10 Ιουνίου, 2025

Η οργάνωση της Κρητικής Εκκλησίας

 2.2.  Η Εκκλησία της Κρήτης έμεινε χωρίς μητροπολίτη για δύο χρόνια, μετά τη σφαγή των επισκόπων το 1821. Το 1823 ο σουλτάνος Μαχμούτ Δ΄ έδωσε άδεια να χειροτονηθεί μητροπολίτης Κρήτης ο Καλλίνικος εξ Αγχιάλου (1823-1830)249. Ο νέος Μητροπολίτης Κρήτης προσάρτησε την επισκοπή Κνωσού στη Μητρόπολη. Η περίοδος της επανάστασης καθιστούσε ιδιαίτερα δύσκολη την ποιμαντική εποπτεία των επισκόπων λόγω των αντιξοοτήτων. Το 1826 οι επαναστάτες της Γραμπούσας κάλεσαν τον επίσκοπο Αρδαμερίων Ιγνάτιο να εγκαινιάσει το ναό της Παναγίας της Κλεφτρίνας, προστάτιδας των κλεφτών ως «αρχιερατικός τοποτηρητής των ελεύθερων επαρχιών»250. 

 Στις 24 Νοεμβρίου 1831 με πατριαρχική απόφαση οι επισκοπές της Κρήτης έγιναν πέντε εξαιτίας της μείωσης του πληθυσμού. Συγκεκριμένα «Με τη μητρόπολη συγχωνεύτηκαν οι επισκοπές Λάμπης, Χερρονήσου και Κνωσού. Η επισκοπή Πέτρας συγχωνεύθηκε με την επισκοπή Αρκαδίας, η επισκοπή Ιεράς με την Σητείας, η Ρεθύμνης με την Αυλοποτάμου και η Κυδωνίας με την Κισάμου»251. Λίγα χρόνια  αργότερα ο μητροπολίτης Καλλίνικος Χούγιας (1842-1843) προσπάθησε να προβεί στην ανασύσταση των επισκοπών Κνωσού και Χερρονήσου. Το Πατριαρχείο θεώρησε την πράξη αυτή αυθαίρετη και έπαυσε τον Καλλίνικο από τα καθήκοντά του. Το 1845 αναγνωρίστηκε η επισκοπή Κνωσού, ενώ το 1859 η επισκοπή Κισάμου χωρίσθηκε από την μητρόπολη Κυδωνίας. Το 1862 ανασυστάθηκαν οι επισκοπές του νησιού εκτός από την Κνωσού, η οποία προσαρτήθηκε από την Μητρόπολη. Το συγκεκριμένο καθεστώς διατηρήθηκε μέχρι το 1900 όπου ο Καταστατικός Νόμος της Κρητικής Πολιτείας, κατάργησε την επισκοπή Χερρονήσου, η οποία προσαρτήθηκε στη μητρόπολη και η επισκοπή Πέτρας διευρύνθηκε προσαρτώντας την επαρχία Βιάννου252. 

 Το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξέλεγε τον Μητροπολίτη Κρήτης. Οι επίσκοποι εκλέγονταν από την Επαρχιακή Σύνοδο Κρήτης στην έδρα του Μητροπολίτη που ήταν το Ηράκλειο. Ωστόσο σε πολλές περιπτώσεις «η εκλογή γινόταν από τον Μητροπολίτη και 2 ή 3 πλησιόχωρους επισκόπους»253. 

 Ένα ζήτημα πολύ σημαντικό για την Εκκλησία της Κρήτης την περίοδο της Τουρκοκρατίας ήταν η μισθοδοσία των αρχιερέων της. Στις μητροπόλεις και τις επισκοπές του Οικουμενικού Πατριαρχείου είχε επιβληθεί ειδική φορολογία στους χριστιανούς για τη μισθοδοσία των αρχιερέων. Συγκεκριμένα στην Κρήτη, οι χριστιανοί κάθε επισκοπικής περιφέρειας κατέβαλαν τις «ετήσιες χρηματικές επιχορηγήσεις[…]ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση»254. Παράλληλα τα μοναστήρια της κάθε περιφέρειας προσέφεραν δώρα και πεσκέσια στον αρχιερέα της περιοχής τους. Ωστόσο, η βαρύτατη μητροπολιτική και επισκοπική φορολογία «δημιούργησε πολλά και σοβαρά προβλήματα και καταργήθηκε, γιατί θεωρήθηκε απαράδεκτη για το λαό, αλλά και ασυμβίβαστη προς το αρχιερατικό αξίωμα και προς την ανεξαρτησία των εκκλησιαστικών ηγετών»255. 

Η φιλαργυρία μητροπολιτών και επισκόπων του 19ου αιώνα στηλιτεύτηκε από λιβελογραφήματα και σκωπτικά στιχουργήματα. Το 1877 η Γενική Συνέλευση για να αντιμετωπίσει αυτή την κατάσταση αποφάσισε να κατάργηση το παλαιό σύστημα μισθοδοσίας των   αρχιερέων και όρισε, με την έγκριση του σουλτάνου, να μισθοδοτούνται από το δημόσιο ταμείο του νησιού 256. 

-74-  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου