Ομιλία στην αίθουσα του Συλλόγου «Σταυρός» (Ζωοδόχου Πηγής 44, Αθήνα) 24/11/2024
Σεβαστοί Πατέρες, Κυρίες και Κύριοι,
Είναι μεγάλη τιμή για μένα η πρόσκληση του Σεβαστού μου πατρός Γεωργίου Σχοινά να είμαι απόψε μαζί σας και να σας μιλώ από αυτό εδώ το βήμα που ταυτίζεται με μεγάλους ιεροκήρυκες, όπως τον Μακαριστό επίσκοπο Φλωρίνης, Αυγουστίνο Καντιώτη.
Ιεροκήρυκας εγώ δεν είμαι, ούτε έχω το τάλαντο του ρήτορα. Ένας απλός συντηρητής εικόνων είμαι, που μαθητεύω επί 38 χρόνια στην θεολογία της εικόνας, δηλαδή, από τότε που ήρθα σε επαφή με το έργο του Λεωνίδα Ουσπένσκυ, το 1986 στο Παρίσι, μέχρι και σήμερα.
Όμως, ο πατήρ Γεώργιος δεν με κάλεσε απόψε να σας μιλήσω για την θεολογία της εικόνας αλλά για μία οσιακή μορφή που κοιμήθηκε πρόσφατα και είχα την ευλογία να γνωρίσω από κοντά. Αναφέρομαι στον όσιο Γέροντα Χρύσανθο τον Μαχαιριώτη.
Πριν ξεκινήσω την ομιλία μου θέλω να ευχαριστήσω μέσα από την καρδιά μου εκτός από τον πατέρα Γεώργιο και κάποια πολύ σημαντικά για μένα πρόσωπα.
Πρώτον τα κατεξοχήν πνευματικά τέκνα του Γέροντα Χρύσανθου: την Γερόντισσα Ευδοκίμη Λαγανά με την συνοδεία της που βρίσκονται νοερά απόψε εδώ μαζί μας προσευχόμενες για όλους, και δεύτερον την καρδιακή φίλη, συνεργάτιδα και εκδοτική μας σύμβουλο, την Κυρία Σοφία Ορφανίδου, μία εκ των ιδρυτών της εκδοτικής εταιρείας Επτάλοφος, η οποία οδήγησε για πρώτη φορά εμένα και την σύζυγό μου Άννα στον Γέροντα Χρύσανθο το 1991-92. Όσο ζω, θα τους είμαι πάντα ευγνώμων.
*
Όπως όλοι γνωρίζουμε από την εμπειρία μας, ένα πρόσωπο δεν γνωρίζεται με τον ίδιο τρόπο που γνωρίζουμε ένα αντικείμενο, δηλαδή από μία περιγραφή εξωτερικών ή ακόμα και εσωτερικών χαρακτηριστικών. Μπορεί τα εξωτερικά στοιχεία να συμπληρώνουν την γνώση μας για το πρόσωπο, ωστόσο δεν έχουν καθοριστικό ρόλο. Ένα πρόσωπο γνωρίζεται αληθινά μόνον μέσα από μία προσωπική σχέση. Επειδή, λοιπόν, ο έσχατος εχθρός μας, ο θάνατος, δεν καταργήθηκε ακόμα, αλλά μεσολαβεί ανάμεσα σ’ εμάς και στο πρόσωπο του Γέροντα Χρύσανθου, κάθε ζωντανή μαρτυρία για εκείνον μπορεί να μας γνωρίσει, έστω και ελάχιστα, την οσιακή μορφή του. Θα προσπαθήσω, λοιπόν, να σας μιλήσω για τον Γέροντα Χρύσανθο «όπως» και «όσο» εγώ τον έζησα.
*
Μετά το τέλος του Ρωσοτουρκικού Πολέμου, δηλαδή 50 χρόνια πριν γεννηθεί ο Γέροντας Χρύσανθος, η Κύπρος δίνεται στη Βρετανική Αυτοκρατορία. Το 1925, το νησί της Αφροδίτης ανακηρύσσεται και επίσημα αποικία του Βρετανικού στέμματος. Παντού στο νησί κυματίζει η αγγλική σημαία.
15 Φεβρουαρίου 1929! Σ’ ένα όμορφο, ορεινό χωριό της Λάρνακας, την Οδού, γεννιέται ένα ευλογημένο αγόρι με φλογερή καρδιά: ο Χρύσανθος Παπα-νικολάου. Ο Πατέρας, όπως και ο παππούς του είναι ιερείς. Τον ίδιο δρόμο θα ακολουθήσει και ο ίδιος όπως και τα τρία του αδέρφια!
Από τη νηπιακή ακόμα ηλικία γαλουχείται στη ζωή της πίστης, στην πηγαία λαϊκή ευσέβεια αλλά και στην φιλοπατρία. Ο μικρός Χρύσανθος ζει με το θαύμα της πίστης και την αγάπη στην πατρίδα.
Αγαπά υπερβολικά τον Χριστό, την Παναγία, τους αγίους, ιδιαίτερα την προστάτιδα αγία του χωριού του: την αγία Μαρίνα. Όταν, μικρό βοσκόπουλο χάνει τις τσούρες του (τις γίδες του), γονατίζει και προσεύχεται με κλάματα στην αγία Μαρίνα. Σηκώνει το κεφάλι του και βλέπει συγκεντρωμένο όλο το κοπάδι γύρω του. Τέτοια θαύματα θα ζήσει πολλά. Ξεσπά ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος. Οι Ελληνοκύπριοι κατατάσσονται στον Αγγλικό στρατό ξηράς με την ελπίδα να πετύχουν μετά τον πόλεμο, την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Όλοι ζουν σε εύφορο πατριωτικό κλίμα. Μαζί και ο δωδεκάχρονος Χρύσανθος ο οποίος δεν αντέχει να βλέπει την αγγλική σημαία. Μια μέρα, χωρίς δισταγμό ανεβαίνει πάνω στον ιστό με κίνδυνο να τον σκοτώσουν και την κατεβάζει.
Τελειώνοντας το δημοτικό σχολείο η ψυχή του Χρύσανθου αναζητά τον Χριστό. Θέλει να αφιερωθεί ολοκληρωτικά σ’ Εκείνον. Στις πλαγιές του χωριού όπου βόσκει τα ζώα του, χαράζει παντού, πάνω σε βράχια και δέντρα, την λέξη «θα φύγω». Θέλει να γίνει μοναχός στο αυστηρό κοινόβιο του Σταυροβουνίου. Ο παπα-Νικόλας και η πρεσβυτέρα του Χριστίνα δεν συμφωνούν να πάει ο αδύναμος, με στομαχικά προβλήματα γιός τους σ’ ένα τόσο ασκητικό μοναστήρι. Είναι βέβαιοι ότι δεν θ’ αντέξει τις νηστείες και θα πεθάνει. Τον κατευθύνουν λοιπόν προς την ιδιόρρυθμη τότε Μονή του Μαχαιρά.
Το 1949, ο Χρύσανθος γίνεται επιτέλους δόκιμος μοναχός στη Μονή του Μαχαιρά. Την Κυριακή 19 Μαρτίου 1950, ο Θεοφιλέστατος Χωρεπίσκοπος Σαλαμίνος Γεννάδιος τον χειροτονεί διάκονο και στις 15 Αυγούστου 1952 ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Μακάριος τον κάνει ιερομόναχο!
Εν τω μεταξύ οι Ελληνοκύπριοι έχουν ιδρύσει την Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών (EOKA). Στα μάτια τους το νησί αποτελεί τμήμα του Ελληνισμού, γι’ αυτό και η ένωσή του με τη μητέρα Ελλάδα αποτελεί ένα φυσικό δικαίωμα.
Ο Χρύσανθος αγαπά πολύ τα γράμματα και ο ηγούμενος δεν το παραβλέπει αυτό. Εγγράφεται στη νεοϊδρυθείσα τριετή εκκλησιαστική σχολή «ο άγιος Βαρνάβας». Εκεί έρχεται σε επαφή με τον οργανωμένο αγώνα της ΕΟΚΑ. Ορκίζεται ότι θα αγωνιστεί με όλες του τις δυνάμεις για την απελευθέρωση της Κύπρου από τον αγγλικό ζυγό «θυσιάζων και αυτήν την ζωήν του». Τον όρκο αυτό δεν ξέχασε ποτέ η ψυχή του.
Τελειόφοιτος της Σχολής του αγίου Βαρνάβα επιστρέφει στη Μονή του Μαχαιρά. Το πρόβλημα υγείας (έλκος στομάχου) επιδεινώνεται. Ο γιατρός τον στέλνει στην Αθήνα για να εγχειριστεί. Σαλπάρει τον Φεβρουάριο του 1956 για την Ελλάδα με το πλοίο Αγαμέμνων.
Η αγάπη του για την Ελλάδα είναι υπέρμετρη. Όταν βλέπει τα βουνά της Αττικής, η καρδιά του Χρύσανθου πάει να σπάσει. Τα δάκρυα τρέχουν ποτάμια. Αδιαφορεί για τα βλέμματα των γύρω του, εκείνος κάνει στρωτές μετάνοιες μέχρι να πατήσει την ευλογημένη γη της μητέρας Ελλάδας.
Στο νοσοκομείο του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού εγχειρίζεται επιτυχώς. Γνωρίζει νοσηλεύτριες, ψυχές διψασμένες για Χριστό που ήθελαν να αφιερωθούν. Εκείνες αναγνωρίζουν στο πρόσωπο του Χρύσανθου τον ποιμένα τους και τον ακολουθούν.
Εν τω μεταξύ στην Κύπρο την άδεια θέση του Χρύσανθου στο Μοναστήρι παίρνει ο καταζητούμενος από τους Άγγλους, αγωνιστής της ΕΟΚΑ Γρηγόρης Αυξεντίου. Αφήνει γένια, τροχίζει τα χαρακτηριστικά του δόντια που τον προδίδουν και κάτω από το ράσο του Χρύσανθου συνεχίζει τον αγώνα κατά των Άγγλων ως «Χρύσανθος μοναχός». Η προδοσία όμως δεν αργεί να έρθει. Οι Άγγλοι τον εντοπίζουν και τον κυνηγούν στις γύρω πλαγιές. Τελικά τον εγκλωβίζουν μέσα σε μία σπηλιά-τρύπα. Εκείνος αρνείται να παραδοθεί και τον καίνε ζωντανό ρίχνοντας βόμβα πετρελαίου. Το απανθρακωμένο σώμα του 29χρονου Γρηγόρη Αυξεντίου ενταφιάζεται την επόμενη μέρα στις κεντρικές φυλακές Λευκωσίας. Το ημερολόγιο γράφει 4 Μαρτίου 1957.
Η θυσία του Αυξεντίου σφραγίζει για πάντα την ύπαρξη του ιερομόναχου Χρύσανθου. Όχι μόνο δεν την ξεχνά αλλά κάθε χρόνο την εορτάζει με μεγάλη συγκίνηση.
Στην Αθήνα, μοναδικός σύνδεσμος με την Κύπρο είναι ο Διευθυντής του στη Σχολή του Απόστολου Βαρνάβα, Κων/νος Λευκωσιάτης. Είναι εκείνος που τον μύησε και τον όρκισε στην ΕΟΚΑ. Ο Λευκωσιάτης του ανακοινώνει περιχαρής ότι αναγνωρίστηκε η Σχολή τους. Χαίρεται και ο Χρύσανθος γιατί έχει το δικαίωμα τώρα να εγγραφεί στο Πανεπιστήμιο και να συνεχίσει τις σπουδές του. Με ζήλο κι ενθουσιασμό ο Γέροντας Χρύσανθος ολοκληρώνει τις θεολογικές του σπουδές το 1963.
Από το 1965 μέχρι και το 1975 υπηρετεί ως εφημέριος στον ιερό ναό αγίου Παντελεήμονος στο Ασκληπιείο Βούλας. Γύρω του μαζεύονται κι άλλες ψυχές που αναζητούν τον Χριστό. Πνευματικό του πατέρα έχει τον άγιο Γέροντα Αθανάσιο Χαμακιώτη, ο οποίος γίνεται το ασκητικό πρότυπο της ζωής του. Κοντά στον μεγάλο και αφανή αυτό άγιο θα ενεργοποιηθεί μέσα του το χάρισμα της αγιογραφίας. Διηγείται ο ίδιος:
«… ἦταν στή Μονή τῆς Φανερωμένης στή Δροσιά, στόν οἶκο τοῦ ἁγίου πνευματικοῦ μας, πατρός Ἀθανασίου Χαμακιώτη. Συνέβη τήν ἡμέρα ἐκείνη ὅπου ὁ πατέρας τῶν ἀδελφῶν Λέπουρα ἦρθε νά τοποθετήσει τίς εἰκόνες τοῦ τέμπλου. Μέ εἵλκυσε ἀπό τήν πρώτη στιγμή ἡ ἱερή τέχνη αὐτῶν τῶν εἰκόνων καί τόν ρώτησα ἀμέσως. Ποιός τίς ἔφτιαξε; Ἐκεῖνος, δικαίως μέ καμάρι, μοῦ ἀπάντησε. Οἱ γιοί μου. Συνέχισα μέ τήν πιό φυσική ἐρώτηση πού θά μποροῦσε νά κάνει κανείς. Μπορῶ νά ἔλθω νά τούς γνωρίσω; Θά ἤθελα πολύ νά μάθω τήν ἁγιογραφία. Ἔτσι δέν ἔχασα καιρό καί πῆγα νά τούς συναντήσω.
Εἶχα ἀπό τόν Θεό τό τάλαντο τοῦ σχεδίου γι’ αὐτό καί στό σχολεῖο εἶχα πολύ ἐπιδεξιότητα στό μάθημα τῆς ζωγραφικῆς. Ὁ Βασίλειος ἤθελε νά δεῖ ἄν «πιάνει» τό χέρι μου. Μέ ἔβαλε νά ζωγραφίσω ἕνα ποτήρι. Στή συνέχεια μοῦ εἶπε: «Ἐντάξει, πάτερ, πιάνει τό χέρι σου, ἀρχίζουμε τά μαθήματα».
Ὁ Βασίλειος ἔδειχνε μεγάλη ἐπιμονή στό σχέδιο. Εἶχαν περάσει μῆνες στήν ἐξάσκηση τοῦ σχεδίου κι ἐγώ, ὅπως ὅλοι ὅσοι μαθαίνουν τήν τέχνη τῆς ἁγιογραφίας, βιαζόμουν νά μπῶ στό χρῶμα. Ἔτσι, μιά μέρα πῆγα στό μάθημα κρατώντας μία εἰκόνα. Ἡ μητέρα τους μόλις μέ εἶδε μέ ρώτησε ἀμέσως: «Τί κρατᾶς ἐκεῖ, πάτερ Χρύσανθε;» Ἐγώ διστακτικός δέν ἤθελα νά τήν δείξω. «Τίποτε, ἀπάντησα, ἕνα ἔργο παρακοῆς.» Ἐκείνη ἐπέμενε κι ὅταν τήν εἶδε, εἶπε μέ ἐνθουσιασμό: «Θά πάω νά τήν δείξω στόν Βασίλη». Ἐκεῖνος τήν κοίταξε, καί μέ τήν αὐστηρότητα πού τόν διακατεῖχε, εἶπε: «Διάλεξε τήν πιό δύσκολη εἰκόνα τοῦ Κόντογλου. Καλή εἶναι.» Ἀπό τήν ἡμέρα ἐκείνη μπήκαμε καί στό χρῶμα…»
*
Στο μικρό κελλάκι του στην Αθήνα αγιογραφεί εικόνες, έργα θερμής προσευχής. Τα μάτια του όμως δεν τον βοηθούν πολύ και κουράζονται εύκολα. Τώρα εμφανίζεται μπροστά του επιτακτική η ανάγκη ενός μοναστηριού για να στεγάσει την μικρή αδελφότητα των γυναικών που περιμένει.
Ταξιδεύει αναζητώντας τον κατάλληλο τόπο: Πάτμος, Κάλυμνος, Ιεροσόλυμα. Ο τόπος του όμως τον περιμένει αλλού. Μαθαίνει ο φιλομόναχος επίσκοπος Κορίνθου Παντελεήμων ότι μερικές ψυχές αναζητούν στέγη και προσφέρει σαν άλλος πελαργός την φτερούγα του για να προστατέψει κάτω από αυτή τη νεαρή αδελφότητα. Ο τόπος βρίσκεται κι είναι ψηλά στη Ζήρεια, 1300 μέτρα υψόμετρο έξω από το χωριό Γελήνι.
Το 1974-1975 ηπειρώτες μάστορες χτίζουν το ναό που αφιερώνεται στα Εισόδια της Θεοτόκου και λίγα κελιά. Τον επόμενο χρόνο εγκαθίσταται η αδελφότητα, όχι όμως για πολύ, διότι η υγεία του Γέροντα Χρύσανθου κλονίζεται. Βρίσκεται άλλος τόπος πιο χαμηλά, στα Γελινιάτικα και οικοδομείται σιγά σιγά από το 1981 μέχρι το 1984 το Ιερό Μετόχιο της ορεινής Μονής, αφιερωμένο στον άγιο Παντελεήμονα.
Όλα αυτά τα χρόνια ο Γέροντας Χρύσανθος ως άλλος Αβραάμ ευλογεί τα πάντα και γίνονται παράδεισος: Ζώα, άνθη, κηπευτικά, δέντρα αυξάνουν και πληθαίνουν. Οι καρποί μοιράζονται αφειδώς σε άπειρες ευλογίες. Ο κόσμος πληθαίνει κάθε Κυριακή, ο Γέροντας όμως αρνείται μετ’ επιτάσεως να γίνει «έκθεση» στο μετόχι. Τα χρήματα που αφήνει ο κόσμος στο μοναστήρι, επιστρέφουν και πάλι πίσω στους εμπερίστατους αδελφούς ως ευλογία.
Από το 1978 μέχρι το 1994 ο Γέροντας Χρύσανθος υπηρετεί ως εφημέριος στο καλοκαιρινό χωριό των Σοφιανών. Επειδή δεν μπορεί πλέον να αγιογραφήσει, διδάσκει το χάρισμα της αγιογραφίας στις αδερφές. Ο ίδιος κηρύττει, εξομολογεί και κατηχεί πλήθος κόσμου με τις ομιλίες του, σχεδόν μέχρι την εκδημία του στο Μετόχι του αγίου Παντελεήμονα.
Σήμερα, για όλους εμάς που τον γνωρίσαμε, ο Γέροντας Χρύσανθος δεν είναι πια εδώ αλλά τον βλέπουμε παντού.
Κάθε φορά που μπαίνω μέσα στο ναό του αγίου Παντελεήμονα τα ζωηρά χρώματα της τοιχογραφίας μου προκαλούν ένα αίσθημα χαράς. Ξέρω ότι στους τοίχους αυτούς δούλεψαν οι αδελφές του Μετοχίου με την υπόδειξη και ευλογία του Γέροντα. Τον βλέπω όρθιο, μέσα στο ναό να υποδεικνύει τα θέματα. Ακούω την πατρική γεμάτη μέριμνα φωνή του να λέει: «Πιο σκούρο μπλε αδελφή στον κάμπο, έχει πολύ φως ο ναός». Εκεί δεξιά θα βάλετε το Γενέσιον της Θεοτόκου. Απέναντι θα μπει η Σταύρωση. Στην αριστερή κολόνα θα αγιογραφήσετε τον άγιο προστάτη της Γερόντισσας, τον άγιο Ευδόκιμο, δεξιά θα ιστορήσετε την αγία Μαρίνα, την προστάτιδα του χωριού μου».
Ανάβω το κερί μου και κάθομαι πάντα στην εξωτερική θέση, ακριβώς μπροστά στην κολόνα. Συνήθως την θέση αυτή την αποφεύγουν όλοι, γιατί κρύβει την θέα προς την ωραία πύλη. Μπροστά μου ορθώνεται ο άγιος Ευδόκιμος. Οι αδελφές ψάλλουν στον δεξιό χορό. Στην δεξιά ή όπως λέγεται νότια πλευρά του κυρίως ναού κάθονται οι γυναίκες. Αντίθετα, οι άντρες κάθονται στ’ αριστερά στην βορεινή πλευρά του ναού, κι αυτό μπερδεύει ενίοτε κάποιες γυναίκες που έρχονται για πρώτη φορά.
Σε λίγο βγαίνει από το ιερό ο Γέροντας και μας θυμιάζει. Φορά πάντα ολόκληρη την ιερατική του στολή. Ποτέ δεν τον είδα να θυμιάζει χωρίς φελώνιο, απρόσεκτα, βιαστικά. Οι κινήσεις του είναι αργές, με απόλυτη φυσικότητα και ακρίβεια, με μία ιερατικότητα έμφυτη, αφτιασίδωτη. Προσηλωμένος στα λόγια της εκφώνησης, κοιτά το εκκλησίασμα χωρίς όμως να προσέχει κανέναν μας. Είναι παρών αλλά συγχρόνως και αλλού.
Δέκα χρόνια τώρα κάθε Σάββατο βρισκόμαστε εδώ, στον Εσπερινό του Γέροντά μας. Μετά τον Εσπερινό γίνεται το Απόδειπνο. Στο τέλος, ο Γέροντας όρθιος μπροστά στην ωραία πύλη στέκει για να περάσουν πρώτα οι αδελφές κι ύστερα όλοι εμείς για να πάρουμε την ευχή του. Μετά αποτραβιέται στο πρώτο στασίδι του αριστερού χορού, μπροστά στην εικόνα του αγίου Παντελεήμονα και περιμένει να έρθει ο πονεμένος, ο αγχωμένος, ο άρρωστος, ο πικραμένος από το πένθος πιστός για να τον παρηγορήσει, για να του γλυκάνει την πληγή, μ’ έναν λόγο τρυφερό. Τα μάτια του σπινθηροβολούν από αγάπη. Σου μιλά χαμηλόφωνα, γεμάτος βεβαιότητα για την αγάπη του Θεού, για την ζωντανή παρουσία του αναστημένου Χριστού.
Σου μεταδίδει μυστικά την ακλόνητη πίστη του και σε καθησυχάζει. Σου κρατά το χέρι και ξαφνικά όλα τα προβλήματα, όλες οι στενοχώριες εξαφανίζονται. Φεύγεις κι έχεις την βεβαιότητα ότι ο Χριστός, η Παναγία, οι άγιοι έχουν ήδη λύσει το πρόβλημά σου και τώρα σε ακολουθούν μέχρι έξω στο προαύλιο της Μονής.
Η ευχή του Γέροντα Χρύσανθου δεν είναι θρησκευτικά λόγια, δεν είναι μία ψυχολογική ψευδαίσθηση. Είναι πράξη μυστική που αγγίζει την ψυχή σου, που διαρκεί κι έρχεται και σε συναντά, χρόνια μετά, όταν επικαλείσαι την βοήθειά του.
Τις Κυριακές η θεία Λειτουργία ξεκινά πολύ πρωί, χειμώνα καλοκαίρι. Βλέπω τον Γέροντα Χρύσανθο με την ιερατική του ενδυμασία και θαρρώ ότι γεννήθηκε μόνο για να λειτουργεί. Κανένα επάγγελμα δεν του ταιριάζει, καμμία ασχολία δεν ταυτίζεται με το πρόσωπό του κι ας είναι παιδιόθεν άριστος κηπουρός, γεωργός, μελισσοκόμος, κτηνοτρόφος. Είναι το ιερατικό του DNA σκέφτομαι.
Η περίοδος του Τριωδίου στο Μετόχι είναι ιδιαίτερη. Την Κυριακή του ασώτου ο Γέροντας μας μοιράζει αποξηραμένα ξυλοκέρατα, χαρούπια, ενώ μετά την απογευματινή προηγιασμένη κάθε Τετάρτη στο αρχονταρίκι μας περιμένει, σαν μάνα εξ ουρανού, η μπούκα, ψωμί βουτηγμένο σε κρασί. Οι ακολουθίες της περιόδου αυτής χαράσσονται στην μνήμη, όπως και η πρώτη ανάσταση, το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου. Ο Γέροντας μας λούζει με δαφνόφυλλα και ανασταίνει την λιπόθυμη ψυχή μας με την ολόθερμη πίστη του στον αναστημένο Χριστό. Η Ανάσταση είναι πάντα πολυπληθής. Πηγαίνουμε νωρίς και φεύγουμε τελευταίοι με την αναμμένη λαμπάδα μέσα στο αυτοκίνητο. Τον Εσπερινό της Αγάπης δεν τον χάνουμε ποτέ. Στο αρχονταρίκι μας περιμένουν οι κυπριακές φλαούνες (μία πίττα με διάφορα τυριά).
*
Εξομολογούμαι στον Γέροντα Χρύσανθο. Νοιώθω ότι συναντώ τον Θεό Πατέρα, ότι μπαίνω μέσα στην ανοιχτή αγκαλιά του Θεού. Λέω την πτώση μου, την αμαρτία μου, το πάθος που με κατατρώγει και βλέπω να υποφέρει εκείνος περισσότερο από εμένα. Με σέβεται τόσο πολύ που με κάνει να ντρέπομαι. Αισθάνομαι την προσευχή του, την μέριμνά του για μένα και αλλάζω, αλλάζω για χάρη του, αλλάζω γιατί η αγάπη του δεν είναι συναισθηματική, δεν είναι λόγια, αλλά στάση και ήθος της ίδιας του της ύπαρξης. Είναι δύναμη που έρχεται και με τυλίγει πατρικά.
Ο Γέροντας Χρύσανθος δεν έχει διδασκαλία, δεν έχει θρησκευτικές εμμονές, γιατί δεν έχει «εγώ», δεν έχει ίδιον θέλημα. Σου λέει την αλήθεια σου, όσο σκληρή κι αν είναι αυτή και συγχρόνως σε καλύπτει θεραπευτικά με την αγάπη του. Σε αφήνει ελεύθερο, γιατί έχει ο ίδιος την ελευθερία των τέκνων του Θεού. 50 χρόνια στην Κορινθία δεν δημιούργησε οπαδούς. Ζει στην αφάνεια, με αυθεντικό εκκλησιαστικό ήθος, δηλαδή με ταπείνωση. Μου λέει συχνά: «Εμείς είμαστε αγροτικό μοναστήρι παιδί μου», και κάτω από αυτά τα λόγια κρύβει τις μεγάλες πνευματικές του αρετές.
Τώρα, οι ασθένειες δεν επιτρέπουν πλέον να βλέπουμε τον Γέροντα. Ακούμε τις παλαιότερες κατηχητικές ομιλίες του στο αρχονταρίκι και γυρίζει ο χρόνος πίσω. Η παρουσία του ωστόσο είναι παντού, μα περισσότερο στην καρδιά μας.
25 Ιουλίου 2024. ο Γέροντας Χρύσανθος κοιμήθηκε, αθόρυβα, ειρηνικά, οσιακά. Η απουσία του τώρα γίνεται παρουσία εντονότερη στη ζωή και στην σκέψη όλων μας. Ναι, ο Γέροντας Χρύσανθος κοιμήθηκε, ωστόσο η πατρική του αγάπη συνεχίζει και σήμερα να με σκεπάζει, αγάπη της οποίας ήμουν και είμαι παντελώς ανάξιος. Το χαμογελαστό πρόσωπο του Γέροντα Χρύσανθου με συνδέει ορατά με την πριν από εκείνον αγιότητα, με τρόπο μυστικό, χωρίς διδασκαλίες, χωρίς θρησκευτικές αυστηρότητες και ιδεοληψίες. Στο πρόσωπό του βιώσαμε όλοι την ελευθερία και την αγάπη, δηλαδή το εκκλησιαστικό ήθος, κάτι άγνωστο για τον θρησκευτικό άνθρωπο.
*
Σεβαστοί πατέρες, αγαπητοί φίλοι,
Λυπάμαι ειλικρινά γιατί δεν μπόρεσα να σας μεταφέρω με τον λόγο το μέγεθος της αγάπης, του σεβασμού και της ευγνωμοσύνης που αισθάνομαι για τον Γέροντά μας Χρύσανθο Μαχαιριώτη. Γι’ αυτό, επιτρέψτε μου να κλείσω τα φτωχά μου λόγια με κάτι ουσιαστικότερο απ’ όσα ακούσατε μέχρι τώρα. Είναι λόγια του πνευματικού τέκνου του Γέροντα Χρύσανθου και δικού μας πατρός, του οσιολογιώτατου ιερομόναχου Αναστασίου Παπαδόπουλου:
«Οἱ ἀρετές τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου Χαμακιώτη ἦταν, ἡ μεγάλη του ταπείνωση, ὁ ἀγώνας του να παραμένει μέσα στήν ἀφάνεια καί τήν ἀδοξία, ἡ μυστική, ἀθόρυβη καί θυσιαστική φιλανθρωπία του, ἡ ἰδιαίτερη ἀγάπη του πρός τήν Παναγία μας, ἡ ἀπόλυτη ὑπακοή του στήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί τό ὁλοκληρωτικό του δόσιμο στήν διακονία τοῦ πονεμένου καί διψασμένου πνευματικά σύγχρονου ἀνθρώπου. Ὅλες αὐτές οἱ ἀρετές τοῦ ὁσίου πνευματικοῦ του πατέρα ἦταν σάν νά μεταλαμπαδεύθηκαν μέ τήν Χάρη τοῦ Χριστοῦ μας, στό ἀγαπητό του πνευματικό παιδί, τόν Γέροντα Χρύσανθο. Τό ἱλαρό καί γλυκύ τῆς μορφῆς του, ἡ ταπείνωσή του σέ «κέρδιζε», ὥστε νά «ἀνοίξεις» μέ ἐμπιστοσύνη τήν καρδιά σου καί γιά τά πιό ἀπόκρυφα μυστικά της καί ἡ ὅλη ἀτμόσφαιρα συνάντησης καί συνομιλίας μαζί του νά γίνεται ἕνα μυστήριο. Μετέδιδε ἁπλά αὐτό πού εἶχε ἡ καθαρή καρδιά του, δηλαδή τήν ἁγία Χάρη τοῦ Χριστοῦ μας. Κι αὐτή ἡ Χάρη μεταδιδόταν σέ ὅ,τι κι ἄν καταπιανόταν ὁ Γέροντας!»
Ναι, ο Γέροντας Χρύσανθος είναι ο μυστικός θησαυρός της Κορινθίας. Είναι το μεγάλο δώρο της Κύπρου σε όλους εμάς που τον ζήσαμε και γι’ αυτό θα την ευγνωμονούμε πάντα.
Εύχομαι ο όσιος Γέροντας να μεσιτεύει για όλους μας προς τον Κύριο.
Σας ευχαριστώ πολύ για την υπομονή και προσοχή σας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου