09 Ιουλίου, 2025

Ποίημα για τον μαρτυρικό θάνατο της Νεομάρτυρος Μαρίας της Μεθυμοπούλας

  Ο Μιχάλης Διαλλινάς καταγράφει σε ποιητικό λόγο τον Μαρτυρικό θάνατο της Νεομάρτυρος Μαρίας της Μεθυμοπούλας. Ο τίτλος του ποιήματος είναι : «Οι Δύο  Φουρνιωτοπούλες»452. Στο ποίημα αναφέρετε ότι οι δύο Φουρνιωτοπούλες είχαν ανέβει σε μία μουριά για να μαζέψουν φύλλα. Από εκεί πέρασαν δύο Αρβανίτες και επιτακτικά τους λένε «Μωρέ παληογκιαούρησες , αμέσως κατεβήτε , έτσι ’τανε της τύχης σας Τούρκους να παντρευθείτε!». Αναφέρεται η στιχομυθία των προσώπων και ο φόνος των δύο γυναικών. Τα γεγονότα όπως αναφέρονται ομοιάζουν με το κείμενο του μαρτυρίου που είχε δημοσιευθεί από τον Γ. Λουκάκη και τα γεγονότα είχαν διατηρηθεί στην παράδοση του τόπου, η οποία ήταν γνωστή στον ποιητή. Ωστόσο υπάρχουν και επιπλέον στοιχεία όπως ότι εκτός από τη Μαρία υπήρχε και άλλη μία κοπέλα η οποία «εφοβήθηκε και εκαρδιοκτυπούσε». Ο ποιητής γνώριζε μία παραλλαγή του μαρτυρίου την οποία ανέφερε στο ποίημα453. Στη συνέχεια καταγράφεται το συγκεκριμένο ποίημα :

« Σ αυτούς όπου νομίζουνε οι Τούρκοι πώς μια μέρα 

θ’ αφήσουν τον βαρβαρισμό να εξευγνισθούνε 

και ότι των χριστιανών θα πάρουν τον αέρα 

με πράξεις δολοφονικές και να ταπεινωθούνε 

να τους σε λεν την παροιμιά «σφάξε μ’ Αγά ν’αγιάσω» 

πολύ συγγνώμη τους ζητώ, λίγο αν τους κουράσω. 

Την Ιστορία που θα πω αν θέλουν να γροικήσουν 

Και ας είναι βεβαιότατοι ότι θα συμφωνήσουν 

Ο Έλλην πως εκ φύσεως ατίθασος επλάσθη 

Κτυπά σαν του κτυπούσανε, ποτέ δεν εδαμάσθη. 

Θα καταλάβουν τι εστί Τουρκιά και Χριστιανότης. 

Δεν είναι παραμύθια, είναι πραγματικότης 

Αυτό που θα διηγηθώ.- Εις τα είκοσι ένα 

Στα χρόνια της Γενιτσαρίαςτα καταματωμένα. 

Δυο φτωχοπούλες χριστιανές μα μορφωκαμωμένες

Στο Κατωχώρι της Φουρνής σε μια μουρνιά εβγήκαν 

φύλλο για να μαζέψουνε ως φαίνεται οι καϋμένες. 

Μ’ ακούσετε τι πάθανε και τι τέλος ευρήκαν. 

Δύο Αρβανίτες έτυχε τότε για να περνούνε 

μ’ ένα Αράπη ομάδι 

Αρματωμένοι και οι τρείς. Έτυχε να τους δούνε 

Αν κι ήτον βράδυ βράδυ. 

Στη Σπιναλόγκα πήγαιναν για να διασκεδάσουν, 

Κι αμέσως με μία άγρια φωνή ταις διατάσσουν. 

Μωρέ παλιογκιαούρησες , αμέσως κατεβήτε 

Έτσι ’τανε της τύχης σας Τούρκους να πανδρευθήτε 

-Κοπιάστ’ αγάδες στο καλό, εκείνες τους  σε λένε, 

Με φόβο και παράκλησες που μόνο και δε κλαίνε. 

-Μωρέ το κισιμέτι σας να κόψετε κοιτάτε 

Θα γίνεται χανούμισσες , - η μία απολογάται.

-Χριστιανή γεννήθηκα. Μαρία θ’ αποθάνω 

και αλλαγή στην πίστι μου ποτέ δεν θα την κάνω. 

Η άλλη εφοβήθηκε και εκαρδιοκτυπούσε 

Μα ’πήρε θάρρος ύστερα κι άρχισε και μιλούσε. 

-Αφήστε μας στη φτώχια μας κοπιάστε στη δουλειά σας.

 -Ωρέ παληογκιαούρισσες το λέτε στα σωστά σας; 

Ο Αρβανίτης ότι ’πη θα γίνη. – Και σηκώνη 

το όπλον και πυροβολεί και κάτω την ξαπλώνει! 

Πυροβολά και ο δεύτερος και ρίπτει και την άλλη 

Κάτω σαν τη τρυγώνα! 

Θεέ μου τι παθαίνουμε! Τι ταραχή μεγάλη

σ’ εκείνο τον αιώνα! 

Και ο αράπης έστεκε αντίκρυ και ξανοίγει 

Σαν το λαγωναρόσκυλο που πέση το κυνήγι 

Και τρέχει με τα τέσσερα και πάει και το πιάνει 

κ’  εις τον αφέντη του κοντά πηγαίνει και το βάνει. 

Έτσι και τούτος έτρεξε, τις κόρες ανιχνεύει 

Να δη αν είχανε λεπτά απάνω τους γηρεύει. 

Κι’ έπειτα με αφέλεια στο δρόμο των πηγαίνουν 

και σε μία ώρα και οι τρεις στη Σπιναλόγκα μπαίνουν.»454

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου