17 Νοεμβρίου, 2024

Δημήτριος Βικέλας

«Στη διάρκεια της μακράς ζωής του, ο κύριος Βικέλας ποτέ δεν έπαψε έστω για μία στιγμή να βάζει πάνω από οποιαδήποτε έγνοια τα εθνικά συμφέροντα. Είχε πράγματι πάθος για την πατρίδα του!». Πιερ ντε Κουμπερτέν

Ο ∆ημήτριος Βικέλας γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου το 1835. Ήταν γιος του Εμμανουήλ Βικέλα (ή Μπικέλα), εμπόρου με καταγωγή από τη Βέροια, και της Σμαράγδας, κόρης του εμπόρου Γεωργίου Μελά. Έζησε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια στη Σύρο, όπου φοίτησε στο Λύκειο του Ευαγγελίδη, στην Κωνσταντινούπολη και στην Οδησσό. Οι μετακινήσεις της οικογένειας και τα προβλήματα υγείας εμπόδισαν τη συστηματική εκπαίδευσή του. Πήρε μαθήματα κατ’ οίκον, κοντά στη μητέρα του, η οποία υπήρξε πνευματικός καθοδηγητής του. Σε ηλικία 17 ετών μετέβη στο Λονδίνο, όπου εργάστηκε κοντά στους θείους του Βασίλειο και Λέοντα Μελά, και τελικά ανέλαβε τη διεύθυνση της εμπορικής τους επιχείρησης. Φιλομαθής, με κλίση στα γράμματα και στις γλώσσες, αφιέρωνε τον ελεύθερο χρόνο του στη μελέτη και τη συγγραφή. Το 1876, έχοντας αποκτήσει σημαντική περιουσία, αποσύρεται από το εμπόριο και διακρίνεται ως λόγιος και λογοτέχνης. Το έργο του είναι πολύπλευρο. Αρθρογραφούσε στον ξένο και τον ελληνικό Τύπο, έγραψε δοκίμια, ιστορικές μελέτες, ποιήματα και διηγήματα (με σημαντικότερο τον Λουκή Λάρα), καθώς και τα απομνημονεύματα των νεανικών του χρόνων. Μετέφρασε θεατρικά έργα του Σαίξπηρ και τα παραμύθια του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Υπήρξε πρόεδρος της Επιτροπής ∆ιοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας του 1896. Ταξίδεψε πολύ, συμμετείχε σε διεθνή συνέδρια και οργάνωσε στην Αθήνα το Α΄ Ελληνικό Εκπαιδευτικό Συνέδριο (1904), ενώ έθεσε τις βάσεις για τη νηπιακή εκπαίδευση στην Ελλάδα. Το 1899 ίδρυσε τον Σύλλογο προς ∆ιάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων. Στο πλαίσιο του συλλόγου εκδόθηκαν πάνω από εκατό τίτλοι βιβλίων ποικίλης θεματολογίας, ιδρύθηκαν το Σχολικό Μουσείο, η Σχολική Βιβλιοθήκη, η Συλλογή Πινάκων Εποπτικής ∆ιδασκαλίας, η Σχολή Τυφλών, η Σεβαστοπούλειος Εργατική Σχολή. Παντρεύτηκε την Καλλιόπη Γεραλοπούλου, η οποία διαγνώστηκε με ψυχασθένεια και νοσηλεύτηκε στη Γαλλία. Μετά τον θάνατό της, το 1894, ο Βικέλας εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου πέθανε το 1908.


Μια αληθής τραγωδία
Ένας ευτυχισμένος γάμος με δραματική κατάληξη.

Στις 4 Ιουλίου 1866, στην ελληνική εκκλησία του Λονδίνου, ο ∆ημήτριος Βικέλας, 31 ετών, κεφαλαιούχος της εμπορικής εταιρείας «Αδελφοί Μελά» με έδρα το Σίτι, παντρεύτηκε την Καλλιόπη Γεραλοπούλου, 20 ετών, κόρη του μεγαλεμπόρου Κωνσταντίνου Γεραλόπουλου. Είχαν γνωριστεί το 1852, τη χρονιά που ο δεκαεπτάχρονος ∆ημητράκης έφτασε στην Αγγλία. Ο θείος του, Βασίλειος Μελάς, είχε παντρευτεί τη μεγαλύτερη κόρη του Γεραλόπουλου και o νεαρός επισκεπτόταν συχνά την οικογένεια του εξάχρονου τότε κοριτσιού. Για δεκατέσσερα χρόνια, ο ∆ημήτριος παρακολουθούσε την Καλλιόπη να μεγαλώνει και να μεταμορφώνεται στην «ενσάρκωση του ιδεώδους του». Όταν δέχτηκε να τον παντρευτεί, έγραψε στη μητέρα του, γεμάτος ενθουσιασμό: «Η καρδιά μου ξεχυλά από αγάπη και ευτυχία […] δεν έβαλα ποτέ εις τον νου μου άλλην γυναίκα […] αισθάνομαι ότι απέκτησα εκείνο που ονειρευόμουν». Για τρία χρόνια θα ζήσουν την «εντελή ευτυχία».
«Ας παρακαλούμεν τον Θεόν να μην μας ζητήση ακριβάς πληρωμάς δι’ όσας ευτυχίας μάς δίδει», σημείωνε το 1866. Οι «ακριβές πληρωμές» δεν θα αργήσουν. Το ζευγάρι δεν αποκτά παιδιά. Το 1869 ο Βικέλας χάνει τον πατέρα του και αναλαμβάνει την κηδεμονία του μικρού αδελφού του Γεωργίου. Ακολουθεί ο θάνατος του ξαδέλφου του Περικλή, έμπιστου συνεργάτη στο Ροστόφ της Ρωσίας. Την περίοδο της κρίσης του Γαλλοπρωσικού Πολέμου (1870) αναλαμβάνει τον έλεγχο της εμπορικής εταιρείας Μελά. Το 1874 πεθαίνει ο πατέρας της Καλλιόπης, η οποία κλονίζεται: «Το κεφάλι μου ακόμη το αισθάνομαι σκοτισμένο και με φαίνεται ότι θα περάσει πολύς καιρός για να γίνω η ίδια όπου ήμουν», έγραφε.

Στην πραγματικότητα δεν θα είναι ποτέ ξανά η ίδια. ∆έκα μέρες μετά την κηδεία προσβλήθηκε από χολέρα. Μετά την ανάρρωση, βυθίστηκε σε μελαγχολία και αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Ο σύζυγός της σκέφτηκε ότι ένα ταξίδι στην Ελβετία και στο Παρίσι θα ήταν ιδανικό αντίδοτο σε αυτό που ο γιατρός διέγνωσε ως απλή υστερία, εξαιτίας σωματικής και ψυχικής κόπωσης. Όμως στο ταξίδι η κατάστασή της χειροτέρεψε. Εμφάνισε μελαγχολία, εκνευρισμό, κρίσεις πανικού, αγοραφοβία, άνοια, ενοχές και εμμονές καταδίωξης. Ακολούθησαν και σωματικά συμπτώματα (εμετοί, αφυδάτωση, κόπωση, διακοπή εμμήνου ρύσεως), ενώ έκανε διαδοχικές απόπειρες αυτοκτονίας. Στη Γαλλία διαγνώστηκε με ψυχοπάθεια.
«Απορώ πώς εκτελώ ακριβώς και αλανθάστως την γραφικήν μου εργασίαν, ενώ πλανάται ο νους μου αλλαχού – πώς συγκεντρούται η προσοχή μου εις το έργον μου, ενώ η ψυχή μου απουσιάζει […]».

Από τον Οκτώβριο του 1874 έως τον Μάρτιο του 1875 παρέμειναν στο Παρίσι. Η Καλλιόπη ήταν υπό ιατρική παρακολούθηση και υπό τη φροντίδα νοσηλευτών. Ο σύζυγός της, κατ’ εντολήν των γιατρών, κρατούσε αποστάσεις και κατέγραφε την πορεία της ασθένειας: «Έχει σπασμωδικάς κινήσεις εις το πρόσωπον, εις το λαιμόν, εις το σώμα […] αφηρημένη, ταραγμένη […] μου λέγει ότι όλοι οι συγγενείς της έχουν αποθάνει […] δεν θέλει να την εγγίσω […] λουτρά με σινάπι […] μου λέγει ότι αγαπούσε τον άνδρα της, αλλά δεν είμαι εγώ αυτός… από χθες το στόμα της είναι γεμάτο σάλια […] ομίλησε, άλλοτε ιταλικά ειρωνικώς, άλλοτε ελληνικά, άλλοτε αγγλικά […] από χθες δεν παίρνει καμία μπουκιά […] της περνούν τον καθετήρα […] τα εμεί όλα […] το βράδυ την ώραν του κλύσματος φωνάζει και ανθίσταται […] οι γιατροί λένε ότι έχει ανάγκη απομονώσεως».

Τον Μάρτιο του 1875, η Καλλιόπη εισάγεται σε κλινική στο Ivry Sur Seine, στα περίχωρα του Παρισιού. Ο Βικέλας την επισκέπτεται, αλλά του απαγορεύουν να τη δει και αρκείται στις ενημερώσεις των γιατρών. Κάποτε αλληλογραφεί με τον σύζυγό της, περιγράφοντας την καθημερινότητά της: «Όλοι εδώ με χαϊδεύουν υπέρ το δέον […]. Ίσως έμαθες πόσον με εκακομεταχειρίσθη η Αγγλίς νοσοκόμος. Της έδωσα δύο καλές μπάτσες […] συχνά με πιάνει πόνος εις το κεφάλι, εις το πλευρόν και εις το στομάχι». Συχνά του γράφει πράγματα που δεν θα ήθελε να ξέρει: «∆εν σε ήθελα, και το είπα με πολλά κλαύματα εις την μαμά μου, πλην όταν είδα ότι το ήθελεν, απεφάσισα να σε νυμφευθώ […] διά να την ευχαριστήσω».

Τον Οκτώβριο του 1875, θα επανέλθει σε πλήρη διαύγεια. Μετά από δεκαοκτώ μήνες θα επιστρέψουν στο Λονδίνο και στην παλιά τους ζωή: «Ξαναήβρα την γυναίκα μου…» γράφει στη μητέρα του ο Βικέλας «…είθε να μην την ξαναχάσω». Οι ελπίδες του θα διαψευσθούν. Το 1877 έχει τερματίσει την εμπορική του δραστηριότητα και ζει στην Αθήνα, με τη γυναίκα του. Εκεί η Καλλιόπη θα υποτροπιάσει. Τα επόμενα 17 χρόνια μπαινοβγαίνει στην κλινική του Ivry, καθώς οι περίοδοι κρίσεων διαδέχονται εκείνες της πνευματικής διαύγειας. Ο Βικέλας θα εγκατασταθεί στο Παρίσι και θα αφιερωθεί στη μελέτη και τη συγγραφή. Τα χρόνια εκείνα είναι πολύ δημιουργικά, καθώς δραστηριοποιείται προς κάθε τομέα που τον ενδιαφέρει, για να διατηρήσει την πνευματική του ισορροπία: δίνει διαλέξεις, αρθρογραφεί, μεταφράζει Σαίξπηρ και γράφει τον Λουκή Λάρα, το σημαντικότερο έργο του. Ταξιδεύει, συμμετέχει σε συνέδρια και το 1894 ξεκινά η περιπέτεια των Ολυμπιακών Αγώνων.

Τον Οκτώβριο του 1894 και ενώ βρίσκεται στην Αθήνα για τις πρώτες επαφές σχετικά με τη διοργάνωση των Αγώνων, μαθαίνει ότι η σύζυγός του είναι σε κρίσιμη κατάσταση. Όταν έφτασε στο Ivry, τη βρήκε πολύ αδύναμη: «Με εζήτει, μ’ επερίμενε και με είδε με ευχαρίστησιν […]. Μένω εδώ κοντά της […] δεν υπάρχει πλέον καμία ελπίς για τη ζωή της». Μετά τον θάνατό της, ο Βικέλας θα εγκαταλείψει το Παρίσι και θα εγκατασταθεί στην Αθήνα.

Πίσω στο 1886, ενώ έχει κλείσει μία δεκαετία δοκιμασίας για τη σύζυγό του, δημοσιεύει στο περιοδικό Εστία το διήγημα Φίλιππος Μάρθας, όπου αποτυπώνει την ψυχοσύνθεσή του την επώδυνη εκείνη περίοδο. Ο ήρωας, ένας άνδρας που άθελά του έχει σκοτώσει τη γυναίκα και το αγέννητο παιδί του, ζει προσδοκώντας τον δικό του θάνατο. «Η θλίψις του ήτο απήχησις της ιδικής μου τότε θλίψεως», εξηγεί ο Βικέλας. Ο ήρωάς του σημειώνει στο ημερολόγιό του: «Απορώ πώς εκτελώ ακριβώς και αλανθάστως την γραφικήν μου εργασίαν, ενώ πλανάται ο νους μου αλλαχού – πως συγκεντρούται η προσοχή μου εις το έργον μου, ενώ η ψυχή μου απουσιάζει […]. Συχνάκις αναπολώ τον πρώτον μετά της μνηστής μου περίπατον […]. Η ψυχή μου ήτο πλήρης ευτυχίας! Εψιθύρισα, θα μας αξιώσει ο Θεός να γηράσωμεν; Πολύ βιάζεσαι, είπεν. Ας χαρώμεν τη νεότητα και ας μη προμελετώμεν το γήρας. ∆εν εχάρημεν την νεότητα, και δεν θα έλθη το γήρας».

Λουκής Λάρας
Το πρώτο ελληνικό μπεστ σέλερ.

«Πρώτος ο κ. Βικέλας έγραψε διήγημα ελληνικόν, πραγματικόν, έχον ήρωας ανθρώπους γήινους και απεικονίζον σκηνάς εκ του αληθούς» (Γρ. Ξενόπουλος, Το Άστυ, 8.12.1893).

Τον Ιούνιο του 1876, απεβίωσε σε ηλικία 76 ετών στο Λονδίνο, ο Λουκάς Ζίφος (ή Τζίφος), έμπορος και επιχειρηματίας με καταγωγή από τη Χίο. Λίγο αργότερα, ο ∆ημήτριος Βικέλας έλαβε εκ μέρους των κληρονόμων του ένα τετράδιο όπου ο Χιώτης έμπορος είχε καταγράψει αναμνήσεις από τα πρώτα τριάντα χρόνια της ζωής του: πώς μέσα από το εμπόριο μπόρεσε, μετά την καταστροφή της Χίου, να ορθοποδήσει και τελικά να εγκατασταθεί στην Αγγλία. Ο Βικέλας εργαζόταν και αυτός στο εμπόριο και κινούνταν εντός της ελληνικής παροικίας του Λονδίνου. Είχε γνωρίσει και είχε ενθαρρύνει τον Ζίφο να γράψει τα απομνημονεύματά του, χωρίς βέβαια να φαντάζεται τότε ότι θα κατέληγαν στα δικά του χέρια. Στις αρχές του 1878, με αφορμή την ιστορία του Χιώτη εμπόρου, ξεκίνησε τη συγγραφή του Λουκή Λάρα, που έγινε ένα από τα πλέον διαβασμένα και μεταφρασμένα κείμενα του 19ου αιώνα: «Καταγίνομαι τώρα και εις την συγγραφή ενός διηγήματος. Είναι αι περιπέτειαι ενός Χίου κατά την εποχήν της Επαναστάσεως επί τη βάσει αυτοβιογραφίας φίλου μου γέροντος αποθανόντος, όστις έγραψε χάριν μου και κατ’ αίτησίν μου τας σημειώσεις του. ∆εν ηξεύρω αν θα πετύχω, αλλά θα δοκιμάσω […] προχωρώ πολύ βραδέως», έγραφε στον φίλο του Γερμανό φιλόλογο Βίλχεμ Βάγκνερ.

Ο Βικέλας συνθέτει την ιστορία ενός νεαρού που επιβιώνει από τις σφαγές της Χίου, αποστασιοποιείται από την εμπόλεμη πραγματικότητα, αφοσιώνεται στο εμπόριο και μεγαλουργεί. Το αποτέλεσμα είναι μια νέα αφήγηση, που αντανακλά τη νοοτροπία του συγγραφέα της. Ήρωάς του είναι ένας ταπεινός ιχθυοπώλης και μέσω του διηγήματος προβάλλεται η πορεία προς την επιτυχία ενός κοινού, εργατικού ανθρώπου που είναι «το ίδιο αναγκαίος και πολύτιμος για ένα Έθνος όσο και ένας γενναίος πολεμιστής».

Ο Λουκής Λάρας γράφτηκε την περίοδο της σοβαρής κρίσης του Ανατολικού Ζητήματος, με την Ελλάδα να βρίσκεται σε εθνικό αναβρασμό. Γνήσιο τέκνο της ελληνικής ομογένειας, σε ό,τι αφορά την κοσμοθεωρία του, ο Βικέλας κρατούσε αποστάσεις από τον θερμοκέφαλο πατριωτισμό. Στο διήγημά του αφήνει τις ηρωικές εξάρσεις και επικεντρώνεται στον θρίαμβο του επιχειρηματικού πνεύματος, θέλοντας να δείξει πως «για μια νέα αστική γενιά, θρεμμένη μέσα στο εμπορικό και κοσμοπολίτικο κλίμα του εξωτερικού, η εποχή της έντονης ιδεολογικής κινητοποίησης είχε τελειώσει μαζί με τον ρομαντισμό», όπως παρατηρεί ο Παναγιώτης Μουλλάς. Ο τίτλος του διηγήματος έχει σαφείς αναφορές στον Χιώτη μεγαλέμπορο, τραπεζίτη και δήμαρχο του Πειραιά, Λουκά Ράλλη (με τον αναγραμματισμό του επωνύμου του), ο οποίος ανήκε σε μία από τις ισχυρότερες οικογένειες ομογενών εμπόρων του Λονδίνου. Έχει σημασία εδώ να επισημάνουμε ότι τον 19ο αιώνα, εποχή ανάδειξης στην Ευρώπη μιας νέας οικονομικά ισχυρής τάξης ομογενών, το επάγγελμα του εμπόρου διέπουν σαφείς κανόνες ηθικής συμπεριφοράς. Σύμφωνα με την εμπορική εγκυκλοπαίδεια Ερμής ο Κερδώος, οι έμποροι οφείλουν «να υιοθετούν σεμνότητα, λιτότητα, σεβασμό στους μεγαλύτερους, εντιμότητα στις συναλλαγές τους, συνέπεια στις πληρωμές και τις υποχρεώσεις τους». Για τον Βικέλα ο ήρωάς του δεν είναι απλώς ένας επιτυχημένος εργαζόμενος, αλλά το πρότυπο μιας νέας τάξης, που έμοιαζε ικανή να διαμορφώσει τη νέα ελληνική πραγματικότητα.

Ο Λουκής Λάρας θεωρείται το πρώτο ελληνικό ιστορικό μυθιστόρημα, με έντονα ηθογραφικά στοιχεία, και σηματοδοτεί το πέρασμα από τον ρομαντισμό στον ρεαλισμό. Χαρακτηριστική είναι η κριτική του Κωστή Παλαμά: «Ό,τι κυρίως ονομάζομεν διήγημα, εμφανίζεται κατά πρώτον […] διά του ωραίου και ατόλμου αλλά τόσον γενναίας εμπνεύσεις τρέφοντος Χίου, όστις ονομάζεται Λουκής Λάρας. Εις τον Βικέλαν επεφυλάσσετο η τιμή να δώση το σύνθημα. Και το διήγημα βαδίζει έκτοτε κανονικώτερον. Ηύρε τον δρόμον του».

Το διήγημα αρχίζει να δημοσιεύεται στην Ελλάδα τον Ιανουάριο του 1879, στο περιοδικό Εστία, σε δέκα συνέχειες. Την ίδια χρονιά θα εκδοθεί και ως ανεξάρτητο βιβλίο. Παράλληλα με τη συγγραφή του, ο Βικέλας το μεταφράζει στα γαλλικά, σε συνεργασία με τον Γάλλο λόγιο μαρκήσιο de Queux de Saint-Hilaire. Η γαλλική μετάφραση εκδίδεται τον Σεπτέμβριο του 1879 και τον Οκτώβριο ακολουθεί η γερμανική, από τον Β. Βάγκνερ. Όσο ζούσε ο Βικέλας, ο Λουκής εκδόθηκε άλλες τέσσερις φορές (1881, 1891, 1892, 1904) με διορθωτικές επεμβάσεις του συγγραφέα. Μεταφράστηκε σε πολλές ακόμα γλώσσες (∆ανικά, Ιταλικά, Αγγλικά, Ισπανικά, Ολλανδικά, Σουηδικά, Ρωσικά, Ουγγρικά κ.ά). Τον Νοέμβριο του 1891 κυκλοφορεί, από τον εκδοτικό οίκο Firmin Didot, η γαλλική εικονογραφημένη έκδοση με έργα του Θεόδωρου Ράλλη, ζωγράφου με καταγωγή από τη Χίο, που ζούσε στο Παρίσι. Ακολουθεί η ελληνική το 1892, από τον Γεώργιο Κασδόνη. Ο Βικέλας σημειώνει ότι «ούτε μίαν δεκάρα δεν έβγαλα από τα βιβλία μου», ενώ παραχώρησε στους μεταφραστές τα κέρδη από τις ξενόγλωσσες εκδόσεις.

Το 1880, το διήγημα περιλήφθηκε από το υπουργείο ∆ημόσιας Εκπαίδευσης της Γαλλίας στον «πίνακα εγκεκριμένων βιβλίων διά βραβεία κατά τις εξετάσεις εις τα σχολεία και διά τας βιβλιοθήκας των». Ο Βικέλας είναι παραπάνω από ικανοποιημένος, αν και προβληματίζεται για τις αντιδράσεις των ομοεθνών του: «Η επιτυχία του υπερβαίνει πάσαν προσδοκίαν μου […] θα τον κάνει επαχθή εις πολλούς εν Ελλάδι, τόσω μάλλον καθ’ όσον δεν ανήκω εις το σινάφι των λογίων». Τα βιβλία του δεν είχαν τις ίδιες πωλήσεις στην Ελλάδα με το εξωτερικό. Ο Βικέλας μοιράζεται τους προβληματισμούς του με τον γαμπρό του Αριστείδη Οικονόμο, ο οποίος, με αφορμή την ιδέα να περιληφθεί το διήγημα στο ελληνικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα, εξηγεί: «Χωρίς να εννοώ να επέμβω εις τα περί εισαγωγής του Λουκή ως διδακτικού αναγνώσματος, ομολογώ ότι θέλω τους ήρωας των παιδικών χρόνων όχι δειλούς ως τον Λουκή, όχι σαδελοπώλας, αλλά τους θέλω όπως οι αρχαίοι Έλληνας, να φονεύουν λέοντας, να ελευθερώνουν λαούς, να μεγαλουργούν. Εκείνο είναι το ιδανικόν εις το οποίον η νέα διάνοια και η νέα φαντασία πρέπει να οδηγείται. Ο Λουκής αρμόζει εις άλλας αναγνωστικάς στιγμάς […]. Aν με ερωτήσεις: “Θέλεις όλοι οι Έλληνες να γίνουν Λουκήδες;” – θα φωνάξω “Όχι!” – Αν όμως με ρωτήσεις: “Θέλεις να γίνουν τυραννοφάγοι;» – Α! Ναι! Μυριάκις ναι!”».

Ο Λουκής Λάρας εκδόθηκε πολλές φορές ακόμα, και το 2021 διασκευάστηκε σε θεατρικό μονόλογο. Ο ∆ημήτρης Πολυχρονάκης σημειώνει στην πρόσφατη μελέτη του για το διήγημα: «Έχει ειπωθεί ότι ο Λουκής Λάρας αντιπροσωπεύει μια φυγή από την ιστορία και μια στροφή στην καθημερινότητα. Στη δική μου ανάγνωση ο Λουκής Λάρας είναι η πιο δυναμική διεκδίκηση της ιστορίας που έγινε στην ελληνική λογοτεχνία του 19ου αιώνα. Η ιστορία του ανώνυμου αμάχου του ’21. Του ανθρώπου που σφαγιάστηκε, αλλά για τον οποίο η επίσημη ιστορία του Έθνους δεν έχει να πει τίποτα […]. Πρόθεση του Βικέλα δεν είναι να υποτιμήσει τους ήρωες του ’21. Πρόθεσή του είναι να συμπληρώσει την εικόνα […] να δείξει ότι η ιστορία δεν γράφεται μόνο μέσα από ένδοξους πολεμιστές και ηρωικές προσωπικότητες, αλλά και από τους ανθρώπους της καθημερινότητας».

«Δομίνικος Θεοτοκόπουλος Κρης εποίει»
Διαβάζοντας την πατρίδα του Γκρέκο.

«Κρης. Το συμμετρικό τούτο λεξίδιο με τα τέσσερα γράμματα, τέρμα κομψό και πιστή συνοδεία της μακρυάς υπογραφής του Θεοτοκοπούλου, είχε λάβει ολόκληρους αιώνες την τιμή των αδιάβαστων επιγραφών. Για να διαβαστή έπρεπε να έρθουν ο ιστορικός της τέχνης Καρλ Γιούστι και ο δικός μας ∆ημήτριος Βικέλας. Ως τότε ο Γκρέκο δεν είχε γενέθλιο τόπο» (Ζ. Παπαντωνίου, Ελεύθερον Βήμα, 23.10.1938).

Τον Οκτώβριο του 1892, ο Βικέλας αναχώρησε από το Παρίσι για την Ουέλβα της Ισπανίας, όπου θα συμμετείχε στο ∆ιεθνές Συνέδριο των Αμερικανιστών, που οργανώθηκε με αφορμή τους εορτασμούς της 400ής επετείου της ανακάλυψης της Αμερικής, στο λιμάνι απ’ όπου είχε αναχωρήσει το 1492 ο Χριστόφορος Κολόμβος.Ο Βικέλας συνήθιζε να μετατρέπει τα ταξίδια του σε περιηγητικά οδοιπορικά. Πέρασε από τη Βαρκελώνη, τη Σαραγόσα, τη Μαδρίτη, την Κόρδοβα και τη Σεβίλλη, πριν καταλήξει στην Ουέλβα. Εκεί έμεινε πέντε ημέρες (από τις 30 που συνολικά περιηγήθηκε στην Ισπανία) και πήρε τον δρόμο της επιστροφής στη Γαλλία, μέσω Τολέδου και Μαδρίτης. Το συνέδριο δεν τον εντυπωσίασε, ωστόσο, όπως γράφει στη μητέρα του, όχι μόνο δεν μετάνιωσε για το ταξίδι, αν και τον έβγαλε εκτός προϋπολογισμού, αλλά λίγο πριν επιστρέψει έκανε μια σημαντική ανακάλυψη.

Μετά από μια δεκαήμερη παραμονή στη Μαδρίτη, ακολούθησε μια στάση στο Βασιλικό Μοναστήρι του Σαν Λορένθο ντε Ελ Εσκοριάλ. Το μεγαλοπρεπές κτιριακό συγκρότημα, στα ορεινά περίχωρα της Μαδρίτης, φιλοξενεί μέχρι σήμερα έργα των Τιτσιάνο, Τιντορέτο, Βελάθκεθ, Ροχίρ φαν ντερ Βάιντεν, Πάολο Βερονέζε, Αλόνσο Κάνο, Χοσέ Ριμπέρα, Κλαούντι Κοέλιο κ.ά. Ο Βικέλας θα αναζητήσει τους πίνακες του Ελ Γκρέκο. Ήδη είχε θαυμάσει τα διασημότερα έργα του στο Τολέδο και στη Μαδρίτη. Στο Εσκοριάλ, μεταξύ άλλων, βρίσκεται το «Μαρτύριο του Αγίου Μαυρικίου και της Θηβαϊκής Λεγεώνας», ένας εντυπωσιακός πίνακας ύψους τεσσάρων μέτρων, τον οποίο ο Γκρέκο ζωγράφισε για τον Φίλιππο Β΄, γύρω στο 1582. Ιδιαίτερα παρατηρητικός, ο Βικέλας στάθηκε αρκετή ώρα μπροστά στον πίνακα. Την προσοχή του τράβηξε η υπογραφή του καλλιτέχνη: αποδίδεται εντός της σύνθεσης, στην κάτω δεξιά γωνία, γραμμένη στα ελληνικά πάνω σε μια περγαμηνή, την οποία κρατά στο στόμα του ένα φίδι. Ο Βικέλας «καίτοι μύωψ» διάβασε: «∆ομίνικος Θεοτοκόπουλος Κρης εποίει». Του πήρε, ίσως, κάποια δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσει ότι ήταν η πρώτη φορά που εντοπιζόταν μια σαφής αναφορά στην ιδιαίτερη πατρίδα του σπουδαίου ζωγράφου: την Κρήτη. Πάρα την παραδοχή της ελληνικής καταγωγής του Γκρέκο, το τοπίο των πρώτων χρόνων της ζωής του παρέμενε θολό, χωρίς αναφορές στον ακριβή τόπο γέννησής του. Ο κατάλογος της Εθνικής Πινακοθήκης του Λονδίνου του 1888 έγραφε ότι είχε γεννηθεί σε μία από τις ενετικές επικράτειες. Ο Βικέλας, διαβάζοντας τη λέξη «Κρης», έκανε αυτόματα τη σύνδεση ανάμεσα στο ελληνικό νησί και στον περίφημο ζωγράφο.

Μέχρι τότε είχε δείξει ελάχιστο ενδιαφέρον για τη ζωγραφική. Ωστόσο, η περίπτωση του Γκρέκο τον απασχόλησε ιδιαίτερα. Αποφάσισε να μελετήσει το έργο και κυρίως το μέγεθος του καλλιτέχνη και άρχισε μαθήματα ισπανικών, για να ανατρέξει σε ισπανικές πηγές. Το 1894 δημοσίευσε στο περιοδικό Εστία μια μονογραφία («∆ομίνικος Θεοτοκόπουλος», 12 Μαρτίου) και ένα συμπληρωματικό άρθρο («Πάλιν περί Θεοτοκόπουλου», 22 Μαρτίου). Η μελέτη του, με σαφείς πληροφορίες για τον καλλιτέχνη και μια συνολική εικόνα του μεγέθους του έργου του, ήταν από τις πρώτες που δημοσιευτήκαν στην ελληνική γλώσσα. Είχε προηγηθεί η αναφορά του Ανδρέα Μουστοξύδη στον «Ελληνομνήμονα» (1843), όπου το όνομα του Θεοτοκοπούλου αναφερόταν ως «Θεοσκόπολις».

Με περηφάνια ο Βικέλας περιγράφει την ανακάλυψή του: «Εις ένα εκ των γνωστοτέρων και μεγαλειτέρων πινάκων του, εις την εικόνα του Αγίου Μαυρικίου […] επρόσθεσε μετά την υπογραφήν του ονόματός του την λέξιν Κρης. Η ανάγνωσις της λέξεως ουδέ τον ελάχιστον δισταγμόν επιδέχεται και είναι απορίας άξιον πώς διέφυγε την προσοχήν των προ εμού ιδόντων την εικόνα. Νομίζω τουλάχιστον ιδικήν μου την ανακάλυψιν ότι η Κρήτη δύναται να προσθέση και του ζωγράφου τούτου το όνομα εις τον μακρόν κατάλογον των ενδόξων τέκνων της». Και πιο κάτω επανέρχεται: «Εις την δεξιόθεν γωνίαν της εικόνος ταύτης επρόσθεσεν ο ζωγράφος, ως ανέφερα ήδη, την λέξιν Κρης μετά την υπογραφήν του ονόματός του». Ωστόσο, πάρα τον ευδιάκριτο ενθουσιασμό του, δεν παρασύρεται με αυθαίρετα συμπεράσματα: «Εγεννήθη άραγε εις Κρήτην ή εις Βενετίαν; Ίσως εις τα πολύτιμα της Βενετίας αρχεία ευρεθή ποτέ η λύσις της απορίας. Άλλως, η προσθήκη της λέξεως Κρης εις το όνομά του δεν συνεπάγεται εξ ανάγκης την εν Κρήτην γέννησίν του».

Αυτό που επιζητεί ο Βικέλας είναι η απόδειξη της ελληνικότητας του Θεοτοκόπουλου πέραν πάσης αμφιβολίας, καθώς «ο Γκρέκο υπήρξε εις των μεγίστων ζωγράφων της εποχής του». Με τη δημοσίευσή του διαμορφώνει ένα τετελεσμένο. H Ιρλανδή περιηγήτρια και συγγραφέας Χάνα Λιντς, το 1898, στο βιβλίο της Toledo: The Story of An Old Spanish Capital, περιλαμβάνει ένα κεφάλαιο για τον Γκρέκο, όπου αναφέρει: «Ο ίδιος [Ελ Γκρέκο] καταθέτει ότι κατάγεται από την Κρήτη […] στον πίνακα του Εσκοριάλ ο κ. ∆ημήτριος Βικέλας ανέγνωσε πληρέστερα: ∆ομίνικος Θεοτοκόπουλος Κρης εποίει. Αυτό είναι και το μόνο τεκμήριο του τόπου γέννησής του». Το περιοδικό Παναθήναια δημοσίευσε το κείμενο της Λιντς μεταφρασμένο στα ελληνικά, στις 15 Ιουνίου 1903.

Το 1938, ο Μιχαήλ Ροδάς γράφει στο Ελεύθερον Βήμα: «Την οριστική σφραγίδα για την κρητική καταγωγή του [Γκρέκο] την έβαλε αυθεντικά και επίσημα ο ∆ημήτριος Βικέλας, ο οποίος εδιάβασε καθαρά στον πίνακα “Το μαρτύριο του Αγίου Μαυρικίου” στο Εσκουριάλ την λέξιν “Κρης”. Από τότε είνε ξεκαθαρισμένο το μυστήριο της καταγωγής του Θεοτοκόπουλου […]. Το γεγονός αυτό δημιουργεί μια νέα θέσιν για την αξία και την εθνική φυσιογνωμία του Βικέλα».

Ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση
Το Συνέδριο της Σορβόννης και οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας.

Ένα μαγιάτικο πρωινό του 1894 στο Παρίσι, ο ∆ημήτριος Βικέλας παρέλαβε έκπληκτος το δίπλωμα αγόρευσής του σε επίτιμο τακτικό μέλος του Πανελληνίου Γυμναστικού Συλλόγου Αθηνών. Ακολούθησε μια επιστολή του Αλέξανδρου Ραγκαβή, συμβούλου του Πανελληνίου, ο οποίος του ζητούσε να εκπροσωπήσει τον σύλλογο στο ∆ιεθνές Αθλητικό Συνέδριο που θα γινόταν στη Σορβόννη (16-24 Ιουνίου) και αφορούσε την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων.

Ο Βικέλας ήταν αρχικά αρνητικός. Αν και θαυμαστής της «σωμασκίας», ουδέποτε είχε ασχοληθεί με τον οργανωμένο αθλητισμό. Ωστόσο, εστίασε στον εθνικό χαρακτήρα της περίστασης, διαβλέποντας μια ιδανική ευκαιρία να βγει η χώρα του από το περιθώριο της Ευρώπης: Η Ελλάδα, την οποία το ολυμπιακό κίνημα του 19ου αιώνα τιμούσε ως γενέτειρα του Ολυμπισμού, καλούνταν σε μια διεθνή συνάντηση, ως ισότιμη ανάμεσα σε «προηγμένα ευρωπαϊκά κράτη». Οι νέοι διεθνείς Ολυμπιακοί Αγώνες δεν θα ήταν μία ακόμα αθλητική διοργάνωση. Αυτό εννοούσε και ο γλωσσολόγος Μισέλ Μπρεάλ, όταν στο δείπνο της λήξης του συνεδρίου ευχήθηκε «οι νέοι Ολυμπιακοί Αγώνες να αποτελέσουν εφαλτήριο για την ίδρυση των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης».

Η απάντηση του Βικέλα ήταν τελικά θετική: «∆εν ηδυνάμην να αρνηθώ […] μολονότι συναισθάνομαι την προς τούτον άκραν αναρμοδιότητά μου». Και χαριτολογώντας προσέθεσε: «Ελπίζω ότι τούτο δεν συνεπάγεται δίκην συμμετοχής μου εις αγώνας αθλητικούς, διότι τότε αλλοίμονον θα εντροπιασθή και ο σύλλογός σας και το πανελλήνιον». Αν και «αναρμόδιος», αποδείχθηκε ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση.

Πρώτη του επιδίωξη ήταν να γνωρίσει τον οργανωτή του συνεδρίου, «διά να μάθω περίπου τι έχω να κάμω». Ο βαρόνος Πιερ ντε Κουμπερτέν έμενε λίγα μέτρα μακριά από το διαμέρισμά του. Ήταν θερμός υποστηρικτής της ένταξης της φυσικής αγωγής στη γαλλική εκπαίδευση, κατά το πρότυπο του αγγλοσαξονικού μοντέλου, και ενεργό μέλος του ολυμπιακού κινήματος. Παρά τη διαφορά ηλικίας (ο Βικέλας ήταν 28 χρόνια μεγαλύτερός του), οι δύο άνδρες βρήκαν κώδικες επικοινωνίας: «Ο αντιπρόσωπος της Ελλάδας συμμερίζεται τους φόβους και τις ελπίδες μας», έγραφε ο Γάλλος στην πρώτη του αναφορά στο πρόσωπο του Έλληνα λόγιου.

Η έναρξη του συνεδρίου, στο αμφιθέατρο της Σορβόννης, ήταν γεμάτη αναφορές στην αρχαία Ελλάδα. Το «παρών» έδωσαν διπλωμάτες, πανεπιστημιακοί, διαπρεπείς στοχαστές και παιδαγωγοί, ενώ συμμετείχαν πάνω από 60 αθλητικοί αντιπρόσωποι χωρών του «δυτικού κόσμου» (Γαλλία, Αγγλία, ΗΠΑ, Βέλγιο, Σουηδία, Ιταλία, Αυστρία, Ουγγαρία, Ρωσία, Νέα Ζηλανδία κ.ά.).

Οι εργασίες ξεκίνησαν με τον σχηματισμό δύο επιτροπών: η πρώτη ασχολήθηκε με τον ερασιτεχνικό αθλητισμό και η δεύτερη με την οργάνωση διεθνών Αγώνων, «βαπτισθέντων εκ των προτέρων με το όνομα: Ολυμπιακών». Ο Βικέλας τηρούσε διακριτική στάση. Πίστευε ότι η αποστολή του θα τελείωνε με την ανάγνωση του υπομνήματος εκ μέρους του προέδρου του Πανελληνίου, Ιωάννη Φωκιανού. Ωστόσο, εξελέγη πρόεδρος της δεύτερης επιτροπής, εκλογή που τιμούσε τη χώρα του και τον ίδιο. Κάπου εκεί, ίσως, ο Βικέλας αντιλήφθηκε ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να διεκδικήσει κάτι παραπάνω από την απλή συμμετοχή της στο συνέδριο. Στις 18 Ιουνίου έγραφε στον Φωκιανό: «Όταν έλθει η κατάλληλη ώρα, προτίθεμαι να προτείνω να συμπεριληφθεί και η Αθήνα στον κατάλογο των πρωτευουσών όπου θα τελούνται οι Ολυμπιακοί Αγώνες».

Την επόμενη μέρα συζητήθηκε το θέμα στην επιτροπή και ο Ντε Κουμπερτέν πρότεινε οι Αγώνες να «ξεκινήσουν από την Αθήνα». Ο βαρόνος αρχικά ήθελε να γίνει η έναρξη στο Παρίσι, μαζί με τη ∆ιεθνή Έκθεση του 1900, και είχε πολλές επιφυλάξεις σχετικά με τις δυνατότητες της Ελλάδας να αναλάβει τη διοργάνωση. Ωστόσο, όπως ο ίδιος σημειώνει, οι συζητήσεις με τον Βικέλα τον έκαναν να ταχθεί υπέρ της Αθήνας και του 1896.

Πάντως, εκείνη τη στιγμή η πρότασή του είχε χλιαρή υποδοχή. Ακόμα και ο Βικέλας αιφνιδιάζεται και το ίδιο βράδυ απολογείται στον Ντε Κουμπερτέν: «∆εν σας είδα μετά τη συνεδρία μας, για να σας πω πόσο με συγκίνησε η πρότασή σας να ξεκινήσουμε από την Αθήνα. Λυπάμαι που δεν μπόρεσα εκείνη τη στιγμή να τη στηρίξω με πιο θερμό τρόπο». Στην ολομέλεια της 23ης Ιουνίου, θα στηρίξει την υποψηφιότητα της Αθήνας όσο πιο θερμά μπορεί, παίρνοντας πάνω του όλη την ευθύνη: «Βρέθηκα σε δύσκολη θέση. ∆εν όφειλα να επωφεληθώ της ευκαιρίας προ όφελος της Ελλάδας; ∆εν είχα σχετική εντολή ή άδεια, αλλά δεν έμενε και χρόνος […]. Αλλά και να υπήρχε ο χρόνος, δεν ήθελα, δεν έπρεπε να ενοχοποιήσω τον οποιονδήποτε άλλον θέτοντάς του το ερώτημα. Φοβόμουν την απόρριψη και έκρινα σωστό να φέρω μόνος μου την ευθύνη της αποτυχίας […]. Εφρόντισα να διατρανώσω ότι ουδεμίαν εντολήν είχα εκ μέρους της Ελληνικής Κυβερνήσεως».

Με έναν τολμηρό λόγο θα κερδίσει τις εντυπώσεις: «Ίσως είπωσι τινές ότι αι Αθήναι είναι μακράν, ότι δεν προσφέρουν τας αυτάς ευκολίας και τα μέσα ως οι Παρίσιοι και το Λονδίνον […]. Όλα αυτά είναι αληθή. Αλλά […] αφού πρόκειται περί Ολυμπιακών Αγώνων, δεν νομίζετε ότι η Ελλάς έχει κάποιο δικαίωμα να εγκαινιασθούν επί του εδάφους της; Έχετε την γενναιοφροσύνην να μας αναγνωρίσετε την μόνην υπέροχήν μας». Παρά τον ενθουσιασμό του, ο Βικέλας υπήρξε ειλικρινής: «∆εν έχουμε τα μέσα να τελέσωμεν εορτάς μεγαλοπρεπείς, αλλά το εγκάρδιο της υποδοχής θ’ αναπληρώσει τας πολλάς ελλείψεις μας […]. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας οφείλουν να έχουν χαρακτήρα απλούν και σοβαρόν, όπως αρμόζει στα ολυμπιακά ιδεώδη και προστάζει η οικονομική κατάσταση της χώρας […] Οι θεαταί αποτελούν αυτοί και μόνοι τον στολισμόν του θεάματος […]. Η δαπάνη να περιοριστεί στα άκρως αναγκαία. Κοσμιότης άνευ πολυτελείας». Η πρόταση υποστηρίχθηκε από τον Ντε Κουμπερτέν, τον Αμερικανό Γουίλιαμ Σλόαν και πολλούς άλλους αντιπροσώπους. Στις 12.10 το μεσημέρι της ιδιας μέρας, ο Φωκιανός έλαβε ένα ιστορικό τηλεγράφημα: «Το Συνέδριον εκφράζει την ευχήν εορτασμού στην Αθήνα των πρώτων διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων του 1896».

Έχουν εκφραστεί σκέψεις για το παρασκήνιο της επιλογής της Αθήνας και την επιρροη που εξασκησε γι αυτο  η βασιλικη οικογενεια μεσω των γνωριμιων της . Η επικοινωνία των Βικέλα και Ντε Κουμπερτέν με τη βασιλική οικογένεια της Ελλάδας και η αγόρευση του διαδόχου Κωνσταντίνου ως μελους της επιτροπης διεξαγωγης των ολυμπιακων αγωνων και ως επιτιμο μελος του συνεδριου  (όπως και άλλων εστεμμένων) , αποδεικνύουν την  προσπάθεια ανάδειξης της Ελλάδας στο επίκεντρο διαμόρφωσης εντυπώσεων και διερεύνησης διαθέσεων. Ο διάδοχος Κωνσταντίνος, υποστηρικτής των Ολυμπιακών Αγώνων, αποφάσισε να ηγηθεί της οργανωτικής επιτροπής, όπως ανακοινώθηκε επίσημα από τον Βικέλα στις 7 Ιανουαρίου 1895. Ο Βικέλας εξάλλου είχε, από το 1865, επαφές και με τον πρωθυπουργό Χαρίλαο Τρικούπη, ο οποίος, έχοντας κηρύξει πτώχευση λίγους μήνες νωρίτερα, υποδέχτηκε με σκεπτικισμό την απόφαση και αρνήθηκε την οικονομική συμμετοχή του κράτους. Ο ενθουσιασμός του Διαδοχου Κωνσταντίνου πυροδότησε ένα "κύμα" δωρεών από τον ελληνικό λαό, από τις οποίες κατάφερε να συγκεντρώσει 330.000 δραχμές. Εκδόθηκε ειδική σειρά γραμματοσήμων που απέφερε 400.000 δραχμές και από τις πωλήσεις των εισιτηρίων συγκεντρώθηκαν άλλες 200.000 δραχμές. Με παράκληση του Κωνσταντίνου, ο επιχειρηματίας Γεώργιος Αβέρωφ συμφώνησε να βοηθήσει στην ανακατασκευή του Παναθηναϊκού Σταδίου που κόστισε περίπου 920.000 δραχμές. Προς τιμήν της γενναιοδωρίας του, κατασκευάστηκε το άγαλμά του στην είσοδο του Σταδίου. Τα αποκαλυπτήρια έγιναν στις 5 Απριλίου 1896.

Και ενώ δεν υπάρχει σαφής ένδειξη ότι οι ελληνικές Αρχές κατηύθυναν τον Βικέλα, είναι απολύτως σαφές ότι ο ίδιος ανέλαβε όχι μόνο να πείσει το συνέδριο να εμπιστευτεί μια χώρα με ελάχιστες υποδομές και μηδενική εμπειρία σε διεθνείς διοργανώσεις, αλλά και να κάνει τα πάντα για να γίνουν πραγματικότητα οι Αγώνες της Αθήνας. Ανέλαβε πρόεδρος της 14μελούς επιτροπής που εξελέγη «προς τέλεσιν των αποφασισθέντων» (∆ιεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή) και φιλοξένησε, στις 2 Ιουλίου 1894, την πρώτη συνεδρία της στο διαμέρισμά του στο Παρίσι, στην οδό Ντε Μπαμπιλόν. Για τον επόμενο ενάμιση χρόνο βρέθηκε στην Αθήνα και αφιερώθηκε στην υλοποίηση των Αγώνων, αναζητώντας τους απαραίτητους πόρους και τα κατάλληλα πρόσωπα. Επιδίωξε τη συσπείρωση των Αρχών και του λαού και τη συνεργασία ανάμεσα σε κρατικούς και ιδιωτικούς φορείς, προτάσσοντας τον εθνικό χαρακτήρα του εγχειρήματος, το οποίο χαρακτήριζε ως «ιστορική συγκυρία» για την Ελλάδα: «Οι αγώνες […] θα έχουν μεγάλη επίδρασιν επί του μέλλοντος του ελληνικού Έθνους διότι αφ’ ενός οι ξένοι που θα έλθουν θα εύρουν τους Έλληνες πολύ καλύτερους από ό,τι τους νομίζουν και διότι αφ’ ετέρου οι αγώνες θα συντελέσουν εις την διάδoσιν των σωματικών ασκήσεων εν τη χώρα και εις την εξύψωσιν των φρονημάτων. Ο σκοπός είναι εθνικός και όλοι οι Έλληνες πρέπει να εργαστούν υπέρ αυτού. Ή τώρα θα γίνουν ή ποτέ».

Μια εθνική υπόθεση και μια Εθνική Εταιρεία
Ο Δημήτριος Βικέλας και το κρητικό ζήτημα.

Σύμφωνα με τον Βρετανό ιστορικό και διπλωμάτη Michael Llewellyn Smith, «ο Βικέλας υπήρξε ένας πατριώτης που πίστευε στη μοναδική αποστολή της χώρας του και στις προοπτικές της, αλλά παράλληλα παρατηρούσε την Ελλάδα με την κριτική ματιά ενός εκπατρισμένου». Από το Λονδίνο, όπου ζούσε μέχρι το 1876, παρακολουθούσε με προσοχή την εξέλιξη του Ανατολικού Ζητήματος, με την Κρήτη να βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των Ευρωπαίων. Τον Μάιο του 1866, λίγο πριν από το ξέσπασμα της Μεγάλης Κρητικής Επανάστασης, ο Βικέλας μετέφρασε στα αγγλικά την επιστολή των Κρητών προς τη βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου, Βικτωρία, αναφορικά με την ένωση της μεγαλονήσου με την Ελλάδα. ∆ραστηριοποιήθηκε υπέρ της διάδοσης των θέσεων των επαναστατών, αρθρογραφώντας στον ξένο Τύπο με την υπογραφή «A Greek», και προέτρεπε Άγγλους λόγιους να τοποθετηθούν δημόσια υπέρ του κρητικού αγώνα. Οργάνωνε ερανικές επιτροπές και, σε συνεργασία με τη μητέρα του Σμαράγδα Μελά-Βικέλα, μέλος της Κεντρικής Υπέρ των Κρητών Επιτροπής της Αθήνας, φρόντιζε για τη μεταπώληση στην Αγγλία χειροτεχνιών των Κρητών προσφύγων. Επίσης κινητοποιήθηκε για την αγορά και την αποστολή στην Κρήτη όπλων και πολεμικού υλικού.

Ωστόσο, διαφωνούσε με την παράλληλη δράση υπέρ των άλλων αλύτρωτων περιοχών, ενώ η Κρητική Επανάσταση ήταν σε εξέλιξη, καθώς θεωρούσε ότι θα οδηγήσει σε διάσπαση και αποδυνάμωση της προσπάθειας: «Είναι ασύμφορος και επιβλαβής η σύστασις τώρα και επιτροπών Μακεδόνων, Θεσσαλών, Ηπειρωτών κτλ. […] Χρειάζεται συγκέντρωσις ενέργειας […]. Η Ελλάς είναι μία. Όταν υπάρχουν τόσοι διευθύνοντες, κουράζονται οι ομογενείς να δίνουν», γράφει τον Ιανουάριο του 1867 στον θείο του Κωνσταντίνο Μελά στη Μασσαλία. Επίσης προβληματίζεται για την απουσία ενός ικανού ηγέτη: «Χρειάζεται να πεισθή έκαστος ημών ότι δεν είναι άξιος να διευθύνη […] ούτε εγώ, ούτε εσείς είμεθα διά την διεύθυνσιν επαναστάσεων».

Περισσότερο θα εμπλακεί στα γεγονότα το 1897, καθώς βρίσκεται πλέον στην Αθήνα. Είναι 62 ετών, με κύρος, επιρροή και διεθνή αναγνώριση. Συνδέεται με την Εθνική Εταιρεία (Ε.Ε.), μυστική οργάνωση που είχε συσταθεί από στρατιωτικούς το 1894. Στόχος της ήταν, σύμφωνα με το καταστατικό της, «η αναζωπύρωση του εθνικού φρονήματος, η επαγρύπνηση επί των συμφερόντων των δούλων Ελλήνων […] η προπαρασκευή της απελευθέρωσης αυτών». Ο Παύλος Μελάς, ο οποίος είχε πρωτοστατήσει στην ίδρυσή της, πίεζε τον ξάδελφό του ∆ημήτριο Βικέλα να ενταχθεί στο δυναμικό της. Εκείνος ήταν επιφυλακτικός, καθώς ο μυστικός χαρακτήρας της τον ξένιζε και προκαλούσε υποψίες για πιθανές παρεμβάσεις στην εσωτερική πολιτική του κράτους: «Θεωρώ άσκοπον και επικίνδυνον την ύπαρξιν μυστικής Εταιρείας εις κράτος ελεύθερον».

Τελικά, μετά τη δημόσια δήλωση της Εταιρείας στις εφημερίδες ότι δεν είχε καμία πρόθεση να αναμειχθεί «εις τα της εσωτερικής πολιτικής της χώρας» (1 ∆εκεμβρίου 1896), ο Βικέλας δέχτηκε την πρόσκληση. Τον Ιανουάριο του 1897, μαζί με επιφανείς προσωπικότητες της ελληνικής κοινωνίας, έδωσε όρκο μέλους κατά τη διάρκεια μιας «καταλλήλως σκηνοθετημένης» τελετής, όπου οι προεδρεύοντες ανέπτυξαν το πρόγραμμά τους και επανέλαβαν τη δέσμευση να απέχουν από «οιανδήποτε επέμβασιν εις τα εσωτερικά του κράτους» και τον προσανατολισμό της δράσης τους αποκλειστικά «προς ανύψωσιν του πατριωτικού φρονήματος του Έθνους». Ωστόσο, διατηρούσε ακόμα επιφυλάξεις. Στην πρώτη συνεδρίαση, ξεκαθάρισε ότι θα παραιτηθεί εάν διαπιστώσει οποιαδήποτε παρέμβαση στην κυβερνητική πολιτική. Επίσης ένιωθε αμήχανα με τη μυστικοπάθεια της Εταιρείας: «∆εν έμαθα να ψεύδομαι. ∆εν δύναμαι να λέγω “δεν είμαι μέλος” ενώ είμαι». Ζήτησε να εργαστεί φανερά για την «κεντρική επιτροπή προς αποδοχήν εράνων».

Η Εθνική Εταιρεία, που είχε σημαντική επιρροή στην κοινή γνώμη, έπαιξε τελικά ενεργό ρόλο στις εξελίξεις. Ο Βικέλας διαχώρισε τη θέση του όταν η Εταιρεία καταδίκασε δημόσια τη λύση της αυτονομίας της Κρήτης, που πρότειναν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. ∆ιαμαρτυρήθηκε εγγράφως προς την Εταιρεία (16/28 Μαρτίου 1897), χαρακτηρίζοντας την κίνηση ανεύθυνη και υπονομευτική προς την κυβέρνηση: «Φοβούμαι ότι εβιάσθη η Ανώτατη Αρχή χαράξασα πολιτικήν των άκρων». Ο ίδιος ήταν υπέρμαχος της τελεσίδικης ένωσης με την Ελλάδα: «Όσο επεκτείνονται τα όρια της ελευθέρας Ελλάδος, κατά ταύτα θα αυξάνει η επίδρασις του ελληνισμού» έγραφε το 1896 στον θείο του Κ. Μελά. Αλλά επίσης θεωρούσε δεδομένο ότι «η λύσις του κρητικού ως και παντώς άλλου ελληνικού ζητήματος δεν εξαρτάται από ημάς και μόνους». Μετά την απόβαση ελληνικού στρατού στην Κρήτη, ακολούθησε η επέμβαση του ευρωπαϊκού στόλου, με τον βομβαρδισμό του στρατοπέδου των Επαναστατών στο Ακρωτήρι, τον Φεβρουάριο του 1897. Στην Αθήνα εκδηλωθήκαν αντιδράσεις εναντίον των ξένων και προτάθηκε η απαγόρευση εισόδου τους στην Ακρόπολη. Ο Βικέλας, με επιστολή του στην εφημερίδα Εστία (13 Φεβρουαρίου 1897), κατέκρινε αυτή τη στάση, που τοποθετούσε στο στόχαστρο τους Ευρωπαίους πολίτες και ακύρωνε την προσπάθεια που είχε γίνει για την ενημέρωση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, «η οποία εξηγέρθη υπέρ ημών, διαμαρτυρομένη κατά της πορείας των κυβερνήσεων».

Αποφεύγοντας πάντως να εκθέσει τη χώρα του, στο εξωτερικό ο Βικέλας υποστήριξε τις εθνικές θέσεις. Αν και διαφώνησε με την πολιτική της Εθνικής Εταιρείας  και της κυβέρνησης ∆ηλιγιάννη, υπήρξε συνεπής ως προς τις δεσμεύσεις του και κινητοποιήθηκε για την ενεργοποίηση της ομογένειας. Στις 30 Φεβρουαρίου 1897 έγραφε προς τον Στέφανο Α. Ράλλη, διευθυντή της πανίσχυρης εταιρείας Ralli Brothers και ένα από τα πλουσιότερα στελέχη της ελληνικής κοινότητας του Λονδίνου: «Επικαλούμαι την συνδρομήν σας […]. Προβήτε εις συλλογήν συνδρομών διότι εν αποτυχία μας επίκειται η λύσις του ζητήματος προς όφελος των αντιζήλων μας». Παράλληλα αρθρογραφούσε στους Times του Λονδίνου και στο περιοδικό The Nation της Νέας Υόρκης, παρουσιάζοντας πάντα την Κρήτη ως τμήμα της Ελλάδας. Κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1897, με τις εξελίξεις να μετατοπίζονται στα θεσσαλικά σύνορα, οργάνωσε πλωτό νοσοκομείο για τη μεταφορά τραυματιών, μετέβη ο ίδιος με κλιμάκια του Ερυθρού Σταυρού στον Βόλο και στη Στυλίδα και δραστηριοποιήθηκε υπέρ των προσφύγων.

Μετά την ήττα της Ελλάδας, γράφει στον γαμπρό του, Μαρίνο Κοριαλένιο, τραπεζίτη στο Λονδίνο: «Όλα τα βλέπω μαύρα […] εύχομαι να επέλθη η ανόρθωσις […] αλλά φοβούμαι ότι θα εξακολουθήσωμεν εις τα ίδια. […] Τα έθνη δεν χάνονται. Αλλά εν τω μεταξύ τι θα γείνη το δυστυχές αυτό κράτος;». Στις 27 Μαΐου 1897 ζητά τη διαγραφή του από την Εθνική Εταιρεία: «Παρακαλώ υμάς να διαγραφή των μητρώων της Εταιρείας το όνομά μου […] το Συμβούλιο χαρακτηρίζει τους θέλοντας να παραιτηθούν ως λιποψυχούντας, ως στερουμένους σθένους, ως άνανδρους. Αλλά ανανδρία θα ήτο να εμμένη τις εις στάσιν την οποίαν η συνείδησίς του καταδικάζει […] προ καιρού επεθύμουν να παραιτηθώ αλλά επερίμενα την συνομολόγησιν της ειρήνης για να μην γίνω πρόξενος δυσχερειών […] την μύησιν μου εθεώρησα από της πρώτης σχεδόν στιγμής ως το μεγαλείτερον λάθος, την μεγαλειτέραν ανοησίαν της ζωής μου». Τον Ιούνιο του 1897, ενώ ταξιδεύει στο Παρίσι για το Συνέδριο των Ανατολιστών, σημειώνει στο ημερολόγιό του: «Ποτέ δεν ανεχώρησα από την Πατρίδα με την καρδίαν τόσον βαρείαν! […] ναι μεν ο πόλεμος ετελείωσε […] αλλά επί του εδάφους της υποφέρουν τόσας στερήσεις χιλιάδες προσφύγων εκ Κρήτης και Θεσσαλίας, Κύριος οίδε οποίας φάσεις θα λάβει το εσωτερικόν ζήτημα».

Ο Βικέλας δεν θα ζήσει για να δει την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Πέθανε στις 7 Ιουλίου 1908, στην Αθήνα, χτυπημένος από καρκίνοΩστόσο, με μια τελευταία πράξη του, θα υπογραμμίσει τη δεδομένη γι’ αυτόν θέση της στο ελληνικό κράτος. Μετά τον θάνατό του το 1908, κληροδοτεί την πλούσια βιβλιοθήκη του στον ∆ήμο Ηρακλείου. Η Βικελαία ∆ημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου συνεχίζει μέχρι σήμερα το έργο της στον χώρο της παιδείας και του πολιτισμού.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ο πρώτος κανονισμός που ψηφίστηκε από τη ΔΟΕ το 1894, επέτρεπε μόνο σε ερασιτέχνες αθλητές να συμμετάσχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Με εξαίρεση τα αγωνίσματα της ξιφασκίας, σχεδόν όλα τα υπόλοιπα διεξήχθησαν κάτω από ερασιτεχνικούς κανόνες. Οι κριτές έφεραν τα ίδια ονόματα όπως και στην αρχαιότητα: ΑλυτάρχηςΈφοροιΕλλανοδίκες. Τελικός κριτής ήταν ο Πρίγκιπας Γεώργιος και σύμφωνα με τον Κουμπερτέν, "η παρουσία του έδωσε βαρύτητα και κύρος στις αποφάσεις των εφόρων"
2.Οι Αγώνες είχαν μεγάλη επιτυχία και υπήρξε αθρόα συμμετοχή του ελληνικού κοινού, ιδιαίτερα στο Παναθηναϊκό Στάδιο, το μοναδικό Ολυμπιακό στάδιο που χρησιμοποιήθηκε κατά τον 19ο αιώνα. Μετά το τέλος των Αγώνων, ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄, καθώς και πολλοί άλλοι (μεταξύ των οποίων και Αμερικανοί αθλητές), υποστήριξαν την ιδέα να διοργανωθούν και οι επόμενοι Αγώνες στην Αθήνα. Ο Κουμπερτέν όμως ήταν αντίθετος με αυτό, ενώ είχε ήδη αποφασιστεί το Παρίσι ως η επόμενη διοργανώτρια πόλη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου