Σε συνέχεια του Εξαγγελτικού Γράμματος προς τον Κύριλλο, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας απέστειλε την 1η Αυγούστου του 1961 Πατριαρχικό Γράμμα στα λοιπά Πατριαρχεία και τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, με το οποίο ανήγγελλε την ανύψωση της Βουλγαρικής Εκκλησίας σε Πατριαρχείο και την κατάταξή της στα Δίπτυχα μετά το Πατριαρχείο του Βουκουρεστίου και πάσης Ρουμανίας133 .
Ολοκληρώθηκε έτσι μια μακρά διαδρομή της Βουλγαρικής Εκκλησίας προς την κατάκτηση της πατριαρχικής αξίας και περιωπής, χάρη και στην αξιοσημείωτη συμβολή δύο σημαντικών προσωπικοτήτων της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που, με απόλυτο σεβασμό στην ενότητα της Εκκλησίας του Χριστού, πέτυχαν να αντιμετωπίσουν και να επιλύσουν τελικά τα προβλήματα στις σχέσεις των δύο Εκκλησιών, εναρμονίζοντας την παράδοση με τις επιταγές των Ιερών Κανόνων και τις απαιτήσεις της συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας.
Κεφάλαιο 6.
6.1 Συμπεράσματα - Επίλογος
Παραπάνω είδαμε την εξέλιξη των διεργασιών και των διαδικασιών που έλαβαν χώρα κατά την πορεία των τριών υπό εξέταση Σλαβικών Εκκλησιών προς την κατάκτηση της Αυτοκεφαλίας, με τελική κατάληξη την προαγωγή τους στην πατριαρχική αξία και, περιωπή. Μέσα από τις αναφορές αυτές καταδεικνύεται ότι το Αυτοκέφαλο, ως θεσμός ο οποίος στοιχειοθετεί τη «μετάβαση» μιας Εκκλησίας σε καθεστώς διοικητικής εκκλησιαστικής ανεξαρτησίας εντός του ενιαίου σώματος της Μίας Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας υπό την επίβλεψη και κηδεμονία του «Πρώτου μεταξύ ίσων» Οικουμενικού Πατριάρχη.
Ο θεσμός και οι εντός αυτού διεργασίες του δεν παρέμειναν στατικές και αναλλοίωτες στο διάβα των αιώνων. Υπέστησαν συνεχείς αλλαγές και αναπροσαρμογές τόσο ως προς τη μορφή, όσο και τα όριά τους σε άμεση συνάρτηση με τα ιστορικά συμφραζόμενα κατά τους μεσαιωνικούς και τους νεότερους χρόνους. Πάντοτε σε συσχετισμό με τις ανάγκες, τις απαιτήσεις και τις προτεραιότητες της κοσμικής εξουσίας -τόσο της αιτούσας το εκκλησιαστικό Αυτοκέφαλο χώρας όσο και της εκχωρούσας αυτό, του Βυζαντίου- σε μια συγκεκριμένη συγκυρία. Εντός αυτού, η αναζήτηση από πλευράς των Σλαβικών Εκκλησιών της ανεξάρτητης εκκλησιαστικής διοίκησης και η απόκτηση της αυτονομίας, της αυτοκεφαλίας και της πατριαρχικής τιμής, δεν υπαγορεύτηκαν ούτε έκαναν υπακοή απαραίτητα σε κάποιους από τους Ιερούς Κανόνες. Υποκινήθηκαν πάντα από την πλευρά της κοσμικής ηγεσίας τους και για αυτό εκτιμήθηκαν από την πλευρά της Κωνσταντινούπολης ως προϊόντα της «ανωμαλίας των καιρών». Κατά τούτο, ως προϊόντα πίεσης και συνδιαλλαγής μέσα από διάφορες διεργασίες (ανταγωνιστικού ενίοτε και συγκρουσιακού χαρακτήρα), οι οποίες αναπτύχθηκαν και εξελίχθηκαν με διαφορετικούς ρυθμούς για την καθεμιά Σλαβική Εκκλησία ανάλογα με το ιδιαίτερο εθνικό περιβάλλον της, την ξεχωριστή φυσιογνωμία του ποιμνίου, κατά συνέχεια και με τις ιδιαιτερότητες των παραδόσεών του, και τις πολιτικές ή εθνοφυλετικές σκοπιμότητες ξένες προς την αποστολή της Εκκλησίας. Συνέπεια όλων των παραπάνω η ποικιλομορφία που επέβαλαν η δύναμη της πίεσης, η αντοχή της αντίστασης σε αυτή και η σπουδαιότητα του επιδιωκόμενου κατά τη συνδιαλλαγή σκοπού. Μεγαλύτερη πίεση ή και μεγαλύτερη σπουδαιότητα επιδιωκόμενων στόχων είχαν ως αποτέλεσμα την παραχώρηση περισσότερων προνομίων, υψηλότερων τίτλων και ευρύτερη αναγνώριση της συγκεκριμένης προαγωγής. Το αντίθετο συνέβαινε όταν η πίεση ήταν μικρότερη και η δυνατότητα ευρύτερης εκμετάλλευσης του γεγονότος ασήμαντη. Στο καθαυτό γεωπολιτικό αντικείμενο γίνεται ευνόητα αντιληπτό και κατανοητό κάθε ηγεμόνας, (Βασιλέας- Κράλης- Τσάρος- Πρίγκιπας) να είχε τους δικούς του σκοπούς και επιδιώξεις, εντός και εκτός του χώρου όπου ηγείτο. Αυτοί δεν ήταν άλλοι από την αντιμετώπιση των εσωτερικών εχθρών και σφετεριστών της εξουσίας και την απόκρουση επιθετικών τάσεων και ενεργειών από ξένες δυνάμεις. Προς την κατεύθυνση αυτή επιδιώκονταν και οι συμμαχίες και η υποστήριξη από μεγάλες δυνάμεις της κάθε εποχής, όπως για παράδειγμα η Βυζαντινή αυτοκρατορία. Στις επιδιώξεις αυτές η εκκλησιαστική διοίκηση και ηγεσία πάντοτε είχε πρωτεύοντα ρόλο που έχει να κάνει και με την μεγαλύτερη δυνατή ομοιογένεια των υπηκόων, άρα και την απουσία ερίδων και διχασμών εντός του λαού. Η στέψη των ηγεμόνων από τον οικείο Πατριάρχη υπήρξε μόνιμη επιδίωξη και διακαής πόθος, καθότι περιέβαλε με ιδιαίτερα ξεχωριστό κύρος και τιμή τον διάδοχο του θρόνου. Βάσει αυτού ερμηνεύεται η μόνιμη απαίτηση για εκχώρηση εκκλησιαστικής αυτοκεφαλίας όποτε ένας ηγέτης ή μια δυναστεία αισθάνονταν αρκετά ισχυροί και εδραιωμένοι πολιτικά, στρατιωτικά, οικονομικά και με υψηλό και ομοιογενές θρησκευτικό φρόνημα. Οι δυσκολίες και τα προβλήματα πηγάζουν από την ιστορικότητα και τη δυναμική που του προσέδιδε ο χαρακτήρας του θεσμού ως ανθρώπινης, κατά βάση, «κατασκευής» που δεν έχει προβλεφθεί και δεν έχει προκαθοριστεί από τους Ιερούς Κανόνες εξ αρχής με σαφήνεια και απόλυτη ακρίβεια.
-56-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου