Όταν οι εφημεριδες άρχισαν να γράφουν για τις φήμες που κυκλοφορούσαν στο σύνολο της νεοελληνικής κοινωνίας, για τα σιμωνιακά, ο πρώην υπουργός Β. Νικολόπουλος έστειλε στην εισαγγελία πλημμελειοδικών την εξής επιστολή, η οποία δημοσιεύτηκε στην εφ. «Αγγελιοφόρος»:
«Προς τον κ. Εισαγγελέα των ενταύθα Πλημμελειωδικών
Ο κ. Συντάκτης της εφημερίδος «Εθνικόν Πνεύμα», εκδιδομένης ενταύθα, επιθυμών φαίνεται να με δυσφημίση, εδημοσίευσε δια του υπ’αριθ. 2741 φύλλου του της 13 τρ. μηνός ότι ως επληροφορήθη, εκ των γενομένων ανακρίσεων περί επισκοπικών δωροδοκιών προκύπτουν και κατ’ εμού αποδείξεις. Επειδή τούτων ουδεμίαν έχω γνώσιν και το τοιούτον είναι αυτόχρημα ψεύδος, ουχ ήττον από τούδε σπεύδω να καταγγείλω και καταγγέλλω ενώπιον Σας είτε επί συκοφαντία, είτε επί εξύβρίσει, είτε επί απάτη, πάντα όστις είτε αμέσως είτε εμμέσως είτε πόρρωθεν ανέμιξε τυχόν το όνομά μου οπωσδήποτε εις τας εν λόγω λαβούσας δήθεν χώραν δωροδοκίας, περί ων, φαίνεται, ενεργείται ανάκρισις. Πέποιθα δε ότι θέλετε μετά δραστηριότητος ενεργήσει παν το συντελούν προς ανακάλυψιν της αληθείας και της τιμωρίας των ενόχων. Δηλώ δε περιπλέον ότι θέλω παραστή και ως πολιτικώς ενάγων εις την εν λόγω κατηγορίαν. Μεθ’ όλης της υπολήψεως
Εν Αθήναις, τη 14 Μαΐου 1875.
Ο καταγγέλλων Β. Κ. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ»157
Όταν η υπόθεση έφτασε στη Βουλή, όλος ο Τύπος πήρε ανοιχτά θέση για το φαινόμενο αυτό, αναλύοντας και ερμηνεύοντας τα άρθρα 80 και 81 του Συντάγματος, περιγράφοντας με κάθε λεπτομέρεια τα γεγονότα που έψαχναν να ανακαλύψουν τι κρυβόταν πίσω από τις ενέργειες των δικαστικών λειτουργών.
Χαρακτηριστικά είναι τα δημοσιεύματα των εφ. της περιόδου, που δείχνουν ποιο ήταν το κλίμα που διαμορφώνονταν όχι μόνο μέσα στο δικαστήριο αλλά και έξω στην κοινωνία. Ο συντάκτης Κ. Αγγελής έγραφε: «Η τοιαύτη του Εισαγγελέως των Εφετών πράξις εστί παράβασις καθήκοντος και αγυρτεία, ο δε υπουργός της Δικαιοσύνης ώφειλε ν’ απολύση παραχρήμα τον παραβιάσαντα και αγνοούντα το καθήκον του Εισαγγελέα των Εφετών, όστις εάν εφρόνει ότι προκύπτουσιν εκ της ενεργηθείσης υπ’ αυτού ανακρίσεως ενδείξεις ενοχής κατά δύο πρώην υπουργών, ώφειλε, προκειμένου περί κοινού εγκλήματος, ν’ αποστείλη την δικογραφίαν εις τον κ. Πῥόεδρον των Εφετών, ίνα το Συμβούλιον του αυτού Δικαστηρίου αποφανθή, ουδέποτε δε εκείνος είχε το δικαίωμα ν’αποστείλη την δικογραφίαν δι’εγγράφου του εις το προεδρείον της Βουλής, μεθ’ου ουδεμίαν έχει σχέσιν, και να παραβιάση αυτούς ου μόνον το καθήκον αυτού, αλλά και την εχεμύθιαν της ανακρίσεως. Επειδή την τοιαύτην πράξιν εκ συμπαιγνίας μετά του υπουργού της Δικαιοσύνης Λομβάρδου ενήργησε, καταγγέλλομεν αμφοτέρους εις τας αρμοδίας αρχάς και εξαιτούμεθα την κατά τους νόμους της πολιτείας τιμωρίαν αυτών. Προς επιρρώσιν δε των γραφέντων, δι’ α αντί να τιμωρηθή δεόντως ο παρανομήσας Εισαγγελεύς προεβιβάσθη Πρόεδρος του ελεγκτικού συνεδρίου παρά της κυβερνήσεως, [...]
Ο σοφός πρώην καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου Σαρίπολος, διά διατριβής επιστημονικής αξίας πάσης προσοχής, τιμώσης τον πολυμαθή συγγραφέα του Συνταγματικού Δικαίου, και καταχωρισθείσης εν τη Συνταγματική, ην συνιστώμεν εις την ανάγωσιν πάντων, λέγει. «Μετ’ απορίας μου ου μικράς συνάγω εκ του δημοσιευθέντος από 6 Οκτωβρίου 1875 προς τον κ. Πρόεδρον της Βουλής εγγράφου του παρ’ Εφέταις Εισαγγελέως, ότι ούτος υπερέβη τα καθήκοντά του επιληφθείς, ως αυτός λέγει, ανακρίσεων περί ων προνοεί το 80 άρθρον του Συντάγματος περιπτώσεων. Αλλά τας περιπτώσεις ταύτας είμαι βέβαιος, ότι το Σύνταγμα έδωκεν εις μόνην την Βουλήν το δικαίωμα να εκτιμήση εξ αυτής εκπορευομένης της πρωτοβουλίας, ουχί δε τω Εισαγγελεί, όπως ούτος αυθαιρέτως επιλαμβανόμενος ανακρίσεως περί πράξεως υπουργικής ευθύνης υποβάλλει είτα τας εαυτούς σκέψεις προς το σώμα της Βουλής» 158 .
Η επιτροπή Δικαιοσύνης της Βουλής αφού εξέτασε 46 μάρτυρες για την υπόθεση των σιμωνιακών στο τέλος κάλεσε τους δύο πρώην υπουργούς της κυβερνήσεως Δημ. Βούλγαρη, Βαλασσόπουλο και Νικολόπουλο να απολογηθούν για τις κατηγορίες «επί δωροδοκία δι'εκβιάσεως».
Η ανάκριση του πρώην υπουργού Βαλασσόπουλου διήρκησε περίπου δύο ώρες, ενώ του συγκατηγορούμενού του Νικολόπουλου περίπου τρεις ώρες. Μετά από λίγο η αρμόδια επιτροπή εξέδωσε ένταλμα συλλήψεως. Στη συνέχεια κάλεσαν το διευθυντή της αστυνομίας και του παρέδωσαν τους δύο πολιτικούς, όπου 9:30 μ.μ.οδηγήθηκαν στο αστυνομικό τμήμα. Ο αστυνομικός διευθυντής επέτρεψε στους δύο κατηγορούμενους να επιστρέψουν στα σπίτια τους για να δειπνήσουν και να περάσουν εκεί τη νύχτα. Το πρωί επέστρεψαν στο τμήμα από τους ετοίμασαν ξεχωριστά δωμάτια για να μείνουν. Την ίδια στιγμή εκδίδονταν εντάλματα φυλακίσεως κατ' αυτών159 . Την ιδιαίτερη συμπεριφορά του αστυνόμου Χατζηπέτρου χαρακτήρισε συντάκτης άλλου εντύπου «ευγενής και επαινετή. Η προς τους πεπτωκότας περιποίησις είναι καθήκον παντός ευηγμένου ανθρώπου και δείγμα φυσικής ευγένειας»160 . Η ίδια εφ. δημοσίευσε ολόκληρο το έγγραφο της επιτροπής:
Αριθ. 34 Ένταλμα συλλήψεως
ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ Α΄.
Η επί της δικαιοσύνης Επιτροπή της Βουλής. Δυνάμει του Νόμου και της υπό της Βουλής των Ελλήνων χορηγηθείσης ημίν εισαγγελικής και ανακριτικής εξουσίας δια του από 24 Οκτωβρίου ψηφίσματός της.
Επειδή ο Ιωάννης Βαλασσόπουλος κάτοικος Σπάρτης και διαμένων προσωρινώς εν Αθήναις, και Βασίλειος Νικολόπουλος, κάτοικος Αθηνών, αμφότεροι πρώην υπουργοί, κατηγορούνται, ότι εκ συστάσεως και από κοινού συμφέροντος κινούμενοι, και προς τον σκοπόν, ίνα παραποιήσωσιν εαυτοίς αθέμιτον όφελος κατά τον Ιούλιον μέχρι τέλους Οκτωβρίου του 1874 έτους εν Αθήναις, προκειμένου περί διορισμού των Αρχιεπισκόπων Πατρών, Αργολίδος, Κεφαλληνίας και Μεσσηνίας, εδωροδοκήθησαν διάφορα χρηματικά ποσά παρά διαφόρων και διάφορα πολύτιμα πράγματα και σκεύη αργυρά, ίνα παραλείψωσιν, ιδίως ο Ιωάννης Βαλασσόπουλος ως υπουργός των Εκκλησιαστικών και της Εκπαιδεύσεως, ο καθήκον των ως προς το της επιλογής δικαίωμα επί των προταθέντων υπό της Συνόδου υποψηφίων, προς δε εξεβίασαν τους διορισθέντας και χειροτονηθέντας Αρχιερείς Καλλίνικο, Τερζόπουλον, Αρχιεπίσκοπον Αργολίδος, Αβέρκιον Λαμπίρην, Αρχιεπίσκοπον Πατρών και Ηλείας, Στέφανον Αργυριάδην, Αρχιεπίσκοπον Μεσσηνίας και Σπυρίδωνα Κομποθέκραν, Αρχιεπίσκοπον Κεφαλληνίας, και ούτως ηνάγκασαν αυτούς και έδωσαν εις τους κατηγορουμένους χρήματα και πράγματα αξίας δραχμών εκατόν πεντήκοντα πέντε χιλιάδων, όπως διορίσωσιν αυτούς Αρχιεπισκόπους, ως και διώρισαν και προετίμησαν.
Επειδή αι περί ων πρόκειται πράξεις των κατηγορουμένων εισάν αξιόποινοι, χαρακτηριζόμεναι εις βαθμόν κακουργήματος, προβλεπόμεναι δε και τιμωρούμεναι από τα άρθρα 57 456 §3 και 369 §1 του ποιν. Νόμου, και τον από 9 Ιουνίου 1852 Νόμον περί επισκόπων και επισκοπών.Διά ταύτα, ιδούσα και τα άρθρα 208 και 210 της Ποιν. Δικονομίας,
εντελλόμεθα την σύλληψιν του Ιωάννου Βαλασσόπουλου και Βασιλείου Νικολόπουλου, κάτοικων Αθηνών, και την ενώπιον ημών προσαγωγήν των.
Εν Αθήναις, τη 30 8βρίου 1875.
Η επιτροπή
Σ. Κολιάτσος,
Γ.Σ. Παπαλεξόπουλος,
Γ. Κασδίκης,
Γρ. Μαυρομαράς,
Ν.Δ. Καφετζόγλου,
Π. Νεζερίτης.
Ο Γραμματεύς Δ. Γ. Δημητριάδης»161 .
-95-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου