10 Απριλίου, 2025

«Μὴ φοβᾶσαι· θὰ τὸ πάρεις τὸ πτυχίο σου» Αληθινη ιστορία

 Ἦταν ἕνα ψηλό, σοβαρὸ καὶ συμπαθητικὸ παιδὶ ὁ Ἀντώνης. Ἄφησε τὴν πολύπαθη καὶ μαρτυρικὴ Κύπρο μας, ἦλθε στὴν Ἀθήνα γιὰ σπουδὲς καὶ βρῆκε κατάλυμα στὸ χριστιανικὸ φοιτητικὸ Οἰκοτροφεῖο, ποὺ ἔσφυζε ἀπὸ ζωή. Περίπου ἑκατὸ νέοι ἀπ’ ὅλη τὴν Ἑλλάδα ἔμεναν ἐκεῖ καὶ ἀγωνίζονταν στὸν ὄμορφο στίβο τῆς γνώσεως. Μιὰ ζεστὴ φωλιὰ ἦταν ἐκεῖνο τὸ σπίτι, ἕνα λιμάνι πραγματικό, ὅπου ἔβρισκαν ἀπάγκειο οἱ φοιτητές, ποὺ ὅλη τὴ μέρα ἔτρεχαν στὶς Σχολές τους καὶ ἔβαζαν θεμέλια γιὰ τὴν αὐριανὴ ἐπιτυχημένη πορεία τους στὴ ζωή. Σ’ αὐτὸ τοὺς βοηθοῦσε πολὺ καὶ ἡ ζωὴ στὸ Οἰκοτροφεῖο μὲ τὸ πρόγραμμα, τὶς κοινὲς συζητήσεις, τὴν προσευχή, τὴν ὅλη χριστιανικὴ ἀτμόσφαιρα καὶ φιλικὴ ἀναστροφή. Διευθυντὴς ἦταν ἕνας μεσήλικας θεολόγος, ἄνθρωπος δραστήριος, ἀεικίνητος, πάντοτε αἰσιόδοξος, μὲ τὸ χαμόγελο καὶ τὸν γλυκὸ λόγο στὰ χείλη, συμπαραστάτης σὲ κάθε δυσκολία τῶν παιδιῶν, ἀληθινὸς πατέρας. Καινούργιες ἐμπειρίες, καινούργιες γνωριμίες, ὅλα ἦταν ὄμορφα, ὅλα καλὰ σὲ τοῦτο τὸ μεγάλο σπίτι, σὲ τούτη τὴ μεγάλη πόλη μὲ τὰ ὡραῖα μνημεῖα, τὴν ἔνδοξη ἱστορία, τὴ ζηλευτὴ παράδοση στὴ γνώση, τὴ σοφία, τὸν πολιτισμό. Ὅλα καλά. Ὅλα; Ὄχι. 

Γιὰ τὸν Ἀντώνη κάτι δὲν πήγαινε καλὰ καὶ ἦταν αὐτὸ γιὰ τὸ ὁποῖο ἄφησε τὴν πατρίδα του καὶ ἦλθε ἐδῶ. Δὲν προχωροῦσαν οἱ σπουδές του. Δὲν ὑπῆρχε διάθεση νὰ παρακολουθεῖ τὶς παραδόσεις στὸ Πανεπιστήμιο. Δὲν τὸν τραβοῦσε ἡ Σχολή. Δὲν εἶχε ὄρεξη γιὰ διάβασμα. Σὰν ἄρχισαν καὶ οἱ ἐξετάσεις, δὲν περνοῦσε τὰ μαθήματα. Ἔφταιγε τὸ ὅτι δὲν ἔβρισκε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον στὴ Σχολή; Ἦταν μήπως κάποιος συσσωρευμένος κόπος; Μήπως τὸν ἀποδιοργάνωσε τὸ ὅτι μετὰ τὸ Λύκειο ὑπηρέτησε τὴ στρατιωτική του θητεία, δούλεψε καὶ λίγο, καὶ ὅταν ἀποφάσισε νὰ σπουδάσει, δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ καθίσει στὸ θρανίο καὶ νὰ στρωθεῖ στὸ διάβασμα; Τὸ πρόβλημα ἦταν ἔντονο. Ὁ καιρὸς περνοῦσε καὶ ἡ μηχανὴ δὲν ἔπαιρνε μπροστά. Σκεφτόταν τοὺς γονεῖς του ποὺ ξόδευαν γιὰ τὶς σπουδὲς ποὺ δὲν προχωροῦσαν. Σκεφτόταν τὸν χρόνο ποὺ περνοῦσε ἀνεκμετάλλευτος. Ντρεπόταν γιὰ τὴν κατάστασή του. Ἔβλεπε τοὺς ἄλλους γύρω του νὰ προχωροῦν, ἐνῶ αὐτὸς ἔμενε στάσιμος. Ἔπρεπε κά­τι νὰ ἀποφασίσει: ἢ νὰ γυρίσει πίσω καὶ νὰ κάνει κάτι ἄλλο ἢ νὰ ἐπιχειρήσει αὐτὸ ποὺ τοῦ φαινόταν ἀδύνατο. Ἕνα πρωὶ ἦταν μόνος στὸν θάλαμο τοῦ Οἰκοτροφείου καὶ οἱ σκέψεις τὸν βασάνιζαν πολύ. Κατάσταση ἀφόρητη, αἴσθημα ἀσφυξίας. Ὕψωσε τὰ μάτια του καὶ εἶδε γιὰ μιὰ στιγμὴ ψηλὰ στὸν τοῖχο τὶς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας Μητέρας Του νὰ τὸν κοιτοῦν μὲ ἀγάπη καὶ στοργή. Ἔπεσε λοιπὸν στὰ γόνατα. Ἄρχισε μιὰ προσευχὴ ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του, μιὰ ἱκεσία θερμὴ νὰ λυθεῖ τὸ πρόβλημά του, νὰ καταλάβει τί πρέπει νὰ κάνει ἐπιτέλους, ποιὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἔμεινε ὥρα πολλὴ ἐκεῖ γονατιστὸς στολίζοντας τὴν ἐκ βαθέων δέησή του μὲ τὰ μαργαριτάρια τῶν δακρύων του. Κάποια στιγμὴ ἔνιωσε ἀνακούφιση. Εἶπε τὸ «Δι’ εὐχῶν» καὶ σηκώθηκε. Μὲ τὸ «Ἀμὴν» τοῦ «Δι’ εὐχῶν», χωρὶς κανένα προειδοποιητικὸ χτύπημα, ἄνοιξε ἀπότομα ἡ πόρτα καὶ μπῆκε μέσα ὁ Λεωνίδας, ἕνας συνοικότροφος, ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ αὐτός, νέος μὲ βαθιὰ εὐσέβεια, ἄνθρωπος πολλῆς προσευχῆς. Δὲν γύρισε νὰ δεῖ τὸν Ἀντώνη. Μόνο κοίταξε ψηλὰ καὶ φώναξε δυνατά: «Μὴ φοβᾶσαι· θὰ τὸ πάρεις τὸ πτυχίο σου». Ὅσο ξαφνικὰ καὶ ἀπρόσμενα μπῆκε, τόσο γρήγορα γύρισε πίσω καὶ ἔφυγε! Ὁ Ἀντώνης τά ᾿χασε. Ἔμεινε λίγες στιγμὲς ἀμίλητος, ἀκίνητος, σαστισμένος. Τί ἦταν αὐτό; Νά ᾿ταν ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ; Νά ᾿ταν ἡ ἀπάντηση τοῦ οὐρανοῦ στὴν ἀπορία του; Μὲ τὸν Λεωνίδα δὲν εἶχε κάποια ἰδιαίτερη σχέση μέχρι τότε, οὔτε καὶ στὴ συνέχεια. Ἦταν ὅπως μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους. Καὶ ποτὲ δὲν τοῦ εἶχε μιλήσει γιὰ τὸ πρόβλημά του. Ἄνοιξε ἀμήχανα τὴν πόρτα καὶ βγῆκε στὸν διάδρομο. Ἤθελε νὰ βγεῖ ἔξω, νὰ τὸν φυσήξει λίγος ἀέρας, νὰ συνέλθει. Κατέβηκε τὶς σκάλες βιαστικὰ χωρὶς νὰ ἐλέγχει τὶς ἀντιδράσεις του, χωρὶς νὰ ξέρει ποῦ πάει. Στὸ θυρωρεῖο ἦταν ἐκείνη τὴν ὥρα κάποιος νέος θεολόγος ποὺ ἔπασχε ἀπὸ χρόνια παράλυση, ἀλλὰ αὐτὸ δὲν τὸν ἐμπόδιζε νὰ κάνει κάποιες ὧρες τὸν θυρωρό, νὰ σηκώνει τὰ τηλέφωνα καὶ νὰ ἐξυπηρετεῖ πρόθυμα τοὺς οἰκοτρόφους. Ἦταν ἄνθρωπος δοσμένος στὸν Θεὸ αὐτός, πάντοτε χαρούμενος καὶ μὲ πολλὴ ἀγάπη γιὰ ὅλους. Κοίταξε στοχαστικὰ τὸν Ἀντώνη, ποὺ κατέβαινε παραπατώντας, καὶ τοῦ εἶπε: –Σ’ ἀγαπάει ὁ Θεός! Ἔτσι δὲν εἶναι; Ἀσφαλῶς καὶ ἦταν ἔτσι. 

Ὁ Θεὸς τὸν ἀγαποῦσε τὸν Ἀντώνη. Ὁ Θεὸς τὸν ἄκουσε. Ὁ Θεὸς τοῦ μίλησε. Ἔκανε τὸ θαῦμα Του ὁ Θεός. Ἄλλαξαν ὅλα ξαφνικὰ ἀπὸ ᾿κείνη τὴ μέρα. Γέμισε ἡ ψυχή του μὲ ἐνδιαφέρον γιὰ τὶς σπουδές. Ἔτρεχε πρόθυμα στὶς παραδόσεις. Ἄρχισε τὸ διάβασμα. Περνοῦσε χωρὶς δυσκολία τὰ μαθήματα τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο. Περνοῦσε τὰ ἔτη. Καὶ σύντομα πῆρε τὸ πτυχίο τῆς Ἀγγλικῆς Φιλολογίας. Πέρασαν χρόνια ἀπὸ τότε. Ὁ Ἀντώνης ἐργάζεται σήμερα ὡς ἐκπαιδευτικὸς στὴν πατρίδα του, κάπου στὴ δυτικὴ ἀκτὴ τῆς Κύπρου μας. Ἔχει πιὰ τὴ δική του οἰκογένεια. Καὶ τὰ παιδιά του, ποὺ σπουδάζουν τώρα καὶ αὐτά, τὰ βοηθεῖ νὰ συνδέονται μὲ τὸ Οἰκοτροφεῖο, στὸ ὁποῖο ἔζησε ὁ ἴδιος, καὶ νὰ ἀκολουθοῦν πιστὰ τοὺς δρόμους τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή τους. Βαθιὰ εὐγνωμοσύνη γιὰ τὶς ἀξέχαστες ἀναμνήσεις τῆς φοιτητικῆς ζωῆς στὸ ἀγαπημένο του Οἰκοτροφεῖο πλημμυρίζει τὴν ψυχή του καὶ θαυμασμὸς γιὰ τὴ ζωντανὴ παρουσία τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ τὶς θαυμαστὲς ἐπεμβάσεις Του στὴ ζωή μας.

ΟΣΩΤΗΡ2215

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου