Mεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον», εἶπε ἡ Παναγία Θεοτόκος καὶ πρόσθεσε: «Καὶ ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμά μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρί μου» (Λουκ. α΄ 47). Δηλαδή· καὶ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς μου νιώθει μεγάλη χαρὰ γιὰ τὸν Θεό, ποὺ ἔσωσε καὶ μένα μαζὶ μὲ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος. Φαίνονται συνώνυμες οἱ λέξεις «ψυχὴ» καὶ «πνεῦμα», ἀλλὰ δὲν εἶναι. Στὴν Ἁγία Γραφὴ ἡ ψυχὴ εἶναι ἡ ἕδρα τῆς ἀτομικότητος, καὶ διὰ μὲν τοῦ σώματος ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν γήινο κόσμο, διὰ δὲ τῶν ἀνωτέρων της δυνάμεων, τῶν κυρίως πνευματικῶν, ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν θεῖο κόσμο (Παν. Ν. Τρεμπέλας). Ὁ ἱερὸς Θεοφύλακτος παρατηρεῖ: Ἡ Ἁγία Γραφὴ λέγοντας πνεῦμα καὶ ψυχὴ φαίνεται νὰ λέγει τὸ ἴδιο πράγμα. Ὡστόσο κάνει διάκριση μεταξὺ τῶν δύο. Ὀνομάζει ψυχικὸν ἄνθρωπον αὐτὸν ποὺ ζεῖ «κατὰ φύσιν» καὶ κυβερνᾶται ἀπὸ ἀνθρώπινους λογισμοὺς καὶ οὔτε πράττει «τὰ παρὰ φύσιν κακά», ἀλλ’ οὔτε προχωρεῖ νὰ στοχασθεῖ «τὰ ὑπὲρ φύσιν» χαρίσματα. Πνευματικὸν δὲ ὀνομάζει ἐκεῖνον ποὺ ὑπερβαίνει τοὺς νόμους τῆς φύσεως καὶ φρονεῖ «μηδὲν ἀνθρώπινον». Αὐτὴ εἶναι στὴν Ἁγία Γραφὴ ἡ «διαφορὰ ψυχῆς καὶ πνεύματος»1 . Γι’ αὐτὸ ἡ Ἁγία Γραφὴ ὀνομάζει σαρκικὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ δὲν πολιτεύεται κατὰ τοὺς νόμους τῆς φύσεως, ἀλλὰ ζεῖ μέσα στὰ παρὰ φύσιν κακά (Ὅσιος Νικόδημος). Γιὰ τοὺς τύπους αὐτοὺς τῶν ἀνθρώπων κάνει λόγο ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος γράφει: Ὁ φυσικὸς καὶ μὴ ἀναγεννημένος ἄνθρωπος, δηλ. αὐτὸς τὸν ὁποῖο ὀνομάζει «ψυχικόν», δὲν δέχεται ἐκεῖνα ποὺ διδάσκει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, διότι αὐτὰ τοῦ φαίνονται μωρία καὶ δὲν ἔχει τὴν πνευματικὴ δύναμη καὶ ἀντίληψη νὰ τὰ γνωρίσει, ἀφοῦ αὐτὰ ἐξετάζονται καὶ διακρίνονται πνευματικῶς καὶ μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅμως ὁ ἀναγεννημένος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἄνθρωπος διακρίνει καὶ κατανοεῖ ὅλα, κάθε περίσταση καὶ κάθε πρόσωπο, τὸν ἴδιο ὅμως δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ τὸν καταλάβει κανένας μὴ ἀναγεννημένος ἄνθρωπος (Α΄ Κορ. β΄ 14-15). Ἡ πάναγνος Θεοτόκος δὲν εἶπε «εὐφράνθη τὸ πνεῦμά μου», ἀλλὰ «ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμά μου», διότι ἡ ἀγαλλίαση εἶναι ἐπίταση τῆς εὐφροσύνης, σημαίνει μεγάλη, ὑπερβολικὴ χαρά, εἶναι σκίρτημα τῆς καρδιᾶς, πτήση «πρὸς Θεὸν καρδίας ζεούσης». Ἡ Θεοτόκος ἐπειδὴ ἀξιώθηκε νὰ συλλάβει «ἐν γαστρὶ» τὸν ἀπερίληπτο Θεό, αγάλλεται καὶ «ὅλη πρὸς ὅλον ἀνεπτεροῦτο τὸν ἐρώμενον Θεόν της» (Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης). Ἡ ἀγαλλίασή της, κατὰ τὸν Ὅσιο Νικόδημο, ἦταν ἀπερίγραπτη, διότι ὁ Θεὸς τὴν προόρισε ἀπὸ τῶν αἰώνων νὰ γίνει Μητέρα Του καὶ τὴν ἀνέβασε στὸν ὑπέρτατο βαθμὸ τῆς μητρότητος, δηλαδὴ τῆς Θεοτοκίας. Ἀλλὰ καί «διότι αὐτός, ὅπου ἔμελλε νὰ σώσῃ τὸν κόσμον ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας του, ἔσωσε καὶ τὴν Θεοτόκον απὸ τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα· διότι ἀγκαλὰ καὶ ἡ Θεοτόκος ἦταν ἀνωτέρα κάθε προαιρετικοῦ ἁμαρτήματος συγγνωστοῦ τε καὶ θανασίμου, μέχρι καὶ προσβολῆς αὐτῆς πονηροῦ λογισμοῦ, ἦτον ὅμως ὑποκειμένη εἰς τὸ προπατορικὸν ἁμάρτημα μέχρι τοῦ Εὐαγγελισμοῦ· τότε γὰρ ἐκαθαρίσθη ἀπὸ αὐτὸ διὰ τῆς ἐπελεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος»2 . Ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου ἦταν καὶ γιὰ τὴν Θεοτόκο ἀναγκαία, διότι δι’ αὐτῆς ἐσώθη καὶ ἐκείνη, ὅπως καὶ ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος3 . Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος παρατηρεῖ: Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο, τῆς ὁποίας ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα εἶχε καθαρισθεῖ προηγουμένως ἀπὸ τὸ Πνεῦμα4 . Σωτήρα δικό της ὀνομάζει ἡ πάναγνος Παρθένος τὸν μόνο ἀναμάρτητο Κύριο, «διότι οἰκειοποιεῖται διὰ τῆς αγάπης ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὅπου ἔμελλον νὰ σωθοῦν διὰ τοῦ Υἱοῦ της τοῦ Ἰησοῦ», ἐπειδὴ ἦταν καὶ αὐτὴ ἀπὸ τὴν ἴδια φύση μὲ ἐκείνους. Ἢ γιὰ νὰ φανερώσει «μυστικῶς τὸ ὄνομα τοῦ Υἱοῦ της, τὸ Ἰησοῦς», διότι Ἰησοῦς ἑρμηνεύεται Σωτήρ. Ἄλλωστε ὁ ἄγγελος εἶπε στὸν Ἰωσὴφ ὅτι θὰ καλέσει τὸ ὄνομα τοῦ παιδιοῦ ποὺ θὰ γεννήσει ἡ Παρθένος, Ἰησοῦν, διότι Αὐτὸς θὰ «σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν» (Ματθ. α΄ 21). Καὶ ἐνῶ τότε τὰ ὀνόματα τῶν τέκνων τὰ ἔθεταν οἱ πατέρες καὶ ὄχι οἱ μητέρες, ἐπειδὴ «ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς δὲν ἐγεννήθη ἐκ σπορᾶς πατρός, ἀλλ’ ἐκ μόνης μητρός, διὰ τοῦτο σοφώτατα ἡ Παρθένος ὠνόμασε τὸν υἱόν της Σωτῆρα, ταὐτὸν εἰπεῖν Ἰησοῦν, προτοῦ νὰ ὀνομάσῃ αὐτὸν ὁ Ἰωσὴφ» κατὰ τὴν ὀγδόη ἡμέρα, διότι αὐτὴ ἦταν ἀληθινὴ μητέρα Του, ὁ δὲ Ἰωσὴφ δὲν ἦταν ἀληθινὸς πατέρας Του, ὅπως ἐνομίζετο ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους (βλ. Λουκ. γ΄ 23). Καὶ ὅπως τὸ ὄνομα Ἰησοῦς τὸ ἔδωσε στὸν Υἱό Του «ὁ ἄναρχος Πατήρ, ὁ μόνος γεννῶν αὐτὸν κατὰ τὴν θεότητα χωρὶς Μητρός» (ὁ Γαβριὴλ παρέλαβε τὸ ὄνομα ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα καὶ τὸ μετέφερε στὴ γῆ), ἔτσι «ἔπρεπε νὰ ἐπιθέσῃ τὸ αὐτὸ ὄνομα εἰς αὐτόν (τὸν Ἰησοῦν) καὶ ἡ Μήτηρ, ἡ μόνη τοῦτον γεννήσασα κατὰ τὴν ἀνθρωπότητα χωρὶς Πατρός»5 . Ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος ἔμαθε βέβαια τὸ ὄνομα τοῦ υἱοῦ της πρὶν ἀπὸ τὴ σύλληψή Του· τὸ ἔμαθε ἀπὸ τὸν ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος εὐαγγελιζόμενος σ’ αὐτὴν τὸ κοσμοϊστορικὸ γεγονὸς τῆς εἶπε: «Ἰδοὺ θὰ συλλάβεις στὴν κοιλία σου καὶ θὰ γεννήσεις υἱὸν καὶ θὰ τοῦ δώσεις τὸ ὄνομα Ἰησοῦς» (Λουκ α΄ 31). Ὁ λόγος τῆς ἄχραντης Μητέρας τοῦ Κυρίου μας «καὶ ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμά μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρί μου» ἁρμόζει καὶ σὲ κάθε Χριστιανό. Ἀρκεῖ νὰ φυλάξει τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ἔλαβε κατὰ τὸ ἅγιο Βάπτισμα, ζώντας μὲ ἁγία προσοχή, μὲ ταπείνωση καὶ προσευχή, ἐνισχυόμενος στὸν ἀγώνα του ἀπὸ τὴν παντοδύναμη χάρη τῶν ἁγίων Μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ἐφαρμόζοντας τὴν παραγγελία τοῦ θεοπνεύστου Παύλου: Μὴν παρεμποδίζετε τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μὴ ματαιώνετε τὴ φανέρωσή τους (Α΄ Θεσ. ε΄ 19). «Μεγαλύνει τὸν Θεόν», διδάσκει ὁ ἱερὸς Θεοφύλακτος, «ὁ ἀξίως τοῦ Θεοῦ πορευόμενος. Χριστιανὸς ἐκλήθης, μὴ σμικρύνῃς τὸ ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ὄνομα» ἐργαζόμενος τὴν ἁμαρτία, «ἀλλὰ μεγάλυνον αὐτὸ» ἐργαζόμενος ἅγια καὶ οὐράνια ἔργα6 . Ἔτσι θὰ προοδεύεις στὴν ἀρετὴ καὶ θὰ σκιρτᾶ τὸ πνεῦμα σου καὶ θὰ σὲ πληροφορεῖ ὅτι ἔχεις βαπτισθεῖ καὶ ἔχεις λάβει πράγματι τὴ χάρη τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος. Ἰδιαίτερα στὶς μεγάλες γιορτὲς τῆς Ἐκκλησίας μας, μάλιστα δὲ μετὰ τὴ θεία Κοινωνία. Τὸ διατυπώνει πολὺ ὡραῖα ὁ Μέγας Ἀθανάσιος στὴν ἀπάντησή του στὸν δούκα Ἀντίοχο ὁ ὁποῖος τὸν ρώτησε: Ἀπὸ ποῦ γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος ὅτι βαπτίστηκε πράγματι καὶ ἔλαβε Πνεῦμα Ἅγιον, ἀφοῦ ἦταν νήπιο κατὰ τὸ Βάπτισμά του; Ὁ στύλος τῆς Ὀρθοδοξίας παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ προφήτη Ἡσαΐα πρὸς τὸν Θεό, γιὰ τὸν φόβο Σου Κύριε, συλλάβαμε καὶ ἐμεῖς καὶ γίναμε πνευματικῶς ἔγκυοι καὶ κοιλοπονήσαμε καὶ γεννήσαμε πνεῦμα, τὸ ὁποῖο μᾶς ἔδωσε ἀπὸ Σένα τὴ σωτηρία καὶ τὸ καταστήσαμε φανερὸ καὶ στοὺς ἐπὶ γῆς ἀνθρώπους (Ἡσ. κς΄ [26] 18), τοῦ ἀπαντᾶ: Ὅπως ἡ γυναίκα ποὺ συνέλαβε γνωρίζει ἀπόλυτα ἀπὸ τὰ σκιρτήματα τοῦ βρέφους τὸ ὁποῖο κυοφορεῖται στὴ μήτρα της, «ὅτι καρπὸν ἔλαβεν», ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀληθινοῦ Χριστιανοῦ, ὄχι ἀπὸ τὰ λόγια τῶν γονέων, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ πράγματα καὶ τὰ σκιρτήματα τῆς καρδιᾶς του καὶ μάλιστα κατὰ τὴν περίοδο τῶν ἑορτῶν καὶ «τῶν φωτισμάτων καὶ τῆς μεταλήψεως τοῦ ἁγίου σώματος καὶ αἵματος τοῦ Χριστοῦ» πληροφορεῖται ἀπὸ τὴ χαρὰ τῆς ψυχῆς του «ὅτι τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἔλαβε βαπτισθείς»7 . Ὅταν λοιπὸν ζοῦμε κατὰ Θεόν, εὐφραίνεται, ἀγάλλεται καὶ σκιρτᾶ καὶ τὸ δικό μας πνεῦμα. Τὸ πνευματικὸ χάρισμα ποὺ λάβαμε αὐξάνεται καὶ ἔτσι προκόβουμε στὴν κατὰ Χριστὸν ζωὴ καὶ μεγαλύνουμε τὸ πανάγιο ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
1. ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ, Ἑρμηνεία εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν, κεφ. 1, PG 123, 712Β.
2. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Κῆπος Χαρίτων, σελ. 200 .
3. Βλ. Π. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον, ἔκδ. «Ὁ Σωτήρ», σελ. 64.
4. ΓΡ. ΘΕΟΛΟΓΟΥ,Λόγ. 38, Εἰς τὰ Θεοφάνια εἴτουν Γενέθλια τοῦ Σωτῆρος 13, PG 36, 325Β· ἐπίσης Λόγ. 45, Εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα 9, PG 36, 633D.
5. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Κῆπος Χαρίτων, σελ. 201.
6. ΘΕΟΦΥΛΑΚΤΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΙΑΣ, Ἑρμηνεία εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον, κεφ. 1, PG 123, 708Α.
7. Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Πρὸς Ἀντίοχον Δούκα, Ἐ - ρώτ. β΄, Ἀπόκρισις, PG 28, 600-601.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου