Ἔτσι ἀθόρυβα εἰσέβαλαν μέσα στὸ σπίτι τοῦ Θεοῦ οἱ «κλέφτες». Κι οὔτε νὰ κλείσουμε τὶς πόρτες καὶ τὰ παράθυρα προλάβαμε. Οὔτε καὶ νὰ φωνάξουμε... Κι αὐτοί, ἤρεμοι κι ἀπολέμητοι, ἄρχισαν νὰ ξεντύνουν. Ἀργάἀργὰ κι ἀθόρυβα... Τί ξέντυσαν; Τὸ πιὸ ὡραῖο πλάσμα τοῦ Θεοῦ! Ἔτσι ἡ μάχη χάθηκε. Μιὰ μάχη ποὺ δὲν δόθηκε, γιατὶ δὲν καταλάβαμε πὼς εἶχε ἀρχίσει πόλεμος, πὼς ὕπουλα χτυπήθηκε τὸ πιὸ εὐάλωτο τμῆμα τῆς κοινωνίας μας, τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας μας. Πὼς εἶχε ἀρχίσει ὁ ἐχθρὸς νὰ τὸ χτυπάει χρόνο μὲ χρόνο πιὸ πολύ. Νὰ τὸ ξεντύνει δηλαδή· καὶ νὰ τὸ κάνει αὐτὸ ποὺ λέμε ἁπλά, ξεδιάντροπο. Ὥσπου φτάσαμε πιὰ ἐδῶ ποὺ καταντήσαμε, ὅπου γυμνοὶ σχεδὸν στοὺς δρόμους νὰ βαδίζουμε. Γυμνοί – γυμνὲς γιὰ τὴν ἀκρίβεια – καὶ μέσα ἀκόμα στὶς ἐκκλησιὲς νὰ μπαίνουμε. Καὶ νά ᾿χει πιὰ χαθεῖ ἡ ἐντροπή, νά ᾿χει ἡ σεμνότητα φυγαδευθεῖ σχεδὸν ὁλοκληρωτικά. Ἔτσι ἦρθε νὰ λογιάζονται παράξενοι, νὰ θεωροῦνται ἀπόκοσμοι, καὶ νὰ ἀποδοκιμάζονται σὰν ἐκτὸς τόπου καὶ χρόνου ὅσοι τολμοῦν τὰ δυό τους λόγια νὰ ψελλίζουν.
Πὼς εἶναι λάθος, ἐκτροπή... Πὼς εἶναι τῆς ζωῆς καταστροφὴ αὐτὴ ἡ μανία. Καὶ πὼς θὰ παρασύρει στὸν γκρεμὸ τὸν κόσμο ὁλάκερο. Κι ἂν μᾶς στενοχωρεῖ – ποὺ μᾶς στενοχωρεῖ, μᾶς θλίβει ἀφόρητα – τοῦ κόσμου τὸ φριχτὸ αὐτὸ κατάντημα! Εἶναι νὰ κλαίει κανεὶς καὶ νὰ θρηνεῖ ἀτέλειωτα γιὰ τὴν ἀδίστακτη εἰσβολὴ τῆς γύμνιας μέσα στὸν ἅγιο χῶρο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τὴν Ἐκκλησία. Καὶ δὲν μιλᾶμε μόνο γιὰ τὸν χῶρο τῆς Λατρείας, τὸν Ναό. Μὰ γιὰ ὅλη τὴ ζωή μας, ἐμᾶς τῶν θεωρούμενων πιστῶν. Ποὺ ἀγαπᾶμε, λέμε, τὸν Χριστό, ποὺ προσευχόμαστε, ποὺ καὶ στὰ ἱερὰ Μυστήρια μετέχουμε, καὶ κοινωνοῦμε ἀκόμα τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ, «τοῦ παραδόντος ἑαυτὸν εἰς θάνατον», θάνατο μάλιστα Σταυροῦ γιὰ τὴ δική μας σωτηρία. Ἀλλὰ ἡ γύμνια αὐτὴ τί εἶναι; Δὲν εἶναι ἁπλὰ μιὰ ἐπιμέρους ἐκτροπή. Εἶναι ἐκφραστικὸ σύμπτωμα τῆς σαρωτικῆς εἰσβολῆς τοῦ κοσμικοῦ πνεύματος μέσα στὴν Ἐκκλησία· τοῦ δαιμονικοῦ πνεύματος ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ διαφθείρει τὴν ἀκεραιότητά της, νὰ νομιμοποιήσει τὴν ἁμαρτία μέσα στὴν ἴδια τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή. Κι ἐδῶ εἶναι ὁ πόνος ὁ πολύς. Ἐδῶ εἶναι ἡ τιμὴ ἡ χαμένη τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Γιατί, ἂν τὸ ἁλάτι τρελαθεῖ, ἂν ἀπομωρανθεῖ, ἂν γίνει ἁλάτι ἀνάλατο καὶ πάψει ν᾿ ἁλατίζει... Ποιὸ θὰ εἶναι τοῦ κόσμου ὅλου τὸ κατάντημα; Δὲν θὰ σαπίσει ὁλόκληρος μὲς στὴ σατανικὴ κακία; Καὶ δὲν θὰ εἶναι αὐτὸ δική μας καίρια εὐθύνη; Κι ἡ τύχη μας ἔπειτα ποιὰ θά ᾿ναι; Δὲν θά ᾿ναι νὰ πεταχθοῦμε ἄχρηστοι ἔξω ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς ἀληθινῆς ζωῆς; Ὁ Κύριος τὸ δήλωσε κατηγορηματικά: «Ὑμεῖς ἐστε τὸ ἅλας τῆς γῆς· ἐὰν δὲ τὸ ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται; εἰς οὐδὲν ἰσχύει ἔτι εἰ μὴ βληθῆναι ἔξω καὶ καταπατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων»· Ἐσεῖς οἱ μαθητές μου εἶστε τὸ πνευματικὸ ἁλάτι τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς, ἐπειδὴ ἔχετε προορισμὸ νὰ προλαβαίνετε τὴν ἠθικὴ σαπίλα. Ἀλλά, ἂν τὸ ἁλάτι μωρανθεῖ, ἂν χάσει τὴν ἁλιστική του δύναμη, μὲ τί μπορεῖ νὰ ἁλατισθεῖ; Δὲν χρησιμεύει πλέον σὲ τίποτε, παρὰ μόνο γιὰ νὰ πεταχθεῖ ἔξω στοὺς δρόμους καὶ νὰ καταπατιέται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους (Ματθ. ε΄ 13). Ναί, ζοῦμε σὲ ἕναν κόσμο διεφθαρμένο, παραδομένο στὴ λατρεία τῆς σάρκας, στὶς ἡδονές, στὴν κόλαση τῶν βρωμερῶν παθῶν. Ναί, ζοῦμε μέσα στὸν κόσμο ποὺ σκοτώνει κάθε μέρα ἀδίστακτα μέσα στὰ σπλάχνα ἄσπλαχνων μητέρων ἀμέτρητα παιδιά. Ναί, ζοῦμε μέσα σ᾿ ἕναν κόσμο ἄδικο, ποὺ μέρα τὴ μέρα πιότερο ἀδικεῖ, καὶ ὥρα τὴν ὥρα πιὸ πολὺ βυθίζεται μέσα στὰ πάθη τὰ σαρκικά, τὰ βδελυρὰ καὶ ἄνομα. Ὅμως τούτη ἦταν, εἶναι καὶ θὰ εἶναι παντοῦ καὶ πάντοτε τοῦ Πνεύματος ἡ προσταγή: «Ὁ ἀδικῶν ἀδικησάτω ἔτι, καὶ ὁ ρυπαρὸς ρυπαρευθήτω ἔτι, καὶ ὁ δίκαιος δικαιοσύνην ποιησάτω ἔτι, καὶ ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι». Ἂς κάνει ὁ καθένας ὅ,τι ἐπιθυμεῖ. Ἐκεῖνος ποὺ ἁμαρτάνει, ἂν θέλει, ἂς ἁμαρτήσει ἀκόμη περισσότερο· καὶ ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἀκάθαρτος ἀπὸ τὰ ρυπαρὰ ἔργα τῆς σάρκας, ἂς γίνει περισσότερο ρυπαρός, ἂν τοῦ ἀρέσει. Ἀλλὰ καὶ ὁ δίκαιος ἂς ἐπιτελέσει ἔργα δικαιοσύνης καὶ ἀρετῆς περισσότερα. Καὶ ὁ Ἅγιος ἂς ἁγιασθεῖ ἀκόμη περισσότερο (Ἀποκ. κβ΄ 11). Ναί, μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο τῆς φριχτῆς ἀκολασίας... «Ὁ ἅγιος ἁγιασθήτω ἔτι»!
ΟΣΩΤΗΡ2215
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου