06 Μαρτίου, 2021

Γιαννούλα Θάνου . Ἀρχιμ. π. Εὐσεβίου Ρασσιᾶ

Στήν Τρίπολη, ὁδός Σεραγίου, ἀριθμός 13, ἔζησε μία εὐλογημένη ψυχή, ἡ κυρα– Γιαννούλα Θάνου ἀλλά πολύ θά ἀδικηθεῖ ἀπό τά λίγα πού γράφονται καί πού δέν μποροῦν νά ἀποδώσουν τήν μεγάλη πνευματική κατάστασή της. 

Γεννήθηκε στίς 22 Ἰανουαρίου 1923 στό χωριό Λάβδα Τριπόλεως. Ἦταν δευτερότοκη ἀπό τέσσερα ἀδέλφια. Κατά τίς διηγήσεις της προερχόταν ἀπό φτωχή οἰκογένεια, ἀλλά ἦταν πολύ πιστοί οἱ γονεῖς της. Ἡ μάνα της ἰδιαίτερα ἦταν πολύ εὐλαβής. Τήν εἶχε ὡς πρότυπο στήν ζωή της καί ἔλεγε: «Ἐγώ δέν φθάνω στήν μάνα μου». Τήν πάντρεψαν μέ τόν Δημήτριο Θάνο. Ἀπέκτησαν τρία παιδιά. Εἶχαν μεγάλη φτώχεια. Ἀγόρασε ραπτομηχανή καί ἔραβε. Οἰκονομοῦσε ἀρκετά καί σιγά–σιγά εἶχαν αὐτάρκεια, ἔκτισαν καί σπίτι. Ἦταν πολύ ἐργατική καί πολύ ἐλεήμων. 

 Ὁ ἄνδρας της πωλοῦσε λαχεῖα καί ὅλη τήν ἡμέρα ἦταν στά μαγαζιά στήν πλατείῖα. Πολλές φορές ἐπέστρεφε μεθυσμένος. Τήν ἔβγαζε ἔξω ἀπό τό σπίτι καί ἔπαιρνε τό τουφέκι νά τήν τουφεκίσει. Ἐκεῖνο ὅμως πού τήν πλήγωνε περισσότερο ἦταν πού βλασφημοῦσε. Δέν τήν ἄφηνε οὔτε νά ἀνάβει τό καντήλι. Μία φορά βλασφημοῦσε καί ἡ κ. Γιαννούλα προσευχόταν, ἔκλαιγε καί ἔλεγε στήν ἁγία Παρασκευή: «Καλύτερα νά τόν τυφλώσεις παρά νά βλασφημᾶ τόν Θεό». Ὅταν μετά ξύπνησε ἀπό τόν ὕπνο του, ἦταν τρομαγμένος καί φώναξε τήν κυρα– Γιαννούλα νά ἀνάψη τό καντήλι. Κύριος οἶδε τί συνέβη. 

 Ἔκτοτε σταμάτησε νά βλαστημᾶ. Ἀνέθρεψε τά παιδιά της μέ φόβο Θεοῦ, τά κράτησε ἀνεπηρέαστα ἀπό ὅλη αὐτή τήν κατάσταση, ἀγωνίστηκε καί τά ἀποκατέστησε. Κάποια φορά μέ τίς προσευχές της σώθηκε ὁ γυιός της, ὅταν ἔπεσε σέ γκρεμό μέ τό αὐτοκίνητό του. Ἀπό διαίσθηση, ὡς μητέρα, κατάλαβε τόν κίνδυνο, προσευχήθηκε καί ὁ Θεός τόν ἔσωσε. Ἡ κυρα–Γιαννούλα στήν Κατοχή ἔσωσε τόν ἄνδρα της ἀπό τούς Γερμανούς. Ἤθελαν νά τόν σκοτώσουν. Αὐτή ἔπεσε γονατιστή στά πόδια τους καί μέ λόγια καί σχήματα ταπεινά, ἱκετευτικά ἡ σκληρότητα τῶν Γερμανῶν στρατιωτῶν μεταβλήθηκε σέ συμπάθεια. Ἡ κυρα–Γιαννούλα ζοῦσε ἀθόρυβα καί ταπεινά. Δέν ἀνῆκε σέ συλλόγους φιλανθρωπικούς, δέν ἤξερε κανείς τίς ἐλεημοσύνες της. Ἔκανε φαγητά, γλυκά καί τά πήγαινε σέ φτωχές οἰκογένειες, σέ χῆρες καί ὀρφανά. Μία φορά πῆγε ψωμί σέ μιά χήρα γυναῖκα καί ἐκείνη ξέσπασε σέ κλάματα καί εὐχαριστίες, γιατί τά παιδιά της πεινοῦσαν καί δέν εἶχε νά τούς δώσει ψωμί. Πίστεψε ὅτι ὁ Θεός φώτισε τήν κυρα–Γιαννούλα, γιατί πρίν ἀπό λίγο στήν προσευχή της ἡ χήρα ζητοῦσε ἀπό τόν Θεό ψωμί γιά τά παιδιά της. Ἐπισκεπτόταν τίς φυλακές καί βοηθοῦσε τούς φυλακισμένους στίς ἀνάγκες τους. Κάθε ἑβδομάδα ἔκανε ἕνα ταψί κέικ, ἔπαιρνε διάφορα ἄλλα φαγώσιμα καί πήγαινε στό γηροκομεῖο, γιά νά δώσει χαρά. Αὐτό γινόταν ἀνελλιπῶς. Τό ἴδιο ἔκανε καί στούς τυφλούς. Δέν ξεκουραζόταν καθόλου. Φρόντιζε ἀσθενεῖς νά μήν τούς λείψουν τά φάρμακά τους καί ἡ ἴδια τούς ἔκανε τίς ἐνέσεις. Σπλαχνιζόταν ὅλους καί βοηθοῦσε ἰδιαίτερα τούς φυλακισμένους, τούς τυφλούς καί τούς γέρους. Μαγείρευε γιά τήν οἰκογένειά της καί ἔτρεχε στόν προφήτη Ἠλία νά καθαρίσει, νά πλύνει, νά κάνει τίς ἀκολουθίες. Εἶχε ταπείνωση καί διάκριση. Ἡ εὐσπλαχνία της γιά τούς ἀναξιοπαθοῦντες τήν ἔκανε νά φθάσει καί σέ ἀνώτερους παράγοντες, γιά νά ζητήσει βοήθεια γιά νέους ἄνεργους καί οἰκογενειάρχες φτωχούς. Τά προλάβαινε ὅλα. Ἦταν πολύ ἄξια. Ἔβαζε κῆπο καί ἔδινε κηπευτικά σέ πολλούς. Τά αὐγά ἀπό τίς κότες πού εἶχε δέν τά πωλοῦσε, τά ἔδινε σέ φτωχούς. Ἔκανε χυλοπίτες τσουβάλια ὁλόκληρα καί μοίραζε σέ οἰκογένειες πού εἶχαν ἀνάγκη. Μόνη της ἤ μέ κάποια φίλη της κρυφά καί ἀθόρυβα πήγαινε σάν νοσοκόμα κάνοντας ἐνέσεις σέ φτωχούς ἀρρώστους. Βοηθοῦσε τίς γειτόνισσες στίς ἀνάγκες τους, ὅταν ἀρρώσταιναν καί ἀδυνατοῦσαν νά ἐξυπηρετοῦν τό σπίτι τους. Συμμετεῖχε στά προβλήματά τους, σάν νά ἦταν δικά της. Ἔκανε προσευχή καί εὕρισκε πάντα λύσεις. Ἡ ἀγάπη της οἰκονομοῦσε τά δύσκολα καί ἀνέπαυε τούς ἀνθρώπους. Ἡ εὐλογημένη ψυχή ἀγαποῦσε πολύ τήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία ἦταν ἡ ζωή της. Καθημερινῶς πήγαινε σέ ναούς, γιά νά προσευχηθεί καί νά ἀντλήσει δύναμη ἀπό τή χάρη τῆς Παναγίας καί τῶν Ἁγίων. Ἡ ἀρρώστια τοῦ γυιοῦ της Κωνσταντίνου τήν ἔκανε δυνατή καί μέ τήν προσευχή παρηγοριόταν. Κάθε μέρα διάβαζε τήν Παράκληση τῆς Παναγίας. Ἐκκλησιαζόταν, ἐξωμολογούνταν καί κοινωνοῦσε τακτικά. Ἡ εὐλάβειά της φαίνεται καί ἀπό τό ἑξῆς: Εἶχε βγάλει ἀντικλείδια ἀπό ὅλα τά ἐξωκκλήσια τῆς Τριπόλεως. Σχεδόν κάθε μέρα ἔπαιρνε τό μπουκαλάκι μέ τό λάδι στό ἕνα χέρι καί στό ἄλλο τό κομποσχοίνι καί πήγαινε, ἄναβε τά καντήλια καί μόνη της στήν ἐρημιά προσευχόταν γιά πολλή ὥρα. Κάποτε πού πῆγε στόν ἅγιο Μηνᾶ ξέχασε νά πάρει τό κλειδί μαζί της. Ἔκλαιγε καί προσευχόταν καί ἔλεγε «τί νά κάνω τώρα;». Καί ξαφνικά ἄνοιξε μόνη της ἡ πόρτα. Ἄλλη φορά πού πῆγε στόν ἅγιο Δημήτριο μέ τήν Μαρία Κολοκοτρώνη ἄκουσαν ψαλμωδίες. Νόμισαν ὅτι γίνεται Ἑσπερινός. Ἀλλά δέν ἦταν κανείς μέσα. Ἡ Μαρία ἄκουσε μόνο βήματα, ἡ κυρα– Γιαννούλα εἶδε τόν ἅγιο Δημήτριο. Χαιρόταν νά βοηθᾶ ἀπό τό ὑστέρημά της Ἐκκλησίες καί Μοναστήρια. Ἔστελνε σέ Μοναστήρια τρόφιμα, χρήματα ἀλλά καί ὀνόματα πού εἶχαν ἀνάγκη γιά νά μνημονεύονται. Ἔκανε πολλές δωρεές σέ φτωχά προσκυνήματα, σέ ἐκκλησούλες μικρῶν χωριῶν, ὅπου μάθαινε ὅτι ἔχουν ἀνάγκες. Ἔστελνε ἱερά σκεύη, καμπάνες, σταυρούς καί μόνη της ἔραβε σέ μιά ραπτομηχανή παλαιᾶς τεχνολογίας ἀκόμη καί τίς νύχτες καλύμματα καί ἄμφια. Ἐπισκεπτόταν φτωχά μοναστήρια, ὅπου ἦταν δυό–τρεῖς ἡλικιωμένες καλογριές, τίς ὁποῖες βοηθοῦσε. Τό σπίτι της ἦταν κονάκι τῶν μοναχῶν ἀπό τά μοναστήρια τῆς περιοχῆς ὅταν ἔρχονταν στήν πόλη γιά ἰατρικούς λόγους ἤ γιά ὑποθέσεις τους. Οἱ χριστιανοί τῆς Τριπόλεως τήν ἤξεραν καί μέ σεβασμό μιλοῦσαν γιά τήν κυρα–Γιαννούλα. Ἔλεγε ἡ πρεσβυτέρα Ἀντιγόνη Δημητρίου Κακαβούλη: «Ἐμεῖς τήν κυρα–Γιαννούλα ἔχουμε», δηλαδή ὡς ὑπόδειγμα τελείου χριστιανοῦ. Εἶχε πνευματικές σχέσεις μέ ἱερεῖς καί μοναχές, κυρίως τίς ἀδελφές τῆς Ἱ. Μονῆς Ἐπάνω Χρέπας. Ἔκανε προσευχή πολλή γιά ὅσους εἶχαν ἀνάγκη. Συμμετεῖχε στόν πόνο καί στά προβλήματα τῶν ἀνθρώπων. Ἀγαποῦσε πολύ τόν Θεό. Ὅλες οἱ συζητήσεις της περιστρέφονταν γύρω ἀπό τόν Θεό καί κατέληγαν στόν Θεό. Χαιρόσουν νά τήν ἀκοῦς νά διηγεῖται καί νά συμβουλεύει. Σέ ἀνθρώπους μέ προβλήματα καί ἀδιέξοδα συνιστοῦσε ὑπομονή καί προσευχή. Σοῦ μετέδιδε μία χαρά καί μία ἐλπίδα μέ δύναμη. Ἀπέφευγε νά ἀναφέρει τίς δυστυχίες πού πέρασε, γιά νά μή στενοχωρηθοῦν οἱ ἄλλοι. Ἡ θεία Χάρη ἔχει τήν ἰδιότητα σάν τόν μαγνήτη νά τραβᾶ κοντά της ἀνθρώπους. Τήν κυρα–Γιαννούλα τήν ἐπεσκέπτονταν πολλοί λαϊκοί καί κληρικοί, ἀκόμη καί ἁγιορεῖτες μοναχοί. Ἔφευγαν ὠφελημένοι καί ἐντυπωσιασμένοι, τούς ἔδινε εὐλογίες καί τούς ἔβαζε στήν προσευχή της. Ἐνῶ ζοῦσε καί ἀγωνιζόταν σάν μοναχή, ποτέ της δέ σκέφθηκε νά γίνει μοναχή. Μετά τήν κοίμηση τοῦ συζύγου της, τόν ὁποῖο ὑπηρέτησε ἀγόγγυστα, τοῦ ἔκανε σαρανταλείτουργο καί τά μνημόσυνα. Ὅταν κάποιος τήν παρώότρυνε νά πάρη τό μοναχικό σχῆμα, ἀρνήθηκε ἀπό ταπείνωση λέγοντας ὅτι δέν εἶναι ἄξια. Στό τέλος τῆς ζωῆς της ἔμενε μέ τήν κόρη της Ἑλένη στή Βέροια. Ἔσπασε τό πόδι της, ἀνάρρωσε καί μετά ἔπαθε ἐγκεφαλικό. Στίς 16 Μαρτίου τοῦ ἔτους 2002 ἐκοιμήθη εἰρηνικά καί ἐπορεύθη ἡ μακαρία ψυχή της στόν Κύριο πού ἀγάπησε ἐξ ὅλης καρδίας καί ὑπηρέτησε ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος της. Φεύγοντας ἀπό τήν πρόσκαιρη αὐτή ζωή δέν παρέλειψε νά περάσει νά χαιρετήσει γνωστό της ἀγαπητό πρόσωπο. Εἶδε στόν ὕπνο του τήν ψυχή της νά ἀνεβαίνη βιαστική καί χαρούμενη χωρίς νά γνωρίζει τήν κοίμησή της. (Ἀπό τό βιβλίο «Ἀσκητές μέσα στόν κόσμο», Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ἱερόν Ἡσυχαστήριον «Ἅγιος Ιωάννης ὁ Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής).  ΟΣΙΟΣ ΝΙΚΩΝ Ο «ΜΕΤΑΝΟΕΙΤΕ»209.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου