10 Δεκεμβρίου, 2025

Το Αυτοκέφαλο των Ορθοδόξων Σλαβικών Εκκλησιών 21ο

 5.5 Η Βουλγαρική Εκκλησία κατά τον 20ο αιώνα – Η ανύψωση της σε Πατριαρχείο 

Οι συνέπειες του Σχίσματος όχι μόνον στα εκκλησιαστικά αλλά και, κυρίως, στα πολιτικά πράγματα της Βαλκανικής, προκάλεσαν από την ημέρα κιόλας της δημιουργίας του μια σειρά κρούσεων και διαπραγματεύσεων, επισήμων και ανεπισήμων, από διάφορες πηγές και κατευθύνσεις για την άρση του, οι οποίες διήρκεσαν μισό αιώνα χωρίς να φέρουν αποτέλεσμα. Θα ευοδοθούν μόλις στις 25 Φεβρουαρίου του 1945 κι αφού έχουν μεσολαβήσει οι δύο Παγκόσμιοι και οι Βαλκανικοί πόλεμοι, που αναδιαμόρφωσαν τον γεωπολιτικό χάρτη της περιοχής των Βαλκανίων και αναδιέταξαν τις σφαίρες επιρροής των μεγάλων δυνάμεων της εποχής. Πλεον στο προσκήνιο της ιστορίας ήταν η συγκρότηση της Ένωσης των Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών και η κάθοδο της Ρωσίας στα Βαλκάνια127 . Αυτή η δυσμενής για τη Βουλγαρία ιστορική συγκυρία, που έχοντας συνταχθεί με τις δυνάμεις του Άξονα, είχε περιέλθει σε δεινή θέση, αποτέλεσε το ευνοϊκό περιβάλλον για την άρση του Σχίσματος στο πλαίσιο και της εγκαθίδρυσης καθεστώτος Λαϊκής Δημοκρατίας στη χώρα. Την πρωτοβουλία για την αποκατάσταση της ενότητας και της ειρήνης στην Εκκλησία του Χριστού μετά από εβδομήντα περίπου χρόνια «κανονικής ανωμαλίας», έλαβε ο επικεφαλής της Βουλγαρικής Εξαρχίας Στέφανος. Με επιστολή την οποία έστειλε στον Οικουμενικό Πατριάρχη Βενιαμίν στις 21 Ιανουαρίου 1945 –ημέρα της εκλογής του στη Βουλγαρική Εξαρχία, αφού εξέφραζε τη λύπη του για τα προηγηθέντα και τον χωρισμό της Βουλγαρικής Εκκλησίας από τη Μητέρα Εκκλησία, τον παρακαλούσε μεταξύ άλλων, «… ίνα… Αναγνωρισθή η Βουλγαρική Ορθόδοξος Εκκλησία ως Αυτοκέφαλος και συγκαταριθμηθή μεταξύ των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων  Εκκλησιών, των εχουσών κανονικάς σχέσεις προς το Αγιώτατον Οικουμενικόν Πατριαρχείον και προς τας λοιπάς Αυτοκεφάλους αδελφάς Εκκλησίας» 128 . Είναι αξιοσημείωτη, επί του προκειμένου, η ιδιαίτερα προσεκτική διατύπωση του αιτήματος, χωρίς μνεία των μεγάλων στιγμών και της υψηλής θέσης της Βουλγαρικής Εκκλησίας στο παρελθόν και με αποφυγή αναφοράς σε ανανέωση του κύρους της ή επαναφοράς της στην προηγηθείσα κατά τον Μεσαίωνα υψηλή πατριαρχική τάξη. Αξιοπρόσεκτη η «ολιγάρκεια» και η λιτότητα του αιτήματος από μέρους της βουλγαρικής πλευράς, σαν να επρόκειτο για μια νεοσύστατη και χωρίς παρελθόν Εκκλησία. Σε συνάρτηση με την υπόστασή της εντός ήδη συγκροτημένου εθνικού κράτους, τη μετεγκατάστασή της στη Σόφια και την αποδοχή των από του έτους 1934 τεθέντων εκ μέρους του Οικουμενικού Θρόνου όρων, οδήγησαν στη θετική αποδοχή της επιστολής του Στεφάνου. 129 Μετα αυτού δρομολόγησαν την μετά ένα μήνα άρση του σχίσματος, την ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου της Βουλγαρικής Εκκλησίας και την κατάταξή της στα Δίπτυχα. Το θερμό κλίμα αγάπης, συμφιλίωσης και αποκατάστασης ομαλών αδελφικών σχέσεων μεταξύ των δύο Εκκλησιών, που αναπτύχθηκε κατά την παραχώρηση στη Βουλγαρική Εκκλησία του Αυτοκεφάλου, θα διατηρηθεί για 8 χρόνια, μέχρι την 10η Μαΐου του 1953. Τότε ο νεοεκλεγείς μητροπολίτης Φιλιππούπολης Κύριλλος, θα ανακηρύξει μονομερώς την Εκκλησία της Βουλγαρίας σε Πατριαρχείο, με την αυτοαναγόρευση του ίδιου σε «Πατριάρχη Σόφιας και πάσης Βουλγαρίας», προβαίνοντας σε μια ενέργεια αυθαίρετης, άνευ γνώμης και συγκατάθεσης του Οικουμενικού Θρόνου, αποκατάστασης της αρχαίας πατριαρχικής περιωπής της διά της συνδέσεώς της με το μεσαιωνικό Πατριαρχείο Τυρνόβου130 . Η κίνηση αυτή του προκαθημένου της Βουλγαρικής Εκκλησίας υπαγορευόταν πιθανόν από πολιτικούς λόγους, και αποσκοπούσε ενδεχομένως στην επίσπευση υλοποίησης της δοθείσας από τον Οικουμενικό Πατριάρχη -συγχρόνως με την άρση του Σχίσματος- υπόσχεσης περί ανύψωσης της Βουλγαρικής Εκκλησίας «εις την Πατριαρχικήν αξίαν και περιωπήν».131    Δεδομένου ότι εκκρεμούσε ακόμη, προκάλεσε νέα ψύχρανση στις σχέσεις των δύο Εκκλησιών. Δεν ανάτρεψε όμως τα δρομολογημένα. Στις 27 Ιουλίου του 1961 με τη μεσολάβηση των Πατριαρχείων Αντιοχείας και Μόσχας και μετά την αποστολή από τον Κύριλλο στον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα σχετικού αιτήματος, ο τελευταίος του απηύθυνε Εξαγγελτικό Γράμμα, στο οποίο τον αποκαλούσε «Μακαριώτατο και Αγιώτατο Πατριάρχη Σόφιας και πάσης Βουλγαρίας», κατατάσσοντάς τον στην τάξη των Πατριαρχών. Δι’ αυτού, του ανακοίνωνε την κατ’ οικονομίαν ληφθείσα απόφαση της Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου να αναγνωρίσει -αντιπαρερχόμενη τα «διαταράξαντα» τις σχέσεις των δύο Εκκλησιώντα κατά παρέκκλιση της κανονικής ακρίβειας και τάξεως τελεσθέντα από τη Βουλγαρική Εκκλησία και να προάγει αυτήν στην Πατριαρχική αξία και περιωπή, με την πεποίθηση και προσδοκία της σύμφωνης γνώμης και των λοιπών Πατριαρχών και των Προέδρων των Ορθοδόξων Αυτοκέφαλων Εκκλησιών. Καταλήγοντας, τον ενημερώνει ότι το ζήτημα της ανυψώσεως της Βουλγαρικής Εκκλησίας στην πατριαρχική αξία και περιωπή θα ρυθμισθεί οριστικά από Οικουμενική Σύνοδο, τη μόνη που έχει το δικαίωμα να προάγει μία Εκκλησία σε Πατριαρχείο132 .

-54-


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου