Μετά τη δίκη και τα γεγονότα που ακολούθησαν και την οριστική απομάκρυνσή του από το θρόνο του εγκαταστάθηκε μόνιμα στον Πειραιά, όπου με την άδεια του μητροπ. Αθηνών ιερουργούσε συχνά σε ναούς της Αθήνας και του Πειραιά. Στην τελευταία ποιμαντορική του εγκύκλιο προς το λαό της επαρχίας του, που δημοσιεύθηκε σε φυλάδιο τον Δεκέμβριο του 1877, αναφέρει πως στη διάρκεια των 14 μηνών που έμεινε στο θρόνο του, συνέταξε περίπου χίλια έγγραφα, εγκυκλίους κ.λπ., ενώ κήρυξε πάνω από 250 φορές σε διάφορους ιερούς ναούς. Μετά την καταδίκη του ουδέποτε ξαναπήγε στην Πάτρα. Απλά διήλθε από την Πάτρα το Μάιο του 1876 για να πάει στη Βιέννη. Φήμες πως θα επανερχόταν ξανά στον αρχιεπισκοπικό του θρόνο το έτος 1882 μετά από πρόταση της Ι.Σ. έγιναν αφορμή να ξεσπάσουν έντονες διαμαρτυρίες εκ μέρους του λαού. Ο ίδιος με επιστολή του στην εφ. των Πατρών «Φορολογούμενος» (φ. 380, ημ. 1-1-1882), έγραψε μεταξύ άλλων: «Έστησα δ᾽ εν Πειραιεί τας σκηνάς μου ένθα ουδένα φίλον είχα, μόνον και μόνον ίν᾽ αποφύγω, ην ήδη μοι αποδίδετε μομφήν. Δεν πρέπει, λοιπόν, να ταράσσωνται οι πολιτικοί σας φίλοι ούτε δωρεάν πάλιν να καταφέρωνται κατά των αρχιερέων της πατρίδος των…»139 .
Ο αρχιεπ. Κεφαλληνίας Σπυρίδων Κομποθέκρας γεννήθηκε στο χωριό Κομποθεκράτα, ένα μικρό προάστιο του Αργοστολίου, το έτος 1835. Ήταν ο πρωτοτοκος υιός του Παναγή Κομποθέκρα και της Μαρίας Διακάτου. Τα εγκύκλια γράμματα τα διδάχθηκε για πέντε χρόνια στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στο Λύκειο του Αργοστολίου, με διευθυντή και καθηγητή των φιλοσοφικών μαθημάτων τον Ιωάννη Μεκάγια140 Ήταν τόσο μεγάλος ο ζήλος του για τα ιερά γράμματα, ώστε ο ιερέας Δημήτριος Ρόζος, πρώην καθηγητής Θεολογίας στην Ιόνιο Ακαδημία και δάσκαλός του στο Λύκειο του Αργοστολίου, ζήτησε από τη διεύθυνση να διδάξει τα μαθήματα της Δογματικής και Εκκλησιαστικής Ιστορίας καθώς και της Ερμηνευτικής Θεολογίας, με αποτέλεσμα στις απολυτήριες εξετάσεις των ετών 1858 και 1859 να αριστεύσει. Μεγάλο ζήλο έδιξε και στην εκμάθηση ξένων γλωσσών αφού τελειοποίησε τα έτη 1864-1868 παρά τους πόδας του προϊσταμένου της λατινικής εκκλησίας στο Αργοστόλι Αντωνίου Τορνιέλλη τα λατινικά, ενώ έμαθε ιταλικά, γερμανικά, γαλλικά και αγγλικά. Σε νεαρά ηλικία το 1868, ανέλαβε να διδάξει την ελληνική γλώσσα στον λατίνο κληρικό Evangelistar Bonni, τότε προϊστάμενο της λατινικής ιεράς μονής του Αγίου Νικολάου στο Αργοστόλι, αργότερα αρχιεπ. Κερκύρας των ρωμαιοκαθολικών, πολύ μορφωμένου ανδρός, ο οποίος δίδαξε στον Σπυρίδωνα φιλοσοφία, ενώ παράλληλα έπαιρνε μαθήματα εκκλησιαστικής μουσικής. Πριν χειροτονηθεί πρεσβύτερος εξασκούσε τα επαγγέλματα του δασκάλου και του ιεροψάλτη, ενώ ίδρυσε ιδιωτικό σχολείο στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Τόσο μεγάλη ήταν η φήμη του ως δασκάλου με αποτέλεσμα να παραδίδει ιδιαίτερα μαθήματα στις καλύτερες οικογένειες του νησιού του. Ο Κεφαλληνίας Σπυρίδων Κοντομίχαλος το έτος 1854 τον χειροθέτησε αναγνώστη. Λίγα χρόνια αργότερα, το έτος 1859, νυμφεύθηκε την Αικατερίνη το γένος Μεταξά Λυσσαίου με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά, τα δύο από αυτά πέθαναν σε μικρή ηλικία, ενώ το τρίτο του παιδί, ο Παναγής, σε ηλικία 19 ετών, φοιτητής της Νομικής σχολής του Παενπιστημίου Αθηνών, απεβίωσε. Ο Σπυρίδων στις 6 Δεκεμβρίου του έτους 1859 χειροτονήθηκε διάκονος και στη συνέχεια χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στις 28 Σεπτεμβρίου του 1862 και πάλι από τον Κεφαλληνίας Σπυρίδωνα. Στις 30 Απριλίου του έτους 1866 η πρεσβυτέρα του απεβίωσε. Ως ιερέας υπηρέτησε στους ιερούς ναούς του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Σπυρίδωνος. Ταυτόχρονα δίδασκε ξένες γλώσσες και τα εγκύκλια μαθήματα σε μεγάλες οικογένειες του νησιού αλλά και στο Παρθεναγωγείο της πόλεως του Αργοστολίου. Ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του σημειώνει πως αρνήθηκε τη θέση του σχολάρχη στο Αργοστόλι παρά τις πιέσεις που δεχόταν από πολιτευτές του νησιού του και ειδικά από τον Δημήτριο Καρούσο, τέως προέδρου της Γερουσίας της Ιονίου Πολιτείας (αργότερα βουλευτή στην παράταξη του Βούλγαρη), αλλά αρνήθηκε τη θέση επειδή, όπως υποστήριξε: «απεποιήθην, τον μεν, διότι απέφυγον πάσαν μετά των πολιτικών κομμάτων σχέσιν και ανάμιξιν, το δε, διότι ενόμιζον την δημοσίαν θέσιν ως κώλυμα προς επιτέλεσιν των ιερατικών μου καθηκόντων»141 . Στη συνέχεια το έτος 1872 πηγαίνει στη Βενετία ως δάσκαλος και εφημέριος για να διδάξει στη Φλαγγίνειο Σχολή, στην οποία είχαν διδάξει ο Αγάπιος Λοβέρδος (1766), ο Αντώνιος Μοσχόπουλος, φιλόσοφος και θεολόγος (1761), αλλά και ο Ηλίας Μηνιάτης (1689-1690), όλοι τους από τη νήσο Κεφαλληνία. Εκείνη την περίοδο, μετά από εισήγηση του Κεφαλληνίας Σπυρίδωνος Κοντομίχαλου στην Ι.Σ. της Εκκλησίας της Ελλάδος, έλαβε το οφίκιο του αρχιμανδρίτου. Εκεί έμεινε λιγότερο από δύο χρόνια, οπότε το ξέσπασμα της επιδημίας της χολέρας είχε σαν αποτέλεσμα να επηρεάσει την υγεία του παιδιού του και αναγκάστηκε να γυρίσει, μετά από συμβουλή του γιατρού τους, πίσω στην ιδιαίτερη πατρίδα τους. Λίγους μήνες αργότερα ο ιεράρχης της νήσου απεβίωσε και ο κλήρος έχοντας τη συμπαράσταση του λαού, έστειλαν αναφορά προς την Ι.Σ. αλλά και στην κυβέρνηση της Αθήνας με αίτημα να επιλέξουν τον Σπυρίδωνα Κομποθέκρα ως διάδοχο του Σπυρίδωνα Κοντομίχαλου. Ο ίδιος έμεινε ολόκληρη την περίοδο της τεσσαρακοστής του 1873 στο νησί του, στο μητροπολιτικό ναό του Σωτήρος, όπου κάθε Κυριακή έβγαζε κήρυγμα. Μετά το Πάσχα ήρθε στην Αθήνα για να έρθει σε επαφή με τους Συνοδικούς οι οποίοι σύμφωνα με όσα αναφέρει στην αυτοβιογραφία του, είδαν θετικά την υποψηφιότητά του βασιζόμενοι στην επιθυμία των συμπολιτών του142. Τα εργα που εξεδωσε ανερχονται σε σαρανταοκτω. Αναφερει σχετικα στην αυτιβιογραφια του τα παρακατω
'' Ταύτα είσι τα κυριώτερα εκ των δημοσιευθέντων έργων μου. Διαμένων δε εν Αθήναις προ δεκαπενταετίας δεν έπαυσα κηρύττων τον λόγον του Θεού εν τε τοις ιεροίς ναοίς, οσάκις τελώ την θείαν λειτουργίαν και εν διαφόροις σύλλογοις, ιδία δε εν τοις καθιδρύμασι του “Ιερού Συνδέσμου” και της “Εταιρείας των φίλων του λαού”, ήτις εν τη γενική αυτής συνεδριάσει εξελέξατό με επίτιμον αυτής μέλος, είτα δε και αντιπρόεδρον αυτής. Έτι δε έσχον την τιμήν να εκλεχθώ μέλος επίτιμον του εν Αθήναις “Μουσικού Συλλόγου”, του εν Ζακύνθω “Συλλόγου των Φιλομαθών” και του εν Αργοστολίω “Συλλόγου της εν Χριστώ αδελφότητος των Κυριών”. Κατά δε το λήξαν έτος 1895 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος μοι ανέθηκε τον έλεγχον των υπό την έγκρισιν αυτής υποβαλλομένων ιερών διδακτικών βιβλίων. Καί εν όσω χρόνω ευδοκήση ό πανάγαθος Θεός να με αφήση εν τη παρούση ζωή, ου παύσομαι εργαζόμενος πνευματικώς και προσφέρων τον μικρόν μου έρανον προς ηθικήν ανάπλασιν και θρησκευτικήν μόρφωσιν του χριστεπωνύμου πληρώματος. Όσον δ᾽ αφορά εις την διοίκησιν της εμπιστευθείσης μοι εκκλησίας είχον την φιλοτιμίαν και τον ζήλον, είπερ τις και άλλος να εργασθώ προς τε ηθικήν και υλικήν βελτίωσιν και πρόοδον αυτής. Ολίγον μετά την εγκαθίδρυσίν μου περιήλθον τας ιεράς Μονάς, τινάς των οποίων εύρον, ένεκα κακής διαχειρίσεως εις αθλίαν οικονομικήν κατάστασιν, άλλας δε εις ηθικήν παραλυσίαν. Εντεύθεν έσπευσα εκ των μεν να απαιτήσω ακριβή και δεδικαιολογημένον απολογισμόν των εσόδων και εξόδων, και άλλας ιδιαιτέρας λεπτομερείς πληροφορίας εκ παντός του προσωπικού αυτών, όπως δυνηθώ να περιστείλω τας επί της μοναστικής περιουσίας γινομένας καταχρήσεις. Όπως δε προλάβω τας ας προέβλεπον ασχημίας και αίτινες εν έτος μετά την αποχώρησίν μου εκ της διοικήσεως δυστυχώς συνέβησαν εν ιερά μονή του αγίου Γερασίμου – συνέταξα αυστηρόν κανονισμόν, ενώ συν τοις άλλοις, ώριζον, όπως οι θέλοντες να δώσωσιν ή λάβωσί τι παρά των μοναζουσών, είτε των εκτός είτε των εντός της Μονής ανδρών, να μη έχωσι την άδειαν να προσέρχωνται απ᾽ ευθείας εις το κελλίον των, αλλά προς την γραίαν Ηγουμένην και δι᾽ αυτής να γίνηται πάσα δοσοληψία κ.λπ. Και περί της ευκοσμίας και αξιοπρεπείας του ιερού κλήρου και της προόδου του ιερατικού ταμείου πολλά και καλά ηρξάμην σκεπτόμενος και είχον εν σχεδίω. Και περί βελτιώσεως του νοσοκομείου και ιδρύσεως πτωχοκομείου (περί ων ευτυχώς εφρόντισε λίαν ενζήλως και αξιεπαίνως ο διάδοχός μου αείμνηστος Γερμανός) εσκεπτόμην σπουδαίως, είχον δε λάβει ήδη την υπόσχεσιν γενναίας συνδρομής του φίλου μου κ. Γ. Κούππα, έτοιμος δε ήμην να αποταθώ και εις άλλους εκ των πολυταλάντων πατριωτών μας. Αλλά δεν έφθασαν να παρέλθωσιν εξ μήνες μετά την εγκαθίδρυσίν μου και οι τα μένεα πνέοντες κατά 82 των περί τον Βούλγαρην, μη δυνάμενοι άλλως να βλάψωσιν αυτούς, μόλις τις των αποτυχόντων υποψηφίων είπεν, ότι οι υπουργοί έλαβον δώρα παρά των χειροτονηθέντων αρχιερέων, ανέκραξαν πλήρεις χαράς, ως άλλοι Αρχιμίδαι, εύρομεν! εύρομεν! και αμέσως επελήφθησαν ανακρίσεων, τεθέντων πάντων των αντιθέτων πολιτικών κομμάτων εις πυρετώδη ενέργειαν, εκατοντάδες δε μαρτύρων του “ήκουσα” και του “λέγεται” ευρέθησαν αμέσως, πολλοί δε και ψευδομάρτυρες! Εν τοιαύτη ψυχολογική καταστάσει διατελών δεν ηδυνάμην πλέον, ως ην επόμενον, να σκέπτωμαι περί μεγάλων πραγμάτων, αλλά μόνον περί της τρεχούσης υπηρεσίας.
-83-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου