Αλλά και μετά την μακρόσυρτη ακολουθία δεν πήγαινε στο φτωχικό του να αναπαυθεί, αλλά τον περίμεναν, όπως προαναφέραμε, ομάδες πιστών από όλη την Αττική και όχι μόνο, να εξομολογηθούν ή να τον συμβουλευτούν. Μαζί τους, όχι μόνον αγράμματοι ή ολιγογράμματοι πιστοί, αλλά και εγγράμματοι, ακόμα και επιστήμονες, ερχόταν να φωτιστούν από τον ολιγογράμματο μεν, αλλά φωτισμένο από το Θεό ιερέα. Και στην εξομολόγηση ακολουθούσε το κολλυβαδικό πνεύμα. Στην εποχή του είχε κυριαρχήσει το δυτικό νομικίστικο και δικανικό πνεύμα, για την έννοια της αμαρτίας και της αφέσεως. Η αμαρτία θεωρείται στη δυτική χριστιανική παράδοση, παράβαση συγκεκριμένης νομικής διάταξης, η οποία διαταράσσει τη θεία δικαιοσύνη, και η οποία πρέπει να ικανοποιηθεί με συγκεκριμένη ποινή, ώστε να λάβει την άφεση ο εξομολογούμενος. Αυτά όμως ήταν άγνωστα για τον Παπα- Νικόλα Πλανά. Ως φορέας της γνήσιας πατερικής παραδόσεως, έβλεπε την αμαρτία, όχι δικανικά, ως παράβαση νόμου, αλλά ως αποτυχία του ανθρωπίνου προσώπου να αυτοπραγματωθεί με τις δικές του δυνατότητες, αυτονομημένος από το Χριστό και το εκκλησιαστικό σώμα. Θεωρούσε τον αμαρτωλό ως πνευματικά ασθενή, ως αποτυχημένο, και έτσι τον αντιμετώπιζε. Ουδέποτε ταράσσονταν και θύμωνε την ώρα της εξομολογήσεως. Είχε προικισθεί ο ολιγογράμματος εκείνος εξομολόγος από το Θεό να ανατέμνει με ακρίβεια την ανθρώπινη ψυχή και να βρίσκει το κατάλληλο φάρμακο να τη θεραπεύσει από την ασθένεια της αμαρτίας. Με πατρική στοργή, για το άρρωστο πνευματικά παιδί του, προσπαθούσε να του δείξει την αστοχία του, την αποτυχία του, το λάθος του και να δεχτεί τα φάρμακα που του πρότεινε για τη σωτηρία του. Δεν αποθάρρυνε κανέναν, όσο μεγάλος αμαρτωλός και να ήταν, αλλά έδινε στον καθένα την ελπίδα της σωτηρίας, δια της ειλικρινούς μετανοίας, που είναι χάρισμα από το Θεό και ουδέποτε ατομική κατάκτηση. Σύστηνε την ταπείνωση, την προσευχή, τη συμμετοχή στα Ιερά Μυστήρια και την αγαθοεργία ως μέσα σωτηρίας και ουδέποτε ως αυτοσκοπό για τη σωτηρία. Ουδέποτε υποστήριξε ότι τα «επιτίμια» είναι ποινές, οι οποίες εξιλεώνουν τον αμαρτωλό, αλλά παιδαγωγικά μέσα, για να αποδεχτεί ο αμαρτωλός της θεία σώζουσα χάρη. Άλλωστε ο ίδιος έβαζε τέτοια «επιτίμια», τέτοια που μπορούσαν να τηρηθούν, και να συνεφέρουν τον αμαρτωλό.
Στους πονεμένους και πεφορτισμένους από τις δοκιμασίες του βίου ήταν ο συμπονετικός παρηγορητής και ο σοφός συμβουλάτορας. Η γνώμη του θεωρούνταν σημαίνουσας αξίας και γι’ αυτό έτρεχε πλήθος κόσμου να τον συμβουλευτεί και να εναποθέσει σε εκείνον τα προβλήματά του, διότι είχε παγιωθεί στη συνείδησή των Αθηναίων ότι ο ταπεινός και αγιασμένος εκείνος κληρικός είχε χώρο στην καρδιά του για τον κάθε έναν πιστό.
Ενώ για τον εαυτό του ήταν αυστηρός, αντίθετα, για τους άλλους ήταν ανεκτικός και επιεικής. Συγχωρούσε τους πάντες. Συγχώρεσε το νεωκόρο του ναού, ο οποίος είχε την κακή συνήθεια να τον μουντζώνει. Δε δίσταζε να ζητά συγνώμη από τους συνεργάτες του όταν τους κούραζε από την επιμονή του στις μακρόσυρτες ακολουθίες, «σας παιδεύω, παιδιά μου, να με συγχωρέσετε», «να με συγχωρείτε… είμαι λιγάκι παράξενος!» έλεγε! Το μόνο που δεν συγχωρούσε ήταν η εμμονή όσων δεν συγχωρούσαν τους άλλους. Αναφέρεται, πως θεωρούσε ένοχο δια παντός έναν κληρικό που είχε αφορίσει μια γυναίκα και πέθαναν και οι δύο ασυγχώρητοι. Σύστηνε την αγάπη και την υπομονή, ως βασικά εφόδια, για την πορεία της επίγειας ζωής. «Να είστε αγαπημένοι παιδιά μου» , «κάντε υπομονή και ο Θεός θα δώσει τη λύση» έλεγε.
Στην προσωπική του ζωή ζούσε ασκητικά, σαν μοναχός στον κόσμο. Έτρωγε ελάχιστο και λιτότατο φαγητό, που αποτελούνταν κυρίως από χόρτα, τα οποία μάζευε ο ίδιος από τα χωράφια πέριξ του Ιερού Ναού Αγίου Ιωάννου στο σημερινό Νέο Κόσμο των Αθηνών. Όταν δε νήστευε έτρωγε και λίγο γάλα και τυρί, που του έδιναν οι βοσκοί της περιοχής. Πολλοί πιστοί του προσέφεραν φαγητό και τρόφιμα, αλλά αυτός το προσέφερε κρυφά σε φτωχούς. Νήστευε με ακρίβεια όλες τις νηστείες της Εκκλησίας. Κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή ξηροφαγούσε. Τη μεγάλη Εβδομάδα ήταν σχεδόν νηστικός, συντηρούνταν με ελάχιστα μουσκεμένα παξιμάδια και νερό. Από το βράδυ της Μ. Πέμπτης μέχρι την Ανάσταση δεν έβαζε τίποτε στο στόμα του, παρά λίγο νερό!
Συνδύαζε με συνέπεια την τριπλή μοναχική ησυχαστική άσκηση: της αδιάλειπτης προσευχής, της νηστείας και της αγρυπνίας. Ο Παπα- Νικόλας, χωρίς να έχει ιδιαίτερες γνώσεις για την ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας μας, τη βίωνε ο ίδιος με ακρίβεια! Γι’ αυτό αξιώθηκε από το Θεό να γίνει το καθαρό δοχείο της Θείας Χάριτος και έτσι να θαυματουργεί, ενώ ακόμη ζούσε. Η ευσεβής παράδοση των Αθηναίων διέσωσε πολλά θαύματα που επιτέλεσε. Ένα από τα πολλά θαύματά του υπήρξε η, κατόπιν θερμής προσευχής του, ανεξήγητη προμήθειας πρόσφορου για τη Θεία Λειτουργία, όταν δεν υπήρχε πρόσφορο. Αξιώθηκε επίσης να έχει και προορατικό και προφητικό χάρισμα. Είχε προαναγγέλλει το θάνατο αρρώστου παιδιού: «Ο Ηλίας θα πεθάνει, μου το είπαν ο άγιος Ιωάννης και ο άγιος Παντελεήμων», είχε προαναγγείλει, όπως και έγινε! Φυσικά ο ίδιος, μέσα στην ταπεινότητά του δε δεχόταν ότι θαυματουργούσε. Τα ζωντανά θαύματα, που έβλεπε ο λαός, τα ονόμαζε «σημεία από το Θεό» και όχι δικά του κατορθώματα. Θεωρούσε απόλυτα φυσιολογική τη θαυμαστή επέμβαση του Θεού στη ζωή. Το προορατικό του χάρισμα ουδέποτε το διαφήμισε και φρόντιζε να μην το μαθαίνει ο κόσμος. Είναι γνωστό πως πολλά παιδιά, κυρίως τα «παπαδάκια» του Ιερού, τον έβλεπαν την ώρα της Θείας Λειτουργίας να ίπταται στον αέρα, να μην πατά στη γη, να στέκεται σε ένα σύννεφο! Το αγαπούσαν άλλωστε τα παιδιά, τα οποία τον αποκαλούσαν «Παππού» και εκείνος ανταπέδιδε μια υπέρμετρη αγάπη για εκείνα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ουδέποτε δυσανασχετούσαν κατά την ώρα της Λατρείας, δεν έκλαιγαν, δε φώναζαν και δεν έπαιζαν, όπως συνήθως κάνουν. Συνωστίζονταν ποιο παιδί θα ντυθεί «παπαδάκι» στο Ιερό Βήμα. Αλλά και οι μεγάλοι είχαν την αίσθηση της αγιότητάς του. Τον σέβονταν και τον αγαπούσαν όλοι οι Αθηναίοι. Όταν τον συναντούσαν στο δρόμο, έβγαζαν τα καπέλα τους, του φιλούσαν το χέρι και ζητούσαν την ευλογία του. Οι γυναίκες σταυροκοπιούνταν και τον πλησίαζαν φορώντας τα μαντίλια τους, όπως έμπαιναν στην εκκλησία. Οι αμαξάδες σταματούσαν τις άμαξες για να προσπεράσει. Οι πιστοί στην Εκκλησία φρόντιζαν να τον αγγίζουν και να τον φιλούν στο μέτωπο, καθώς ήταν υπερβολικά κοντός και εκείνος ανταπέδιδε ευχές, χαμόγελα και καλοσύνη. Τον διέκρινε άλλωστε μια σπάνια ευγένεια και καλοσύνη. Είχε για όλους έναν καλό λόγο και ποτέ δεν κακολογούσε κανέναν. Μια απίστευτη και πρωτόγνωρη γαλήνη ήταν μόνιμα φωλιασμένη στην ψυχή του. Ο θυμός ήταν άγνωστο συναίσθημα γ’ αυτόν, πολλώ δε μάλλον η κακία και η εκδίκηση. Δεν άφηνε κανένα περιθώριο αντιπάθειάς του στον κόσμο και γι’ αυτό εκείνος τον αγαπούσε και τον υπολήπτονταν. Σε κάποια αυθάδη κοπέλα της είχε πει: «Λες να μην μπορώ και εγώ να βρίσω; Δεν το κάνω όμως, διότι αυτό θα με βλάψει!». Ήταν ανεξίκακος. Έκανε πως δεν καταλάβαινε, που τον έκλεβε συστηματικά ο μέθυσος ψάλτης του, ο Αλέκος, τον οποίο παρατηρούσε με αγάπη: «ήσυχα Αλέκο, ήσυχα»! Ο π. Φιλόθεος Ζερβάκος σημείωσε: «Ο π. Νικόλαος ουδέποτε εταράχθη, ουδέποτε εθύμωσε, πάντας ηγάπα, υπέρ πάντων ηύχετο. Είχε δε την νοεράν προσευχήν, το χαροποιόν πένθος, το αείρυτον δάκρυον, άτινα τον κατέστησαν πράον και κληρονόμον της γης των πραέων, της Βασιλείας των Ουρανών».
Όμως αυτή η αγάπη και η εκτίμηση του κόσμου, δεν το οδήγησε στο να θεωρήσει τον εαυτό του σπουδαίο. Αντίθετα μάλιστα καλλιεργούσε στο πρόσωπό του την αρετή της ταπείνωσης. Μιλούσε συνεχώς για τη δική του αναξιότητα και αμαρτωλότητα και φρόντιζε να κρύβει επιμελώς τις αρετές του. Δε θα ήταν υπερβολικό να ισχυρισθούμε ότι ο Παπα- Νικόλας Πλανάς αξιώθηκε να γίνει και μιμητής των παλαιών αγίων σαλών της Εκκλησίας μας. Των θαυμάσιων εκείνων αγίων, οι οποίοι προσποιούνταν τους διανοητικά αναπήρους, ασκώντας με αυτόν τον τρόπο την ύψιστη αρετή της ταπείνωσης και υποδηλώνοντας την κοσμική μηδαμινότητα. Με τη δική τους υποτιθέμενη «παραλογία» αποδείκνυαν την παραλογία του πτωτικού κόσμου. Ο Παπα- Νικόλας Πλανάς άσκησε και την εν Χριστώ σαλότητα. Από σωματική διάπλαση ήταν πολύ κοντός. Μιλούσε ψευδά. Λόγω της ολιγογραμματοσύνης του έκανε, όπως προαναφέραμε, σοβαρά λεκτικά λάθη, όταν διάβαζε αναγνώσματα και ευχές στην εκκλησία. Μόνο στη Θεία Λειτουργία δεν έκανε λάθη, διότι τα είχε μάθει σωστά και τα έλεγε από στήθους. Όμως ποτέ δεν προκαλούσε σχόλια και γέλια, αντίθετα μάλιστα είχαν συνηθίσει τα λεκτικά του λάθη τα οποία είχαν συνδυάσει οι πιστοί με την απλοϊκότητα και αφελότητα του χαρακτήρα του. Είχε συναίσθηση ότι δεν ήταν μειωμένων προσόντων και γι’ αυτό μιλούσε για το πρόσωπό του απαξιωτικά, ήτοι: «είμαι αγράμματος», «είμαι ελάχιστος», κλπ. Όταν μιλούσε για την αμαρτία και την ασέβεια, προέτασσε πάντοτε τον εαυτό του ως τον πρώτο αμαρτωλό και ασεβή και μετά στιγμάτιζε τους άλλους. Όταν προέτρεπε για μετάνοια δεν έλεγε «μετανοήστε», αλλά «ας μετανοήσουμε». Φορούσε ευτελή και τριμμένα ράσα και υποδήματα, τα ίδια για χρόνια. Το σπίτι του ήταν φτωχικό, από τα πλέον φτωχόσπιτα των Αθηνών. Ποτέ δεν παραπονέθηκε για τη φτώχια του. Ο ίδιος, όπως και όλοι οι ιερείς την εποχή εκείνη, χωρίς μισθό, συντηρούνταν από τα φιλοδωρήματα των ενοριτών. Ήταν απίστευτα απλός «Αυτή η απλότητα, σημειώνει ο Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος, ήταν και έκφραση τού χαρακτήρος του, αλλά κυρίως και προ παντός, ήταν έκφραση της λειτουργικής και ασκητικής του εμπειρίας. Δεν επρόκειτο μόνο για μια εξωτερική απλότητα στους τρόπους, αλλά κυρίως για απλότητα πού προερχόταν από την ενότητα και την καθαρότητα τού εσωτερικού του κόσμου».
Αλλά δεν έβλεπε τους πιστούς μόνο ως ψυχές, αλλά και ως σώματα, τα οποία έχουν υλικές ανάγκες. Έτσι φρόντιζε τα φιλοδωρήματά του να τα δίνει, όπως τα έπαιρνε, στους φτωχούς, αφού πρώτα τα σταύρωνε για να αγιαστούν και να πιάσουν τόπο. Στην τσέπη του δεν είχε ποτέ δεκάρα! Ως γνήσιος Ορθόδοξος και Έλληνας, έχοντας στην ψυχοσύνθεσή του το ελληνορθόδοξο κοινοτικό ιδεώδες, ζούσε για τους άλλους. Τη ζωή των συνανθρώπων του τη θεωρούσε σημαντικότερη από τη δική του, διότι έβλεπε στο πρόσωπο του κάθε ενδεή, τον ίδιο το Χριστό. Έτσι ολόκληρη η ζωή του υπήρξε μια αδιάκοπη ελεημοσύνη. Το μερίδιο της μεγάλης πατρικής του περιουσίας, όπως αναφέραμε, το είχε βάλλει ενέχυρο για κάποιον φτωχό οφειλέτη, το οποίο ουδέποτε του το επέστρεψε. Έδινε κάθε μήνα επίδομα σε δεκάδες οικογένειες χηρών και ορφανών. Ένα πάμφτωχο γεροντάκι για χρόνια έπαιρνε δυο φορές την εβδομάδα το επίδομά του, το οποίο τον συντηρούσε στη ζωή. Έτρεχε στα φτωχικά σοκάκια της Αθήνας για να συναντήσει δυστυχισμένους για να τους δώσει τον οβολό του. Επισκεπτόταν νεαρά ζευγάρια και τους έδινε τα πρώτα έξοδα του βίου τους. Είχε τους μυστικοσυμβούλους του να μαθαίνει ποιος είχε ανάγκη για να σπεύσει να τον βοηθήσει!
Έχει αξία να αναφέρουμε ενδεικτικά τι είπαν για τον άγιο Νικόλαο Πλανά δύο μεγάλοι λογοτέχνες μας ο Α. Παπαδιαμάντης και ο Φώτης Κόντογλου. «Γνωρίζω ένα ιερέα εις τας Αθήνας. Είναι ο ταπεινότερος των ιερέων και ο απλοϊκότερος των ανθρώπων είναι αξιαγάπητος, είναι απλοϊκός και ενάρετος, είναι άξιος του πρώτου Μακαρισμού του Σωτήρος», έγραψε ο Παπαδιαμάντης. Ο Φώτης Κόντογλου σημείωσε στον πρόλογο βιβλίο του: «Καρδιά πονηρή και άπιστη ας μην απλώσει ν’ ανοίξει τούτο το βιβλίο. Γνώρισμα της Ορθοδοξίας είναι η απλότητα της καρδιάς πού φέρνει την πίστη. Όλη η βιογραφία τού αγίου Νικολάου Πλανά δείχνει αυτόν το απλό Κληρικό, πού ξέρει να ποιμαίνει, να ανέχεται, να αγαπά, να είναι μια καύση καρδίας υπέρ όλης της κτίσεως». Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας πως οι ευλαβικοί και απλοϊκοί ιερείς – ήρωες των άφθαστων διηγημάτων του Παπαδιαμάντη εικονίζουν σαφέστατα τον Παπα – Νικόλα Πλανά!
Σεβαστοί μου και αγαπητοί μου,
Αυτός ήταν ο άγιος Νικόλαος Πλανάς. Ένας γνήσιος κληρικός και ένας αληθινός άγιος της Εκκλησίας μας, διότι δε βγήκε έξω από την ορθόδοξη εκκλησιαστική μας οριοθέτηση. Υπήρξε «Ο ποιμήν ο καλός» (Ιωάν.9,11) εις τύπον τους αρχιποίμενος Χριστού. Μέσα στην απλότητά του βίωσε με ακρίβεια την Ορθοδοξία και την ορθοπραξία. Έγινε άγιος διότι δεν γνώριζε και δεν αναγνώριζε άλλο Θεό, από τον Τριαδικό, ο Οποίος μας αποκαλύφτηκε από τον ένσαρκο Λόγο Του, το Σωτήρα μας Ιησού Χριστό. Δε γνώριζε και δεν αναγνώριζε άλλη Εκκλησία, από την Ορθοδοξία, την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Χριστού. Δε γνώριζε και δεν αναγνώριζε άλλη αλήθεια από την σώζουσα Ορθόδοξη Πίστη, την οποία μας παρέδωσαν απαραχάρακτη οι άγιοι και θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Δεν γνώριζε και δεν αναγνώριζε θεία χάρη, αγιασμό και σωτηρία εκτός της αληθινής Εκκλησίας του Χριστού, της Ορθοδοξίας. Δεν του πέρασε ποτέ από την απλοϊκή, μα θεοφώτιστη σκέψη του, ότι όλοι οι άνθρωποι λατρεύουν δήθεν τον ίδιο Θεό, με διαφορετικό τρόπο, όπως διατείνεται ο σύγχρονος διαχριστιανικός και διαθρησκειακός οικουμενισμός, ότι δήθεν όλες οι θρησκείες είναι διαφορετικοί δρόμοι για τη σωτηρία των ανθρώπων, διότι αυτό θα αναιρούσε τη μοναδικότητα του απολυτρωτικού έργου του Χριστού. Με την απόλυτη προσήλωσή του στη λειτουργική και ευχαριστιακή βίωση της ορθοδόξου πνευματικότητας, απόδειξε ότι ο μοναδικός σωτήρας και λυτρωτής του κόσμου είναι ο Χριστός και το μέσον της σωτηρίας είναι η Αγία Του Εκκλησία, ως η μόνη ταμειούχος της Θείας Χάριτος. Ότι η σωτηρία, μας χαρίζεται από το Θεό, και εμείς αποδεχόμενοι αυτή τη θεία δωρεά ανταποδίδουμε με την ευχαριστήρια συμμετοχή μας στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας. Αυτή τη σημασία είχε ο αέναος λειτουργικός βίος του αγίου Νικολάου Πλανά. Γι’ αυτό και δεν είχε την άποψη ότι εκτελούσε απλά τυπικά ιερατικά και θρησκευτικά καθήκοντα, αλλά ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι υπηρετούσε τη Βασιλεία του Θεού, τη νέα κτίση, το νέο τριαδικό τρόπο ζωής, που δίδαξε ο Χριστός και καλλιεργεί η αγία Του Εκκλησία.
Τοιούτος λοιπόν ιερέας έλαχε στους ευσεβείς Αθηναίους στους δύσκολους εκείνους χρόνους. Τοιούτος ιερέας θα πρέπει να αποτελεί και το πρότυπο των σημερινών και μελλοντικών κληρικών. Τοιούτο παράδειγμα μας άφησε, ως πολύτιμη παρακαταθήκη, για τη δική μας πνευματική πορεία. Ως νοητός οδοδείκτης, η ολόφωτη προσωπικότητά του και το παράδειγμά του, μπορούν να μας βοηθήσουν να βγούμε από τα σημερινά προσωπικά και κοινωνικά μας αδιέξοδα. Η λύση των σύγχρονων μεγάλων και πολυποίκιλων προβλημάτων μας βρίσκεται στην εγκόλπωση των αξιών, που ενστερνίστηκε και βίωσε ο άγιος Νικόλαος Πλανάς, ήτοι: στη γνήσια ορθόδοξη πνευματικότητα, στο ορθόδοξο ασκητικό ιδεώδες και στον ελληνορθόδοξο κοινοτικό τρόπο ζωής. Όσο γρηγορότερα κατανοήσουμε και υιοθετήσουμε αυτή την αλήθεια, τόσο γρηγορότερα θα φτάσουμε στη λύση των προβλημάτων μας. Όσο απεμπολούμε τον ελληνορθόδοξο τρόπο ζωής και στέφουμε τις ελπίδες μας προς την ετεροδοξία, πολλώ δε μάλλον προς τον σύγχρονο θρησκευτικό συγκρητισμό, όχι μόνο λύτρωση να μην περιμένουμε, αλλά αντίθετα: δραματική επιδείνωση των πρόβλημά των μας.
Είθε οι αέναες προσευχές του αγίου Νικολάου Πλανά, στο ουράνιο θυσιαστήριο της Θριαμβεύουσας Εκκλησίας, να μας συντροφεύουν στον προσωπικό και τον κοινωνικό μας βίο. Τις έχουμε απόλυτα ανάγκη!
Σας ευχαριστώ πολύ!
https://enromiosini.gr/biografies/25ag-nikolaos-planas/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου