08 Ιουλίου, 2025

Τραγούδι για την δολοφονία του Νεομάρτυρα Μεθόδιου επισκόπου Λάμπης

   Ο Παύλος Βλαστός, Κρητικός λαογράφος, στο βιβλίο «Ο γάμος εν Κρήτη»449 αναφέρει ένα τραγούδι με τίτλο « Δολοφονία Μεθοδίου Σιληγάρδου (sic) Επισκόπου Λάμπης». Το συγκεκριμένο τραγούδι περιγράφει την δολοφονία του Μεθόδιου Σιλιγάρδου επίσκοπου Λάμπης από Τούρκους στις 9 Ιουλίου 1793 στο χωριό Νέφς Αμαρίου. 

Ο Παύλος Βλαστός ήταν συγχωριανός του Νεομάρτυρα Μεθόδιου με καταγωγή από του Βιζάρι Αμαρίου και κατέγραψε το τραγούδι τον 19ο αιώνα. Ο Κωστής Παπαδάκης αναφέρει ότι είναι «ένα αφηγηματικό επικού χαρακτήρα δημοτικό τραγούδι που διηγείται ηρωικές πράξεις εκκλησιαστικού άνδρα, του επισκόπου Λάμπης Μεθοδίου Σιλιγλαρδου, σε ιαμβικό δεκαπεντασυλλαβο, ομοιοκατάληκτο στίχο, σύμφωνα με την παράδοση της έμμετρης λαϊκής χρονογραφίας της μεταβυζαντινής εποχής και της Τουρκοκρατίας»450. Στη συνέχεια καταγράφεται το τραγούδι από το πρωτότυπο κείμενο.

 «Ακούσετ’ ήντα ’γίνηκε ’ς τ’ Αμάρι μια Δευτέρα, 

’σκοτώσαν το Μεθόδιο τον άξιο Αρχιερέα, 

εις του Φανούριου ’πήγενε ω! για να κάμηγιώμα 

κι’ αξέγνοιαστος εκάθετο κ’ εδιάβαζε ’ς το στρώμα. 

Μα οι Τούρκοι του ωχθρεύουντο και τ’ απωδρακανίζα, 

γιατί τα Μοναστήρια του εκλέφταν κι’ αφανίζα. 

Χωράφια Μοναστηρικά και ληόφυτα επέρνα, 

κι’ όποιος δε δίδει με καλό μια μπάλλα του επέμπα. 

Ακόμη κι’ από Χριστιαναίς ηθέλανε να πάρου, 

για να πληθιάνου την Τουρκιά γερά παιδιά να κάμου. 

Μα ’κείνος δεν εχάριζε ο Θεοβλοημένος, 

για τη θρησκεία ’μάχετον ως ήτον ωρισμένος. 

Κι’ ένας Φαράντος γούμενος έγεινεν καταδότης, 

’πάνω απού τη Καλόϊδενα, Ιούδας ο προδότης. 

Το μοναστήρι ερήμαξε κι’ έβγανεν ασπαλάθους, 

κ’ εζήτα να μεταφερθεί Γούμενος ’ς τσ’ Ασωμάτους. 

Τσ’ Εσπέχηδες ο Γούμενος έτρεμε κ’ εφοβάτο, 

και της Μονής τα πράμματα δεν τα ψυχοπονάτο. 

Κι’ ο Πίσκοπος δεν τ’ άκουσε να τόνε μεταθέση, 

των Ασωμάτων τη μονή να μη την καταστρέψη. 

Και πώς δεν τον μετέθετε ’ς τση Τούρκους τον προδώνει, 

κι’ αυτοί γυρεύγουν αφορμή σαν σκύλοι και δαιμώνοι, 

κι’ άδικα τον εσκότωσαν τρεις Τούρκοι αδικητάδες, 

φόβος και τρόμος έπιασεν ούλους τση Δεσποτάδες. 

Κακάλης και Μπραήμ αγάς από του Γερακάρι 

κι’ ο τρίτος ο Ζεκήρ αγάς απού το Νευς-Αμάρι. 

Τρεις μπαλλωθιαίς του παίξανε κ’ η τρεις επήγα ντρέτα, 

και σαν τη βρύσιν έτρεχε το αίμ’ απού τα κρέτα. 

Και δεκαπέντε μαχαιργαίς ακόμη του καρφώνουν, 

’ς του Γερακάρι πήγανε, καθίζουν και το στρώνουν (*). 

Κι’ όντενε ψυχομάχενε έκαμε διαθήκη,

“Πίστι, πατρίδα να σωθή κι’ αυτή ας κάμη δίκη. 

Αφήνω και παραγγελιά για τον Καλοειδονιώτη, 

μήδ’ αγιωσύνη να του λέν’ μηδέ πανοσιότη”. 

Και το Φαράντο με καιρό από ’ψηλά ’γκρεμήσα, 

κ’ η σκάραις το κορμί ’φαγαν και τη ψυχή του η πίσσα. 

(*) ή: κ’ οι τρεις να ξεφαντώνουν »451.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου