13 Δεκεμβρίου, 2024

ΓΙΑΤΙ ΚΑΛΕ ΓΙΑΓΙΑ; ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ.

 Δὲν ἦταν πολὺ μεγάλο, μὰ ἦταν ὀμορφοκτισμένο τὸ σπιτάκι τους στὴν πλαγιὰ τῆς πόλης. Ὅλα μέσα καλοφτιαγμένα. Κι ὅταν ἔβγαινες στὴ βεράντα, ἄνοιγε ἡ καρδιά σου, καθὼς ἀτένιζες τὴν ἀπέραντη θάλασσα ν’ ἁπλώνεται ἐμπρός σου. Τὰ ἄλλα σπίτια δίπλα καὶ ἐμπρὸς ἦταν χαμηλότερα καὶ δὲν ἔκρυβαν τὴ θαυμάσια θέα. Καὶ τὴν ἀπολάμβαναν συχνὰ τὴ θέα τους αὐτὴ τὰ ἀπογεύματα ὁ Τάκης καὶ ἡ Μαρία πίνοντας τὸν καφέ τους καὶ συζητώντας γύρω ἀπὸ τὰ νέα τῆς δουλειᾶς τους... Ὅλα κυλοῦσαν ἤρεμα. Ἦρθαν τὰ πρῶτα παιδιὰ καὶ γέμισε τὸ σπίτι τους μὲ χαρούμενες φωνές, μὲ γέλια, κάποτε - κάποτε καὶ μὲ παιδικὰ κλάματα. Ἦταν ὅμως ὡραῖα. Ἦταν ἡ γεύση τῆς ζωῆς, ποὺ συνεχίζεται ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ ἀφήνοντας ἀνεξίτηλα τὰ ἴχνη της στὶς καρδιές. Τὰ δυὸ πρῶτα παιδιὰ τῆς οἰκογένειας, τὸν Νικολάκη καὶ τὴ Σοφούλα, ἀνέλαβε νὰ τὰ φροντίζει, ὅσες ὧρες θὰ ἔλειπαν οἱ γονεῖς τους στὶς δουλειές τους, ἡ μάννα τοῦ Τάκη, ἡ κυρα-Κατίνα, ἡ γιαγιά τους. Ἡ ἄλλη γιαγιά τους, ἡ μάννα τῆς Μαρίας, τῆς μαμᾶς τους, ἡ κυρία Πηνελόπη, ἔμενε στὴν ἄλλη ἄκρη τῆς πόλης κι ἐρχόταν νὰ τὰ δεῖ ἀραιὰ καὶ ποῦ. Ἡ κυρα-Κατίνα φρόντιζε τὰ ἐγγόνια της σὰν νὰ ἦταν δυὸ φορὲς παιδιά της. Τὰ πρόσεχε σὰν τὰ μάτια της. Νὰ μὴν τοὺς λείψει τίποτε. Νὰ μὴν πάθουν κάτι. Νὰ μὴν πέσουν καὶ χτυπήσουν. Ἦταν πάντα ἄγρυπνη. Τοὺς ἔδινε τὴν κρέμα τους, τὸ φαγητούλι τους, ὅλα στὴν ὥρα τους. Ἦταν σὲ διαρκὴ κίνηση κοντά τους. Κουραζόταν, εἶν’ ἀλήθεια, ἀλλὰ γιὰ τὰ παιδιὰ τοῦ γυιοῦ της χαλάλι, ἔλεγε, ὁ ὅποιος κόπος. Καὶ τὴν ξεκούραζαν τὰ φιλιὰ ποὺ τῆς ἔδιναν κάθε τόσο καὶ τὰ δυὸ ἐγγόνια της, λὲς καὶ ἦταν δασκαλεμένα ἀπὸ τὸν πατέρα καὶ ἀπὸ τὴ μάννα τους. Γεγονὸς πάντως εἶναι ὅτι κι ὁ γυιὸς καὶ ἡ νύφη της τῆς φέρονταν πολὺ καλά. Τὴ φιλοῦσαν κάθε φορὰ ποὺ γύριζαν μετὰ τὸ μεσημέρι στὸ σπίτι ἀπὸ τὴ δουλειά τους καὶ τὴ θερμοευχαριστοῦσαν γιὰ τὶς φροντίδες της γιὰ τὰ παιδιά τους. –Εἴμαστε ἥσυχοι, μητέρα, γιὰ τὰ παιδιά μας, τῆς ἔλεγε συχνὰ ἡ νύφη της. Ἂν δὲν ἤσουν ἐσύ, θὰ μὲ ἔζωναν φίδια. Τὰ ἴδια περίπου ἔλεγε κι ὁ γυιός της. Κι ὁ τρόπος ποὺ τά ’λεγαν ἔδειχνε ὅτι τὰ πίστευαν. Τὰ λόγια τους ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν καρδιά τους. Τὸ εὐχαριστῶ τους ἦταν γνήσιο. Καὶ αὐτὸ εὐχαριστοῦσε καὶ ξεκούραζε πιὸ πολὺ τὴ γιαγιὰ Κατίνα. Ἕνα μόνο ἀγκάθι ἄρχισε νὰ κεντάει τὴν καρδιά της καὶ νὰ τὴν κρυώνει. Τί πάθαινε ἡ εὐλογημένη τώρα τελευταῖα, ποὺ εἶχαν ξεπεταχθεῖ τὰ ἐγγονάκια, καὶ δὲν τὰ πήγαινε καλὰ μὲ τὴ συμπεθέρα της! Ὅταν ἐρχόταν ἡ γιαγιὰ Πηνελόπη νὰ δεῖ τὰ ἐγγόνια της, αὐτὰ ἔτρεχαν ξετρελαμένα ἀπὸ τὴ χαρά τους κι ἔπεφταν στὴν ἀγκαλιά της. Τότε λοιπὸν ἡ γιαγιὰ Κατίνα δὲν ἄντεχε νὰ βλέπει αὐτὴ τὴ σκηνὴ καὶ στραβομουτσούνιαζε, ἔφευγε, κλεινόταν στὴν κουζίνα γιὰ μαγείρεμα ἢ πήγαινε νὰ ἀγοράσει κάτι ἀπὸ τὸ φαρμακεῖο ἢ ἀπὸ τὸ σοῦπερ-μάρκετ ἐκείνη τὴν ὥρα, ἐνῶ μποροῦσε νὰ πάει ἄλλοτε. Πήγαινε ὅμως τότε γιὰ νὰ μὴ βλέπει τὰ φιλιὰ τῶν παιδιῶν πρὸς τὴν ἄλλη γιαγιά τους καὶ τὰ φιλιὰ τῆς ἄλλης γιαγιᾶς πρὸς τὰ ἐγγόνια της. Αὐτὸ ἔγινε κι ἐκεῖνο τὸ πρωινό. Μόλις ἦρθε ἡ Πηνελόπη, τὴν ἄφησε μόνη μὲ τὰ παιδιὰ καὶ βγῆκε, ὅπως τῆς εἶπε, γιὰ νὰ ψωνίσει. Στὸ δρόμο συνάντησε μιὰ παλιὰ φίλη της, πολὺ καλὴ Χριστιανή, κι ἀνάμεσα στὰ πολλὰ ποὺ εἶπαν ἦρθε ἡ κουβέντα καὶ στὰ ἐγγόνια. –Τί νὰ σοῦ πῶ, Εὐγενία μου, εἶναι ἀγγελούδια! Ἀλλὰ τί παθαίνω τελευταῖα! Ὅταν ἔρχεται, στὴ χάση καὶ στὴ φέξη, ἡ συμπεθέρα μου νὰ τὰ δεῖ τρελαίνονται γι’ αὐτήν! Κι ἂς λιώνω ἐγὼ κάθε μέρα γιὰ δαῦτα! Κάποιος θὰ τὰ δασκάλεψε, φαίνεται. –Μὴ λὲς τέτοια λόγια, Κατίνα μου! Ἐσένα σ’ ἔχουν συνέχεια μπροστά τους καὶ σὲ συνήθισαν. Ὅμως σ’ ἀγαποῦν πολὺ τὰ ἀθῶα πουλάκια μου. Δὲν κάνει νὰ σκέφτεσαι ἔτσι! Ἀπόψε θὰ κάνω Παράκληση στὴν Παναγία νὰ φύγουν αὐτὲς οἱ κακὲς σκέψεις ἀπὸ μέσα σου. Διῶξ’ τα αὐτά, Κατίνα μου. Εἶναι τοῦ ἐξαποδῶ. Ἐσὺ νὰ χαίρεσαι τὰ παιδιὰ καὶ τὰ ἐγγόνια σου καὶ νὰ ἀγαπᾶς τὴ συμπεθέρα σου. Δὲν κερδίζεις τίποτε μὲ τὴν ψυχρότητα ποὺ κρατᾶς ἀπέναντί της. Εἶπαν καὶ μερικὰ ἄλλα καὶ ἀποχωρίστηκαν σὰν καλὲς φίλες. Ὅταν γύρισε στὸ σπίτι ἡ Κατίνα, ἡ Πηνελόπη ἦταν ἕτοιμη νὰ φύγει. –Ἄργησες, εὐλογημένη. Μήπως ἔπαθες τίποτε; Ἀνησύχησα. Ἔχω νὰ κάνω καὶ μιὰ δουλειά. Σᾶς ἀφήνω τώρα. Ὁ Θεὸς μαζί σας! –Ὥρα καλή. Νὰ μᾶς ξανάλθεις, εἶπε κάπως κοφτὰ ἡ Κατίνα, κι ἔκλεισε τὴν πόρτα. Ὅταν κάθισαν στὸ παιδικὸ δωμάτιο καὶ ἀφοῦ ἔδωσε τὴν κρέμα στὰ παιδιά, ἡ μικρὴ Σοφία, ποὺ ἦταν πολὺ ἔξυπνη, εἶπε στὴ γιαγιὰ μὲ ἁπλότητα παιδική: –Γιατί, καλὲ γιαγιά, ἔφυγες, ὅταν ἦρθε ἡ ἄλλη γιαγιά μας; Ἐμεῖς θέλουμε καὶ τὶς δυὸ γιαγιάδες κοντά μας. Γιατί ἔφυγες; –Ναί, γιαγιά, γιατί ἔφυγες; εἶπε κι ὁ Νικολάκης. Ἡ Κατίνα συγκλονίστηκε ἀπὸ τὴν ἀθωότητα τῶν παιδιῶν. Δὲν τόλμησε νὰ πεῖ τίποτε. Παρακάλεσε ὅμως τὸν Θεὸ νὰ τὴ βοηθήσει νὰ μείνει ἤρεμη καὶ χαμογελαστή. –Ἐλᾶτε τώρα, ἑτοιμαστεῖτε νὰ φᾶτε καὶ τὸ φροῦτο σας, τοὺς εἶπε, καὶ ἄλλοτε θὰ συζητήσουμε καὶ γι’ αὐτὸ ποὺ μὲ ρωτήσατε. Ὅταν ἦλθαν τὸ μεσημέρι στὸ σπίτι ὁ Τάκης καὶ ἡ Μαρία, τοὺς εἶπε συγκινημένη τὰ καθέκαστα. Ἐκεῖνοι τὴν ἄκουγαν σεβαστικὰ καὶ ἀμίλητοι. Τὸ βράδυ ἡ Κατίνα δὲν ἔκλεισε μάτι. Στριφογύριζε στὸ κρεβάτι της καὶ ἱκέτευε τὸν Θεὸ νὰ τὴ συγχωρήσει, διότι σκανδάλισε τὰ ἀθῶα ἐγγονάκια της. Τὸ πρωὶ πλησίασε τὸ γυιὸ καὶ τὴ νύφη της καὶ τοὺς εἶπε: –Τί θὰ λέγατε, ἂν σᾶς πρότεινα νὰ καλέσουμε γιὰ φαγητὸ τὸ μεσημέρι τῆς Κυριακῆς τοὺς συμπεθέρους μας; –Συμφωνοῦμε μὲ πολλὴ χαρά, Μητέρα! ἀπάντησαν καὶ οἱ δύο μαζί. Κανόνισέ τα ὅλα ἐσὺ ὅπως ξέρεις! –Τὸ θέλουμε πολὺ κι ἐμεῖς! φώναξαν χαρούμενα καὶ τὰ παιδιὰ μόλις τὸ ἔμαθαν. Θέλουμε καὶ τὴ γιαγιά μας Πηνελόπη καὶ τὸν παππού μας Κώστα! Ὅλους τοὺς θέλουμε! Τὶς μέρες ποὺ μεσολαβοῦσαν μέχρι τὴν Κυριακὴ ἡ Κατίνα θερμοπαρακαλοῦσε στὴν προσευχή της τὸν Θεὸ νὰ λιώσει τὸν πάγο τῆς ζήλειας της ἀπέναντι στὴ συμπεθέρα της καὶ νὰ ζεσταθεῖ ἡ καρδιά της πρὸς αὐτήν. Συμβουλεύτηκε καὶ τὸν ἐξομολόγο της· καὶ φρόντισε, ὥστε τὸ τραπέζι νὰ εἶναι πολὺ περιποιημένο. Καὶ τὴν Κυριακή, μετὰ τὴν προσευχὴ ποὺ ἔκανε ἡ Σοφούλα στὸ τραπέζι, ἡ γιαγιὰ Κατίνα, πρὶν ἀρχίσουν νὰ τρῶνε, γονάτισε μπροστὰ στὴ γιαγιὰ Πηνελόπη καὶ τῆς ζήτησε συγγνώμη γιὰ τὸ ἄσχημο φέρσιμό της ἀπέναντί της. Κι ἀμέσως ἀγκαλιάστηκαν καὶ φιλήθηκαν δακρυσμένες. Τὰ ἐγγόνια χειροκροτοῦσαν! Οἱ μεγάλοι παρακολουθοῦσαν ἄφωνοι καὶ συγκινημένοι. Ἦταν μιὰ σπάνια οἰκογενειακὴ σκηνή, ποὺ τὴ χάρισε ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

ΟΣΩΤΗΡ2056

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου