04 Νοεμβρίου, 2024

ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΣ ΤΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ ΤΩΝ ΕΠΤΑΝΗΣΩΝ ΜΕΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 1866

 Σύμφωνα με Β.Δ. με ημ. 20 Νοεμβρίου 1833 ιδρύεται η «Μητρόπολις Αργολίδος» με έδρα το Ναύπλιο, και αποτελείται από τις επαρχίες Ναυπλίας, Τροιζηνίας και Ερμιονίδος. 

Το Άργος με το ίδιο Β.Δ. ενώθηκε με τη μητρόπολη Κορίνθου, και έγινε «Μητρόπολις Κορίνθου και Άργους». Το Ναύπλιο ως η πρώτη πρωτεύουσα του νεοελληνικού κράτους υπήρξε και η έδρα της Ι.Σ. μέχρι 1/13 Δεκεμβρίου 1834, οπότε με Β.Δ. η έδρα της Ι.Σ. πηγαίνει στη νέα πρωτεύουσα του κράτους, την Αθήνα. Στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο στη μητρόπολη Αργολίδος αρχιερατεύουν οι εξής: Ο Αργολίδος Κύριλλος Βογάσαρης (1899-1842). Ο τόπος καταγωγής του ήταν η Δημητσάνα. Υπήρξε αρχικά μητροπ. Λαρίσης και στη συνέχεια τοποτηρητής Ήλιδος (1822- 1832). Απεβίωσε στις 21 Αυγούστου 1842. Ο Κορίνθου και Άργους Κύριλλος Ροδόπουλος. Αυτός ήταν θείος του μετέπειτα μητροπ. Αθηνών Θεόκλητου Μηνόπουλου. Ως πρόεδρος της Ι. Σ. ήταν αυτός που υποδέχθηκε και προσφώνησε τον νεαρό βασιλιά Όθωνα στις 25 Ιανουαρίου 1833 στον ιερό ναό Αγίου Γεωργίου Ναυπλίου. Μετά το θάνατό του 22 Φεβρουαρίου 1836, τη διοίκηση αναλαμβάνει εκκλησιαστική επιτροπή μέχρι την έκδοση νέου Β.Δ. (ημ. 16/28 Δεκεμβρίου 1841), οπότε ενώθηκε με τη μητρόπολη Αργολίδος115 .  

Ο Κορινθίας και Αργολίδος Γεράσιμος (Ράλλης-Σπανός,1842-1843). Σύμφωνα με Β.Δ. ημ. 18/30 Δεκεμβρίου 1842 η επισκοπή Ύδρας συγχωνεύτηκε με την Αργολίδος και Κορινθίας και τοποθετήθηκε σε αυτήν ο Ύδρας Γεράσιμος Ράλλης-Σπανός, με καταγωγή από την Πόλη. Το 1813 έγινε μητροπ. Αιγίνης όπου υπηρέτησε μέχρι το 1833 όπου μετατέθηκε στην επισκοπή Ύδρας και Τιπαρήνου ως το 1842, οπότε τοποθετήθηκε με τη συγχώνευση των επισκοπών, ως Κορινθίας και Αργολίδος, ως το θάνατό του (1843), όπου η επαρχία του αναγκαστικά έμεινε κενή αφού δεν γίνονταν χειροτονίες αρχιερέων. Τη διαχείρηση της κατάστασης ανέλαβε εκκλησιαστική επιτροπή που την αποτελούσαν: ο πρωτοσύγκελλος Αμβρ. Φρατζής, ο Ιωσήφ Κωνσταντινίδης και ο Ζαχαρίας Μαχάς116 . Μετά την ομαλή αποκατάσταση των σχέσεων με το Φανάρι και την έκδοση του Τόμου του 1850, το Σεμπτέμβριο του 1852, εκλέγεται ο πρωτοσύγκελλος και τοποτηρητής της χηρευούσης επισκοπής Μεσσηνίας Γεράσιμος Παγώνης ή Παγωνόπουλος, και ανιψιός του μητροπ. Μονεμβασίας και Καλαμάτας Χρύσανθου, ο οποίος απεβίωσε στις φυλακές της Τρίπολης. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 διετέλεσε ιδαίτερος γραμματέας του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Όταν το 1834 οι κάτοικοι της Λακωνίας επαναστάτησαν ενάντια στην απόφαση της διορισμένης Ι.Σ. που αποφάσισε (ημ. 19 Αυγούστου 1833) να κλείσουν οι ιερές μονές που διέθεταν έως δύο μοναχούς και να δημευθεί η κινητή και ακίνητη περιουσία τους για τις ανάγκες της εκπαίδευσης, αλλά και της επίλυσης του προβλήματος της μισθοδοσίας των ιερέων. Παρά την πρόταση της Ι.Σ. το Β.Δ. για το κλείσιμο των ιερών μονών επέβαλε το κλείσιμο όλων εκείνων των μονών που είχαν κάτω από έξι μοναχούς. Η Ι.Σ. με απαίτηση της κυβέρνησης έστειλε στη περιοχή  του Θεοφάνη Σιατιστέα (μετέπειτα αρχιεπ. Μαντινείας και Κυνουρίας 1852-1868), που με την αμέριστη συμβολή του Γεράσιμου Παγώνη κατάφεραν να επιστρέψει η τάξη στην περιοχή. Το Σεπτέμβριο του 1852 έγινε αρχιεπ. Αργολίδος μέχρι τον Απρίλιο του 1867 όπου απεβίωσε117 . Μετά το θάνατο του Γεράσιμου στις 5 Απριλίου 1867 διορίσθηκε επιτροπή από τρεις κληρικούς, που διοικούσε την αρχιεπισκοπή μέχρι τον Ιούλιο, οπότε χειροτονήθηκε νέος αρχιεπ. ο Δανιήλ Πετρούλιας, πολυμορφωμένος κληρικός, συγγραφέας, μεταφραστής του έργου του Δομινίκου Μακωσλάνδου «Λόγοι εν λίθοις» ή η Γραφή βεβαιουμένη εκ της Γεωλογίας το 1867 από τα αγλικά. Υπήρξε συνθέτης της νέας ακολουθίας του πολιούχου του Άργους αγίου Πέτρου, επισκ. και θαυματουργού. Από το θάνατό του 1874 η διοίκηση  του 1872 μέχρι και τον Αύγουστο του 1874 η διοίκηση ανατέθησε σε τριμελή επιτροπή από ιερείς, μέχρι της εκλογής του ιεροκύρυκα της Αρκαδίας αρχιμ. Καλλίνικου Τερζόπουλου118 . Με το Β.Δ. του 1833 η τοπική Εκκλησία από μητρόπολη Παλαιών Πατρών υποβιβάστηκε σε «Επισκοπή Αχαΐας», ενώ από το 1842 περιέλαβε στη δικαιοδοσία της και την επισκοπή Αιγιαλείας με τον ίδιο τίτλο ως το 1852, οπότε ενοποιήθηκε με την επισκοπή Ηλείας και δημιουργήθηκε η «Αρχιεπισκοπή Πατρών και Ηλείας», χωρίς όμως να περιλαβάνει τις περιοχές των Καλαβρύτων και Αιγιαλείας119 . Μετά τη συγχώνευση με το Β.Δ. της αντιβασιλείας του 1833 πρώτος αρχιεπ. της επαρχίας υπήρξε ο πρώην Μετρών Μελέτιος (1833-1840) ως «Αχαΐας» μετά της επισκοπής Ηλείας (Ωλένης). Μετά το θάνατό του η διοίκηση της αρχιεπισκοπής πέρασε σε επιτροπή μέχρι το έτος 1842, αφού προηγουμένως ο Θεοδώρητος Δημητρακαίος, ο από Βρεσθένης (1841), αποποιήθηκε τη μετάθεσή του σε αυτήν. Στη συνέχεια ποιμενάρχης έγινε ο από Αιγιαλείας Γρηγόριος Δενδρινός (1842-1852). Αυτόν διαδέχθηκε ο Μισαήλ Αποστολίδης (1852-1861) καθηγητής του Οθωνείου Πανεπιστημίου, και καθηγητής των Ελληνικών του βασιλιά Όθωνα. Στη συνέχεια εκλέχθηκε ο Κύριλλος Γ´ Χαιρωνίδης (1866- 1874). Αυτόν διαδέχθηκε ο Αβέρκιος Λαμπίρης (1874-1878) μετά τη γνωστή περιπέτειά του με την εμπλοκή στο σκάνδαλο των σιμωνιακών τον διαδέχθηκε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Νικηφόρος Β´ Καλογεράς (1883-1885), ο οποίος παραιτήθηκε για να ανέβει στο θρόνο ο Δαμασκηνός Χριστόπουλος (1886-1892), τον οποίο διαδέχθηκε στο θρόνο ο Ιερόθεος Μητρόπουλος (1892-1930) επί των ημερών του οποίου η Ηλεία (1899) απετέλεσε και πάλι επισκοπική επαρχία120.  

Με τη Συνθήκη της 14ης Νοεμβρίου 1863, η οποία ίσχυσε την επόμενη χρονιά, πραγματοποιήθηκε η ένωση της Ιόνιας Πολιτείας με το Βασίλειον της Ελλάδος. Αμέσως τέθηκε το ζήτημα της καταργήσεως της αυτονομίας του εκκλησιαστικού καθεστώτος της περιοχής εκείνης που υπαγόταν στη δικαιοδοσία του Ο.Π.Κ. που προστάτευε τα νησιά από τις ξένες δυνάμεις από τις συνεχόμενες εναλλαγές στον έλεγχο της περιοχής αυτής. Η ενσωμάτωση των νησιών είχε ως αποτέλεσμα κύκλοι των Αθηνών να επικαλεσθούν τον 17ο κανόνα της Δ´ Οικουμενικής Συνόδου, καθώς και τον 38ο κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου. Ο υπουργός Εξωτερικών Ανδρέας Λόντος τον Ιανουάριο του 1865 με την αξιοποίηση του έμπειρου διπλωμάτη και μετέπειτα πολιτικού Πέτρου Δελιγιάννη βολιδοσκοπούν τις απόψεις του Ο.Π.Κ. για το θέμα, ενώ το Φεβρουάριο του έτους 1865 με έγγραφο του υπουργού Εξωτερικών ερευνάται η θέση των ιεραρχών στα Ιόνια νησιά,  για να γνωρίζουν τις αντιδράσεις τους σε μία τέτοια εξέλιξη. Επαναλήφθηκε ουσιαστικά το ίδιο σενάριο που είχε εφαρμόσει το 1833 ο Σπυρίδων Τρικούπης, για την κυοφορούμενη «ανεξαρτησία» φοβούμενος για την πορεία της πρότασής του. Όπως ο Α. Πανώτης σημειώνει: «Στις συζητήσεις χρησιμοποιήθηκε πάλι, χωρίς βέβαια αληθινό λόγο, η διαικολογία τού δήθεν εθνικού συμφέροντος και αυτό, μάλλον κατόπιν βρετανικής υποδείξεως, καθώς η Μεγάλη Βρετανία παρέδωσε τότε στην Ελλάδα τα Επτάνησα, προικίζοντας τη νέα αγγλόφιλη βασιλεία του Γεωργίου Α´»121 .  Οι ενέργειες αυτές είχαν σαν αποτέλεσμα την απόρριψη από την πλειοψηφία της επιθυμίας του ελληνικού κράτους που εκφράστηκε μέσω του αρμοδίου υπουργού, αφού μόνον ο Κερκύρας Αθανάσιος Πολίτης και ο Παξών Διονύσιος Μουρίκης αποδέχθηκαν την επιθυμία της ελληνικής κυβερνήσεως. Οι ιεράρχες Κυθήρων Ευγένιος Μαχαιριώτης και Ιθάκης Γαβριήλ Τζεμπέρης έθεσαν ως όρο τη διάσωση των ιστορικών προνομίων τους, ενώ οι Ζακύνθου Νικόλαος Α´ Κοκκίνης και Λευκάδος Γρηγόριος Αραβανής πρότειναν τη σύγκληση της επαρχιακής Συνόδου. Μόνον ο Κεφαλληνίας Σπυρίδων Κοντομίχαλος, έξαρχος της Ιόνιας Εκκλησίας εκείνη τη χρονιά, αρνήθηκε μαζί με τον Ζακύνθου Νικόλαο Α´ Κοκκίνη και δεν δέχθηκαν καθόλου την εκκλησιαστική ένωση με την Ελλαδική Εκκλησία. Στη συνέχεια ο διπλωμάτης Δελιγιάννης κατέφυγε στο Ο.Π.Κ. κρατώντας κρυφές τις αντιδράσεις των αρχιερέων στα Επτάνησα για αυτή την επιθυμία της ελληνικής κυβερνήσεως, και με τη βοήθεια του Ρώσου πρεσβευτή στην Αθήνα Τιτώφ και του ομολόγου του στην πρεσβεία της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη στρατηγού Νικολάου Ιγνάτιεφ προσέγγισαν τον Οικουμενικό Πατρ. Σωφρόνιο Γ΄, ο οποίος δεν αρνήθηκε την έκδοση της σχετικής πράξεως. Από τις διαθέσεις όμως των ιεραρχών των Ιονίων νήσων, φοβήθηκε μήπως υπάρξουν αντιδράσεις όπως στην υπόθεση του μοναστηριακού ζητήματος της Βλαχίας με την απειθαρχία του μητροπ. Ιασίου απέναντι στο Ο.Π.Κ. Έτσι έθεσε ως όρο τη σύμφωνη γνώμη κλήρου και λαού  Η κυβέρνηση της Αθήνας αποφάσισε να περιμένει να τελειώσει η θητεία στην τοπική Σύνοδο των Ιονίων νήσων, που ήταν ενιαύσια, του Κεφαλληνίας Σπυρίδωνος και αντί να ανατεθεί η προεδρία αυτοδικαίως στον Ζακύνθου Νικόλαο Α´, η κυβέρνηση της Αθήνας διόρισε με υπουργική απόφαση τον Κερκύρας Αθανάσιο ως έξαρχο, χωρίς να αντιληφθούν το μέγεθος της διαφωνίας των Επτανήσιων αρχιερέων. Τότε ο μητροπ. Σταυρουπόλεως και πρώην σχολάρχης της Θεολογικής Σχολής Χάλκης, που είχε συμβάλλει τα μάλα στην έκδοση του σχετικού Συνοδικού Τόμου του 1850, είχε ζωντανό παράδειγμα μπροστά του, την περιφρόνηση των όρων του Τόμου από το νεοελληνικό κράτος. Αν και τυφλός, δραστηριοποιήθηκε μαζί με την οικογένειά του να αποτρέψουν αυτή την αρνητική εξέλιξη και οι απόψεις του αυτές έφθασαν μέχρι τη Βουλή, αφού ο αδερφός του μητροπ. ήταν βουλευτής Κεφαλληνίας. Ο βουλευτής Γεώργιος Τυπάλδος-Ιακωβάτος ζήτησε από τη Β´ Εθνοσυνέλευση την εκκλησιαστική αυτονομία των επαρχιών της Επτανήσου. Μαζί του συντάχθηκαν και άλλοι βουλευτές, όχι μόνον Επτανήσιοι, οι οποίοι πρότειναν να καταργηθούν οι νόμοι Σ´ και ΣΑ´/1852. Οι Βρετανοί είχαν τον απόλυτο έλεγχο και προτιμούσαν τα Επτάνησα  παραχωρούμενα να υποταχθούν στο αντικανονικό καθεστώς που επιβλήθηκε από την αντιβασιλεία στην Ελλάδα το 1833 με πρωτεργάτες τον αντιβασιλέα Μάουερ, τον κληρικό Θεόκλητο Φαρμακίδη και τον πολιτικό Σπυρίδωνα Τρικούπη. Την ίδια πολιτική και τις ίδιες δικαιολογίες χρησιμοποίησε και ο υιός του Σπυρίδωνα Τρικούπη στη Β´ Εθνοσυνέλευση, ο Χαρίλαος Τρικούπης, προβάλοντας τις ίδιες δικαιολογίες περί εθνικού συμφέροντος. Τελικά με την συνεργασία του εξάρχου Κερκύρας Αθανασίου Πολίτη, με παρατυπίες και αρκετές δολοπλοκίες, οι Επτανήσιοι εντάχθηκαν στο εκκλησιαστικό καθεστώς. Ο Πατρ. Σωφρόνιος Γ´ ο Βυζάντιος υπέκυψε επειδή πιέστηκε με μοναδικό σκοπό τη συσπείρωση του Γένους σε μία περίοδο που η βουλγαρική ανταρσία ήταν σε μία πολύ δύσκολη φάση. Ο Πατριαρχικός και Συνοδικός Τόμος «Περί της Ενώσεως της εν Επτανήσω Εκκλησίας μετά της εν Ελλάδι Εκκλησίας» εκδόθηκε με ημερ. 7 Ιουλίου 1866. Ο Πατρ. Σωφρόνιος Γ´ ευνοήθηκε από το ελληνικό κράτος μετά από την άριστη συνεργασία που είχαν μαζί για τη συγκεκριμένη υπόθεση με τη στήριξη της υποψηφιότητάς του για το θρόνο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας ως Σωφρόνιος Δ´ 1870-1899.

-66-



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου