5.4 Το Αυτοκέφαλο στην υπηρεσία του βουλγαρικού «εθνοφυλετισμού»
Η επόμενη προσπάθεια των Βουλγάρων για απόκτηση ανεξάρτητης, αυτοδιοίκητης εκκλησίας εκδηλώθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, στο πλαίσιο της αφύπνισης του βουλγαρικού εθνικισμού, η οποία οδήγησε αναπόφευκτα στην απαίτηση για διοικητική και πνευματική χειραφέτησή τους από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ως βαση πάρθηκε το παραδείγμα της συγκρότησης εθνικού ελληνικού κράτους και αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος (1833), που λειτούργησαν ως πρότυπο. Προς την κατεύθυνση αυτή συνεισέφερε η έκδοση το 1839 από τον Σουλτάνο Αβδούλ Μετζίτ του διατάγματος Γκιούλχανε Χάττι- σερίφ, το οποίο αναγνώριζε, κατά τα ευρωπαϊκά νομοθετικά πρότυπα, τον σεβασμό της τιμής και της περιουσίας όλων των υπηκόων, καθώς και την ισότητά τους, ανεξαρτήτως θρησκεύματος, απέναντι στον νόμο122 . Η θεσμική κατοχύρωση της ισότητας των θρησκευμάτων και η αναγνώριση της ισονομίας σε μη μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, παρείχαν στους Βουλγάρους τη δυνατότητα να διεκδικήσουν τη σύσταση μιας εθνικής, αυτοκέφαλης βουλγαρικής εκκλησίας. Τα όρια δικαιοδοσίας ηταν συγκεκριμένα και χρησιμοποιήθηκαν ως μέσο για τη συγκρότηση ανεξάρτητου βουλγαρικού κράτους, κατ’ αντιστροφή της αρχής της Ορθόδοξης Εκκλησίας, σύμφωνα με την οποία η εκκλησιαστική διοίκηση ακολουθεί την πολιτειακή διάρθρωση. Σ’ αυτή τη βάση, εκμεταλλευόμενοι τις ελευθερίες που τους παρείχε το διάταγμα, οι Βούλγαροι ήγειραν αξιώσεις για αντικατάσταση της ελληνικής εκκλησιαστικής ιεραρχίας από ομοεθνείς τους κληρικούς, και της ελληνικής γλώσσας κατά την τέλεση της Λειτουργίας από τη βουλγαρική, συγκατάθεση στην ίδρυση εθνικών σχολείων, στην έκδοση εφημερίδων και βιβλίων κ.ά. Οι αξιώσεις αυτές διευρύνθηκαν με την έκδοση το 1856 του Χάττι Χουμαγιούν, παίρνοντας τη μορφή διεκδικήσεων της πλήρους αυτονόμησης του βουλγαρικού κλήρου και της επέκτασης της βουλγαρικής εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας, ακόμη και σε περιοχές που οι Βούλγαροι αποτελούσαν μειοψηφία. Το χειρότερο, οι διεκδικήσεις τους δεν έμειναν στο επίπεδο των διατυπωμένων αξιώσεων, αλλά εκδηλώθηκαν και με πραξικοπηματικές ενέργειες κατά του Οικουμενικού Θρόνου, αποκορύφωμα των οποίων υπήρξε η άρνηση των επισκόπων τους να μνημονεύουν τον Οικουμενικό Πατριάρχη123 . Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση, το Οικουμενικό Πατριαρχείο αντέδρασε, επιδεικνύοντας διαλλακτικό πνεύμα, με την πρόταση να συσταθεί αυτοδιοικούμενη Βουλγαρική Εκκλησία στις βόρειες επαρχίες της Βαλκανικής και να ανασυσταθεί η Αρχιεπισκοπή Τυρνόβου, διατηρώντας την εξάρτηση και τους πνευματικούς δεσμούς με την Κωνσταντινούπολη124 , η οποία, όμως, απορρίφθηκε, τροφοδοτώντας τη διαμάχη των δύο αντίπαλων μερών στα επόμενα χρόνια. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, με προφανή την αδυναμία συμβιβασμού των δύο πλευρών και ορατό τον από τη συνεχιζόμενη διαπάλη τους κίνδυνο να διασαλευτεί η πολιτική ευταξία στο οθωμανικό κράτος, η Υψηλή Πύλη, προκειμένου να προλάβει δυσάρεστες εξελίξεις που θα την οδηγούσαν σε απώλεια του ελέγχου των πολιτικών πραγμάτων, εξέδωσε το 1870 «φιρμάνι» με το οποίο ιδρυόταν ανεξάρτητη Βουλγαρική Εκκλησία με επικεφαλής της Έξαρχο125 και ορίζονταν οι Μητροπόλεις που εντάσσονταν στη δικαιοδοσία της, με τη δυνατότητα και άλλων να προσχωρήσουν σ’ αυτή υπό τον όρο να το ζητούν τουλάχιστον τα δύο τρίτα των πιστών τους. Η επίσημη παραχώρηση στη Βουλγαρική Εκκλησία ανεξαρτησίας, και μάλιστα, με διάταγμα ενός «αλλόθρησκου» κοσμικού ηγεμόνα και οι επιπτώσεις της τόσο στο συμβολικό κύρος όσο και στη σφαίρα δικαιοδοσίας και επιρροής του Οικουμενικού Θρόνου, προκάλεσαν την έντονη αντίδραση του Πατριαρχείου, το οποίο προχώρησε το 1872 στη σύγκληση Πανορθόδοξης Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη υπό τον Πατριάρχη Άνθιμο ΣΤ΄, στην οποία καταδικάστηκε ο εθνοφυλετισμός των Βουλγάρων και οι αντικανονικές τους ενέργειες, ενώ κηρύχθηκε σχισματική η Εξαρχία126 .
-52-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου