04 Νοεμβρίου, 2020

ΤΟ ΠΕΛΑΓΟΣ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΕΛΕΟΥΣ

Ἐνῶ ὁ Ψαλμωδὸς ἔχει μπροστά του τὸν ὠκεανὸ τῆς θείας εὐσπλαχνίας, ρίχνει τὰ βλέμματά του καὶ πρὸς τὸν ὠκεανὸ τῆς ἀνθρώπινης ἐνοχῆς. Καὶ ζητεῖ «ἱλασμόν», ἄφεση ἁμαρτιῶν. Ἀναφωνεῖ: «Κύριε, Κύριε, ἐὰν δὲν παραβλέψεις τὶς ἀνομίες μας, ἀλλὰ προσηλώσεις τὸ βλέμμα Σου σ’ αὐτές, ποιὸς θὰ μπορεῖ νὰ σταθεῖ μπροστά Σου καὶ νὰ ἀντέξει τὸ βάρος τῆς κρίσεώς Σου;» (στίχ. 3). Τρομάζει μπροστὰ στὴν ἔνδοξη μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ, αἰσθάνεται ὅτι εἶναι γυμνὸς ἀπὸ κάθε παρρησία γιὰ τὸ πλῆθος τῶν δικῶν του ἁμαρτιῶν, ἀλλὰ καὶ τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ἄλλων, γι’ αὐτὸ καὶ κάνει ἔκκληση πρὸς τὴ θεία εὐσπλαχνία. Τὴν ἁμαρτία θεωρεῖ ὁ Ψαλμωδὸς ὡς αἰτία τῆς δεινῆς καταστάσεως ποὺ ζεῖ ὁ λαός. Ποιὸς μπορεῖ νὰ σταθεῖ ὄρθιος μπροστὰ σὲ Σένα, τὸν δίκαιο Κριτή; διερωτᾶται ὁ ἴδιος. Καὶ ἡ ἀπάντηση βεβαίως εἶναι, κανείς! «Τίς καυχήσεται ἁγνὴν ἔχειν τὴν καρδίαν; Ἢ τίς παρρησιάσεται καθαρὸς εἶναι ἀπὸ ἁμαρτιῶν;» (Παρ. κ΄ [20] 9), διερωτᾶται ὁ Παροιμιαστής. Καὶ ὁ πολύαθλος Ἰὼβ ἐρωτᾶ: «Τίς καθαρὸς ἔσται ἀπὸ ρύπου; ἀλλ’ οὐθείς. ἐὰν καὶ μία ἡμέρα ὁ βίος αὐτοῦ ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἰὼβ ιδ΄ [14] 4-5). Ἂν δὲν μεσολαβοῦσε ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ τὸ ἔλεος, ἡ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θὰ καταστρέφονταν τιμωρούμενοι. Εἶναι δὲ πολὺ χαρακτηριστικὸς ὁ διπλασιασμὸς τῆς λέξεως «Κύριε». Τὸ «Κύριε, Κύριε, θαυμάζοντός ἐστι τὴν πολλὴν φιλανθρωπίαν καὶ ἀγαθότητα», σημειώνει ὁ Ζιγαβηνός1 . Ἡ λέξη «τίς» – ποιός – ἐδῶ σημαίνει κανείς, γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Διότι, συνεχίζει, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τύχει ποτὲ κανεὶς εὐσπλαχνίας καὶ ἐπιεικείας, ἐὰν κριθεῖ μὲ ἄκρα δικαιοσύνη γιὰ τὶς εὐθύνες τῶν πράξεών του. Ἐὰν ὁ Κύριος δὲν ἔλθει νὰ μᾶς κρίνει μὲ εὐσπλαχνία καὶ ἐπιείκεια, ἀλλὰ νὰ κάμει τὸν ἔλεγχο μὲ ἄκρα δικαιοσύνη, θὰ μᾶς βρεῖ γενικῶς ὅλους ἐνόχους. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε: Ναὶ μὲν ἡ συνείδησή μου δὲν μοῦ μαρτυρεῖ καμία ἐνοχή, ἀλλὰ κι αὐτὸ δὲν φτάνει γιὰ νὰ εἶμαι δικαιωμένος. Διότι ὁ Κύριος εἶναι ὁ μόνος ἁρμόδιος νὰ κρίνει ἂν πράγματι ὑπῆρξα καλὸς οἰκονόμος (Α΄ Κορ. δ΄ 4). Ὁ διπλασιασμὸς τῆς ἐπικλήσεως «Κύριε, Κύριε», σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, δὲν γίνεται ἀπερίσκεπτα, ἀλλὰ ἐπειδὴ ὁ Ψαλμωδὸς θαυμάζει καὶ ἀπορεῖ γιὰ τὸ μέγεθος τῆς ἐπιεικείας, γιὰ τὴν ἀπέραντη μεγαλοσύνη καὶ τὸ ἀχανὲς πέλαγος τῆς καλοσύνης τοῦ Κυρίου. Δὲν εἶπε, ποιὸς θὰ διαφύγει, ἀλλά, ποιὸς θὰ ἀντέξει τὴν καταδικαστική Σου ἀπόφαση; Δὲν θὰ μπορέσει οὔτε νὰ σταθεῖ, λέγει2. Παρ᾿ ὅλα αὐτὰ ὁ Ψαλμωδὸς δὲν χάνει τὸ θάρρος του. Γι’ αὐτὸ προσθέτει: «Ὅτι παρὰ σοὶ ὁ ἱλασμός ἐστιν» (στίχ. 4). Ὅμως, Κύριε, ἀπὸ Σένα πηγάζει ὁ ἱλασμός, ἡ ἄφεση καὶ ἡ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν. Πιὸ κοντὰ στὸν θρόνο Σου, Κύριε, εἶναι ὁ πλοῦτος τοῦ ἐλέους καὶ τῶν οἰκτιρμῶν Σου, παρὰ οἱ κεραυνοὶ τῆς δικαίας ὀργῆς Σου. Τὸ ὅτι ὁ Κύριος εἶναι ἐλεήμων καὶ πολυεύσπλαχνος γεμίζει παρηγορία τὴν ψυχὴ τοῦ Ψαλμωδοῦ. Τί σημαίνει, ἐρωτᾶ ὁ θεῖος Χρυσόστομος, τό· Σύ, ὁ Κύριος, παρέχεις τὸν ἱλασμὸ καὶ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν; Σημαίνει ὅτι ἡ ἀποφυγὴ τῆς Κολάσεως δὲν ἐπιτυγχάνεται μὲ τὰ δικά μας κατορθώματα, ἀλλὰ μὲ τὴν καλοσύνη τοῦ ἁγίου Θεοῦ. Τὸ νὰ ἀποφύγει κανεὶς τὴν ποινή, ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴ δική Σου, Κύριε, ἐπιείκεια. Καὶ ἂν δὲν ἀξιωθοῦμε τῆς ἐπιεικείας Σου, τὰ δικά μας ἔργα δὲν ἐπαρκοῦν γιὰ νὰ μᾶς ἀποσπάσουν ἀπὸ τὴν μέλλουσα ὀργή! Ἐπιθυμώντας δὲ ὁ Κύριος νὰ παρουσιάσει τὴν ἀλήθεια αὐτὴ καὶ διὰ τοῦ προφήτου, ἔλεγε: «Ἐγώ εἰμι, ἐγώ εἰμι ὁ ἐξαλείφων τὰς ἀνομίας σου ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τὰς ἁμαρτίας σου καὶ οὐ μὴ μνησθήσομαι» (Ἡσ. μγ΄ [43] 25)· Ἐγὼ εἶμαι, Ἐγὼ καὶ μόνος Ἐγὼ εἶμαι, ὁ Ὁποῖος σβήνω καὶ ἐξαλείφω τελείως τὶς ἀνομίες σου ἕνεκα τῆς ἀγαθότητός μου καὶ τὶς ἁμαρτίες σου καὶ δὲν θὰ τὶς θυμηθῶ ποτέ! Δηλαδή, αὐτὸ εἶναι δικό μου ἔργο, λέγει ὁ Θεός, τῆς δικῆς μου καλοσύνης, τῆς δικῆς μου ἐπιεικείας. Διότι τὰ δικά σου βεβαίως ἔργα, ἄνθρωπε, δὲν ἔχουν τὴ δύναμη ποτὲ νὰ σὲ ἀπαλλάξουν ἀπὸ τὴν τιμωρία, ἂν δὲν προστεθεῖ σ’ αὐτὰ ἡ δική μου ἐπιείκεια. Καὶ πάλι διὰ τοῦ προφήτου Ἡσαΐα λέγει ὁ Κύριος· «ἐγὼ ἀνέχομαι ὑμῶν» (Ἡσ. μς΄ [46] 4), Ἐγὼ σᾶς ἀνέχομαι3 ! Καὶ συνεχίζει ὁ Ψαλμωδός: Γιὰ τὸ δικό Σου ὄνομα, ποὺ θυμίζει τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὐσπλαχνία Σου, Σὲ περίμενα μὲ ὑπομονή, Κύριε, καὶ σὲ Σένα στήριξα ὅλη μου τὴν ἐλπίδα. Ἡ ψυχή μου περίμενε μὲ ἀκλόνητη ἐλπίδα νὰ ἐκπληρώσεις αὐτὸ ποὺ ὑποσχέθηκες, ὅτι δηλαδὴ θὰ χαρίσεις ἄφεση σ’ ὅσους ζητοῦν τὸ ἔλεός Σου (στίχ. 5). Δὲν Σὲ περίμενα Σωτήρα γιὰ τὰ κατορθώματά μου, Κύριε, ἀναφωνεῖ ὁ Ψαλμωδός, διότι ἐγὼ εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀλλὰ γιὰ τὸ ὄνομά Σου, γιὰ νὰ μὴν ἐξουθενωθεῖ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς Σου ποὺ θὰ λένε ὅτι δὲν μπορεῖς νὰ σώσεις τὸν λαό Σου. Διότι λέγει διὰ τοῦ Ἰεζεκιήλ· «οὐ δι’ ἡμᾶς ἐγὼ ποιῶ, ἀλλὰ διὰ τὸ ὄνομά μου, ἵνα μὴ βεβηλωθῇ ἐν τοῖς ἔθνεσιν» (πρβλ. Ἰεζ. κ΄ [20] 9, 14, 22)4 . Ἐμεῖς δηλαδὴ δὲν ἤμασταν ἄξιοι νὰ σωθοῦμε, σχολιάζει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, οὔτε εἴχαμε καμία ἀγαθὴ ἐλπίδα ἐξαιτίας τῶν ἔργων μας. Χάριν τοῦ ὀνόματός Σου, Κύριε, ἐλπίζουμε νὰ σωθοῦμε καὶ μόνη αὐτὴ ἡ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μᾶς ὑπολείπεται. Ἂς παρακαλοῦμε τὸν εὔσπλαχνο καὶ μακρόθυμο Κύριό μας νὰ ἀνοίγει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μας, ὥστε νὰ διακρίνουμε ὁλοένα καὶ πιὸ καθαρὰ τὸ πέλαγος τοῦ ἐλέους Του· καὶ μὲ πλεονάζουσα πρὸς Αὐτὸν εὐγνωμοσύνη νὰ εἴμαστε πάντοτε πρόθυμοι νὰ ἀντλοῦμε μὲ ζῆλο καὶ προθυμία σωτήρια νάματα. 

 1. ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΖΙΓΑΒΗΝΟΥ, Εἰς Ψαλ. ρκθ΄ [129], PG 128, 1212D. 
 2. ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς Ψαλ. ρκθ΄ [129], PG 55, 374, 375. 
 3. ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ὅ.π., PG 55, 375. 
 4. ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΖΙΓΑΒΗΝΟΥ, ὅ.π., PG 128, 1213Α.
ΟΣΩΤΗΡ2186

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου