01 Μαρτίου, 2023

ΤΟΥΣ ΕΝΟΙΩΘΑΝ ΠΛΕΟΝ ΣΑΝ ΔΙΚΑ ΤΟΥΣ ΠΑΙΔΙΑ...

 


Ἦταν πιστὴ κοπέλα ἡ Μαρία. Ἀπὸ μικρὴ στὸ χωριό της ἐκκλησιαζόταν μὲ τὴ μάνα της κάθε Κυριακὴ καὶ μεγάλη γιορτὴ κι ἀναγάλλιαζε ἡ καρδιά της. Τὸ ἴδιο συνέχιζε κι ὅταν ἦλθε στὴν Ἀθήνα. Ἡ Ἐκκλησία ἦταν τὸ στήριγμα στὴ ζωή της. Τὴν πρόσεξε καὶ ἡ Ἄννα καὶ τὴν πλησίασε μιὰ Κυριακὴ μετὰ τὴ Θεία Λειτουργία. 

–Πόσο σὲ χαίρομαι, τῆς εἶπε μιὰ φορά, καὶ σὲ καμαρώνω ποὺ ἐκκλησιάζεσαι τακτικὰ μὲ εὐλάβεια. Ἡ Παναγία μας νὰ σὲ εὐλογεῖ! Πῶς σὲ λένε, δεσποινίς; 

–Μαρία. 

–Ἄ! Τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας μας, τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ. Καλὴ τύχη, κορίτσι μου. Ἀπὸ ἐδῶ εἶσαι; Ἐμένα μὲ λένε Ἄννα Δ... 

–Εὐχαριστῶ πολύ. Δὲν εἶμαι ἀπ᾿ ἐδῶ, ἀλλ᾿ ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Βορείου Ἑλλάδος καὶ ἦρθα γιὰ καλύτερη ζωὴ ἐδῶ, ποὺ ἔχει μέλλον. 

–Καλὰ ἔκανες. Σὲ βλέπω ὅμως σὲ ἐνδιαφέρουσα κατάσταση. 

–Ναί, εἶναι μιὰ θλιβερὴ ἱστορία μου αὐτή. 

–Θέλεις νὰ ἔρθεις στὸ σπίτι μου νὰ πάρουμε ἕνα πρωινό; Μὴ διστάζεις! Εἶμαι κι ἐγὼ ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας ὅπως καὶ σύ. Εἶμαι μάλιστα καὶ συν εργάτιδα στὰ φιλανθρωπικὰ ἔργα τῆς ἐνορίας μας. Ἂν διστάζεις, ρώτησε τὸν ἱερέα καὶ θὰ μάθεις γιὰ μένα. 

Ἀφοῦ γνωρίσθηκαν κάπως καλύτερα, ἡ Μαρία ἄνοιξε τὴν καρδιά της καὶ φανέρωσε τὸ ἀκριβὸ μυστικό της στὴν Ἄννα: 

 –Στὸ χωριό μας, κυρία Ἄννα, ποὺ βρίσκεται στὰ σύνορα τῆς Βορείου Ἑλλάδος, ὑπῆρχε ἕνα Τάγμα Στρατοῦ. Ἐκεῖ ἕνας στρατιώτης μὲ ξεγέλασε καὶ μοῦ ἔκλεψε ὅ,τι πιὸ πολύτιμο εἶχα καὶ μὲ ἄφησε ἔγκυο. Σὲ λίγες μέρες τὸ Τάγμα ἔφυγε καὶ ἔχασα πλέον τὰ ἴχνη του. Ὅταν τὸ εἶπα στὴ μάνα μου, μὲ χαστούκισε κλαίγοντας καὶ μοῦ εἶπε: –Παλιοκόριτσο! Τώρα τί κάνουμε; Ἑτοιμάσου νὰ πᾶμε στὴ Σαλονίκη σὲ μιὰ κλινικὴ νὰ τὸ πετάξουμε. 

–Ἐγὼ δὲν πάω πουθενά, τῆς ἀπάντησα. Δὲν σκοτώνω τὴ ζωὴ ποὺ ὑπάρχει μέσα μου. Δὲν κάνω ἔκτρωση! 

–Καὶ θὰ ντροπιασθοῦμε σ᾿ ὅλο τὸ χωριὸ ποὺ θὰ σὲ βλέπει ἔγκυο σὲ λίγο; 

–Δὲν θὰ μὲ δεῖ. 

–Δηλαδή; 

–Θὰ φύγω μακριά. Θὰ χαθῶ. 

–Ποῦ θὰ πᾶς, καλέ; Χαζὴ εἶσαι; 

–Στὴν Ἀθήνα. Αὔριο κιόλας φεύγω. 

–Στὸν μπαμπὰ δὲν θὰ πεῖς τίποτε; 

–Θὰ πάρω τὴν εὐχή του καὶ θὰ τὸν φιλήσω λέγοντας: Θὰ πάω στὴν Ἀθήνα γιὰ καλύτερο μέλλον.  Τὸ πρωὶ παρακάλεσα τὸν συγγενή μας, πρόεδρο τῆς Κοινότητος, μήπως ἔχει κανένα γνωστὸ παράγοντα στὴν Ἀθήνα καὶ μοῦ ἔδωσε εὐχαρίστως δύο ­ τρία ὀνόματα. Μὲ τὴ βοήθειά τους βρῆκα μιὰ δουλίτσα σ᾿ ἕνα Σοῦπερ ­ Μάρκετ καὶ ἕνα μικρὸ διαμερισματάκι φθηνό. Δὲν μ᾿ ἄφησε ὁ Θεός. Πρώτη μου φροντίδα, κ. Ἄννα, ἦταν νὰ ἐξομολογηθῶ τὸ ἁμάρτημά μου. Πῆγα ἕνα ἀπόγευμα σ᾿ ἕνα μεγάλο Ναὸ τῆς Ἀθήνας καὶ ἐξομολογήθηκα. Εἶπα στὸ τέλος ὅτι θέλω νὰ κοινωνήσω. Ὁ Ἐξομολόγος φάνηκε πολὺ διστακτικός. Μοῦ διάβασε μιὰ εὐχὴ καὶ μοῦ εἶπε: «Δὲν θὰ κοινωνήσεις ἀκόμη. Ἔλα σὲ τρεῖς ἑβδομάδες νὰ τὰ ξαναποῦμε». Πῆγα πράγματι καὶ μοῦ εἶπε: «Νὰ ἔρχεσαι νὰ ἐξομολογεῖσαι τακτικά. Ἔπειτα, ἐπειδὴ δὲν ἔκανες ἔκτρωση καὶ πρὸς χάριν τῆς ζωῆς ποὺ ἔχεις κρατήσει μέσα σου, θὰ σοῦ δοθεῖ ἐν καιρῷ καὶ ἡ Θεία Κοινωνία. Πρὸς τὸ παρὸν κάνε ὑπομονή. Θὰ σὲ εἰδοποιήσω ἐγώ». Εὐχαρίστησα τὸν Ἐξομολόγο κι ἔφυγα στὸ σπιτάκι μου, κ. Ἄννα. Μιὰ μέρα, ἐνῶ προσευχόμουν, ἔνιωσα μέσα μου τὸ ἔμβρυο νὰ σκιρτάει χαρούμενα. 

–Συγκινοῦμαι μ᾿ αὐτὰ ποὺ μοῦ λές, κόρη μου. Ἐπίτρεψέ μου νὰ σὲ ὀνομάζω ἀπό ᾿δῶ καὶ πέρα κόρη μου. Συγκινήθηκα μὲ τὴν ἱστορία σου. Καὶ κάτι ἀκόμη νὰ σοῦ πῶ, Μαρία, κόρη μου. Θὰ συνεννοηθῶ μὲ τὸν ἄντρα μου νὰ υἱοθετήσουμε τὸ παιδί σου. Εἴμαστε ἄτεκνοι καὶ θέλαμε πολὺ τὰ παιδιά. Μὴν ἀνησυχεῖς καθόλου! Ὁ Θεὸς θὰ τὰ φέρει ὅλα κατ᾿ εὐχήν. Ἐσὺ μόνο νὰ προσέχεις καὶ νὰ προσεύχεσαι. Περνοῦσαν οἱ μέρες καὶ ἡ Ἄννα φρόντιζε σὰν μάνα τὴ Μαρία, διότι πλησίαζαν οἱ μέρες τοῦ τοκετοῦ. Ὁδήγησε τὴ Μαρία σὲ εἰδικὴ κλινικὴ καὶ ὁ Θεὸς χάρισε στὴ φτωχὴ Μαρία δυὸ δίδυμα χαριτωμένα ἀγοράκια. Τί χαρὰ ἔκανε ἡ μικρομάνα, ὅταν τῆς τὰ ἔφεραν νὰ τὰ δεῖ καὶ νὰ τὰ φιλήσει! Πόσα δάκρυα χαρᾶς ἔχυσε καὶ ἡ πιστὴ Ἄννα ποὺ ἀνέλαβε ὅλα τὰ ἔξοδα τοῦ τοκετοῦ! Συνεννοήθηκε μάλιστα μὲ τὸν σύζυγό της ἡ Ἄννα καὶ ἐγκατέστησαν τὴ λεχώνα Μαρία μὲ τὰ δύο νεογέννητα δίδυμά της σ᾿ ἕνα δωμάτιο τοῦ σπιτιοῦ τους. Ἔκαναν καὶ τὴν υἱοθεσία τῆς Μαρίας καὶ τῶν παιδιῶν της καὶ τοὺς ἔνιωθαν πλέον σὰν δικά τους παιδιά. Καὶ ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης τοὺς εὐλογοῦσε ἀπὸ ψηλά. Τηλεφώνησαν καὶ στὴ μάνα τῆς Μαρίας καὶ τῆς εἶπαν τὰ εὐχάριστα νέα. Κι ἐκείνη δὲν μποροῦσε νὰ μιλήσει καὶ νὰ συγκρατήσει τὰ δάκρυά της ἀπὸ τὴ μεγάλη χαρά της. Μόνο ἔλεγε καὶ ξανάλεγε: «Δόξα σοι ὁ Θεός! Δόξα σοι ὁ Θεός!» Κι ἔκανε συνέχεια τὸν σταυρό της κλαίγοντας.ΟΣΩΤΗΡ2214

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου