβέρνηση χαρακτήρισε τη στάση τους αυτή ως μια καινούρια συνομωσία κατά του καθεστώτος. Η αστυνομία συνέλαβε περίπου 150 κληρικούς και μοναχούς, ενώ από αυτούς πολλοί  φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν για αδικήματα που αργότερα έγιναν πλημμελήματα111 . Η επικύρωση των Ν. Σ´/1852 και ΣΑ´/1852 επικυρώθηκαν από το βασιλιά στις 9 Ιουλίου 1852. Η ελληνική κυβέρνηση με τη στάση της γενικά και αυτά τα δύο νομοσχέδια ειδικά ουσιαστικά ακύρωσε τους όρους του Τόμου του 1850. Όπως σημειώνει ο Α. Πανώτης: «Έκτοτε, οι ελλαδικοί ιεράρχες υποχρεώθηκαν να αποδέχονται και να εφαρμόζουν τα νομοθετήματα αυτά, που προήλθαν από την βουλευτική ιδιότητα λαϊκών προσώπων, εκλεγμένων για να αποφασίζουν για κοσμικά και μόνον ζητήματα. Έτσι, οι ιεράρχες μεταβλήθηκαν σε κρατικούς λειτουργούς και ως δημόσιοι υπάλληλοι ήταν υποχρεωμένοι να εφαρμόζουν διατάξεις που δεν εισηγήθηκαν και που μάλιστα ήταν αντίθετες στους ιερούς κανόνες! Η μόνη δεκτή παρέμβαση της Ιεραρχίας στα της Εκκλησίας ήταν η υποβολή προτάσεων σε μια εξωσυνοδική ανώτερη κοσμική αρχή, δηλαδή στον νομάρχη και τον υπουργό, που ήταν εκτελεστικά όργανα της Πολιτείας “επί ημικλάστου  χάρτου” και όφειλε “μηδέν να πράττη άνευ της γνώμης της”. […] Έτσι θεσπίστηκε η πλήρης υποδούλωση στα Εκκλησίας στο κράτος»112 .

 Η ΠΡΟΣΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΤΗΣ ΕΠΤΑΝΗΣΟΥ ΤΟ 1866 ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΧΙΕΡΕΙΣ ΤΩΝ ΤΟΠΙΚΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ, ΠΑΤΡΩΝ ΚΑΙ ΗΛΕΙΑΣ, ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΚΑΙ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ 

Με την έκδοση του Τόμου του 1850 το Ο.Π.Κ. προσπάθησε να συνδυάσει την ανεξαρτησία της Ελλαδικής Εκκλησίας και τη διοίκησή της με βάση τους ιερούς κανόνες. Αρχικά ο Τόμος του 1850 έγινε δεκτός με ανακούφιση και εγκρίθηκε από τη Γερουσία, όμως με την αρνητική στάση του αρχιμ. Θ. Φαρμακίδη, είχε ως αποτέλεσμα να αντιδράσουν οι πολίτες σε τέτοιο βαθμό ώστε η Βουλή αναγκάστηκε να απορρίψει τον Τόμο του 1850. Η κυβέρνηση μη έχοντας άλλη λύση προχώρησε στη ψήφιση «Νόμου Καταστατικού», μέσα στο γενικό πλαίσιο των πολιτειοκρατικών αντιλήψεων του αντιβασιλέα Μάουερ για τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας όπως αυτές αναφέρονταν στη Διακήρυξη του 1833. 

(Δηλαδη ο λαος ηθελε ανεξαρτητη την ελληνικη Εκκλησια απο το Οικουμενικο Πατριαρχειο,ενω οι κληρικοι ηθελαν την υπαγωγη στο Οικουμενικο Πατριαρχειο ).

Με το Ν. ΣΑ´/1852 ανώτατη αρχή είναι η Ι.Σ. της Εκκλησίας, ενώ υποχρεωτική είναι η παρουσία βασιλικού επιτρόπου σε όλες τις συνεδριάσεις και προσυπογράφει τα πρακτικά. 

Με το Ν. ΣΑ´/1852 η Ι.Σ. μόνο μέσω του αρμοδίου υπουργείου πρέπει να έρχεται σε επαφή με τις πολιτικές ή τις εκκλησιαστικές αρχές στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό, ενώ με το Ν. Σ´/1852, ο οποίος είχε προηγηθεί, καθορίζεται ο αριθμός των επισκοπών και ο τρόπος εκλογής των επισκόπων με τη διαδικασία του τριπρόσωπου. Την τελική επιλογή κάνει ο βασιλιάς, για κάθε επισκοπή113 .Ο αριθμός των επισκοπών του Βασιλείου της Ελλάδος μετά την ένωση της Επτανήσου με το νεοσύστατο ελληνικό κράτος το 1866 ήταν τριάντα μία, προστέθηκαν οι αρχιεπισκοπές Κερκύρας, Κεφαλληνίας και Ζακύνθου, και οι επισκοπές Λευκάδος, Ιθάκης, Παξών και Κυθήρων, ενώ στις περιοχές αυτές η εκκλησιαστική νομοθεσία του νεοελληνικού κράτους έλαβε υποχρεωτική ισχύ στο έδαφος της Ιονίου Πολιτείας από 20 Ιανουαρίου 1866 και υπό στοιχ. ΡΝ´ νόμου μόνο από 1 Ιουλίου 1866, ενώ οι συγκεκριμένες επισκοπές ενσωματώθηκαν οριστικά στην Ι.Σ. της Εκκλησίας της Ελλάδος μετά την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη του Ιουλίου του 1866 (υπ᾽ αριθμ. 136β´)114 .

ΕΓΚΥΚΛΙΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ, ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΟΔΗΓΙΑΙ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟΝ ΕΓΚΥΓΚΛΙΟΙ ΣΥΝΟΔΕΥΟΥΣΑΙ ΝΟΜΟΥΣ ΚΑΙ Β. ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ 

Εγκύκλιος 1. Αριθ. Πρωτ. 2616. – Εν Αθήναις την 16 Ιουλίου 1852. 

Περί δημοσιεύσεως του Σ´ Νόμου περί επισκοπών κτλ. 

ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 

Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος. 

Προς απάσας τας κατά το Βασίλειον Εκκλησιαστικάς Αρχάς. 

Κατά το από 10 του ενεστώτος μηνός και υπ᾽ αριθ. 2890 έγγραφον του επί των Εκκλησιαστικών κτλ. υπουργείου πέμπεται προς υμάς έγκλειστον εν τη παρούση έκτυπον του ήδη δημοσιευθέντος δια του αρίθ. 25 της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως Σ´ Νόμου περί Επισκοπών και Επισκόπων και περί του υπ᾽ αυτούς τελούντος κλήρου· επισυνάπτονται δε και έτερα έκτυπα αυτού του Νόμου, όπως αποσταλώσι παρ᾽ υμών προς τους υφ᾽ υμάς ειδικούς Επισκοπικούς Επιτρόπους και τα συμβούλια των διατηρουμένων μονών προς γνώσιν όλου του εν τη Ελλάδι κλήρου. 

† Ο ΑΘΗΝΩΝ ΝΕΟΦΥΤΟΣ Πρόεδρος. 

† Ο ΑΙΓΙΝΗΣ ΣAΜΟΥΗΛ. 

† Ο ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ. 

Ο Γραμματεύς Αρχιμανδρ. Μ. Αποστολίδης

 ΝΟΜΟΣ Σ´. Περί Επισκοπών και Επισκόπων και περί του υπό τους Επισκόπους τελούντος Κλήρου 

ΟΘΩΝ Ελεω Θεου κτλ. 

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής και της Γερουσίας διατάττομεν. 60 

ΤΜΗΜΑ. Α´. 

Περί του αριθμού των Επισκοπών και της διαιρέσεως αυτών. 

• Άρθρον Α´. 

Ο αριθμός των εν τω Βασιλείω Επισκοπών προσδιορίζεται εις εικοσιτέσσαρας. 

• Άρθρον Β´. Aι Επισκοπαί εισίν αι εξής. 

o Α´. Εν τω νομώ Αττικής και Βοιωτίας δύο. ▪ 

α´. Η Επισκοπή Αθηνών, περιλαμβάνουσα τας επαρχίας Αττικής Μεγαρίδος και Αιγίνης. 

▪ β´. Η Επισκοπή Θηβών και Λεβαδείας, περιλαμβάνουσα τας ομωνύμους επαρχίας. 

o B´. Εν τω νομώ Ευβοίας δύο. 

▪ α´. Η Επισκοπή Χαλκίδος, περιλαμβάνουσα τας επαρχίας Χαλκίδος και Ξηροχωρίου, με τας νήσους Σκιάθον, Σκόπελον και Αλόνησον. 

▪ β´. Η Επισκοπή Καρυστίας, περιλαμβάνουσα την ομώνυμον επαρχίαν και την νήσον Σκύρον. 

o Γ´. Εν τω νομώ Φθιώτιδος και Φωκίδας δύο. 

▪ α´. Η Επισκοπή Φθιώτιδος, περιέχουσα τας επαρχίας Φθιώτιδος και Λοκρίδος. 

▪ β´. Η Επισκοπή Φωκίδος, περιέχουσα τας επαρχίας Παρνασσίδος και Δωρίδος. 

o Δ´. Εν τω νομώ Ακαρνανίας και Αιτωλίας δύο. 

▪ α´. Η Επισκοπή Ακαρνανίας και Αιτωλίας, περιέχουσα τας επαρχίας Μεσολογγίου, Τριχωνίας, Βονίτσας, Ξηρομέρου και Βάλτου. 

▪ β´. Η Επισκοπή Ναυπακτίας και Ευρυτανίας, περιέχουσα τας ομωνύμους επαρχίας. 

o Ε´. Εν τω νομώ Αργολίδος και Κορινθίας τρεις. 

▪ α´. Η Επισκοπή Αργολίδος, περιλαμβάνουσα τας επαρχίας Ναυπλίας και Άργους. 

▪ β´. Η Επισκοπή Κορινθίας, συγκειμένη εκ της ομωνύμου επαρχίας. 

▪ γ´. Η Επισκοπή Ύδρας και Σπετσών, περιλαμβάνουσα τας επαρχίας  Ύδρας, Σπετσών, Ερμιονίδος και Τροιζηνίας. 

o ΣΤ´. Εν τω νομώ Αχαΐας και Ήλιδος δύο. 

▪ α´. Η Επισκοπή Πατρών και Ηλείας, περιέχουσα τας ομώνυμους επαρχίας. 

▪ β´. Η Επισκοπή Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, περιέχουσα τας ομωνύμους επαρχίας. 

o Ζ´. Εν τω νομώ Αρκαδίας δύο.

▪ α´. Η Επισκοπή Μαντινείας και Κυνουρίας, συγκειμένη εκ των ομωνύμων επαρχιών. 

▪ β´. Η Επισκοπή Γόρτυνος και Μεγαλοπολεως, συγκειμένη εκ των ομωνύμων επαρχιών. 

o Η´. Εν τω νομώ Μεσσηνίας δύο. 

▪ α´. Η Επισκοπή Μεσσηνίας, συγκειμένη εκ των επαρχιών Μεσσηνίας, Καλαμών και Πυλίας. 

▪ β´. Η Επισκοπή Τριφυλίας και Ολυμπίας, συγκειμένη εκ των ομωνύμων επαρχιών. 

o Θ´. Εν τω νομώ Λακωνίας τρεις. 

▪ α´. Η Επισκοπή Μονεμβασίας και Σπάρτης, περιλαμβάνουσα τας επαρχίας Λακεδαίμονος και Επίδαυρου Λιμηράς. 

▪ β´. Η Επισκοπή Γυθείου, συγκειμένη εκ της ομωνύμου επαρχίας. 

▪ γ´. Η Επισκοπή Οιτύλου, συγκειμένη εκ της ομωνύμου επαρχίας. 

o Ι´. Εν τω νομώ Κυκλάδων τέσσαρες. 

▪ α´. Επισκοπή Σύρου και Τήνου, περιέχουσα τας επαρχίας Σύρου, Τήνου και Μήλου. 

▪ β´. Η Επισκοπή Άνδρου και Κέας, περιέχουσα τας ομωνύμους επαρχίας. 

▪ γ´. Η Επισκοπή Νάξου, συγκειμένη εκ της ομωνύμου επαρχίας. 

▪ δ´. Η Επισκοπή Θήρας, συγκειμένη εκ της ομωνύμου επαρχίας.

-62-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου