Μία εξήγησις χάριν ακριβείας. Το (εν σελ. 19) μνημονευόμενον νομοσχέδιον της Ι. Συνόδου δεν αφεώρα εις απλήν μετάθεσιν, αλλά εις προβιβασμόν των ήδη εν υπηρεσία επισκόπων κατά τα πρεσβεία της χειροτονίας εις τας εκάστοτε κενουμένας αρχιεπισκοπικάς έδρας. – Είμαι ήδη ογδοηκοντούτης, έλεγε τότε παραπονούμενος ο επίσκοπος Φωκίδος Δαβίδ, και εν τούτοις διατελώ ων εισέτι “επισκοπάκης”, χειροτονούνται δε παιδιά μου αρχιεπίσκοποι και καταλαμβάνουσιν ανωτέραν εμού έδραν εν τη Ι. Συνόδω. Τον πόνον τούτον διαγνούς, ως έμπειρος ψυχολόγος ο Λομβάρδος υπουργός των Εκκλησιαστικών, δίκαιον έχετε, τοις είπε, και θα υποβάλω ευχαρίστως το νομοσχέδιον σας εις την ψήφον της Βουλής και θα το υποστηρίξω, αλλά… βοηθήσατέ μας εν τοσούτω να κενώσωμεν τας τέσσαρας μεγάλας αρχιεπισκοπικάς έδρας Πατρών, Μεσσηνίας, Αργολίδος και Κεφαλληνίας και όλα θα γίνουν μέλι και γάλα! Και όμως έγιναν όλα όξος και χολή και δια τους μεν και δια τους δε· προ πάντων δε δια την εκκλησίαν και την κοινωνίαν· όντως, τι ωφέλησαν; ή τι επωφελήθησαν; Σκάνδαλα ήγειραν, την εκκλησίαν εξηυτέλισαν και όπλα έδωκαν τοις Μακρακισταίς να φωνασκώσι και να κηρύττωσιν ανά τον κόσμον, ότι άπας ο ελληνικός κλήρος είνε σιμωνιακός! Σημ. Δια του ιδίου ταχυδρομείου αποστέλλω υμίν και επιστολήν φέρουσαν εγκλείστως δύο αποσπάσματα της “Έπιθεωρήσεως” της 20 Νοεμβρίου 1895 και της “Νέας Εφημερίδας” της 23 Νοεμβρίου 1895. Τα οποία, παρακαλώ, να καταχωρίσατε όπου θα ποιήσητε λόγον περί των εσπερινών εν διαφόροις συλλόγοις διαλέξεών μου. Οι κύριοι συντάκται των ρηθεισών εφημερίδων παρευρεθέντες εν ταις τελευταίαις μου ομιλίαις εν τη αιθούση της “Εταιρείας των φίλων του λαού” ευηρεστήθησαν να εξενέγκωσι την περί αυτών κρίσιν των, ήτις με ενθαρρύνει ουχί ολίγον εις τό επίμοχθον έργον της διδασκαλίας του λαού, δι᾽ ον ο Χρίστος απέθανε και ανέστη»143 .
Μαζί με τον Σπυρίδωνα Κομποθέκρα προτάθηκαν στο τριπρόσωπο οι αρχιμ. Ευγένιος Δεπάστας (μετέπειτα αρχιεπ. Χαλκίδος) και Χαράλαμπος Φωκάς και αυτός από την Κεφαλλονιά υπηρετούσε πρωθιερεύς και πνευματικός στην Αθήνα, ο οποίος όμως δεν ήταν αρεστός στην κυβέρνηση του Δημ. Βούλγαρη. Ο βασιλιάς Γεώργιος ο Α´ επέλεξε τον Σπυρίδωνα Κομποθέκρα ο οποίος χειροτονήθηκε επίσκ. στις 30 Νοεμβρίου 1874 από τον μητροπ. Αθηνών Προκόπιο, Χαλκίδος Καλλινίκου και Παροναξίας Παρθενίου. Εκείνη την ημέρα ξέσπασαν στη Βουλή τα λεγόμενα στηλιτικά144 .
Ο Αργολίδος Καλλίνικος Κ. Τερζόπουλος ήταν ένας από τους καλύτερους ιεροκήρυκες του θείου λόγου στην περιοχή του νομού Αρκαδίας, υπήρξε διάδοχος στο θρόνο του Δανιήλ Πετρούλια (1867-1872). Χειροτονήθηκε επίσκ. το 1874, η δε παραμονή στο θρόνο ήταν μόνο για 14 μήνες, αφού απεβίωσε τον Οκτώβριο του 1875 από κατάθλιψη145 .
Ο αρχιεπ. Αργολίδος Καλλίνικος υπήρξε θιασώτης του μοναχικού ιδεώδους. Ένα από τα πρώτα ζητήματα που ανέλαβε από τότε που ενθρονίστηκε ήταν η ανασύσταση της ιεράς μονής Aρείας το έτος 1875. Σύμφωνα με τους όρους της διαθήκης του Μιχαήλ Ιατρού μετά τη λήξη της προθεσμίας των δέκα ετών η οποία άρχιζε από το έτος 1868, η Αγία Μονή θα διανέμονταν μεταξύ των κληρονόμων του. Ένα από τα παιδιά του, ο Παναγιώτης Ιατρού μπήκε από μόνος του στη διαδικασία να βρει μοναχές για να συγκροτηθεί νέα μοναστική αδελφότητα. Συνεργάτες σε αυτή τη διαδικασία είχε τους δύο δικηγόρους τον Λεωνίδα Βρονταμίτη και τον Ιωάννη Σπηλιωτάκη οι οποίοι αναζήτησαν να βρουν πρόθυμες μοναχές στη γειτονική μονή των Αγίων Πάντων στις Σπέτσες. Η ηγουμένη Ευφημία με επιστολή της στον επίσκ. Ύδρας και Σπετσών Νεόφυτο ζήτησε να επιτρέψει σε τέσσερις μοναχές να εγκατασταθούν στην Αγία Μονή με ηγουμένη τη μοναχή Ελισάβετ Γουδή. Ζητήθηκε από τον επίσκ. Νεόφυτο να αρχίσει τις διαδικασίες για να αποκτηθεί η άδεια από τον οικείο ιεράρχη. Ο αρχιεπ. Καλλίνικος δέχτηκε το αίτημα των μοναχών για επαναλειτουργία της μονής και το υποστήριξε με όλες του τις δυνάμεις, παρά την αντίθετη γνώμη της Ι.Σ. στην οποία ανέφερε με το υπ αριθ᾿ 293/77 ημ. 18-3-1875 έγγραφο του, από το οποίο φαίνεται ολοκάθαρα πως υπήρξε θερμός υποστηρικτής όλης αυτής της προσπάθειας.
Μετά από τις σχετικές διατυπώσεις μεταξύ των δύο εκκλησιαστικών επαρχιών στα μέσα Φεβρουαρίου του έτους 1875, έφτασαν στο Ναύπλιο οι μοναχές οι οποίες έτυχαν θερμής υποδοχής από τις εκκλησιαστικές αρχές, τις δημοτικές και πολιτικές αλλά και από τον λαό. Η επίσημη εγκατάσταση των μοναχών έγινε στις αρχές του Μαρτίου του έτους 1875, παρουσία του νομάρχη και του αρχιεπ. Αργολίδος Καλλινίκου ο οποίος χειροθέτησε την μοναχή Ελισάβετ Γουδή σε ηγουμένη. Οι μοναχές αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες για την επαναλειτουργία της Ιεράς Μονής, η οποία ήταν σχετικά κατεστραμμένη. Πέρα από το οικονομικό πρόβλημα το μεγαλύτερο για αυτές ζήτημα ήταν η αντιμετώπισή τους από την Ι.Σ. που υπήρξε προκατειλημμένη απέναντι σε τέτοιες ενέργειες. Στις δυσκολίες τους είχαν συμπαραστάτη τους τον Αργολίδος Καλλίνικο, ο όποιος απεβίωσε έξι μήνες μετά την συγκρότηση της μονής. Στο έγγραφο του Καλλίνικου προς την Ι.Σ. γίνονταν αναφορά σε όλες τις νομικές ενέργειες που είχαν προηγηθεί για την παράδοση και παραλαβή του μοναστηριού από τον ιεράρχη, καθώς και για τις διαδικασίες που προηγήθηκαν για την εγκατάσταση των μοναζουσών. Ο Αργολίδος στην επιστολή του έγραφε: «Αλλ' επειδή εν τη καθ' ημάς δικαιοδοσία, ούτε ιδιο-συντηρουμένη ετέρα Μονή υπάρχει, ούτε γυναικείον έτερον Μονύδριον, όπως γινώσκωμεν τα περί διοικήσεως αυτού, δια τούτον παρακαλούμεν την Ι. Σύνοδον, όπως οδηγήση ημάς ακριβώς, περί της διοικήσεως του προσωπικού του εν λόγω αρτισυστάτου Μοναστηριού, περί του προϋπολογισμού και απολογισμού των εσόδων και εξόδων αυτού, περί μοναστηριακή σφραγίδας και εν γένει περί των καθηκόντων ημών προς αυτό».Στη απάντησή της Ι.Σ. της οποίας πρόεδρος ήταν ο μητροπ. Αθηνών Προκόπιος απάντησε στον ιεράρχη Καλλίνικο πως οι μοναχές έπρεπε να επιστρέψουν πίσω στη μονή της μετανοίας τους γράφοντας προς τον Αργολίδος ότι: "το ειρημένον εξωκκλήσιον επ' ουδενί λόγω συγχωρεί υμίν η Σύνοδος να μετατρέψητε εις γυναικεία Μονήν". Ο Αργολίδος απάντησε λίγες ημέρες αργότερα με γράμμα του που έστειλε στην Ι.Σ. πως λόγοι ιστορικοί, η περιουσία που ανήκε στο μοναστήρι που με τη διάλυσή του θα άλλαζε χέρια, η θετική άποψη του λαού του Ναυπλίου για την ανασύσταση της μονής και παραμονή των μοναζουσών, αλλά και η πνευματική ωφέλεια από την ύπαρξη της συνηγορούν στη διατήρηση της. Η Ι.Σ. επέμενε στην προηγούμενη απόφασή της, τονίζοντας πως "αι υπάρχουσαι γυναικείαι Μοναί εις ουδέν αγαθόν συντελλούσι".
Η Ι.Σ. συνέχιζε να ενδιαφέρεται για την εφαρμογή της εντολής της, ώστε ζήτησε να βεβαιωθεί εάν ο αρχιεπ. Αργολίδος δέχτηκε νέες μοναχές στη Μονή. Ο ίδιος με έγγραφό του στην Ι.Σ. με ημ. 9 Μαΐου 1875 έδωσε τις ανάλογες εξηγήσεις πως η απομάκρυνσή τους θα είναι ένα τεράστιο σκάνδαλο για τους πιστούς της τοπικής κοινωνίας, και ζήτησε από την Ι.Σ. να κινήσει η ίδια τις σχετικές διαδικασίες που ζητούσε από αυτόν. Η Ι.Σ. στη συνέχεια επανέφερε το ζήτημα στον "οικείο ιεράρχην" και ζήτησε αυτές οι διαδικασίες να γίνουν κατόπιν συνεννοήσεως με τους νομάρχες Αργολίδος και Κορινθίας. Ο νομάρχης Κορινθίας ζήτησε με επίσημο έγγραφο του στο αρμόδιο υπουργείο την απέλαση των μοναζουσών. Το θέμα αυτό έμεινε στο υπουργείο των Εκκλησιαστικών για αρκετό καιρό μέχρι που τελικά ξεχάστηκε από όλους. Το μήνα Οκτώβριο του έτους 1875 απεβίωσε ο Αργολίδος Καλλίνικος. Έκτοτε η εκκλησιαστική επαρχία Άργους και Ναυπλίας παρέμεινε εν χηρεία περίπου 7 χρόνια. Σε όλη αυτή τη διάρκεια διοίκηση ανατέθηκε σε επιτροπή μέχρι την εκλογή του Νικάνδρου Δελούκα146
Έχει εκδοθεί «ο λόγος επικήδειος, εκφωνηθείς επί των νεκρώ του Σ. Αρχιεπισκόπου Μαντινείας και Κυνουρίας Θεοφάνους», Αθήναι147 .
Ο Μεσσηνίας Στέφανος Αργυριάδης υπήρξε ιεροκήρυκας της αρχιεπισκοπής Μεσσηνίας όταν στο θρόνο βρισκόταν ο μετέπειτα Αθηνών Προκόπιος. Σε νεαρή ηλικία έγινε μοναχός στην ιερά μονή Ταξιαρχών στην Πελοπόννησο. Μετά την παραίτησή του από το θρόνο του πέθανε στην Αθήνα από μαρασμό148
-85-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου