Στα 567 χρόνια από τη θυσία του
Μάιος. Ο μήνας που σημάδεψε την ελληνική ιστορία με το πιο τραγικό γεγονός της: την Άλωση της Πόλης.
Πεντακόσια εξήντα επτα χρόνια μετά, ξαναστήνεται μπροστά μας η μορφή-σύμβολο, ο τελευταίος αυτοκράτορας των Ελλήνων, και ξαναζωντανεύει ο θρύλος, που έθρεψε γενιές και γενιές και οδήγησε το Γένος στην πορεία του από τη δουλεία στην Ανάσταση.
Αυτός ο βασιλιάς ήταν πρόσωπο τραγικό. Το στέμμα που φόρεσε του έγινε αγκάθινο στεφάνι… Είπαν πως από κανέναν άλλον αυτοκράτορα δε ζητήθηκαν τόσο πολλά και τόσο σκληρά. Αλλά και κανένας άλλος ίσως δεν απέδειξε τόσο περίτρανα την πιστότητά του στο χρέος που ανέλαβε απέναντι στο Έθνος.
Σε όλη τη μαρτυρική ζωή του υπήρξε ο άνθρωπος της ευθύνης. Ξεχωρίζουν όμως ιδιαίτερα κάποιες στιγμές, κάποια γεγονότα, που σημαδεύουν την πορεία του και τον υψώνουν μπροστά μας ως ηγέτη που επέλεξε το δρόμο του χρέους και της θυσίας.
Μάιος. Ο μήνας που σημάδεψε την ελληνική ιστορία με το πιο τραγικό γεγονός της: την Άλωση της Πόλης.
Πεντακόσια εξήντα επτα χρόνια μετά, ξαναστήνεται μπροστά μας η μορφή-σύμβολο, ο τελευταίος αυτοκράτορας των Ελλήνων, και ξαναζωντανεύει ο θρύλος, που έθρεψε γενιές και γενιές και οδήγησε το Γένος στην πορεία του από τη δουλεία στην Ανάσταση.
Αυτός ο βασιλιάς ήταν πρόσωπο τραγικό. Το στέμμα που φόρεσε του έγινε αγκάθινο στεφάνι… Είπαν πως από κανέναν άλλον αυτοκράτορα δε ζητήθηκαν τόσο πολλά και τόσο σκληρά. Αλλά και κανένας άλλος ίσως δεν απέδειξε τόσο περίτρανα την πιστότητά του στο χρέος που ανέλαβε απέναντι στο Έθνος.
Σε όλη τη μαρτυρική ζωή του υπήρξε ο άνθρωπος της ευθύνης. Ξεχωρίζουν όμως ιδιαίτερα κάποιες στιγμές, κάποια γεγονότα, που σημαδεύουν την πορεία του και τον υψώνουν μπροστά μας ως ηγέτη που επέλεξε το δρόμο του χρέους και της θυσίας.
Μολονότι είχε πλήρη επίγνωση της καταστάσεως, δέχθηκε να στεφθεί Κύριος μιας αυτοκρατορίας που πλησίαζε στο τέλος της. Στην κρίσιμη αυτή καμπή της ιστορίας, το Βυζαντινό κράτος περιοριζόταν στο Δεσποτάτο του Μυστρά, σε λίγα νησιά και σε ελάχιστες κτήσεις γύρω από τη Βασιλεύουσα. Ο στρατός του ήταν ελάχιστος. Αλλά, ενώ η αποδιοργάνωση φαινόταν μη αναστρέψιμη, εκείνος οργάνωσε την άμυνά του. Έκλεισε τον Κεράτιο με μια τεράστια αλυσίδα κι ενίσχυσε τα πιο αδύνατα σημεία του τείχους.
Δεν εγκατέλειψε τη θέση του, μένοντας πιστός στο καθήκον. Όταν στις αρχές Μαΐου του 1453 δικοί του άνθρωποι, Έλληνες και ξένοι, του προτείνουν να φύγει στην Ευρώπη για να σωθεί, αυτός αρνείται το σχέδιο απόδρασης.
–Ποτέ δε θα εγκαταλείψω το λαό μου, τις εκκλησίες και την Κωνσταντινούπολη, τους απαντά. Σας ικετεύω, απεναντίας, να μου ζητάτε να μη φύγω! Ναι, θέλω να πεθάνω εδώ μαζί σας, αν δεν γίνεται να νικήσουμε.
23 Μαΐου 1453. Η πολιορκημένη Πόλη βρίσκεται σε δεινή θέση. Ο Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής στέλνει πρεσβεία στον Κωνσταντίνο αξιώνοντας να του παραδώσει την Πόλη. Για αντάλλαγμα, του υπόσχεται να επιτρέψει την ασφαλή έξοδο των πολιορκημένων και να αναγνωρίσει τον ίδιο ως ηγεμόνα της Πελοποννήσου. Αλλιώς, θα υποστούν φοβερά δείνα.
Τότε ο αυτοκράτορας έδωσε την πιο περήφανη απάντηση που ακούστηκε ποτέ από στόμα βασιλιά:
–Να πεις του υψηλού αφέντη σου, λέει στον απεσταλμένο, πως, αν θέλει να ζήσει μαζί μας ειρηνικά σαν καλός γείτονας… θα δοξάσουμε το Θεό… Πες του ακόμη, να κρατήσει και τα φρούρια που μας άρπαξε και τη δική μας γη… Τον ετήσιο φόρο που θα πληρώνουμε ας τον ορίσει ανάλογο με τους μικρούς μας πόρους. Και ας γυρίσει πίσω στο καλό. Γιατί -πού το ξέρει;- μήπως νομίζοντας πως θα κερδίσει, βρεθεί έξαφνα ζημιωμένος!
Μιλά και το πρόσωπό του είναι σημαδεμένο με την απόφαση της θυσίας. Κοιτάζει τα πρόσωπα των αρχόντων γύρω του και με μια ύστατη προσπάθεια συγκεντρώνει όλη τη δύναμη της ψυχής του:
–Δεν παραδίνουμε την Πόλη! φωνάζει. Τη ζωή μας πήραμε κοινή απόφαση να δώσουμε, χωρίς να προσκυνήσουμε! Δε θα λυπηθούμε τη ζωή μας!
Κι έμεινε η απάντηση στην ιστορία ως το τελειότερο επίγραμμα Φιλοπατρίας και Ηθικής:
“Το δέ τήν πόλιν σοί δοῦναι οὔτ’ ἐμόν ἐστί οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινή γάρ γνώμη πᾶντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καί οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν“.
Από τη στιγμή εκείνη αναλάμβανε να σηκώσει το σταυρό του ως Πρωτομάρτυρας του Γένους.
Δευτέρα 28 Μαΐου 1453, παραμονή της Άλωσης. Ο αυτοκράτορας σαν πατέρας στοργικός συγκεντρώνει τον ταραγμένο λαό του, για να τον εμψυχώσει. Τα τελευταία του λόγια συνοψίζουν την παρακαταθήκη του Γένους, το μεγαλείο της Φυλής μας.
–Πολεμάμε, τους λέει, για τα τέσσερα μεγαλύτερα αγαθά που υπάρχουν στον κόσμο: την πίστη και την ευσέβεια, την πατρίδα μας, το βασιλιά, που είναι χρισμένος από τον Κύριο, τους συγγενείς και φίλους μας.
Λόγια αθάνατα, που θυμίζουν τα πατροπαράδοτά μας ιδανικά, το τρίπτυχο “θρησκεία-πατρίδα-οικογένεια”.
Τα είπε και έτρεξε “αυτοπροαιρέτως” στο καθήκον. Να πάρει τη θέση του στις επάλξεις.
Τρίτη 29 Μαΐου 1453. Νύχτα, πριν ξημερώσει, άρχισε το θανατερό γιουρούσι. Ο αυτοκράτορας όρθιος στην πύλη του αγίου Ρωμανού πολεμά. Πέταξε από πάνω του τη βασιλική στολή και “όρμησε μπροστά… όμοιος με μανιασμένο λιοντάρι με το σπαθί στο χέρι… Θερίζει τους γενίτσαρους… Το σπαθί τσακίζεται” (Φραντζής). Μια φωνή ακούγεται: “Η Πόλις εάλω!”. Βλέπει τη σημαία με το μισοφέγγαρο να ανεμίζει και ξεφωνίζει:
–Η Πόλη πάρθηκε κι εγώ ακόμη ζω;
Σε λίγο χτυπήθηκε θανάσιμα και έπεσε.
Σαν απλός στρατιώτης. Σαν βασιλιάς του Γένους. Σαν ήρωας.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν πέθανε. Ζει στις καρδιές των Ελλήνων. Ζει στη συνείδηση του Έθνους ως ο ήρωας του χρέους και της θυσίας.
567χρόνια έχουν περάσει από τότε και ο Μάρτυρας του χρέους συνεχίζει να μας εμπνέει. Μας καλεί και σήμερα σε έναν ύψιστο αγώνα, να κρατήσουμε όρθια τα ιδανικά του Έθνους.
Νεφέλη
Δεν εγκατέλειψε τη θέση του, μένοντας πιστός στο καθήκον. Όταν στις αρχές Μαΐου του 1453 δικοί του άνθρωποι, Έλληνες και ξένοι, του προτείνουν να φύγει στην Ευρώπη για να σωθεί, αυτός αρνείται το σχέδιο απόδρασης.
–Ποτέ δε θα εγκαταλείψω το λαό μου, τις εκκλησίες και την Κωνσταντινούπολη, τους απαντά. Σας ικετεύω, απεναντίας, να μου ζητάτε να μη φύγω! Ναι, θέλω να πεθάνω εδώ μαζί σας, αν δεν γίνεται να νικήσουμε.
23 Μαΐου 1453. Η πολιορκημένη Πόλη βρίσκεται σε δεινή θέση. Ο Μωάμεθ Β’ ο Πορθητής στέλνει πρεσβεία στον Κωνσταντίνο αξιώνοντας να του παραδώσει την Πόλη. Για αντάλλαγμα, του υπόσχεται να επιτρέψει την ασφαλή έξοδο των πολιορκημένων και να αναγνωρίσει τον ίδιο ως ηγεμόνα της Πελοποννήσου. Αλλιώς, θα υποστούν φοβερά δείνα.
Τότε ο αυτοκράτορας έδωσε την πιο περήφανη απάντηση που ακούστηκε ποτέ από στόμα βασιλιά:
–Να πεις του υψηλού αφέντη σου, λέει στον απεσταλμένο, πως, αν θέλει να ζήσει μαζί μας ειρηνικά σαν καλός γείτονας… θα δοξάσουμε το Θεό… Πες του ακόμη, να κρατήσει και τα φρούρια που μας άρπαξε και τη δική μας γη… Τον ετήσιο φόρο που θα πληρώνουμε ας τον ορίσει ανάλογο με τους μικρούς μας πόρους. Και ας γυρίσει πίσω στο καλό. Γιατί -πού το ξέρει;- μήπως νομίζοντας πως θα κερδίσει, βρεθεί έξαφνα ζημιωμένος!
Μιλά και το πρόσωπό του είναι σημαδεμένο με την απόφαση της θυσίας. Κοιτάζει τα πρόσωπα των αρχόντων γύρω του και με μια ύστατη προσπάθεια συγκεντρώνει όλη τη δύναμη της ψυχής του:
–Δεν παραδίνουμε την Πόλη! φωνάζει. Τη ζωή μας πήραμε κοινή απόφαση να δώσουμε, χωρίς να προσκυνήσουμε! Δε θα λυπηθούμε τη ζωή μας!
Κι έμεινε η απάντηση στην ιστορία ως το τελειότερο επίγραμμα Φιλοπατρίας και Ηθικής:
“Το δέ τήν πόλιν σοί δοῦναι οὔτ’ ἐμόν ἐστί οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινή γάρ γνώμη πᾶντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καί οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν“.
Από τη στιγμή εκείνη αναλάμβανε να σηκώσει το σταυρό του ως Πρωτομάρτυρας του Γένους.
Δευτέρα 28 Μαΐου 1453, παραμονή της Άλωσης. Ο αυτοκράτορας σαν πατέρας στοργικός συγκεντρώνει τον ταραγμένο λαό του, για να τον εμψυχώσει. Τα τελευταία του λόγια συνοψίζουν την παρακαταθήκη του Γένους, το μεγαλείο της Φυλής μας.
–Πολεμάμε, τους λέει, για τα τέσσερα μεγαλύτερα αγαθά που υπάρχουν στον κόσμο: την πίστη και την ευσέβεια, την πατρίδα μας, το βασιλιά, που είναι χρισμένος από τον Κύριο, τους συγγενείς και φίλους μας.
Λόγια αθάνατα, που θυμίζουν τα πατροπαράδοτά μας ιδανικά, το τρίπτυχο “θρησκεία-πατρίδα-οικογένεια”.
Τα είπε και έτρεξε “αυτοπροαιρέτως” στο καθήκον. Να πάρει τη θέση του στις επάλξεις.
Τρίτη 29 Μαΐου 1453. Νύχτα, πριν ξημερώσει, άρχισε το θανατερό γιουρούσι. Ο αυτοκράτορας όρθιος στην πύλη του αγίου Ρωμανού πολεμά. Πέταξε από πάνω του τη βασιλική στολή και “όρμησε μπροστά… όμοιος με μανιασμένο λιοντάρι με το σπαθί στο χέρι… Θερίζει τους γενίτσαρους… Το σπαθί τσακίζεται” (Φραντζής). Μια φωνή ακούγεται: “Η Πόλις εάλω!”. Βλέπει τη σημαία με το μισοφέγγαρο να ανεμίζει και ξεφωνίζει:
–Η Πόλη πάρθηκε κι εγώ ακόμη ζω;
Σε λίγο χτυπήθηκε θανάσιμα και έπεσε.
Σαν απλός στρατιώτης. Σαν βασιλιάς του Γένους. Σαν ήρωας.
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δεν πέθανε. Ζει στις καρδιές των Ελλήνων. Ζει στη συνείδηση του Έθνους ως ο ήρωας του χρέους και της θυσίας.
567χρόνια έχουν περάσει από τότε και ο Μάρτυρας του χρέους συνεχίζει να μας εμπνέει. Μας καλεί και σήμερα σε έναν ύψιστο αγώνα, να κρατήσουμε όρθια τα ιδανικά του Έθνους.
Νεφέλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου