Από τις 18 έως τις 25 Ιουνίου 1939, η Καθημερινή φιλοξένησε στις σελίδες της το χρονικό της αρπαγής των Γλυπτών του Παρθενώνα από το συνεργείο του λόρδου Έλγιν (πρεσβευτή της Βρετανίας στην Οθωμανική Κωνσταντινούπολη), υπογεγραμμένο από τον συνεργάτη της, ιστορικό και συγγραφέα, Δημήτριο Γατόπουλο. Το χρονικό, που γράφτηκε βάσει των εγκυρότερων πηγών εκείνης της εποχής, με αφορμή μία ακόμη αναψηλάφηση του ζητήματος επαναπατρισμού τους, δημοσιεύτηκε σε οκτώ μέρη.
Το ιστορικό αφήγημα του Δ. Γατόπουλου αποκαλύπτει πώς ο Έλγιν εμπνεύστηκε τη σύληση των μνημείων του Ιερού Βράχου της Ακρόπολης και πώς τη σχεδίασε. Πηγαίνει πίσω στο 1799, όταν το συνεργείο του πραγματοποίησε την πρώτη δοκιμαστική αποστολή στην τουρκοκρατούμενη Αθήνα, για να επιστρέψει έναν χρόνο αργότερα, προκειμένου να ξεκινήσει το έργο της, που εντατικοποιήθηκε, μετά και την έκδοση σουλτανικού φιρμανιού, με την άφιξη του Έλγιν το 1802. Ο συγγραφέας περιγράφει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εκλάπησαν οι αρχαιότητες, μεταφέρθηκαν μέσα σε κιβώτια στο αγγλικό πλοίο «Μέντωρ», που ναυάγησε στα Κύθηρα, ανασύρθηκαν από τον βυθό και εν συνεχεία στάλθηκαν στην Αγγλία, για να καταλήξουν στο Βρετανικό Μουσείο, μετά την αγορά τους από την αγγλική κυβέρνηση το 1816. Τέλος, αναφέρεται στη «σοβαρωτέρα», μέχρι τότε, ελληνική προσπάθεια επαναπατρισμού των γλυπτών από τον Έλληνα πρεσβευτή στον Λονδίνο, Ιωάννη Γεννάδιο.
Η στρατηγική του Λόρδου Έλγιν
Κατά τους χρόνους της διαμονής του Λόρδου Έλγιν, ως πρεσβευτού της Αγγλίας, εις την Κωνσταντινούπολιν, πολλαί δημοσιεύσεις αρχαιολογικών συγγραμμάτων έγιναν εις την Ευρώπην και ιδιαιτέρως εις την Αγγλίαν, περί των αρχαίων μνημείων των Αθηνών. Το κοινόν ενδιαφέρον προεκάλεσαν, τότε, ιδίως, αι περί των αρχαιοτήτων των Αθηνών εργασίαι του επιφανεστάτου Άγγλου αρχαιολόγου Ιακώβου Στούαρτ –του γνωστού ως Αθηναίου Στούαρτ– ο οποίος και επεσκέφθη την Ελλάδα με τον αρχιτέκτονα και ιχνογράφον Νικόλαον Reveff. Και εν συνεργασία μετ’ αυτού έγραψε το περί των αρχαιοτήτων Αθηνών περίφημον έργον του, διά του οποίου εδόθη θαυμασία απεικόνισις των Αθηναϊκών μνημείων. Παρετηρήθη, όμως, τότε ότι μνημεία που είχον περιγραφή και απεικονισθή, από προγενεστέρους περιηγητάς, δεν ανευρίσκοντο από μεταγενεστέρους. Και εν τούτου εδημιουργήθη εις το ευρωπαϊκόν κοινόν η υπόνοια ότι μερικά από τα περίφημα μνημεία της αρχαιοελληνικής τέχνης κατεστράφησαν ή αφηρέθησαν από ξένους περιηγητάς και μετεφέρθησαν εκτός της Ελλάδος. […]Επί τη βάσει όλων αυτών των δεδομένων, τότε, ο εν Κωνσταντινουπόλει πρεσβευτής της Μ. Βρεταννίας Λόρδος Έλγιν, δι’ εκθέσεώς του προς την αγγλικήν Κυβέρνησιν, επρότεινε ν’ αποστείλη αύτη ειδικούς τεχνίτας Άγγλους εις την Ανατολήν προς μελέτην και ακριβή απεικόνισιν των αρχαιοτήτων, επί τω σκοπώ ν’ αναπτυχθή το καλλιτεχνικόν αίσθημα εις την Αγγλίαν και να ενισχυθή, έτσι, η διάδοσις των ωραίων τεχνών. Η κυβέρνησις Πιττ δεν έδωσε μεγάλην προσοχήν εις τας εισηγήσεις αυτάς του Άγγλου διπλωμάτου. Και κατόπιν τούτου, ο Λόρδος Έλγιν έλαβε την απόφασιν να πραγματοποιήση τας υποδείξεις του, με ιδικάς του δαπάνας. […] Οπωσδήποτε ο εν Νεαπόλει πρέσβυς Γουλιέλμος Άμιλτων, βοηθούμενος και από τον ιδιαίτερον γραμματέα του Έλγιν και συνώνυμόν του Άμιλτων, όστις μετέβη επίτηδες εκεί από την Κων/πολιν, κατήρτισε κατόπιν σχετικών αναζητήσεων το τεχνικόν συνεργείον από τους Ιωάννην Βαπτιστήν Λουζιέρην ζωγράφον, Ιττάρ και Βαλεστέρα αρχιτέκτονας, τον Θεόδωρον Ιβάνοβιτς και δύο εκμαγειοποιούς. […]Η συγκρότησις, όμως, και η μίσθωσις τόσον πολυτελούς τεχνικής συνοδείας, πριν ή εξασφαλισθή η αναγκαία άδεια διά την έναρξιν των έργων, εις τα οποία επρόκειτο αύτη ν’ απασχοληθή είναι τρανή απόδειξις περί του ότι δεν υπήρχε καμμία αμφιβολία ότι το γόητρον της αγγλικής πολιτικής και η αυθεντία του Άγγλου πρεσβευτού της Κωνσταντινουπόλεως, θα ήσκουν επί της λεγομένης τότε υψηλής Πύλης, ικανήν επίδρασιν ώστε να μη υπάρξη κανέν, απολύτως, εμπόδιον, εις την έκδοσιν του απαιτουμένου, διά τας αρχάς των Τουρκοκρατουμένων Αθηνών, φιρμανίου. Μετά την συγκρότησιν του τεχνικού συνεργείου περί τα τέλη του 1799, επί τη βάσει των οδηγιών του λόρδου Έλγιν, επεβραδύνθη η αναχώρησίς του διά Κωνσταντινούπολιν, λόγω της επικρατούσης, τότε, ανωμάλου καταστάσεως των πολιτικών πραγμάτων και των μεγάλων συγκοινωνιακών δυσχερειών. Επέρασαν, έτσι, περίπου εξ μήνες μέχρις ότου η συνοδεία που συνεκεντρώθη εις τας Συρακούσας, κατώρθωσε ν’ αποπλεύση την 9ην Απριλίου 1900. Το ταξίδι της υπήρξε περιπετειώδες, λόγω των εναντίων ανέμων. Προσήγγισεν, όμως εις την Μύκονον και έφθασε κατά τας αρχάς του Μαίου εις Κωνσταντινούπολιν. Εκεί το τεχνικόν συνεργείον εφωδιάσθη υπό του λόρδου Έλγιν, με συστατικά έγγραφα προς τον εν Αθήναις πρόξενον της Αγγλίας Σπυρίδωνα Λογοθέτην Χωματιανόν, έλαβε δε την εντολήν να καταθέτη, εις την οικίαν του παλαιού τούτου Αθηναίου άρχοντος και προξενικού αντιπροσώπου της Μ. Βρεταννίας, ό,τι γλυπτόν εύρισκεν άξιον μεταφοράς εις Λονδίνον.[…]
Η Καθημερινή, 18 Ιουνίου 1939
Αποστολή στην τουρκοκρατούμενη Αθήνα
Ο προεπαναστατικός Αθηναίος διαπρεπής διδάσκαλος και ιστοριογράφος Ιωάννης Μπενιζέλος […], εις το χειρόγραφον Ημερολόγιον που κατέλιπε – αυθεντική πηγή της Αθηναϊκής ιστορίας από του 1703 μέχρι του 1799 – κατέγραψε, μεταξύ των άλλων, χρονολογικώς και την άφιξιν εις Αθήνας διαφόρων επιφανών ξένων περιηγητών. […] Τέλος, αναγράφει την άφιξιν του Έλγιν ως εξής: «…Περί τα τέλη του Ιουλίου του αυτού έτους 1799, ο μιλόρδος Έλγιν, πληρεξούσιος πρεσβευτής της Βρεταννίας παρά τη Οθωμανική Πόρτα, έστειλεν εις Αθήνας τεχνίτας Ρωμάνους και Αναπολιτάνους διά να κατασκάψουν και να ερευνήσουν εις τα ενδόμυχα της γης διά μάρμαρα και κτίρια παλαιά και να καταιβάσουν από τον περίφημον εκείνον ναόν της Αθηνάς εκείνα τα αξιολογώτατα αγάλματα και ανδριάντας τα οποία έδιδαν θάμβος και έκπληξιν εις όλους τους περιηγητάς…»Και ο μεν Αντώνιος Μηλιαράκης έγραψεν ότι η χρονολογία (1799) που αναφέρεται εις το χρονικόν αυτό είναι εσφαλμένη, διότι οι τεχνίται του Έλγιν ήλθον εις τας Αθήνας κατά τον Μάιον του 1800. Αλλ’ ο δισέγγονος του χρονικογράφου Ιωάννης Γεννάδιος που ανεκάλυψε και περιέσωσεν εις ένα δημοπρατήριον του Λονδίνου το ιδιόχειρον σύγγραμμα του προπάππου του περί της ιστορίας των Αθηνών κατά τους προαναφερομένους χρόνους της Τουρκοκρατίας, εσημείωσεν εις την πραγματείαν του περί των Ελγινείων μαρμάρων ότι ο Ιωάννης Μπενιζέλος δεν έσφαλε λέγων ότι οι σταλέντες εργάται έφθασαν εις Αθήνας ένα χρόνον προηγουμένως. Και τούτο διότι ο Έλγιν, από του πρώτου έτους (1799) της διαμονής του εις Κωνσταντινούπολιν έστειλε δοκιμαστικήν αποστολήν η οποία και έφθασεν εις Αθήνας και έπειτα μετέβη εις Πελοπόννησον, διά να ενεργήση προκαταρκτικάς ερεύνας. […]Ένα πρωί περί τα τέλη του Μαΐου του 1800 οι κάτοικοι της μικράς τότε πόλεως των Αθηνών είδον να διασχίζουν τους δρόμους της Κοινότητός των, μερικούς ξένους που ωδηγούντο από τον εν Αθήναις πρόξενον της Μεγάλης Βρεταννίας Σπυρίδωνα Λογοθέτη Χωματιανόν και περιειργάζοντο με ζωηρόν ενδιαφέρον τα αρχαία μνημεία. Κατά την εποχήν εκείνην, η άφιξις εις τας Αθήνας Ευρωπαίων ή Φράγκων –όπως απεκαλούντο όσοι έφερον ευρωπαϊκόν ένδυμα– δεν επερνούσεν απαρατήρητος. Αντιθέτως, διήγειρε την κοινήν περιέργειαν, διότι και η ενδυμασία των και οι τρόποι των και η ακολουθία των είχον κάτι το παράδοξον διά τους εντοπίους που εζητούσαν ανυπομόνως να μάθουν περί ποίων επρόκειτο και ποίος ακριβώς ο σκοπός της αφίξεώς των. Ως εκ τούτου, τότε, οι Αθηναίοι εγκαίρως επληροφορήθησαν ότι οι εμφανισθέντες εξ ξένοι που ωδηγούντο υπό του προξένου της Αγγλίας Λογοθέτη ήσαν Ιταλοί ζωγράφοι και αρχιτέκτονες απεσταλμένοι του εν Κων/πόλει πρεσβευτού της Αγγλίας Έλγιν διά ν’ απεικονίσουν προς ιδίας του χρήσιν, τα μνημεία των Αθηνών αλλά και διά ν’ ασχοληθούν και εις άλλας αρχαιολογικάς εργασίας. Ταυτοχρόνως όμως εκυκλοφόρησεν εις τας Αθήνας η φήμη ότι οι αφιχθέντες ξένοι επρόκειτο ν’ αφαιρέσουν από τον Παρθενώνα και μερικά ανάγλυφα και αγάλματα.
Η πόλις των Αθηνών καθ’ ην εποχήν έφθασε το συνεργείον του Έλγιν, ευρίσκετο εις οικτράν κατάπτωσιν και εις αθλίαν κοινωνικήν κατάστασιν. Η κατάστασις αυτή, […] ωφείλετο κυρίως εις την προηγηθείσαν τυραννικήν διοίκησιν του περιφήμου βοεβόδα των Αθηνών Τούρκου Χασεκή. Ο Χασεκής κατεδυνάστευσε της πόλεως των Αθηνών από του 1771 μέχρι του 1795, δημεύων τας περιουσίας των κατοίκων, φορολογών παρανόμως, φυλακίζων, απαγχονίζων και εφαρμόζων παντός είδους τυραννικά μέτρα. Αλλά, πλην της τυραννικής διοικήσεως του Χασεκή, ενέσκηψεν εις τας Αθήνας και πανωλική επιδημία κατά τα έτη 1789 και 1792, εκ της οποίας απέθανον περί τους δισχιλίους κατοίκους. Ταυτοχρόνως, όμως, μέγας αριθμός Αθηναίων απεδήμησαν και κατέφυγον εις άλλας περιφερείας, άλλοι μεν διά να σωθούν από την θανατηφόρον επιδημίαν και άλλοι διά να γλυτώσουν από τα τυραννικά μέτρα και τας διώξεις του περιβόητου Χασεκή.
Κατά τον Πουκεβίλ, ο αριθμός των κατοίκων των Αθηνών ανήρχετο παλαιότερα εις 7.000. Ηλαττώθη, όμως, διά τους ανωτέρω λόγους και επομένως κατά την εποχήν της αφίξεως του συνεργείου Έλγιν ήτο πολύ μικρότερος. […] Παραλλήλως προς την αθλίαν κατάστασιν της πόλεως, και τα εσωτερικά της δεν ευρίσκοντο εις ευχάριστον κατάστασιν. Οι πολίται ήσαν διηρημένοι εις φατρίας και απησχολούντο εις αγώνας, άλλοτε μεν διά τους προεστούς, άλλοτε διά τον βοεβόδα και άλλοτε διά τον Επίσκοπον.[…]Όταν έφθασεν εις τας Αθήνας το συνεργείον του Έλγιν, ο εκ των προεστώτων της πόλεως Σπυρίδων Λογοθέτης Χωματιανός, εις την οικίαν του οποίου κατέλυον όλοι οι Άγγλοι περιηγηταί, ανέλαβε να εξυπηρετήση τους απεσταλμένους του Άγγλου πρεσβευτού. Ο Σουρμελής αναφέρει ότι ο Λογοθέτης ήτο μεγαλοπρεπέστερος και συνετώτερος μεταξύ των Αθηναίων προκρίτων. Αλλ’ ο Βύρων τον εχαρακτήρισεν ως φιλάργυρον και σκληρόν, «αισθανόμενον λύπην μόνον όταν επρόκειτο να χάση κανένα παράν». Αυτή ήτο η κατάστασις των Αθηνών όταν έφθασαν οι άνθρωποι του Έλγιν, κατάστασις ευνοϊκή και πρόσφορος διά να προβή το συνεργείον, χωρίς αντίδρασιν και εμπόδια, εις την εκτέλεσιν των εργασιών της ιεροσυλίας, σύμφωνα με τας εντολάς που έλαβεν από τον χρηματοδότην του.
Η Καθημερινή, 19 Ιουνίου 1939
Εργασίες μετ’ εμποδίων
Οι απεσταλμένοι τεχνίται του Έλγιν έφθασαν εις τας Αθήνας κατά τας τελευταίας ημέρας του Μαΐου του 1800, αλλ’ αι εργασίαι του συνεργείου δεν ήρχισαν αμέσως, αλλ’ ούτε και συνεχώς. Προηγήθησαν αι συνεννοήσεις με τας τουρκικάς αρχάς των Αθηνών, αι οποίαι δεν εφάνησαν, εξ αρχής, πρόθυμοι να επιτρέψουν εις το περίφημον συνεργείον τας ιεροσυλίας. […]
Βοεβόδας (σ.σ. οικονομικός διοικητής) των Αθηνών, κατά την εποχήν της αφίξεως του συνεργείου του Έλγιν, ήτο ο νεοφερμένος, τότε, Χατζή Χουσέϊν Εφένδης. Η πρώτη επαφή του προϊσταμένου του συνεργείου της ιεροσυλίας Λουζιέρη με τον Τούρκον διοικητήν των Αθηνών επί παρουσία και του εν Αθήναις προξένου της Μ. Βρεταννίας, Σπυρίδωνος Λογοθέτη Χωματιανού, δεν υπήρξε καρποφόρος, διότι ο Χατζή Χουσέϊν Εφένδης υπήρξεν επιφυλακτικός και μάλλον αναβλητικός διά να δώση την ζητουμένην άδειαν των εργασιών του συνεργείου του Έλγιν, εις τους αρχαιολογικούς τόπους και ιδίως επί της Ακροπόλεως. Ο Βοεβόδας εξεδήλωσε καθαρά τους δισταγμούς του, αρνηθείς να λάβη υπ’ όψει τας προς τούτο υποβληθείσας συστατικάς επιστολάς. Αι αντιρρήσεις, έπειτα, του Βοεβόδα εκάμφθησαν προ των επιμόνων παρακλήσεων του Λουζιέρη όπως επιτραπή η λήψις σχεδιασμάτων μόνον των αρχαιοελληνικών μνημείων της Ακροπόλεως. Και τούτο επετράπη υπό του Τούρκου διοικητού, κατόπιν αδροτάτης πληρωμής των οργάνων του καθώς και διά της παροχής δώρων εις τον Φρούραρχον της Ακροπόλεως.
Αι εργασίαι, όμως, του συνεργείου που ήρχισαν κατά τον Αύγουστον του 1800 παρεκωλήθησαν και πάλιν λόγω της γενικωτέρας καταστάσεως και συγκεκριμένως, εκ της εντάσεως, τότε, των Αγγλοτουρκικών σχέσεων διά την Αίγυπτον. Εκ του λόγου αυτού το δυσμενές πνεύμα κατά των Άγγλων που επεκράτει, κατά την εποχήν εκείνην εις την Κωνσταντινούπολιν, μετεδόθη και εις τας τουρκικάς αρχάς των Αθηνών που ήρχισαν να παρεμβάλλουν νέας δυσκολίας εις τους τεχνίτας του Έλγιν, από τους οποίους ήρχισαν να ζητούν, εκτός των άλλων, και πέντε Αγγλικάς λίρας κατ’ άτομον, δι’ εκάστην είσοδον εις την Ακρόπολιν! Διά τούτο, αι εργασίαι του συνεργείου περιωρίσθησαν και πάλιν εις τα μνημεία της κάτω πόλεως, των οποίων εγίνοντο απλώς καταμετρήσεις και ιχνογραφήματα μόνον. Έτσι επέρασαν εννέα περίπου μήνες εις έργα απεικονίσεων και καταγραφών. Αλλά μετά παρέλευσιν μικρού χρονικού διαστήματος, όταν οι Άγγλοι εξετόπισαν τους Γάλλους από την Αίγυπτον, μετεβλήθησαν αι διαθέσεις της τουρκικής Κυβερνήσεως υπέρ των Άγγλων.
Της μεταβολής αυτής επωφελήθη αμέσως ο Λόρδος Έλγιν, ο οποίος διά της μεσολαβήσεως του Καπετάν πασά και της βασιλομήτορος, καθώς ελέγετο, του Σουλτάνου Σελίμ Γ΄, κατώρθωσε να λάβη ειδικήν άδειαν, να παραλάβη και γύψινα εκμαγεία από τον Παρθενώνα και να ενεργήση ανασκαφάς – προς δε και ν’ αφαιρέση αρχαιότητας. Ευθύς μετά την χορήγησιν της ειδικής αυτής αδείας κατά τα τέλη Απριλίου του 1801, το συνεργείον του Έλγιν ήρχισεν άλλου είδους εργασίας. Υπό την διεύθυνσιν του τεχνικού αρχηγού, οι εργάται έστησαν ικριώματα, οι αρχιτέκτονες ήρχισαν να γενικεύουν ελευθέρως τας καταμετρήσεις και τα σχεδιάσματα, οι δ’ εκμαγειοποιοί να παρασκευάζουν εκμαγεία όλων των αναγλύφων και αγαλμάτων. Επί πλέον, ήρχισαν και ανασκαφαί επί της Ακροπόλεως, διά τας οποίας μάλιστα παρέστη ανάγκη να κατεδαφίσουν και μερικάς από τας οικίας που είχον ανεγερθή προς δυσμάς του Παρθενώνος και που εκάλυπτον λείψανα αγαλμάτων του αετώματος, τα οποία και ανευρέθησαν υπό του συνεργείου του Έλγιν.
Η Καθημερινή, 20 Ιουνίου 1939
Δεύτερο σουλτανικό φιρμάνι
Διά την κατεδάφισιν μικρών Οθωμανικών οικιών επί της Ακροπόλεως, προς διευκόλυνσιν των ανασκαφών που επετράπησαν εις το συνεργείον του Έλγιν, κατά το φθινόπωρον του 1800, ο Λουζιέρης ήλθεν εις συνεννοήσεις με τους Τούρκους ιδιοκτήτας, άλλοτε διά της μεσολαβήσεως του Τούρκου Φρουράρχου της Ακροπόλεως. Εις τους ιδιοκτήτας των ολίγων αυτών οικισμών που παρημπόδιζαν το έργον των ανασκαφών, κατεβλήθησαν, από τον προϊστάμενον του συνεργείου διάφορα μικρά μάλλον ποσά ως αποζημιώσεις διά την κατεδάφισιν. Και ως εκ τούτου, οι περισσότεροι από τους αποζημιωθέντας κατευχαριστημένοι διότι εύρον την ευκαιρίαν να εκποιήσουν τας προχείρους των κατοικίας και να λάβουν μετρητά χρήματα και μάλιστα εις αγγλικάς λίρας, εδέχθησαν και να βοηθήσουν εργαζόμενοι, εις τας ανασκαφάς, αντί γενναίων, διά την εποχήν εκείνην, ημερομισθίων. Κάποιος, μάλιστα, από τους αποζημιωθέντας ιδιοκτήτας είπε μίαν μέραν εις τον Λουζιέρην:
– Κρίμα που δεν σας εφύλαξα και μερικά άλλα μάρμαρα που ευρέθησαν κοντά στο σπιτάκι μου, όταν το έκτιζα!
Ο Λουζιέρης, προς στιγμήν, υπέθεσεν ότι τα μάρμαρα περί των οποίων τού ωμίλησεν ο αποζημιωθείς Οθωμανός, είχον πωληθή ή είχον μεταφερθή εις άλλην περιφέρειαν. Και τον ηρώτησε με περιέργειαν:
– Τι τα εκάματε; Πού ευρίσκονται τώρα;
Σαρκαστικά, τότε, ο συνομιλητής του, απήντησε:
– Νάτα. Πηγαίνετε να τα πάρετε!
Και του έδειξε γελών και με περιφρονητικήν χειρονομίαν ένα λάκκον που ευρίσκετο εκεί πλησίον, γεμάτον ασβέστι από τα καταζητούμενα μάρμαρα, που εχρησιμοποιείτο διά την οικοδόμησιν των τειχών του φρουρίου και διά τα χαμόσπιτα της Ακροπόλεως!
Σημειωτέον ότι, κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου των εργασιών του συνεργείου του Έλγιν, ο Δισδάρης (σ.σ. φρούραρχος) και οι γιαννίτσαροι της Ακροπόλεως εκαλοπερνούσαν μαζύ με τους τεχνίτας του συνεργείου της ιεροσυλίας. Διότι και τρόφιμα ελάμβανον παρ’ αυτών τακτικά, πολλάκις δε κατέστρεφαν τα ικριώματα και ημπόδιζον την είσοδον εις εργάτας, διά ν’ αυξάνουν τα προσφερόμενα εις αυτούς καθημερινώς υπό του Λουζιέρη φιλοδωρήματα. Αλλά παρ’ όλ’ αυτά, μετά παρέλευσιν μικρού χρονικού διάστήματος, αι αρχαί των Τουρκοκρατουμένων Αθηνών, ήρχισαν να δυσκολεύουν και πάλιν τας εργασίας του συνεργείου του λόρδου Έλγιν. Ακόμη και το φιρμάνι που έφερεν αναγκασθείς να μεταβή εις Κωνσταντινούπολιν ο Λουζιέρης εκρίθη ανεπαρκές.
Εν τω μεταξύ ζωηράν αντίδρασιν ανέπτυσσε κατά του έργου των τεχνιτών του Έλγιν, ο τότε ευρισκόμενος εις Αθήνας Γάλλος καλλιτέχνης Λουδοβίκος Φωβέλ που είχε και αυτός ενδιαφέρον διά τα αρχαιοελληνικά αριστουργήματα και επεσκέπτετο τακτικά τον Βοεβόδαν των Αθηνών εφιστών την προσοχήν του διά την καταστροφήν και αφαίρεσιν των αριστουργημάτων εκ των αρχαιοελληνικών τόπων. […]
Ο Έλγιν, τότε, εκινήθη εκ νέου. Και κατώρθωσε να προμηθευθή δεύτερον φιρμάνι προς αποφυγήν, εις το μέλλον, κάθε παρεξηγήσεως και κάθε νέου εμποδίου, διά το έργον του εν Αθήναις συνεργείου του. Το αξιοσημείωτον αυτό επίσημον έγγραφον (1801) εγράφη από τον Καϊμακάμην της Κωνσταντινουπόλεως, αναπληρωτήν του Μεγάλου Βεζύρου που απουσίαζε, τότε, εις την Αίγυπτον. Και απηυθύνετο προς δύο παραλήπτας: τον Βοεβόδαν και τον Καδήν των Αθηνών.
Μετά τας συνήθεις εισαγωγικάς φιλοφρονήσεις το ιστορικόν έγγραφον είχεν ως εξής: «Γνωστοποιούμεν υμίν ότι ο ειλικρινής ημών φίλος, η Α.Ε. λόρδος Έλγιν, έκτακτος απεσταλμένος της Αγγλικής Αυλής παρά τη Υψηλή Πύλη, εδήλωσε ημίν τα εξής: Είναι γνωστόν ότι αι πλείσται των Φραγκικών (ήτοι των χριστιανικών) Αυλών επιθυμούν διακαώς ν’ αναγνώσουν και εξερευνήσουν τα βιβλία, εικόνας ή ανάγλυφα και άλλα επιστημονικά έργα των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, ιδίως δε, οι υπουργοί, ή ανώτατοι λειτουργοί του Κράτους, φιλόσοφοι, πρόκριτοι και άλλοι ιδιώται εν Αγγλία εκτιμούν εξαιρέτως τας γραφάς και ανάγλυφα, όσα περιεσώθησαν και υπάρχουν από των αρχαιοελληνικών χρόνων παρά τας ακτάς του Αιγαίου πελάγους και αλλαχού. Και σοφοί τινές φιλάρχαιοι της Αγγλικής Αυλής επιθυμούν να ίδουν τ’ αρχαία οικοδομήματα και τα περίεργα ανάγλυφα της πόλεως των Αθηνών καθώς και τ’ αρχαία τείχη· η δε Α.Ε. ο ειρημένος πρεσβευτής παρήγγειλεν εις πέντε ζωγράφους, οίτινες ευρίσκονται, ήδη εις Αθήνας, να εξετάσουν και να θεωρήσουν, προς δε και να λάβουν αποτυπώματα των ανέκαθεν υπαρχόντων εκεί αναγλύφων. Παρεκάλεσε λοιπόν ημάς ρητώς όπως εκδοθή εντεύθεν επίσημον έγγραφον, διατάσσον ίνα, εφ’ όσον χρόνον οι ειρημένοι ζωγράφοι απασχολούνται εντός και εκτός της Ακροπόλεως των Αθηνών, μη διακοπή η εργασία αυτών, μηδέ παρεμβληθή προσοκόμματι υπό του Δισδάρη της Ακροπόλεως, μηδέ παρακωλύση τις αυτούς, εάν θελήσωσι να συναποκομίσωσι λίθους έχοντας αρχαίας επιγραφάς ή ανάγλυφα! Διά τούτο γράφομεν εις υμάς το έγγραφον τούτο και αποστέλλομεν αυτό διά του κ. Φιλίππου Χουντ κλπ.».
Παρεκάλεσε ημάς όπως εκδοθή επίσημον έγγραφον, διατάσσον ίνα, εφ’ όσον χρόνον οι ειρημένοι ζωγράφοι απασχολούνται εντός και εκτός της Ακροπόλεως των Αθηνών, μη παρακωλύση τις αυτούς, εάν θελήσωσι να συναποκομίσωσι λίθους έχοντας αρχαίας επιγραφάς ή ανάγλυφα.
Έτσι, επανήλθεν εις τας Αθήνας ο Χουντ κομιστής του ανωτέρω εγγράφου, το οποίον και παρέδωσεν εις τον Βοεβόδαν των Αθηνών.
Η Καθημερινή, 21 Ιουνίου 1939
Στο στόχαστρο και άλλα μνημεία
Μαζί με το κατηγορηματικόν φιρμάνι, του οποίου τας σημαντικωτέρας περικοπάς ανεφέραμεν προηγουμένως, ο δόκτωρ Χουντ έφερε και παρέδωσεν εις τον Βοεβόδαν των Αθηνών και μερικά αξιόλογα δώρα, από μέρους του εν Κωνσταντινουπόλει Λόρδου Έλγιν.
Αλλά ταυτοχρόνως, ο κομιστής του φιρμανίου εζήτησε να εκλέξη μόνος του, δυνάμει επιστολής του Έλγιν προς τον τεχνικόν διευθυντήν του συνεργείου Λουζιέρην, μίαν αρχαιοελληνικήν ανάμνησιν, ως δώρον, διά τας προσφερθείσας υπηρεσίας του, προς ευόδωσιν της όλης υποθέσεως της ιεροσυλίας. Επεσκέφθη, λοιπόν, ο Χουντ κατ’ επανάληψιν τους αρχαιοελληνικούς τόπους και εξέλεξε την ωραιοτέραν και μάλλον καλώς διατηρουμένην μετόπην του Παρθενώνος, την οποίαν απέσπασεν ο Λουζιέρης, με τους τεχνίτας και τους εργάτας του συνεργείου. Και την παρέδωσεν εις τον Χουντ ο οποίος την εφόρτωσε εις ένα καράβι και την μετέφερεν εις Κωνσταντινούπολιν.
Πρέπει να σημειωθή επίσης ότι κατά την διάρκειαν της διαμονής του Χουντ εις τας Αθήνας, έφθασε και ένας άλλος απεσταλμένος του Έλγιν, προς παρακολούθησιν των εργασιών του συνεργείου της ιεροσυλίας· Αυτός ήτο ο Άγγλος λοχαγός Θωμάς Λέϊσυ που υπηρέτει κατά την εποχήν εκείνην εις τον τουρκικόν στρατόν. Ο Λέϊσυ μόλις έφθασεν εις τας Αθήνας έγραψε προς τον Έλγιν ενθουσιώδεις εντυπώσεις διά τα γλυπτά του Παρθενώνος. Και του επρότεινε μάλιστα την απαγωγήν, εκ θεμελίων, ολοκλήρου της στοάς των Καρυατίδων!
Έπειτα ο Λέϊσυ, περιώδευσεν εις την Πελοπόννησον. Και επεσκέφθη την Ολυμπίαν, της οποίας τ’ αρχαιοελληνικά μνημεία επεθύμει επίσης ν’ αφαιρέση και εσκέπτετο ν’ ανασκάψη ο ακόρεστος Έλγιν. […] Αλλά περί αυτών ο Λέϊσυ έκρινεν ότι η εκτόπισις και η μεταφορά ήτο αρκετά δύσκολος – πολυδάπανος δε ελλείψει πλησιοχώρου βάσεως.
Εν τω μεταξύ και ο Χουντ, αφού έλαβε το δώρον του, επεχείρησε περιοδείαν, κατ’ εντολήν του Έλγιν, ανά την Ελλάδα. […] Κατόπιν ο Χουντ μετέβη εις τας Μυκήνας. Απεθαύμασεν εκεί, τους επί της Πύλης δύο λέοντας και έγραψε προς τον Έλγιν ότι λυπείται διότι η μεταφορά των λεόντων τούτων που είχον λαξευθή επί λίθου υπερμεγέθους, προς την εκείθεν απέχουσαν ακτήν, ήτο αδύνατος! Προ της αναχωρήσεώς του εξ Αθηνών ο Χουντ, μετά την επανάληψιν, άνευ εμποδίων, των εργασιών του συνεργείου της ιεροσυλίας, έγραφε προς τον Έλγιν: «Λογίζομαι ευτυχής που αναφέρω εις την Υμετέρα Εξοχότητα ότι καθ’ όλην την εν Αθήναις τελευταίαν διαμονήν μου κανείς από τους Τούρκους υπαλλήλους ή τους κατοίκους (;) δεν έμεινε που να μη προσεπάθει πώς να εξυπηρετήση τας θελήσεις υμών, ιδίως ο Βοεβόδας, ο αρχιερεύς και ο ημέτερος πράκτωρ, ο Λογοθέτης, οίτινες και οι τρεις μαζύ έχουν εις τα χέρια των την εξουσίαν του τόπου!…»
Εννοείται ότι ο Έλγιν, απεκρίνετο κατευχαριστημένος και έστελλε διάφορα δώρα (ωρολόγια, τηλεσκόπια, πήλινα και κρυστάλλινα αγγεία κλπ.) προς αμοιβήν των τουρκικών αρχών. Αλλά ταυτοχρόνως έγραφε (26 Δεκεμβρίου 1801) προς τον Λουζιέρην: «Επιθυμώ να έχω, από την Ακρόπολιν, πραγματικά δείγματα εκάστου αντικειμένου ή αρχιτεκτονικού κοσμήματος, εκάστου γείσου, εκάστης ζωοφόρου, εκάστου κιονόκρανου, της διακοσμήσεως των οροφών, των ραβδωτών κιόνων, δείγματα των αρχιτεκτονικών ρυθμών και των παραλλαγών αυτών, κατά το δυνατόν περισσότερα. Επί τέλους παν ό,τι γλυπτόν, μετάλλια και περίεργα μάρμαρα που θα ημπορούσαν να ευρεθούν κατόπιν αδιακόπου και προσεκτικής ανασκαφής. Αι ανασκαφαί αύται πρέπει να επιδιωχθούν όσω το δυνατόν δραστηριώτερον, οιοδήποτε και αν υπάρξη το αποτέλεσμα αυτών!…» […] Εις τας ολίγας αυτάς γραμμάς της ιδιοχείρου επιστολής του Έλγιν, διαγράφεται καθαρά ο μέγας κίνδυνος που διέτρεξαν, τότε, και τ’ αρχαιοελληνικά μνημεία της Ολυμπίας. […]
Απαντών ο Λουζιέρης εις τας απαιτητικάς επιστολάς του Λόρδου Έλγιν, διά τας Καρυάτιδας, του έγραφε, μεταξύ των άλλων, και τα εξής χαρακτηριστικά περί των εν Αθήναις εργασιών του συνεργείου και των σχετικών αντιλήψεών του: «Αν δεν ημπορέσω να λάβω το Πανδρόσειον ολόκληρον, δεν απελπίζομαι περί μίας από τας Καρυάτιδας. Το μνημείον του Φιλοπάππου είναι πτωχής αρχιτεκτονικής, πολύ ογκώδες, τα γλυπτά του δεν είναι της αρίστης τέχνης, ουδέ καλώς διατηρημένα. Οι “φορματούροι” απασχολούνται, τώρα, εις τον Ναόν του Ποσειδώνος Ερεχθέως, εις τον της Πολιάδος Αθηνάς και εις το Πανδρόσειον. Καθένα από τα μικρά αυτά μνημεία είναι αριστουργήματα. Αλλά, μάθετέ το, χωρίς ειδικόν φιρμάνι δεν θα δυνηθώμεν να πάρωμεν το τελευταίον. Σημειώσατε ότι οι Τούρκοι και οι Έλληνες αγαπούν το μνημείον αυτό και ηκούσθησαν μουρμουρίσματα όταν ο Χουντ εζήτησε να το πάρη!…» Δηλαδή, ο Χουντ εζήτησε να ξεσηκώση ολόκληρον το Πανδρόσειον. Και επειδή δεν τα κατάφερε, ηρκέσθη, όπως εγράψομεν ανωτέρω, να λάβη, ως δώρον, μίαν από τας ωραιοτέρας μετόπας του Παρθενώνος. Διά μεταγενεστέρας επιστολής του προς τον Λουζιέρην, ο Έλγιν υπέδειξε να μην διακόπτεται η συστηματική δωροδοκία του Βοεβόδα των Αθηνών, επίσης δε και να εξασφαλισθή η ανοχή των Αθηναίων με την απασχόλησιν πολλών εργατών με αδρότατα ημερομίσθια εις τα έργα των ανασκαφών. Κατόπιν της υποδείξεως αυτής του χρηματοδότου επιχειρηματίου ο Λουζιέρης ηύξησε τον αριθμόν των εργατών από τριακοσίων εις τετρακοσίους εκ των οποίων όμως πολλοί ελάχιστα ειργάζοντο.
Πάντως, το έργο της συλήσεως έλαβε διαστάσεις. Τ’ αφαιρούμενα, εκ της Ακροπόλεως, αγάλματα και ανάγλυφα ετοποθετούντο εις κιβώτια, εκ των οποίων άλλα μεν μεταφέροντο, προσωρινώς, εις την κατοικίαν του Λουζιέρη και άλλα εφυλάσσοντο εις αποθήκας, μετακομιζόμενα προς φόρτωσιν, εις Πειραιά, διά της υπαρχούσης, τότε, αθλιεστάτης οδού. […]
Η Καθημερινή, 22 Ιουνίου 1939
«Συλλογή Έλγιν»
Αι εργασίαι του συνεργείου του Έλγιν επί της Ακροπόλεως των Αθηνών είχον προχωρήσει και η αποστολή των καταβιβαζομένων εις την πόλιν αρχαιοτήτων εγίνετο συστηματική, προς το εν Πειραιεί αγγλικόν πλοίον «Μέντωρ», όταν τα τέλη Μαρτίου του 1802, ο Λόρδος Έλγιν επραγματοποίησε το από πολλού μελετώμενον ταξίδι του εις Αθήνας. Συνοδευόμενος παρ’ όλης της οικογενείας του ο Άγγλος πρεσβευτής έφυγεν από την Κωνσταντινούπολιν την 28ην Μαρτίου 1802. […]
Κατά την διάρκειαν της διαμονής, τότε, του Έλγιν εις την Ελλάδα, αι εργασίαι της ιεροσυλίας όχι μόνον ενετάθησαν εις τας Αθήνας, αλλά και εξετάθησαν και εις διαφόρους άλλας περιφερείας της Τουρκοκρατουμένης χώρας, τας οποίας και επεσκέφθη προσωπικώς ο Έλγιν, συνοδευόμενος υπό του Λουζιέρη. […] Κατά το διάστημα εκείνο των πυρετωδών εργασιών, ο Έλγιν κατήρτισε πολύτιμον συλλογήν αγαλμάτων, αναγλύφων, στηλών, αγγείων, κιονοκράνων, επιγραφών, διαφόρων απεικονισμάτων, δακτυλιολίθων, νομισμάτων, βάθρων θεάτρων, και πολλών άλλων μικρότερων αντικειμένων της αρχαιολογικής τέχνης. Ηγόρασεν επίσης πολλάς αρχαιότητας από μερικούς των τότε πτωχών και αμαθών Αθηναίων, που δεν εγνώριζον ούτε την προγονικήν ιστορίαν, ούτε την αξίαν των μαρμάρων τα οποία είχον ευρεθή εις τας κατοικίας των ή εις τους αγρούς των.
Αλλ’ εκείνο διά το οποίον κατεκρίθη ο Έλγιν από τους συγχρόνους του, και ιδίως από πολλούς επιφανείς Άγγλους, φίλους και θαυμαστάς της αρχαίας Ελλάδος, ήτο ο τρόπος με τον οποίον απεσπάσθησαν τ’ ανάγλυφα από την ζωοφόρον και τας μετόπας του Παρθενώνος. Κατά τον κατάλογον του Βισκόντη, ο Έλγιν παρέλαβεν από τον Παρθενώνα, τα Προπύλαια και την λοιπήν Ακρόπολιν: αγάλματα και τεμάχια 77, διάφορα άλλα τεμάχια 7, εκ του Ναού της Απτέρου Νίκης 4, εκ του Ερεχθείου 18, μεταξύ των οποίων και μίαν Καρυάτιδα. Εκ του θεάτρου του Βάκχου 4, μεταξύ των οποίων και κολοσσιαίον άγαλμα του Βάκχου. Επίσης διάφορα τεμάχια εκ της λοιπής Ακροπόλεως: Κεφαλάς μεμονωμένας 13, ιδιαίτερα μεμονωμένα γλυπτικά έργα 34, υδρίας μαρμαρίνας και χαλκίνας 14, βωμούς 8, επιτυμβίους λίθους 13, επιγραφάς 66 και μερικά άλλα ακόμη, εν συνόλω 253 τεμάχια, εκ των πολυαρίθμων μικρών αντικειμένων της αρχαιοελληνικής τέχνης.
Δικαιολογούμενος εις τον Λογοθέτην και εις άλλους Αθηναίους προκρίτους, μετά των οποίων εγνωρίσθη, τότε, ο Έλγιν, έλεγεν ότι τα αρχαία αντικείμενα των Αθηνών ηπειλούντο υπό καταστροφής ή διαρπαγής και ότι επομένως εσώζοντο μεταφερόμενα και φυλασσόμενα εις την Αγγλίαν υπέρ του πολιτισμού, ως κειμήλια της τέχνης των αρχαίων. Μίαν ημέραν, μάλιστα, που επανελάμβανε τα επιχειρήματά του, είπε προς τον Λογοθέτην, επί παρουσία και άλλων Αθηναίων:
– Αδίκως λέγουν ότι εγώ, μετά τον Μοροζίνην, έθιξα αρχαιοελληνικά μνημεία του Παρθενώνος. Προ εμού ήλθεν ο Σουαζέλ Γκουφιέ (ο Γάλλος εν Κωνσταντινουπόλει πρεσβευτής που ήλθεν εις τας Αθήνας κατά το 1795) και αυτός κατέρριψε πρώτος μετόπην εκ του Παρθενώνος. Εννοείτε, λοιπόν, τι θα συνέβαινε εάν εγεννάτο, εις το μέλλον, άμιλλα μεταξύ Άγγλων και Γάλλων αρχαιοφίλων προς συλλογήν αρχαιοτήτων!
Και με την πεποίθησιν ότι προσέφερε μεγάλην υπηρεσίαν προς την αρχαιοελληνικήν τέχνην, ο Έλγιν, πρεσβεύων τ’ ανωτέρω, δεν εδίστασε (Μηλιαράκης) ν’ αναγράψη το όνομά του καθώς και το της γυναικός του επάνω εις έναν κίονα του Παρθενώνος.[…]
Η Καθημερινή, 23 Ιουνίου 1939
Το ναυάγιο κοντά στα Κύθηρα
Η συλλογή που κατήρτισεν ο Έλγιν, κατά την διάρκειαν των εργασιών του συνεργείου του εις Αθήνας, διέτρεξε, τμηματικώς, διαφόρους κινδύνους, εκ των οποίων ο σπουδαιότερος (και διά το σημαντικώτερον τμήμα των αρχαιοτήτων που αφηρέθησαν) προήλθεν από το ναυάγιον του ιδιοκτήτου πλοίου του Έλγιν «Μέντωρ» παρά τα Κύθηρα. Το ναυάγιον αυτό έλαβε χώραν την 5 Σεπτεμβρίου 1802, καθ’ ην δηλαδή εποχήν ο «Μέντωρ» έπλεεν από το λιμάνι του Πόρτο-Δράκο (Πειραιώς) προς την Μάλταν, μεταφέρων εκεί το δι’ Αγγλίαν προοριζόμενον πολύτιμον φορτίον του.
Ο «Μέντωρ» απέπλευσεν εκ Πειραιώς την 3 Σεπτεμβρίου 1802 με καιρόν μάλλον ήσυχον, όταν την μεθεπομένην κατελήφθη υπό σφοδροτάτης τρικυμίας και εναυάγησεν εις τον κόλπον του Αυλέμονος των Κυθήρων, κατά την προαναφερομένην ημερομηνίαν. Τα περί του ναυαγίου αυτού, ο Κυθήριος χρονογράφος Γρηγόριος ιερεύς Λογοθέτης εκθέτει ως εξής: «1802 Σεπτεμβρίου 5 ένα καράβι εγγλέζικο ερχόμενο από Αθήνας διά ν’ αράξη εις τον Αυλέμονα, ήταν φορτωμένο με αξιόλογα μαρμάρινα αγάλματα διάφορα, βαλμένα εις κασέλαις· Και επειδή εκοιμώντο οι άνθρωποι, εκτύπησε εις μίαν ξέραν και έσπασε· τα δε μάρμαρα με τις κασέλαις επήγαν όλα εις το βάθος της θάλασσας, μόνον οι άνθρωποι εγλύτωσαν γυμνοί. Ήταν ο κύριος των μαρμάρων, ο σεκρετάριος του μπαΐλου της Κωνσταντινουπόλεως, τον οποίον εδέχθη και επεριποιήθη ο κύριος υποπρόξενος Εμμανουήλ Καλούτσης. Έστειλεν ο Μιλόρδος και ήλθαν βουτυκτάδες και του εύγαλαν μερικαίς κασέλαις και έδινε εις κάθε κασέλα 500 γρόσια· έως 40.000 γρόσια τους έδιδε να τα ευγάλουν όλα. Είχε και ένα Σκλαβούνικο καράβι πλερωτικό διά να φυλάττη τα μάρμαρα και χώρια άλλα καΐκια και φελούκες. – Εκεί πηγαινάμενος ένας χωρικός από τα Αλοϊζιάνικα (χωριό των Κυθήρων) διά να πάρη ένα βαρέλι την νύκτα, τον εσκότωσαν οι Σκλαβούνοι. – Επήγε δε εις την Μάλτα διά να φέρη καράβι με εργαλεία, διά να ευγάλη και τα επίλοιπα μάρμαρα. Ήλθεν ο ίδιος μπαΐλος εδώ, έπειτα επήγε διά την Μάλτα. Έκαμε μεγάλες ευχαριστήσεις του Καλούτση πως επεριποιήθη τον σεκρετάριόν του, χαρίζοντάς του αξιόλογα χαρίσματα».
Εκτός του ανωτέρου χρονικού περισώθησαν, εις το αρχείον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρίας, και άλλα σπουδαιότατα σχετικά έγγραφα, που προσεφέρθησαν προ πολλών ετών από των απογόνων του παλαιού υποπροξένου της Αγγλίας εις Κύθηρα Εμμανουήλ Καλούτση. Εκ τούτων προκύπτει ότι ο λόρδος Έλγιν έλαβεν εις Κωνσταντινούπολιν, είδησιν του ναυαγίου μόλις την 25ην Οκτωβρίου 1802. Και αμέσως επεκαλέσθη την βοήθειαν των ευρισκομένων εις το Αιγαίον αγγλικών πλοίων. Την δε 3ην Νοεμβρίου του ιδίου έτους υπεγράφη εις την Κωνσταντινούπολιν συμβόλαιον του Έλγιν μετά του Σπετσιώτου πλοιοκτήτου Βασιλείου Μεναχίνη, ο οποίος και ανέλαβε την ανέλκυσιν των κιβωτίων με τας αρχαιότητας, που ευρίσκοντο εις τον ναυαγήσαν πλοίον «Μέντωρ». Η ανέλκυσις των κιβωτίων εβράδυνε πολύ ιδίως λόγω της χειμερινής εποχής καθ’ ην το έργο των δυτών ήτο πολύ δύσκολον. Μετά παρέλευσιν μάλιστα ενός μηνός από της ενάρξεως, το έργον έγινε αδύνατον, δι’ ο και διεκόπησαν αι εργασίαι της ανελκύσεως μέχρι των αρχών της ανοίξεως του 1803.
Αι εργασίαι της ανελκύσεως επερατώθησαν μόλις κατά τον Οκτώβριον του 1804, ότε, μετά πάροδον δύο περίπου ετών από του ναυαγίου, ανειλκύσθησαν και τα τελευταία κιβώτια. Την ανέλκυσιν υπεβοήθησε πολύ ο ζήλος του υποπροξένου της Αγγλίας Καλούτση, περί του οποίου ο Άμιλτων (28 Δεκεμβρίου 1804) έγραφε προς τον Έλγιν, πλέκων τα εγκώμιά του και εξαίρων τας προσφερθείσας υπηρεσίας του. […]
Αι εργασίαι της ανελκύσεως επερατώθησαν μόλις κατά τον Οκτώβριον του 1804, ότε, μετά πάροδον δύο περίπου ετών από του ναυαγίου, ανειλκύσθησαν και τα τελευταία κιβώτια.
Η αποστολή αρχαιοτήτων εις την Αγγλίαν, υπό του συνεργείου του Έλγιν, εξηκολούθει κατά περιόδους και μετά το ναυάγιον του «Μέντορος» παρά τα Κύθηρα. Ολιγοχρόνιος διακοπή έγινε κατά το 1807, λόγω του συντόμου, ίσως, πολέμου μεταξύ Αγγλίας και Τουρκίας, κατά την διάρκειαν του οποίου ο Λουζιέρης εγκατέλειψε τας Αθήνας, προσωρινώς. Κατά το διάστημα της απουσίας του Λουζιέρη εξ Αθηνών, αι συλλεγείσαι εν τω μεταξύ αρχαιότητες κατεσχέθησαν κατόπιν ενεργειών των Γάλλων. Επρόκειτο, μάλιστα, να μεταφερθούν εις Γαλλίαν, αλλ’ η μεταφορά εματαιώθη ελλείψει πλοίου. Μετά το τέλος, όμως, του συντόμου αγγλοτουρκικού πολέμου, ο Λουζιέρης επανήλθεν εις Αθήνας, κατά δε το 1811 απέστειλεν εις την Αγγλίαν, εις παραλαβήν του Έλγιν, και άλλο φορτίον εξ 80 περίπου κιβωτίων με διαφόρους αρχαιότητας.Μετά την συγκέντρωσιν της συλλογής του εις Αγγλίας, ο λόρδος Έλγιν απεφάσισε, κατά το 1812, να διαθέση αυτήν προς πώλησιν, εις την αγγλικήν Κυβέρνησιν, δι’ ο και υπέβαλε σχετικήν αίτησιν προς τον Πρόεδρον της Βουλής των Κοινοτήτων Κάρολον Άμποτ, ζητών μόνον την πληρωμήν των εξόδων του, τα οποία υπελόγιζεν εις 65.000 περίπου λίρας Αγγλίας. Αλλά λόγω των πολέμων εις τους οποίους ήτο, τότε, απησχολημένη η αγγλική Κυβέρνησις αλλά και λόγω της κρισίμου οικονομικής καταστάσεως, ο πρωθυπουργός και υπουργός του Δημοσίου Θησαυρού Πέρσεβαλ επρότεινε μόνον 30.000 λίρας, ποσό που εθεώρησεν ανεπαρκές ο Έλγιν, δι’ ο και αι σχετικαί διαπραγματεύσεις κατέπαυσαν εντός 15 ημερών από της ενάρξεώς των.Σημειωτέον ότι, εν τω μεταξύ, ηγέρθη μέγας θόρυβος περί την συλλογήν αρχαιοτήτων του Έλγιν. Παρεκτός δε των διαμαρτυριών των επιφανών Άγγλων φιλελλήνων, ηγέρθησαν και αμφισβητήσεις ως προς το ζήτημα της νομίμου κατοχής της συλλογής του Έλγιν. Συνεζητείτο, δηλαδή, εάν αυτός ήτο νόμιμος κάτοχος της συλλογής ως ιδιώτης ή εάν κατήρτισεν αυτήν και την κατείχεν υπό την ιδιότητα του πρεσβευτού της Μ. Βρεταννίας. Ο Έλγιν απήντησε, τότε, εις τας αμφισβητήσεις αυτάς ότι τοιούτο ζήτημα δεν ήτο δυνατόν να εγερθή εις την συνταγματικήν Αγγλίαν.
Επί τέλους η αγγλική Κυβέρνησις εθεώρησε την συλλογήν ως ιδιωτικήν κτήσιν και ο Έλγιν εγκατέστησεν αυτήν εις το μέγαρον Burlington-House, όπου και επέτρεπε την είσοδον εις τους αρχαιολόγους και καλλιτέχνας διά ν’ αποθαυμάσουν και απεικονίσουν τ’ αρχαιοελληνικά αριστουργήματα.
Η Καθημερινή, 24 Ιουνίου 1939
Η πώληση της συλλογής στην αγγλική κυβέρνηση
Αι διαπραγματεύσεις διά την πώλησιν της συλλογής του Έλγιν προς την αγγλικήν Κυβέρνησιν, που διεκόπησαν κατά το 1812, επανελήφθησαν κατά τας αρχάς Φεβρουαρίου του 1815. Ο λόρδος Έλγιν υπέβαλε, τότε, και δευτέραν αίτησιν προς το αγγλικόν κοινοβούλιον, ζητών διά την συλλογήν του μόνον τα έξοδα που υπέστη, τα οποία και υπελόγιζε περίπου εις 65.000 αγγλικάς λίρας. Κατηρτίσθη, λοιπόν, κοινοβουλευτική επιτροπή υπό την προεδρίαν του Bankes. […]
Πρέπει να σημειωθή ότι η επιτροπή προσεκάλεσε, κατά την διάρκειαν των εργασιών αυτής, διασήμους τεχνίτας και τεχνοκρίτας, διά να εκφέρουν τας γνώμας των περί της αξίας τών υπό αγοράν αρχαιοτήτων, τόσον από τεχνικής όσον και από χρηματικής απόψεως. Επροτάθησαν δε εις την επιτροπήν τρεις τιμαί: Ο Νάϊτ ώρισε τιμήν 25 χιλιάδων λιρών στερλινών. Ο Άμιλτων ανεβίβασε την τιμήν εις 60.000 λίρας. Ο δε κόμης Άμπερντην, του οποίου την γνώμην απεδέχθη η επιτροπή, υπελόγισε την τιμήν εις 35.000. Ο πρόεδρος της επιτροπής Bankes εισήγαγε την έκθεσιν της επιτροπής εις την Βουλήν των Κοινοτήτων κατά την συνεδρίασιν της 7ης Ιουλίου 1816. Και υπεστήριξε την αγοράν των αρχαιοτήτων, αντικρούσας τα επιχειρήματα εκείνων που δεν ήθελον την αγοράν επί τω λόγω ότι δεν ημπόρει το δημόσιον ταμείον και ότι, εκ τούτου, 120.000 παιδιά εις το Λονδίνον, εστερούντο, τότε, πάσης παιδεύσεως. Επίσης ο Bankes κατεπολέμησε και την αντίρρησιν ότι ο Έλγιν, υπό την διπλωματικήν του ιδιότητα, αφήρεσε τας αρχαιότητας των Αθηνών, προβάλλων τας εξηγήσεις πολλών περιηγητών που ισχυρίζοντο ότι και οι Αθηναίοι ειργάσθησαν προθύμως προς εκτέλεσιν του δοθέντος εις τον Έλγιν φιρμανίου και ότι η ειρηνική αυτή αφαίρεσις των αρχαιοελληνικών αριστουργημάτων έγινε προς διάσωσιν αυτών από μελλούσης καταστροφής.Ταυτοχρόνως, όμως, ανεπτύχθη ζωηροτάτη αντίδρασις εις το Λονδίνον, εναντίον της αγοράς των ελληνικών αρχαιοτήτων. Επιφανή μέλη του αγγλικού κοινοβουλίου όπως ο Curwen, ο Hammersley, ο λόρδος Μίλτων και μερικοί άλλοι εχαρακτήρισαν την μεν αγοράν ως πολυτέλειαν, λόγω των δυσχερών οικονομικών περιστάσεων υπό τας οποίας, τότε, διετέλει η Αγγλία, τον δε τρόπον που μετεχειρίσθη ο λόρδος Έλγιν, προς επιτυχίαν του σκοπού του, ως μη επιτρεπόμενον εις εντίμους ανθρώπους, αλλά και επιζήμιον τα μέγιστα εις τον δυνάμενον ν’ ακμάση, εκ νέου, αθηναϊκόν λαόν.[…]
Και αυτά μεν ελέχθησαν και πολλά άλλα εγράφησαν κατά την εποχήν της αγοράς, υπό του αγγλικού δημοσίου, των ελληνικών αρχαιοτήτων που αφηρέθησαν από τον Έλγιν. Αργότερα, όμως, πολλά δημοσιεύματα και διαβήματα, γενόμενα κατά διαφόρους εποχάς, συνίστων την απόδοσιν των αρχαιοελληνικών αριστουργημάτων εις την Ελλάδα. Η σοβαρωτέρα προσπάθεια ανεπτύχθη υπό του εν Λονδίνω παλαιού πρεσβευτού της Ελλάδος Ιωάννου Γενναδίου, ο οποίος, αρχικώς, εζήτησε μερικάς από τας ευρισκομένας εις το Βρεταννικόν Μουσείον ελληνικάς αρχαιότητας απαραιτήτους διά την αναστήλωσιν του Παρθενώνος.Ο Γεννάδιος ήλθεν εις διαπραγματεύσεις μετά του διευθυντού του Βρεταννικού Μουσείου, ο οποίος εξεδήλωσεν επιφυλάξεις, ειπών ότι «αν λάβουν οι Έλληνες μέρος των αρχαιοτήτων, θ’ αρχίσουν αργότερα ν’ απαιτούν και τα μέρη της ζωοφόρου και ούτω καθεξής». Εις την ένστασιν αυτήν, ο Έλλην πρεσβευτής απήντησε: – Τοιούτος φόβος ούτε πιθανότητα έχει, ούτε πρακτικήν σημασίαν. Ημείς ζητούμεν αποκατάστασιν αρχιτεκτονικών μελών, απαραιτήτως αναγκαίων εις την ανοικοδόμησιν, ενώ η ζωοφόρος σύγκειται εκ καλλιτεχνικών γλυπτών, τα οποία ουδέποτε θα ημπορούσαμεν ν’ αναστηλώσωμεν, αφού δεν υπάρχει πλέον το μεγαλείτερον μέρος των τοίχων, τους οποίους εκόσμει η ζωοφόρος. […]
Η αίτησις του Έλληνος πρεσβευτού Γενναδίου εισήχθη εις το διοικητικόν συμβούλιον του Βρεταννικού Μουσείου, που αποτελείται εκ του πρωθυπουργού της Αγγλίας, του Αρχιεπισκόπου Καντέρμπουρυ και μερικών άλλων προσωπικοτήτων του Λονδίνου. Μετά την σχετικήν απόφασιν, ο διευθυντής του Βρεταννικού Μουσείου απηύθυνε προς τον Ιωάννην Γεννάδιον, την κάτωθι επιστολήν:
Φίλε κύριε Γεννάδιε,
Μόλις το παρελθόν Σάββατον ηδυνήθην να καθυποβάλω εις το Συμβούλιον του Μουσείου το παρ’ υμών ανακινηθέν ζήτημα περί του κιονοκράνου και του τυμπάνου του Παρθενώνος. Οι Σύμβουλοι εσκέφθησαν περί αυτού με την προσοχήν εκείνην που οφείλεται εις πάσαν υμετέραν αίτησιν, αλλ’ επείσθησαν ότι εις εν μόνον ηδύναντο να φθάσωσι συμπέρασμα: Ως Σύμβουλοι υπόκεινται εις τους νόμους τούς διέποντας τα του Συμβουλίου· κατά τους νόμους δε τούτους αποκλείεται η απαλλοτρίωσις αντικειμένων, εμπεπιστευμένων εις την φροντίδα αυτών, εκτός αν είναι ή διπλά ή ανάξια λόγου. Και ουδεμία των κατηγοριών τούτων δύναται ν’ αφορά μέρη του Παρθενώνος. Όθεν ενετείλαντό μοι ν’ απαντήσω υμίν σύμφωνα με ταύτα και με την βεβαίωσιν του προς υμάς, ατομικώς, υψηλού αυτών σεβασμού.
Πιστεύσατε, κύριε, κτλ
(Υπογρ.) F. G. Kenyon» […]
Η Καθημερινή, 25 Ιουνίου 1939
Ιωάννης Γεννάδιος και υιός Έλγιν
Συνέβη, μάλιστα, κάποτε, μετά την επάνοδόν του εξ Ινδιών, ο υιός Έλγιν (σ.σ. ο οποίος ανήλθε στο αξίωμα του Αντιβασιλέα των Ινδιών εν έτει 1862) να συναντηθή με τον εν Λονδίνω πρεσβευτήν της Ελλάδος Ιωάννην Γεννάδιον, ο οποίος ειργάσθη, χωρίς ευτυχές αποτέλεσμα επί μακρόν διάστημα, εις την αγγλικήν πρωτεύουσαν, διά την απόδοσιν των αρχαιοελληνικών μνημείων εις την Ελλάδα, περί ων και έγραψεν αξιόλογον πραγματείαν. Η συνάντησις του Γενναδίου με τον υιόν Έλγιν έγινεν εις ένα επίσημο συμπόσιον όπου η θέσις του διπλωματικού αντιπροσώπου της Ελλάδος […] ωρίσθη δεξιά του υιού Έλγιν. Επωφελήθη, τότε, της ευκαιρίας ο Γεννάδιος, κατά την διάρκειαν της συνομιλίας του με τον υιόν Έλγιν, να φέρη τον λόγον, με πολλήν λεπτότητα, και επί των πολυθρυλήτων Ελγινείων μαρμάρων: Ο ελληνικός λαός, του είπε, περιμένει, από πολλών ετών, από τους κυβερνήτας της Μ. Βρεταννίας μίαν δευτέραν ευγενή χειρονομίαν! Ο υιός Έλγιν εστράφη, τότε, και με περιέργειαν τον ηρώτη:
– Ποία ήτο η πρώτη και ποία είναι η δευτέρα χειρονομία περί της οποίας ομιλείτε;– Η πρώτη, ανταπήντησεν ο Γεννάδιος, έγινε από τον αείμνηστον πατέρα σας που ανέλαβε, με την αγάπην του προς την αρχαιοελληνικήν τέχνην, να περισώση σπουδαία αριστουργήματα της Ακροπόλεως των Αθηνών, επειδή εφοβείτο την καταστροφήν των κατά τους χρόνους της δουλείας. Η δευτέρα, φυσικά, θ’ ανήκη εις εκείνους που θ’ αποφασίσουν και θα συντελέσουν εις την δικαίαν επιστροφήν των μνημείων αυτών εις την Ελλάδα!
Εις το σημείον αυτό ο υιός Έλγιν δεν επρόφερε λέξιν. Προφανώς, ενεθυμήθη ότι τα περί ων επρόκειτο αρχαιοελληνικά μνημεία δεν είχον προσφερθή δωρεάν, από τον πατέρα του, εις την βρεταννικήν Κυβέρνησιν, αλλ’ είχον πωληθή αντί του ποσού των 45.000 αγγλικών λιρών. Μετά παρέλευσιν ολίγων στιγμών, ο υιός Έλγιν ήλλαξε θέμα συνομιλίας με τον Γεννάδιον, ο οποίος έγραψε σχετικώς εις την πραγματείαν του ότι «εφαίνετο επιθυμών ν’ αποφύγωμεν πάσαν μνείαν περί των Ελγινείων μαρμάρων». […]
Η Καθημερινή, 18 Ιουνίου 1939
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου