Οι συζητήσεις αυτές, έκαναν πολλούς νομικούς να στείλουν γνωμοδοτήσεις γύρω από το κατηγορητήριο σε εφ/ριδες για να δημοσιευθούν, όπως ο Ζέγγελης και ο Πολυλάς176 . Εκείνες τις ημέρες δημοσιεύονταν η έκθεση της Βουλής για τα επισκοπικά με τα συμπεράσματα της για τους εμπλεκόμενους στην υπόθεση κληρικούς και λαϊκούς177 . Για τους εμπλεκόμενους ιεράρχες Πατρών και Ηλείας, Μεσσηνίας και Κεφαλληνίας άλλη εφ/ριδα δημοσιεύει πως η έκθεσή της η ανακριτική επιτροπή πιστεύει «πως υπόκεινται σε καθαίρεσιν», και στην έκθεσή της η ίδια επιτροπή τους αποκαλεί με το ονοματεπώνυμό τους178 . Η τοπική εφ. «Αργολίς», η οποία εκδίδονταν στο Ναύπλιο, όπου είχε την έδρα του ο αρχιεπ. Αργολίδος Καλλίνικος Τερζόπουλος, δημοσίευσε το βούλευμα του Συμβουλίου των πλημμελειοδικών για τη διαφωνία που προέκυψε, για το απαραβίαστο των επιστολών μεταξύ ανακριτού και εισαγγελέα, για του μακαριστού αρχιεπ. Αργολίδος την επιστολή: «Επειδή άπασαι της Ευρώπης αι νομοθεσίαι καθιέρωσαν το των επιστολών απόρρητον, όπερ εν Ελλάδι, δια μεν του άρθρου 14 του Συντάγματος του 1844 ενομοθετήθη, δια δε του 20 του 1868 ωσαύτως ετάχθη. Και εν μεν τη Συνελεύσει του 1844 απλώς καθιερώθη το απαραβίαστον του απορρήτου των επιστολών. Εν δε τη του 1863 προσετέθη η λέξις απολύτως, ουχί όπως θεσμοθετηθή νέα αρχή δια της ως είρηται λέξεως, επί το μάλλον απαγορευτική, αλλά όπως συμπληρωθή το του προγενεστέρου Νόμου θεωρηθέν χάσμα· καθόσον τότε η εξουσίαν εθεώρησε την διάταξιν ουχί απόλυτον και την ανάκρισιν μη δεσμεύουσαν, όπως παντού εισδύη και το σώμα του εγκλήματος καταλαμβάνη προς βεβαίωσιν τούτου, αλλά θέτουσαν μόνον απαγόρευσιν εις πάντα και όριον εις την εξουσίαν, δυναμένης της ανακρίσεως, όπως μετά τη λήψιν και αποσφράγισιν της επιστολή από τον προς ον απευθύνεται κατηγορούμενον η προφυλακισμένον καταλάβη ταύτην και ως εμπειρειχούσαν την του εγκλήματος απόδειξιν παραβιάση· (όρα συζητήσεις εν Γερουσία το 1862)· η δόξα όμως αύτη επολεμήθη υπό της τότε αντιπολιτεύσεως, επικαλεσθείσης την κατ΄αυτής γνώμην Mittermaier και επηνέχθη η προσθήκη της λέξεως απολύτως δια την ως είρηται κατάχρησιν της εξουσίας· (όρα εν Τόμω Ε. Πρακτ. Συνέλευσ. έκθεσιν εισηγητού και τας Παρατηρήσεις επί του σχεδίου του Συντάγματος του Διομήδους Κυριακού σελ. 81). «Επειδή συνωδά τοις προειρημένους το άρθρον 20 ουδέν πλέον περιέλαβεν ή ό,τι το άρθρον 14 επεξηγηματικώτερον, όπερ μετηνέχθη εκ του γαλλικού, ταχθέντος εν τη Συνελεύσει του 1789, καθ'ην απηγορεύθη η παραβίασις του απορρήτου των επιστολών και αυτής της κατηγορουμένης βασιλίσσης Αντουανέτας, καίτοι εξ αυτών προέκειτο ν'ανακαλυφθή κατά των ελευθεριών έγκλημα· εστηρίχθη δε η Συνέλευσις εις το του Μιραβώ λόγον, αντειπόντος, ότι το έγκλημα δεν βεβαιούται δια του εγκλήματος της παραβιάσεως του απορρήτου των επιστολών, όπερ μεσαιωνικός δεσποτισμός καθιέρωσεν. Εκ τούτων εμφαίνεται, ότι δεν δύναται να παραβιασθή το απόρρητον της επιστολής, εις χείρας του κατηγορουμένου αν η αύτη και απασφραγισμένη παρ'αυτού, ούτε να γίνη ταύτης χρήσις· συνεπώς η απαγόρευσις δρά και αυτήν την ανάκρισιν και προτεινομένη και επί επιστολών των κατηγορουμένων, ων παρ'αυτών εγένετο χρήσις μετ' αποσφράγισιν· (όρα Chassan A. σ. 879, -Chauv. c.p.T.4. σελ. 235.) και μόνον κατά τον Helie (Τομ. Ε. σελ. 532. επ.), όταν τη βουλήσει του προς ον απευθύνεται μετεβιβάσθη η επιστολή εις τρίτου χείρας τότε και μόνον παύει το απόρρητον, μηδόλως εννοούντος του Νόμου την τούτου παύσιν άμα τη αναγνώσει. «Επειδή επί του προκειμένου η επιστολή του αρχιεπισκόπου Αργολίδος δεν ευρέθη εις τρίτου χείρας, αλλ' εις τα εαυτού πράγματα, ουδέ τη βουλήσει αυτού εδόθη τη ανακριτική εξουσία επομένως δεν δύναται κατά τα εκτεθέντε να παραβιασθή το απόρρητον αυτής. Διά ταύτα κλπ.»179
Ιδιαίτερο και αξιοπρόσεκτο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή τα δημοσιεύματα της εφ. «Ειρήνης», η οποία στον υπότιτλο της δηλώνει «Εφημερίς Χριστιανικών αρχών» η οποία πρωτοστατούσε σε όλο το προηγούμενο διάστημα στη δημοσιοποίηση του σκανδάλου των σιμωνιακών και ήταν έντυπο ελεγχόμενο από τον Απόστολο Μακράκη και την ομάδα του. Ταυτόχρονα η εφ. «Ελλάς» είχε αναλάβει «εργολαβικά» την υπεράσπιση των κατηγορουμένων. Από τις στήλες της εφ. φαίνεται καθαρά η προσπάθεια να ανασκευάσει τις κατηγορίες εναντίον των δύο υπόδικων πολιτικών προσώπων, και να απαντήσει στα δημοσιεύματα όλων των άλλων εντύπων που κυκλοφορούσαν εκείνη την περίοδο στη χώρα και έγραφαν εναντίον τους. Ο προβληματισμός αυτών των δύο εφ. δείχνει τη διάθεσή τους να δρουν στο παρασκήνιο της περιόδου για να δικαιολογήσουν τα τεκταινόμενα των ημερών. Η εφ. «Ειρήνη» τονίζει σε πρωτοσέλιδο δημοσίευμα πως το ζήτημα της δίκης των δύο πρώην υπουργών και των συνενόχων τους αρχιεπισκόπων είναι ζήτημα εθνικό και κοινωνικό και όχι ιδιωτικό και προσωπικό. Το έντυπο αυτό που κυκλοφορούσε κάθε Σάββατο έχει ως στόχο να αφυπνίσει τη θρησκευτική συνείδηση των αναγνωστών του. Όπως το ίδιο το έντυπο αναφέρει στο πρώτο φύλλο του: «Αποφασίσαντες να αποδυθώμεν και ημείς εις το δημοσιογραφικόν αγώνα προς διάδοσιν των σωτηριωδών αρχών του χριστιανισμού αρχών, κρίνομεν αναγκαίον να προδιαγράψωμεν την οδόν ην προτιθέμεθα να βαδίσωμεν, [...] Ελέγχοντες και ψέγοντες τα κακώς πραττόμενα, επαινούντες δε και επιδοκιμάζοντες τα καλώς γινόμενα, ένα και μόνον γνώμονα και κανόνα της κρίσεως ημών θέλομεν ακριβώς τηρεί, τον απλανή του Θεού λόγον, και κατ' αυτόν και ημείς ηδέως έχομεν ελεγχόμενοι. Αύται εισιν εν ολίγοις αι αρχαί, καθ'ας υπισχυούμεθα οτι αείποτε θέλομεν κανονίζει την πορείαν ημών...»180
Με τίτλο άρθρου «Τα έργα του σκότους ερχόμενα εις φως» δημοσιεύει την έκθεση της επιτροπής δικαιοσύνης της Βουλής χρησιμοποιώντας λεξιλόγιο όπως «τα ιερώτερα εκαπηλεύθησαν και ενεπαίχθησαν ουκ ολίγον». Η εφ. μας πληροφορεί πως κατέθεσαν συνολικά 95 μάρτυρες, όταν η εισαγγελική αρχή αναγκάστηκε να το πράξει αφού η «εγχώριος δημοσιογραφία για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα αντιμετώπισε σοβαρά διάφορες φήμες και καταγγελίες. Η έκθεση της επιτροπής σύμφωνα με την εφημερίδα ότι ενώ ήταν ακόμα σε εξέλιξη το ζήτημα της πληρώσεως της αρχιεπισκοπής Αργολίδος, κάποιος πράκτορας (δηλαδή μεσάζων), ζήτησε από έναν υποψήφιο για τον θρόνο της Αργολίδος το ποσό των 1.500 ταλήρων, ενώ άλλος υποψήφιος πρόσφερε στον υπουργό Ιωάννη Βαλασσόπουλο, διαμάντια και άλλα τιμαλφή κοσμήματα αξίας δέκα χιλιάδων δρχ, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα, επειδή άλλος συνυποψήφιός του πρόσφερε στον υπουργό Β. Νικολόπουλο 10.000 φράγκα. Όταν ο αρμόδιος υπουργός Ι. Βαλασσόπουλος έμαθε το γεγονός όπως αναφέρει το συγκεκριμένο έντυπο «επέσυρε την ζηλοτυπίαν, την οργήν και τας απειλάς του επί των εκκλησιαστικών υπουργού Ι. Βαλασσόπουλου, όστις εμήνυσε προς αυτόν ρωτών τόδε: «δεν είναι δυνατόν να εισέλθης δια του παραθύρου, άλλα δια της θύρας» αλλ' άμα τούτο μαθών ο τότε ακόμη επίδοξος αρχιεπίσκοπος Αργολίδος κατέβαλε πάραυτα και προς τον υπουργόν τούτον Ιω. Βαλασσόπουλον ετέρας δέκα χιλιάδων φράγκων».
Στη συνέχεια η ίδια εφ. μας ενημερώνει πως για την αρχιεπισκοπή Μεσσηνίας υπήρχαν δύο «χρηματικώς διαγωνισθέντες», με τους ίδιους μεσάζοντες «διότι και ο μεν τούτων παρ' ωρισμένου προσώπου εδανείσθη δραχμάς δέκα χιλιάδας και κατέθηκεν αυτάς παρ' ωρισμένω προσώπω επί επιστροφή εν περιπτώσει αποτυχίας, και ο δε παρά του ιδίου δανειστού εδανείσθη δραχμάς 11.500, αίτινες όμως αυξηθείσαι εις το ποσόν των δραχ. 15.000 κατετέθηκαν παρά τω αυτώ θεματοφύλακι, ως και του πρώτου πράκτωρ δε της μεσιτείας αμφοτέρων αλλά και στενός συγγενής του υπουργού Ιωάννου Βαλασσοπούλου· και επί της Αρχιεπισκοπής δε ταύτης νικητής ανεφάνη ο τα πλείονα προσενεγκών»181 .
-104-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου