Τελικά, στις 13 Φεβρουαρίου 1855, ο Εμμανουήλ χειροτονήθηκε διάκονος στην Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή της Αγίας Τριάδος στη Χάλκη από τον σχολάρχη και μητροπολίτη Κωνσταντίνο Τυπάλδο. Εκείνη την ημέρα ο νέος διάκονος έλαβε το όνομα Γερμανός, σύμφωνα με την υπόδειξη του μητροπολίτη Κυρίλλου, ενώ κατά τη διάρκεια της ακολουθίας ο Γερμανός φαίνεται να εκφώνησε και ιδιαίτερο προσφώνημα απευθυνόμενος προς τον παρευρισκόμενο αρχιερέα Κωνσταντίνο Τυπάλδο. Περίπου ένα μήνα αργότερα, στις 5 Μαρτίου32 και στις 25 Μαρτίου 1855, ο Γερμανός φαίνεται να εκφώνησε σχετικούς λόγους και ομιλίες που αφορούσαν διάφορες πτυχές της χριστιανικής ζωής και αναφέρονταν στο θρησκευτικό εορτολόγιο εκείνης της περιόδου. Μετά από την πολύχρονη και υψηλή θεολογική κατάρτιση που έλαβε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, πάντοτε υπό τη καθοδήγηση του σχολάρχη Κωνσταντίνου Τυπάλδου και των άλλων αξιόλογων καθηγητών, ο διάκονος Γερμανός αποφοίτησε ως αριστούχος το έτος 1855, και ακολούθως μετέβη στην Αδριανούπολη, όπου στη συνέχεια υπηρέτησε ως αρχιδιάκονος, ιεροκήρυκας35 και καθηγητής των ιερών μαθημάτων στην ελληνική σχολή της προαναφερθείσας πόλης, κοντά στον πνευματικό του πατέρα και προστάτη μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Κύριλλο Κυριακίδη ή αλλιώς Βοτοσιάδη (1853-1873).
Το έτος 1862, σε τέσσερα διαφορετικά τεύχη του περιοδικού Πανδώρα περιγράφονταν αναλυτικά η εκκλησιαστική και εκπαιδευτική κατάσταση που επικρατούσε στην Αδριανούπολη κυρίως στα μέσα του έτους 1858, δηλαδή λίγα χρόνια μετά την άφιξη του Γερμανού. Στη συγκεκριμένη περιγραφή, ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο πρόσωπο και τη δράση του Γερμανού. Όπως διαβάζουμε χαρακτηριστικά: «Ἱερεῖς καθ’ ὅλην τὴν Ἐπαρχίαν τῆς Ἀδριανουπόλεως ὑπάρχουσι περὶ τοὺς δι- ακοσίους πεντήκοντα· ἐντὸς τῆς Ἀδριανουπόλεως ὑπάρχουσι 37, ὧν οἱ μὲν 23 εἰσὶν ἔγγαμοι μετ’ ἄλλων 10 ἀγάμων, ἔχοντες καὶ ἐνορίας, οἱ δὲ 4 Ἱερομόναχοι Καλόγηροι μετοχίων καὶ ταξιδιῶται· Ἱεροκήρυκες οὐδαμοῦ τῆς ἐπαρχίας ὑπάρχουσι. Πρῶτος Ἱεροκήρυξ ἐνταῦθα προσεκλή θη ὑπὸ τοῦ πρώην Ἀδριανουπόλεως Γερασίμου ὁ Νικόδημος Τενέδιος· χρηματίσας καὶ Ἱεροδιδάσκαλος ἐπὶ τετραετίαν ἀπὸ 1 Σεπτεμβρίου 1851 μέχρι τέλους Αὐγούστου τοῦ 1854 ἐν τῇ Ἑλληνικῇ σχολῇ. Πρό τινων ὅμως ἐτῶν περιήρχοντο κατὰ καιροὺς Ἱεροκήρυκές τινες ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Ὅρους ἀποστελλόμενοι, ἢ οἴκοθεν ὁρμώμενοι, καὶ ἐκήρυττον τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν λαὸν, ὡς καὶ οἱ προκάτοχοι Ἀρχιερεὶς τοῦ πρώην Ἀδριανουπόλεως καὶ τοῦ νῦν Κυρίλλου αὐτοπροσώπως ἐκήρυττον, ὅπερ συνέβαλλε τὰ μέγιστα εἰς τὴν ἠθικὴν βελτίωσιν τῶν τε Ἱερέων καὶ τῶν λαϊκῶν· ἀλλ’ αὐτὸ ἤδη διέλιπε, καὶ ἐντὸς τῆς ἀπὸ 311 χωρίων συγκειμένης εὐρυχώρου ταύτης ἐπαρχίας οὐδεὶς ὑπάρχει. Ὁ νῦν Ἱεροδιδάσκαλος τῆς Ἀδριανουπόλεως Γερμανὸς Μιχαηλίδης διδάσκει μὲν ἐνίοτε, οὐχὶ ὅμως μὲ τὴν πατριωτικὴν ἐκείνην ἔφεσιν, τὴν πολυμάθειαν καὶ τὴν στωμυλίαν τοῦ διαληφθέντος Νικοδήμου»37. Ακολούθως, το έτος 1864, με τη στήριξη και την προτροπή του μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Κυρίλλου, ο οποίος του κάλυψε όλες τις απαραίτητες δαπάνες, ο Γερμανός εγγράφηκε στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών39, για να παρακολουθήσει μαθήματα Μαθηματικών, Φυσικής και Φιλοσοφίας. Στα μέσα του έτους 1867, ο Γερμανός εμφανίζεται να συμμετέχει στις πολυπληθείς συνεδριάσεις και στις πολύπτυχες δράσεις του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσού ως έκτακτο μέλος40. Πιο συγκεκριμένα, φαίνεται να συμμετείχε ως ομιλητής σε ειδική συνεδρίαση του συλλόγου με θέμα εισήγησης: «ἐπεισόδιον τῶν τελευταίων ἡμερῶν Γρηγορίου τοῦ Ε΄»41. Επιπρόσθετα, την ίδια χρονική περίοδο, ο Γερμανός φαίνεται να δώρισε πολύτιμα είδη οστράκων και θειούχου μολύβδου στο μουσείο που στεγαζόταν στις εγκαταστάσεις του συλλόγου42. Έτσι, κατά την περίοδο της διαμονής του στην Αθήνα, εκτός από τις τακτικές παρακολουθήσεις των μαθημάτων στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών, συμμετείχε παράλληλα και ως εγγεγραμμένο μέλος στο Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσού, ιδιότητα που συνέχισε να κατέχει καθ’ όλη την διάρκεια του βίου του43. Μετά από την επιτυχή ολοκλήρωση των σπουδών του, στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών, επέστρεψε και πάλι στη θρακική πόλη της Αδριανούπολης και διέμεινε πλησίον του μητροπολίτη Κυρίλλου μέχρι και το έτος 1873, οπότε απομακρύνθηκε από τον μητροπολιτικό θρόνο της Αδριανούπολης ο πνευματικός του πατέρας45. Στη συνέχεια ο Γερμανός μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και προσλήφθηκε στην Πατριαρχική Αυλή. Εκείνη τη χρονική περίοδο στον Οικουμενικό Θρόνο βρισκόταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Β΄ (1860-1863, 1873-1878)46, ο οποίος εκτίμησε την ευρυμάθεια, το υψηλό μορφωτικό επίπεδο και τα ιδιαίτερα πνευματικά χαρίσματα του Γερμανού. Έτσι, ο Γερμανός υπηρέτησε αρχικά ως ιδιαίτερος γραμμα τέας47 του Ιωακείμ Β΄ και στη συνέχεια διορίστηκε Δευτερεύων των Πατριαρχικών Διακόνων, ιδιότητα που κατείχε μέχρι και τον επάξιο διορισμό του στο αξίωμα του Μεγάλου Αρχιδιακόνου του Οικουμενικού Πατριαρχείου48. Παράλληλα, εκείνη τη χρονική περίοδο, εκτός από τις σημαντικές υπηρεσίες που φαίνεται να πρόσφερε στην Πατριαρχική Αυλή στο Φανάρι, ο Γερμανός φαίνεται να δραστηριοποιήθηκε και στο χώρο της σχολικής εκπαίδευσης. Πιο συγκεκριμένα, το έτος 1875, με παρότρυνση και εντολή του Οικουμενικού Πατριάρχη Ιωακείμ Β΄, ο Γερμανός ανέλαβε ως καθηγητής τη διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών στο Παρθεναγωγείο της Παλλάδος στην Κωνσταντινούπολη49, ενώ κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, διακρίθηκε και ως ιεροκήρυκας σε διάφορους ιερούς ναούς της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως50, αποδεικνύοντας τη δαψιλή θεολογική κατάρτιση που διέθετε.
Για το πρόσωπο του Γερμανού πληροφορούμαστε δύο χρόνια αργότερα ότι συμμετείχε σε ειδική αντιπροσωπία για την παραλαβή της περιουσίας ενός αποθανόντα μητροπολίτη του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Πιο συγκεκριμένα, το έτος 1877 ο Γερμανός ως Μέγας Αρχιδιάκονος του Οικουμενικού Πατριαρχείου: «…ἀπεστάλη ὑπὸ τῆς Μ. Ἐκκλησίας εἰς Βέρροιαν… πρὸς παραλαβὴν τῆς περιουσίας τοῦ τότε συνοδικοῦ μέλους διατελοῦντος καὶ ἐν Κωνσταντινουπόλει ἀποβιώσαντος προέδρου Βερροίας Βενεδίκτου51 (τοῦ ἀπὸ Πελαγωνείας)…»52.
-382-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου