(Εισήγηση στη Νάξο 10-7-2014)
ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου – Καθηγητού
Ευχαριστώ από καρδιάς τους διοργανωτές των «Νικοδημίων», οι οποίοι μου έκαναν τη μεγάλη τιμή να με καλέσουν να μιλήσω απόψε για έναν μεγάλο άγιο της Εκκλησίας μας. Για τον ναξιώτη άγιο Νικόλαο Πλανά, ένα πρότυπο ολοκληρωμένου ανθρώπου, ο οποίος, όπως θα δούμε, μπορεί να γίνει οδηγός μας στους ασέληνους δύσκολους καιρούς που διανύουμε. Θα προσπαθήσω να παρουσιάσω τις πτυχές εκείνες του μεγάλου άνδρα, που τον καθιστούν γνήσιο φορέα του ελληνορθοδόξου ιδεώδους και ακόμα φορέα του ησυχαστικού και κολυβαδικού πνεύματος, τα οποία οριοθετούν την γνήσια ορθόδοξη πνευματικότητα. Ιδιαίτερα το κολλυβαδικό κίνημα, όπως είναι γνωστό, μας επανέφερε στις γνήσιες πηγές της Ορθοδοξίας μας και μας απάλλαξε από τις παρείσακτες δυτικές επιδράσεις του σχολαστικισμού, του δικανικού και ευσεβιστικού πνεύματος, που είχαν παρεισφρήσει στην Ορθόδοξη Ανατολή και είχαν αλλοιώσει ως ένα σημείο την ορθόδοξη παράδοσή μας.
Ας αρχίσουμε όμως με το βίο του αγίου. Γεννήθηκε στην αγιοτόκο Νάξο στα 1851. Γονείς του οι εύποροι και ευσεβείς ναξιώτες: ο Καπετάν Γιάννης και η υπέροχη Αυγουστίνα, ιδιοκτήτες καϊκιού. Ενέπνευσαν στον Νικόλαο την άδολη και απλοϊκή ορθόδοξη πίστη. Το μικρό ιδιόκτητο εκκλησάκι του αγίου Νικολάου στο κτήμα τους είχε γίνει το δεύτερο σπίτι για τον μικρό Νικόλαο. Του άρεσε να παίζει τον παπά. Έβαζε ένα σεντόνι για φελόνι και έκανε λειτουργία. Έψελνε τόσο κατανυκτικά και μελωδικά ώστε σταματούσαν οι διαβάτες να τον ακούσουν και αν ευφρανθούν! Πρότυπό του και πρώτος του δάσκαλος ο παππούς του, πατέρας της μητέρας του, ο σεβάσμιος και ευσεβής ιερέας Γεώργιος Μελισσουργός. Πρώτο του αναγνωστικό το Ψαλτήρι και τα άλλα εκκλησιαστικά βιβλία. Από μικρός βοηθούσε τον ιερέα παππού του στα ιερατικά του καθήκοντα. Εκείνος τον μύησε στην ευλάβεια και το δέος του Ιερού Βήματος. Εκείνος του ενέπνευσε την αγάπη το αίσθημα της αφοσίωσης στο Θεό, την ιερότητα της προσευχής, την υποχρέωση της ακρίβειας τελέσεως των Ιερών Μυστηρίων και των ιερών ακολουθιών. Του ενέπνευσε επίσης την απλότητα και την ταπείνωση. Και ακόμη την αγάπη και το σεβασμό προς όλους ανεξάρτητα τους ανθρώπους. Ιδιαίτερα για τους ενδεείς και όσους βρίσκονται σε θλίψεις.
Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών πέθανε ο πατέρας του. Η χήρα μητέρα του πήρε το Νικόλαο και την αδελφή του και πήγαν να ζήσουν στην Αθήνα και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού, όπου υπήρχαν πολλοί Ναξιώτες. Μοιράστηκε με την αδελφή του την πατρική περιουσία, αλλά ο ίδιος είχε βάλλει ενέχυρο το μερίδιό του και για τούτο έμεινε φτωχός σε όλη του τη ζωή. Σε ηλικία δεκαεπτά ετών νυμφεύτηκε τη σεμνή νέα Ελένη Προβελέγγιου από τα Κύθηρα, κατόπιν πιέσεως της μητέρας του. Από αυτόν τον γάμο απέκτησε έναν γιο, ονόματι Ιωάννη. Αλλά η σύζυγός του σύντομα αρρώστησε και πέθανε. Διακατέχονταν από σφοδρό πόθο να υπηρετήσει την Εκκλησία. Ο Θεός τον αξίωσε να εισέλθει στο Άγιο Θυσιαστήριο. Και όντως στις 28 Ιουλίου του 1879 χειροτονήθηκε διάκονος στο ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Πλάκας και στις 2 Μαρτίου 1885 πρεσβύτερος στο ναό του Αγίου Παντελεήμονος Ιλισσού, όπου τοποθετήθηκε εφημέριος, και αργότερα στο ναό του Αγίου Ιωάννου Κυνηγού, της οδού Βουλιαγμένης, όπου την εποχή εκείνη η περιοχή ήταν αμπέλια και στάνες και όπου ζούσαν μόνο οκτώ οικογένειες βοσκών. Παράλληλα λειτουργούσε τις καθημερινές στο μικρό παρεκκλήσι του Αγίου Ελισσαίου στο Μοναστηράκι, κάνοντας τακτικά κατανυκτικές ολονυχτίες και με περισσή ευλάβεια, έχοντας ως ψάλτες τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη.
Ο Παπα-Νικόλας Πλανάς δεν άργησε να φημισθεί ως ένας από τους πλέον ενάρετους κληρικούς της Αττικής. Η ευλάβειά του, η καλοσύνη του, η ταπεινοφροσύνη του, η ανεξικακία του, η συχγωρετικότητά του, η απλότητά του, ο γλυκύς και πράος λόγος του, η συμπόνια του για τους υποφέροντες, η αφιλαργυρία του, το ακτινοβόλο πρόσωπό του έκανε τους Αθηναίους να τον αγαπήσουν και να τον σέβονται. Προπάντων όμως τους ενθουσίαζε η αγάπη του για το Θεό, καθώς και η σχολαστικότητά του και η ιεροπρέπειά του στη Θεία Λατρεία. Όταν λειτουργούσε έχανε την αίσθηση ότι βρισκόταν στη γη, αλλά νόμιζε ότι βρισκόταν στο ουράνιο θυσιαστήριο του Υψίστου και λειτουργούσε με τους αγίους και τους αγγέλους. Ήταν τόσο μεταρσιωμένος που δεν μπορούσε πολλές φορές να συνεννοηθεί με τους βοηθούς του κατά την ώρα της Θείας Λατρείας!
Ήταν ολιγογράμματος, έκανε φραστικά λάθη στα αναγνώσματα, αλλά όχι και στις ευχές που τις είχε μάθει σωστά από μνήμης. Η μεγαλύτερή του ευχαρίστηση ήταν οι ολονυχτίες, οι οποίες εκτείνονταν ως τις πρώτες πρωινές ώρες, όπου σπάνια καθόταν, αλλά στέκονταν όρθιος μπροστά στην Αγία Τράπεζα προσευχόμενος. Ζούσε κυριολεκτικά για να λειτουργεί. Ο ναός ήταν το πραγματικό του σπίτι. Τις ιερές ακολουθίες τις θεωρούσε ως πρώτιστη υποχρέωσή του για την αέναη δοξολογία του Θεού, διότι ζούσε ο μακάριος εκείνος άνδρας την συνεχή παρουσία Του στη ζωή του και γεύονταν ακατάπαυστα τις θείες δωρεές Του! Αλλά τις ιερές ακολουθίες του ναού τις συνέχιζε και στο φτωχικό του σπίτι. Η προσωπική προσευχή του ήταν ατέλειωτη. Ολόκληρη η ζωή του ήταν προσευχή και δοξολογία στο Θεό. Δεν υπήρχε χρόνος κενός στην καθημερινότητά του, που να μην μνημόνευε το όνομα του Θεού, να μην δοξολογούσε το άγιο όνομά Του, να μην Τον ευχαριστούσε και να μην δέονταν για όλους τους ανθρώπους και τελευταία για τον εαυτό του.
Παράλληλα προσπαθούσε να απαλύνει τον πόνο, τα βάσανα, τις θλίψεις και τη φτώχεια των βασανισμένων, αρρώστων και ενδεών ανθρώπων. Ο ασθενικός και αφιλοχρήματος εκείνος άνδρας έβρισκε το σθένος μα και τα υλικά μέσα, για να ανακουφίσει όσους υποφέρουν. Ό, τι του έδιναν οι πιστοί για να επιβιώσει ο ίδιος, διότι την εποχή εκείνη δεν μισθοδοτούνταν οι κληρικοί, εκείνος το έδινε στους φτωχούς. Ο ίδιος ήταν λιτός και ασκητικός. Νήστευε όλες τις σαρακοστές της Εκκλησίας, ακόμη και όταν ήταν άρρωστος δεν κατάλυε το λάδι. Το περίσσευμα από τις νηστείες του το εξοικονομούσε για τους φτωχούς. Η μεγαλύτερή του ικανοποίηση ήταν όταν ελεούσε και έβλεπε χαρά στα πρόσωπα των φτωχών.
Ο Παπα- Νικόλας Πλανάς αξιώθηκε από το Θεό να φέρει σημεία της αγιότητας και ενώ όσο ζούσε, για τα οποία ποτέ του δεν καυχήθηκε. Υπάρχουν πάμπολλες μαρτυρίες για θαύματα που έκανε εν τη ζωή. Θεράπευε ασθενείς, έβγαζε δαιμόνια από δαιμονισμένους, προφήτευε τα μέλλοντα. Ήταν ολοφάνερο πως η χάρις του Θεού δρούσε μέσω του αγιασμένου του προσώπου. Αλλά είχε και το χάρισμα του παρηγορητή. Χιλιάδες άνθρωποι μορφωμένοι και αμόρφωτοι, επιστήμονες και αγράμματοι έτρεχαν να πάρουν τη σοφή συμβουλή του σε δύσκολα και δυσεπίλυτα προβλήματα. Ο έχων τη θεία φώτιση Παπα- Νικόλας έδινε τη λύση και καθοδηγούσε κάθε απελπισμένο και πονεμένο από τα χτυπήματα της ζωής. Ο ίδιος δεν σπούδασε σε πανεπιστήμια και ανώτερα σχολεία, ή Γυμνάσια, Λύκεια και Εκκλησιαστικές Σχολές για να αποκομίσει κοσμική σοφία. Δε γνωρίζουμε αν φοίτησε καν στο Ελληνικό λεγόμενο Σχολείο της εποχής του. Ήταν, όπως προαναφέραμε, ολιγογράμματος, αλλά του δωρίθηκε, από τον Πατέρα των Φώτων, η θεία σοφία, η οποία είναι ασύγκριτα ανώτερη από την ανθρώπινη σοφία. Διέθετε, ως εκλεκτό δοχείο της χάριτος του Θεού, τον φωτισμό του Παναγίου Πνεύματος.
Για πενήντα και πλέον χρόνια υπηρέτησε με συνέπεια, ευλάβεια και φόβο Θεού το Ιερό Θυσιαστήριο, και ταυτόχρονα το λαό του Θεού. Ο προσωπικός του αγώνας, οι θυσίες και οι κόποι του ιερατικού και ποιμαντικού του έργου έφθειραν το μικροκαμωμένο και λεπτοκαμωμένο σώμα του αγίου κληρικού. Η φυσική φθορά της ανθρώπινης φύσης έφερε τον Παπα- Νικόλα στο τέρμα του επί γης βίου του. Ήταν Κυριακή του Ασώτου, 28 Φεβρουαρίου 1932, όταν τέλεσε τη Θεία Λειτουργία για τελευταία φορά. Λίγο πριν τελειώσει η Θεία Λειτουργία, ένοιωσε αδιαθεσία και έπεσε λιπόθυμος. Έντρομοι οι πιστοί τον σήκωσαν, τον συνέφεραν και τον μετέφεραν στο φτωχικό του σπίτι. Αλλά παρ’ όλες τις φροντίδες των αφοσιωμένων σε εκείνον πιστών, άφησε την τελευταία του πνοή στις 2 Μαρτίου του ιδίου έτους. Πριν παραδώσει την αγιασμένη ψυχή του στον Κύριο, που τόσο αγάπησε στη ζωή του και υπηρέτησε πιστά, έκαμε το σημείο του Τιμίου Σταυρού και ψιθύρισε το λόγιο του αποστόλου Παύλου: «τον δρόμον τετέλεκα» και ακόμη: «Δόξα σοι ο Θεός». Ευλόγησε με το ασθενικό και αγιασμένο χέρι του τους παρισταμένους ψελλίζοντας: «η Θεία Χάρη να σας ευλογεί» και έκλεισε τα κουρασμένα σωματικά του μάτια για πάντα, ενώ η ψυχή του φτερούγησε στον ουρανό για να τελεί εκεί αέναα την αγαπημένη του Λειτουργία στον Ύψιστο, αντάμα με τους αγγέλους και τους αγίους. Άφησε την Στρατευομένη Εκκλησία, την οποία υπηρέτησε με συνέπεια σε όλη του τη ζωή και συντάχτηκε στην Θριαμβεύουσα!
Το θλιβερό μαντάτο της κοιμήσεως του αγαπημένου στους Αθηναίους ιερέα, τους γέμισε θλίψη, διότι αισθάνθηκαν το μεγάλο πνευματικό κενό, που άφησε η αναχώρησή του στους ουρανούς. Το τίμιο σκήνωμά του τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στον ιερό ναό του Αγίου Ιωάννου Βουλιαγμένης. Αναρίθμητα πλήθη πιστών από όλη την Αττική, και όχι μόνο, στεκόταν ώρες στη σειρά, με δάκρυα στα μάτια, για να ασπασθούν την αγιασμένη δεξιά του χείρα, να πάρουν την ευχή του και να αγιαστούν. Σύσσωμο το ιερατείο, με επικεφαλής τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, και τα αναρίθμητα πλήθη των πιστών, τον αποχαιρέτισαν και τον συνόδευσαν στην τελευταία του πρόσκαιρη κατοικία.
Η μνήμη του στη συνείδηση του πιστού λαού δεν έσβησε ποτέ, τον οποίο θεωρούσε άγιο εξ’ αρχής. Κορυφαίοι λογοτέχνες αναμόχλευσαν την ιερή του μνήμη, όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Κωστής Μπαστιάς, ο Φώτης Κόντογλου κ.α. Το 1992 η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ύστερα από πρόταση του τότε επιχώριου επισκόπου κυρού Αμβροσίου, έκαμε την επίσημη αγιοκατάταξή του, κατ’ απαίτηση και φανέρωση του εκκλησιαστικού αισθήματος. Κατατάχτηκε στο αγιολόγιο ως Άγιος Νικόλαος Πλανάς και ορίστηκε η μνήμη του εορτάζεται στις 2 Μαρτίου, την ημέρα της οσιακής του κοίμησης. Την ίδια χρονιά στις 29 Αυγούστου του 1992 έγινε εκταφή των ιερών του λειψάνων, τα οποία τοποθετήθηκαν σε αργυρή λάρνακα, στο δεξιό κλίτος του Ιερού Ναού Αγίου Ιωάννου Βουλιαγμένης, για την προσκύνηση των πιστών και τον αγιασμό τους, τα οποία θαυματουργούν συνεχώς. Ο μακαριστός δε μητροπολίτης Πατρών Νικόδημος Βαλινδράς, υμνογράφος και μουσουργός, συνέθεσε την ασματική του ακολουθία.
Αυτός υπήρξε ο Άγιος Νικόλαος Πλανάς, το αγιασμένο τέκνο της αγιοτόκου νήσου Νάξου. Ο γνήσιος εργάτης της νοητού αμπέλου του Θεού. Ο άδολος άνθρωπος, ο οποίος, όπως λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, «διέσωσε το κατ’ εικόνα». Το ζωντανό παράδειγμα για μας τους σύγχρονους ορθοδόξους Έλληνες. Ο ζωντανός οδοδείκτης για την πνευματική μας πορεία.
Ας δούμε τώρα τις πνευματικές του καταβολές του, τις οποίες ενστερνίστηκε και έτσι αξιώθηκε μιας αγίας ζωής και μιας υποδειγματικής ποιμαντικής διακονίας, εφάμιλλη των μεγάλων Πατέρων και Αγίων της Εκκλησίας μας.
Αναφέραμε και στην αρχή της εισήγησής μας, ότι ο Άγιος Νικόλαος Πλανάς υπήρξε ο ενσαρκωτής του κολυβαδικού πνεύματος. Για να καταλάβουμε σε ποιο σημείο τον επηρέασε, καλό είναι να αναφέρουμε λίγα στοιχεία γι’ αυτό. Ας μη λησμονούμε ότι ένας από τους πρωτεργάτες αυτού του σημαντικού πνευματικού κινήματος υπήρξε, ο επίσης μεγάλος Ναξιώτης, Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, τον οποίο σέβονταν και ευλαβούνταν ιδιαιτέρως ο Άγιος Νικόλαος Πλανάς.
Κολλυβαδικό κίνημα ονομάζεται η μεγάλη πνευματική αναγέννηση που συντελέστηκε στο χώρο της Ορθόδοξης Ελλάδας κατά τον 18ο και συνεχίστηκε και το 19ο αιώνα. Κολλυβάδες αποκαλούσαν ειρωνικά τους πρωτεργάτες αυτού του κινήματος, οι αντίπαλοί του, το οποίο ξεκίνησε από την αντίδρασή τους να μην τελούνται τα ιερά μνημόσυνα την χαρμόσυνη ημέρα της Κυριακής, αλλά το Σάββατο, που είναι αφιερωμένο στους κεκοιμημένους. Ξεκίνησε από το Άγιον Όρος και σύντομα πήρε μεγάλη έκταση. Συνοδεύτηκε με την επιστροφή στη διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, με την έκδοση των έργων τους, με την επιστροφή στη γνήσια ορθόδοξη λατρεία και με την προτροπή για συχνή Θεία Κοινωνία των λαϊκών. Με την προτροπή επίσης να αποκτήσουν μόρφωση οι πιστοί και να απαλλαγούν από την αμάθεια και τον σκοταδισμό. Κι όλα αυτά διότι η Εκκλησία και το Έθνος μας τη σκοτεινή εκείνη εποχή βρισκόταν υπό τριπλή κατοχή, ήτοι: α) τη βάρβαρη και απάνθρωπη ισλαμική εξουσία των κατακτητών Οθωμανών, β) την απίστευτη εισβολή των δυτικών μισιοναρίων (παπικών και προτεσταντών), οι οποίοι με την ανοχή των τούρκων και διαθέτοντας τεράστια ποσά, εκλατίνιζαν και εκπροτεστάντιζαν συστηματικά τους Ορθοδόξους ραγιάδες, και γ) την εισβολή των άθεων γραμμάτων, του ορθολογισμού και γενικά του άθεου ουμανισμού, από τους φραγκοσπουδαγμένους Έλληνες, οι οποίοι επιχειρούσαν να αφαιρέσουν το Θεό, την ευλάβεια και την ορθόδοξη πίστη από τις ψυχές των υποδούλων Ορθοδόξων. Οι Κολλυβάδες, με επικεφαλής τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, τον Άγιο Μακάριο Νοταρά, τον Άγιο Αθανάσιο Πάριο, τον Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη, τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, κ.α., πρόβαλαν ισχυρή αντίσταση προς αυτές τις προκλήσεις και προτάσσοντας την γνήσια ορθόδοξη παράδοση. Αυτή η παράδοση πέρασε στον κλήρο και το λαό και διέσωσε την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία μας. Το κολλυβαδικό κίνημα είχε βαθύτατες ελληνορθόδοξες ρίζες κι’ αυτό φαίνεται στα έργα των κολλυβάδων, προωθώντας το τρίπτυχο α) γνήσια ορθόδοξη πίστη και λατρεία, β) ελληνορθόδοξη παιδεία, γ) ελληνορθόδοξο ήθος και τρόπο ζωής.
Οι αρχές και οι επιδιώξεις του κολλυβαδικού κινήματος έγιναν δεκτές από τον ελληνικό ορθόδοξο λαό. και στους αγωνιστές της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας. Αυτές τις αρχές εξέφραζαν ο Μακρυγιάννης, ο Κολοκοτρώνης, ο Κανάρης, ο Καραϊσκάκης, ο Παπαφλέσσας, κ.α. Αυτές τις αρχές ενστερνίστηκαν αργότερα και οι πρωτεργάτες της «Φιλορθοδόξου Εταιρείας» (Κοσμάς Φλαμιάτος, Κωνσταντίνος Οικονόμου, Χριστόφορος Παπουλάκος, κ.α.), οι οποίοι αγωνίστηκαν κατά της νέας μορφής σκλαβιάς του λαού μας, που προωθούσαν οι άθεοι «διαβασμένοι» της Εσπερίας και είχαν ταυτιστεί με την βαυαροκρατία, η οποία επιχειρούσε να αφαιρέσει και τα τελευταία ψήγματα της ορθοδόξου ρωμαίικης παραδόσεώς μας. Αυτές τις αρχές εξέφρασαν αργότερα και οι μεγάλοι λογοτέχνες μας Α. Παπαδιαμάντης, Α. Μωραϊτίδης, Φ. Κόντογλου, κ.α.
Αυτές τις αρχές ενστερνίστηκε και ο Άγιος Νικόλαος Πλανάς. Δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι είχαν κοινή καταγωγή μαζί με τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, ο οποίος είχε ισχυρούς δεσμούς με τη Νάξο και όπου διοχέτευσε και εκεί το κολλυβαδικό πνεύμα. Προφανώς ο σεβάσμιος ιερέας Γεώργιος Μελισσουργός, παππούς του Παπα- Νικόλα Πλανά, είχε γνωρίσει και διδαχθεί από ανθρώπους που είχαν γνωρίσει τον άγιο Νικόδημο και διδαχθεί από αυτόν. Είναι σίγουρο, πως ο σεβάσμιος και ευλαβής εκείνος κληρικός, είχε μιλήσει στον εγγονό του, τον μετέπειτα Παπα- Νικόλα, για τον Άγιο Νικόδημο και το ανανεωτικό κίνημα που ήρθε από το Άγιο Όρος, για να εκτοπίσει το παρείσακτο δυτικό πνεύμα από την Εκκλησία και να επαναφέρει την ορθόδοξη πατερική παράδοση. Η εμμονή του μικρού του εγγονού να παίζει τον ιερέα και να ψάλλει στο ιδιωτικό τους παρεκκλήσι, φανερώνει τη μύησή του στην ορθόδοξη πνευματικότητα και ιδιαίτερα στην αξία της θείας λατρείας, η οποία, όπως ήδη προαναφέραμε, ήταν βασικό στοιχείο της κολλυβαδικής ανανέωσης.
Μελετώντας με προσοχή το βίο του αγίου Νικολάου Πλανά, είναι εύκολο να διαπιστώσουμε ότι ο απλοϊκός εκείνος λειτουργός ζούσε κυριολεκτικά να λειτουργεί! Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως από τα πενήντα και πλέον χρόνια της ιερατικής του διακονίας το μισό τουλάχιστον χρόνο τον πέρασε μπροστά στην Αγία Τράπεζα λειτουργώντας! Αν προσθέσουμε και τις κατ’ ιδίαν προσευχές του, τότε ολόκληρος ο βίος του ήταν λειτουργικός! Ό, τι δηλαδή υπαγόρευε και πρέσβευε η κολλυβαδική παράδοση, η οποία έθεσε στο περιθώριο το επηρεασμένο από τη Δύση λειτουργικό τυπικό, το φορμαρισμένο με συγκεκριμένους τύπους, απογυμνωμένο από τη δροσιά της ορθόδοξης πνευματικότητας. Η μεγάλη χαρά του ήταν, όπως είπαμε, οι ολονυχτίες, οι οποίες εκτείνονταν ως τις πρώτες πρωινές ώρες. Εκείνος πάντα όρθιος και δεόμενος μπροστά από το Ιερό Θυσιαστήριο, για 8, 9 ή και 10 ώρες! Η καρέκλα ήταν έπιπλο άχρηστο γι’ αυτόν. Απορούσε το εκκλησίασμα για την αντοχή του, η οποία δεν είναι εύκολο να εξηγηθεί με ορθολογικά κριτήρια. Ο μακαριστός π. Φιλόθεος Ζερβάκος είχε πει «Τον Παπα-Νικόλα άλλη τις ξένη δύναμις τον εβάσταζε: η δύναμις του Θεού, η χάρις του Αγίου Πνεύματος». Αλλά και μετά το πέρας της ολονυχτίας πήγαινε για ολιγόωρο ύπνο και το πρωί της επομένης λειτουργούσε ξανά, ως το μεσημέρι ή και το απόγευμα! Καμιά κόπωση δε διακρίνονταν στο πρόσωπό του, αλλά μια ευδιάκριτη ιλαρότητα και γλυκύτητα. Αξίζει να αναφέρουμε και το γεγονός ότι μνημόνευε όλους τους πιστούς, ζωντανούς και κεκοιμημένους σε κάθε Θεία Λατρεία. Κάθε έναν που γνώριζε, τον συμπλήρωνε στα δίπτυχά του, για να τον μνημονεύει εσαεί. Τα πολυάριθμα χαρτάκια του τα αποκαλούσε «συμβόλαια γραμμάτια» και τα έφερε πάντα μαζί του στις τσέπες του τριμμένου ράσου του. «Εις κάθε προσκομιδήν μνημονεύει δύο ή τρεις χιλιάδες ονόματα. Δεν βαρύνεται ποτέ. Ή προσκομιδή παρ’ αύτω διαρκεί δύο ώρας» αναφέρει ο Παπαδιαμάντης!
ΤΕΛΟΣ Α' ΜΕΡΟΥΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου