17 Φεβρουαρίου, 2020

ΤΑ ΠΗΡΑΜΕ ΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ!!

   Τὴν ὕμνησαν πουλιὰ τῶν Γρεβενῶν, τῆς τρα- γουδῆσαν τὰ  ἀηδόνια τοῦ Μετσόβου,
νανούρισε γενιὲς παιδιῶν:   
«Κοιμήσου καὶ παρήγγειλα στὴν 
Πόλη τὰ προικιά σου /
 στὰ Γιάννενα τὰ ροῦχα σου 
καὶ τὰ χρυσαφικά σου».
Γιάννενα! Ἡ πόλη τῶν θρύλων καὶ τῶν παρα-
δόσεων. Ἡ πόλη τῶν ἀσημουργῶν καὶ τῶν μεγά-
λων τοῦ Γένους Εὐεργετῶν. Ἡ πόλη τῶν γραμμά-
των καὶ τῶν τεχνῶν: «Γιάννενα πρῶτα στ᾿ ἄρμα-
τα, στὰ γρόσια καὶ στὰ γράμματα».
Σὰν ξεγυρίσεις ἀπ᾿ τοῦ Δρίσκου τὴν κορφὴ ἀπ᾿
τὴν παλιὰ τὴν Ἐθνική, ἀπὸ Θεσσαλονίκη, καὶ
δεῖς... Θὰ σοῦ κοπεῖ ἡ φωνή, θὰ κλάψεις. Θὰ πεῖς
καὶ σὺ σὰν τὸν θλιμμένο ποιητή: «Ἄρα θὰ ζήσω
γιὰ νὰ δῶ τὰ Γιάννενα ἀπ᾿ τὸ Δρίσκο;».
Μπροστά σου ἡ λίμνη ὀνειρική. Ἀπέναντι νυ-
φούλα αἰώνων μυθικὴ ἡ πόλη τῶν γραμμάτων. Κι
ἐκεῖ στῆς λίμνης τὴν ἀσημικὴ ἀγκαλιὰ καταμεσὶς
τὸ πιὸ ὄμορφο λιμνῶν νησὶ τοῦ κόσμου· μὲ τὰ ἑφτά του Μοναστήρια, μικρὸ Ἁγιονόρος!
Μιὰ διαμαντόπετρα στῆς ὀμορφιᾶς τὸ
δαχτυλίδι.
Γιάννενα! Ἡ πόλη πέντε αἰῶνες τυ-
ραννιέται στὴ σκλαβιά. Στοῦ θρυλικοῦ
της κάστρου τὰ ὑγρὰ μπουντρούμια μέ-
χρι καὶ σήμερα θαρρεῖς ἀκούγονται τῶν
σκλάβων οἱ φωνές, τὰ βογγητά. Πέντε
αἰῶνες! Ἦταν μήνας Ὀκτώβριος τοῦ ἔ-
τους 1431, ὅταν, ὅπως σημειώνει στὸ
«Χρονικόν» του ὁ Γεώργιος Φραντζῆς,
«ἀπῆρεν ὁ μπεγλέρμπεης τῶν Τούρκων
τοὔνομα Σινάνης τὰ Ἰωάννινα καὶ τὴν
αὐτῶν περιοχήν». Ἀπὸ τότε ἡ νύχτα δὲν
ἔλεγε νὰ ξημερώσει.
Ὥσπου κάποια μέρα ἄρχισε νὰ ρο-
δίζει ἡ ἀνατολή. Ἦταν καὶ πάλι μήνας
Ὀκτώβριος, τοῦ ἔτους 1912 τώρα, ὅταν
ἄρχισε ἡ ξέφρενη προέλαση τοῦ στρα-
τοῦ μας πρὸς τὶς σκλαβωμένες περιοχὲς
τοῦ Ἑλληνισμοῦ κι οἱ ἀετοὶ ζυγῶσαν στὸ
Μπιζάνι. Ἡ πολιορκημένη πόλη καρτερεῖ.
Περνοῦν οἱ μέρες, μῆνες. Τόσων αἰώ-
νων στεναγμοὶ ἀναζητοῦν τὴ στιγμὴ τῶν
ἀτελειώτων προσευχῶν. Μὰ τὸ Μπιζά-
νι μένει ἀπόρθητο. Ἀπὸ τοῦ λόφου τὶς
κορφὲς ψηλά, θερίζοντας τῶν ἡρώων
τὰ κορμιά, βρυχᾶται ἡ «Σκύλλα» ἄγρια.
Ἔτσι εἶχαν ὀνομάσει οἱ στρατιῶτες μας
μιὰ συστοιχία κανονιῶν πάνω στὰ ὑψώ-
ματα τοῦ Μπιζανιοῦ. Ἡ ὅλη ὀχύρωση
ἦταν ἔργο τοῦ Γερμανοῦ στρατηγοῦ Φὸν
Γκόλτς, ποὺ μὲ 112 πυροβόλα θωράκι-
σε τὸ Μπιζάνι καὶ τὴν γύρω περιοχὴ σὲ
ἀκτίνα 10 χιλιομέτρων, τεῖχος ἀδιαπέρα-
στο. «Σᾶς παραδίδω τὸν τάφο τῆς Ἑλλά-
δος», εἶχε πεῖ στοὺς Τούρκους στρατη-
γούς, παραδίδοντάς τους τὰ ἀπόρθητα
ὀχυρά.
Ἔπειτα ἔπεσε ὁ χιονιὰς βαρύς... Τὸ σά-
βανό του σκέπασε ὁλάκαιρη τὴ γῆ, καὶ τὰ
φτερὰ τῶν ἀετῶν κρουστάλλιασαν:
«Μοῦ γράφεις, Μάνα, μιὰ γραφὴ καὶ μὲ
ρωτᾶς τί κάνω / στοῦ Μπιζανιοῦ τὴν πα-
γωνιά, στὸ κρύο θὰ πεθάνω.
Δὲν μὲ τρομάζουν, Μάνα μου, οἱ σφαῖ-
ρες τὰ κανόνια / μόν’ μὲ φοβίζει ἡ παγω-
νιά, τοῦ Μπιζανιοῦ τὰ χιόνια.
Λειτούργησε στὴν Παναγιὰ κι ἄναψε κι
ἁγιοκέρι / νὰ κάνει θαῦμα, Μάνα μου, νὰ
γίνει καλοκαίρι».
Ἀλλὰ τὸ θαῦμα ἀργοῦσε...
Ἡ Θεσσαλονίκη εἶχε ἀπὸ μῆνες ἐλευ-
θερωθεῖ, ἡ Μακεδονία ἔπλεε στὰ γαλα-
νόλευκα, μὰ ὁ χειμώνας βάραινε καὶ ἡ
«Σκύλλα» ἔτρωγε λυσσασμένη. Στὶς 3
Δεκεμβρίου θέρισε τὸ παράτολμο Κρη-
τικὸ Τάγμα· ἀπὸ τοὺς 1.370 ἄνδρες του,
ὅλοι φοιτητές, ἔπεσαν οἱ 913 καὶ ὅλοι οἱ
ἀξιωματικοί του μέχρις ἑνός!
     Ὥσπου ἔφθασε, ἐλεύθερος πιὰ ἀπ᾿
τῆς Μακεδονίας τὴν προέλαση, ὁ Ἀρχι-
στράτηγος, διάδοχος Κωνσταντῖνος. Τὸ
σχέδιό του ἐκπληκτικό: Ἐξαπάτησε τοὺς
Τούρκους ὅτι δῆθεν ἐπρόκειτο νὰ ἐπι-
τεθεῖ ἀπὸ δεξιά, χτυπώντας τὸ Μπιζά-
νι· μὲ ἀπόλυτη μυστικότητα ὅμως τὴν τε-
λευταία μέρα μετέφερε τὸν κύριο ὄγκο
τοῦ στρατοῦ μέσα ἀπὸ τὶς χαράδρες τοῦ
Ὀλύτσικα στὴν ἀριστερὴ πλευρά, ἐνῶ
μικρὲς δυνάμεις θὰ ἀπασχολοῦσαν τοὺς
Τούρκους στὰ δεξιὰ καὶ στὸ Μπιζάνι.
Ἡ γενικὴ ἐπίθεση ἐκδηλώθηκε καται-
γιστικὴ στὶς 20 Φεβρουαρίου μὲ πλήρη
ἐπιτυχία. Οἱ Τοῦρκοι ὑποχώρησαν πα-
νικόβλητοι καὶ οἱ Ἕλληνες τοὺς καταδί-
ωξαν πρὸς τὰ Ἰωάννινα. Δύο τολμηροὶ
ταγματάρχες, ὁ Βελισσαρίου καὶ ὁ Ἰα-
τρίδης, ξεπερνώντας τὸ σημεῖο ποὺ εἶχε
ὁρισθεῖ νὰ σταματήσουν, ἔφτασαν πρὸς
τὸ βράδυ μὲ τὰ τάγματά τους στὴν ἄκρη
τῆς πόλεως. Οἱ Τοῦρκοι νόμισαν ὅτι ἦταν
ὅλος ὁ ὄγκος τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων
καὶ ὁ Ἐσὰτ πασὰς ἀποφάσισε νὰ παρα-
δώσει τὴν πόλη. Τὴν ἄλλη μέρα, 21 Φε-
βρουαρίου, ὑπογράφηκε ἡ παράδοση.
Ὁ Κωνσταντῖνος μὲ τὸ σχέδιό του ἀπέ-
σπασε τότε παγκόσμιο θαυμασμό. Ὅταν
δὲ συνάντησε τὸν Βελισσαρίου, τὴν ὥρα
ποὺ τὸν ἀγκάλιαζε καὶ τὸν φιλοῦσε, τοῦ
εἶπε: «Τώρα, τί νὰ σὲ κάνω; Νὰ σὲ δείρω
ἢ νὰ σὲ φιλήσω, ἀγαπημένε μου τρελέ;»!
Ἡ πόλη ντύθηκε ἀστραπιαῖα στὰ γα-
λανόλευκα. Οἱ καμπάνες χτυποῦν παν-
ηγυρικά, οἱ κάτοικοι παραληροῦν, φι-
λιοῦνται μεταξύ τους μὲ τὸ «Χριστὸς
Ἀνέστη»! Ὅλη ἡ πολιτεία τῶν θρύλων
καὶ τῶν γραμμάτων περιέρχεται σὲ κα-
τάσταση μέθης καὶ ἐνθουσιασμοῦ, ἐνῶ
τὴν ἴδια ὥρα ἀπὸ τὴ μία μέχρι
τὴν ἄλλη ἄκρη τῆς Ἑλλάδος ξε-
σποῦν ξέφρενοι πανηγυρισμοί:
«Τὰ πήραμε τὰ Γιάννενα.
Μάτια πολλὰ τὸ λένε.
Μάτια πολλὰ τὸ λένε
ὅπου γελοῦν καὶ κλαῖνε»!
Στὴν Ἀθήνα πλημμυρίζει ἡ
πλατεία Συντάγματος. Στὴ Θεσ-
σαλονίκη ὀργανώνεται τὸ βρά-
δυ φαντασμαγορικὴ λαμπαδη-
φορία: 100.000 ἄνθρωποι, Ἕλ-
ληνες, Ἑβραῖοι καὶ κάθε ἐθνό-
τητας, ἀκόμα καὶ Τοῦρκοι, κρα-
τώντας 50.000 ἀναμμένα φα-
ναράκια – δὲν βρίσκονταν ἄλ-
λα – περνοῦν ἀπὸ τὴν παρα-
λία, τὸ Διοικητήριο, τὴν Ἐγνα-
τία τραγουδώντας καὶ ζητωκραυγάζον-
τας: «Τὰ πήραμε τὰ Γιάννενα!...».
Τὴν ἑπόμενη μέρα, 22 Φεβρουαρίου, ὁ
Κωνσταντῖνος εἰσέρχεται μὲ τὸ στράτευ-
μα στὴν πόλη. Μόλις, ὡραῖος καὶ μυθικός,
καβάλα στ’ ἄλογό του φαίνεται ὁ ἐλευ-
θερωτὴς Ἀρχιστράτηγος, γίνεται ἔκρηξη:
Οἱ κάτοικοι μεθοῦν! Κλαῖνε καὶ γελοῦν,
ζητωκραυγάζουν καὶ δακρύζουν, ψάλ-
λουν καὶ τραγουδοῦν, πυροβολοῦν στὸν
ἀέρα· ὅλοι θέλουν ν᾿ ἀγγίξουν τὸ ἄλογό
του, νὰ φιλήσουν τὸ σπαθί του. Ἀγκα-
λιάζουν καὶ τὰ ἄλογα τῶν ἱππέων, φι-
λοῦν τὰ χαλινάρια τους, οἱ γυναῖκες γο-
νατισμένες ραίνουν μὲ ἄνθη, δαφνόφυλ-
λα, ἀρώματα καὶ ρύζι τὸν Κωνσταντῖνο
καὶ τοὺς ἥρωες, καὶ ὅλοι μαζὶ πορεύονται
πρὸς τὴ Μητρόπολη, ὅπου ψάλλεται δο-
ξολογία εὐγνωμοσύνης στὸν δωρεοδό-
τη Θεό.
Σήμερα, 107 χρόνια ἀπὸ τότε, μιὰ πλη-
γὴ παραμένει ἀνοιχτὴ καὶ αἱμορραγεῖ ἀ-
κόμη: ἡ Βόρειος Ἤπειρος· ποὺ ἐλευ-
θερώθηκε τότε καὶ ἐκείνη, ἀλλὰ τὰ συμ-
φέροντα τῶν «μεγάλων» τὴν παρέδω-
σαν στὸ ἐκ τοῦ μηδενὸς δημιουργηθὲν
κράτος τῆς Ἀλβανίας, ὁδηγώντας σὲ νέο
μαρτύριο τὸν ἐκεῖ Ἑλληνισμό. Ἡ μαρτυ-
ρικὴ περιοχὴ ἀποτελεῖ πρόκληση γιὰ
μᾶς σήμερα.
Πέρασαν πράγματι 107 χρόνια! Τώρα
κάτω ἀπὸ τὴ φρικτὴ «Σκύλλα» βρίσκεται
τὸ ὑπέροχο Μουσεῖο Κέρινων Ὁμοιωμά-
των ποὺ δημιούργησε ὁ μεγάλος καλλι-
τέχνης – ἀείμνηστος πιά – Παῦλος Βρέλ-
λης, ζωντανεύοντας ὅλη μας τὴν ἱστορία.
Ἡ ἐπιλογὴ τοῦ τόπου ἔγινε μὲ συμβολικὴ
σημασία. Ἔτσι τὸ Μπιζάνι συμπυκνώ-
νει τὴν ἱστορία, ἀποτελεῖ καύχημα γιὰ τὴ
σύγχρονη μεγαλούπολη τῆς Ἠπείρου,
προσκύνημα τοῦ ὅλου Ἑλληνισμοῦ καὶ
ἔμπνευση γιὰ μᾶς νὰ συνεχίζουμε τὴν
ἱστορική μας πορεία στὸ πνεῦμα τῶν
Μπιζανομάχων καὶ ὅλων τῶν 
ἡρώων τῆς ἱστορίας μας.ΟΣΩΤΗΡ2061

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου