Σήμερα, στην καθιερωμένη συνομιλία μου με τον μοναχό αδελφό από το Άγιον Όρος, ένιωσα πως τα λόγια του δεν περιέγραφαν απλώς μια κατάσταση αλλά έφερναν μαζί τους μια αποκάλυψη.
Σαν να άνοιξε για λίγο το κάλυμμα που συνήθως προστατεύει τα εσωτερικά ρήγματα της Εκκλησίας και να φάνηκε από κάτω όχι σκάνδαλο, αλλά ένα βαθύ, πολύπλοκο πνευματικό τραύμα: η αδυναμία του εκκλησιαστικού σώματος να μεταφράσει σε ζωή την ίδια την αλήθεια που καλείται να υπηρετήσει.
Δεν ήταν κουτσομπολιό αυτό που άκουσα.
Ήταν ένας θρήνος χωρίς λυγμό, μια κρίση που έρχεται σαν παρατήρηση, σχεδόν ήσυχη, σχεδόν αναπόφευκτη.
Το πρώτο σημείο που αναδύθηκε ήταν η εσωτερική διάσπαση πολλών στις ανώτερες βαθμίδες του κλήρου. Όχι ως ηθικό ολίσθημα… αυτό θα ήταν το λιγότερο.
Αλλά ως βαθιά ρωγμή ανάμεσα στη δημόσια θεολογία της μετάνοιας και στη μυστική προσωπική ζωή που δεν μπορεί να ανεχθεί το φως της πατερικής γλώσσας.
Δεν χρειάζεται να ειπωθεί τι είδους ζωές είναι αυτές. Το πρόβλημα δεν είναι η φύση των επιθυμιών, αλλά η αδυναμία να μεταπλαστούν, να κατατεθούν, να γίνουν δρόμος θεραπείας. Όταν ένας ποιμένας κηρύσσει λέξεις που δεν μπορεί πια να τις απευθύνει στον εαυτό του, τότε η ίδια η γλώσσα της Εκκλησίας χάνει το βάρος της.
Δεν φθείρεται η ηθική —φθείρεται η αλήθεια. Και μαζί με την αλήθεια φθείρεται και η δυνατότητα να υπάρξει ιερατική αυθεντία που να μη στηρίζεται στην εξουσία, αλλά στην κάθοδο στον ίδιο της τον Άδη.
Κι όμως, το δεύτερο, ακόμη πιο αιχμηρό σημείο, αφορά κάτι που συνήθως αποσιωπούμε: τη σχέση της Εκκλησίας με το χρήμα. Όχι τις επίσημες οικονομικές δομές, αλλά την κρυφή συσσώρευση, τις ιδιωτικές ταμειοφυλάξεις, τις ανομολόγητες οικονομίες ανθρώπων που υποσχέθηκαν ακτημοσύνη και ζουν μέσα σε μια ιδιότυπη οικονομική ακαμψία.
Ο μοναχός μου μίλησε —με θλίψη, όχι με οργή— για περιπτώσεις όπου χρήματα θάβονται σε κήπους στο Άγιον Όρος, κρύβονται σε ντουλάπια, συσσωρεύονται σαν ένα είδος παράδοξης ασφάλειας απέναντι στο μέλλον.
Κι αυτό το φαινόμενο δεν είναι απλώς αντίφαση. Είναι θεολογικό σχίσμα.
Γιατί εκεί όπου θάβεται το χρήμα, θάβεται και η εμπιστοσύνη στην Πρόνοια.
Εκεί όπου η καρδιά προσκολλάται στη συσσώρευση, η ασκητική ουσία χάνει την αναπνοή της.
… Κι έτσι η Εκκλησία πληγώνεται όχι από εξωτερικούς εχθρούς, αλλά από μικρούς εσωτερικούς φόβους που έγιναν οικονομικά καταφύγια.
Μέσα σε όλα αυτά, ο αδελφός τόνισε κάτι που γίνεται ολοένα πιο εμφανές: η αισθητική του κλήρου έχει μετατραπεί σε μια μορφή ασυνείδητης θεολογίας. Τα άμφια, οι στολές, οι ενδυματολογικές υπερβολές, η υπερβολικά πολυτελής φροντίδα, δεν είναι αθώες συνήθειες.
Δεν είναι διακοσμητικές.
Ο τρόπος που ντύνεται ο ποιμένας δεν είναι ιδιωτική επιλογή. Είναι ορατή ερμηνεία της κενώσεως.
Και όταν η αισθητική επιβάλλει μια θεατρικότητα που δεν υποστηρίζεται από ανάλογο πνευματικό βάθος, τότε η Εκκλησία παύει να ακτινοβολεί το ήθος της απλότητας και αρχίζει να αναπαράγει μια γλώσσα ισχύος που δεν της ανήκει.
Ο άραφος χιτώνας δεν είναι εικαστικό μοτίβο… είναι κριτήριο αληθείας.
Και όσο μιλούσαμε, το βάρος μετατοπιζόταν σιγά σιγά προς το μέλλον. Μου είπε ότι η επόμενη δεκαετία θα είναι αποφασιστική, ίσως πιο αποφασιστική από οποιαδήποτε περίοδο μετά τον 20ό αιώνα. Όχι επειδή ελλοχεύει ένας μεγάλος διωγμός γιατί αυτούς η Εκκλησία τούς άντεξε πάντα.
Αλλά επειδή έρχεται η σιωπηλή απουσία ενός ολόκληρου κόσμου που κάποτε στήριζε την Εκκλησία όχι από θεολογία, αλλά από συνήθεια, από αίσθηση ταυτότητας, από οικογενειακή μνήμη. Αυτή η γενιά φεύγει.
Και η επόμενη δεν επιστρέφει. Όχι από αντιπαλότητα αλλά από αδυναμία να βρει εκεί έναν χώρο όπου η ζωή μιλά αληθινά. Κι έτσι η Εκκλησία κινδυνεύει όχι από εξωτερικούς αντιπάλους, αλλά από την απώλεια της ικανότητάς της να συγκινεί την ανθρώπινη ψυχή.
Αυτό μας οδηγεί σε έναν εσχατολογικό προβληματισμό. Όχι στο τέλος του κόσμου, αλλά στο τέλος μιας εκκλησιαστικής μορφής που έζησε επί αιώνες στηριζόμενη σε κοινωνικές δομές που δεν υπάρχουν πια.
Η κρίση που έρχεται δεν είναι ιστορική. Είναι αποκαλυπτική.
Θα φανεί τι είναι αληθινό και τι ήταν απλώς συνήθεια.
Θα αποκαλυφθεί αν η Εκκλησία μπορεί ακόμη να είναι σώμα Χριστού ή αν θα μετατραπεί σε ένα τιμημένο αλλά άδειο περίβλημα μιας παλαιάς ιερής γλώσσας.
Γιατί η Εκκλησία δεν κινδυνεύει όταν την πολεμούν. Κινδυνεύει όταν παύει να έχει μέσα της χώρους όπου ο άνθρωπος μπορεί να ξαναγεννηθεί.
Κι όσο σκέφτομαι τη συνομιλία αυτή, νιώθω ότι η πρόκληση δεν είναι να γίνει η Εκκλησία «ηθικά άμεμπτη». Αυτό θα ήταν μια απλοποίηση.
Η πραγματική πρόκληση είναι να γίνει πάλι θεολογικά διαφανής, να μπορεί να δείχνει όχι τη δύναμή της, αλλά την πληγή της· όχι την εξάρτηση από θεσμούς και περιουσίες, αλλά την ακλόνητη εμπιστοσύνη της σε Εκείνον που δεν είχε πού την κεφαλήν κλίναι.
Να θυμηθεί ότι το Ευαγγέλιο δεν είναι μια καλά περιποιημένη ηθικολογία, αλλά η πιο βαθιά επανάσταση που γνώρισε ο κόσμος: η πρόσκληση σε μια ζωή μεταμορφωμένη από την χάρη και όχι από τον φόβο.
Και έτσι μένω με το ερώτημα που αναδύθηκε μέσα από τη συνομιλία:
τι θα μείνει όρθιο από την Εκκλησία του Χριστού όταν καταρρεύσουν όλες οι άλλες στηρίξεις;
Και η απάντηση, όσο αυστηρή κι αν είναι, παραμένει μία:
Θα μείνει μόνο ό,τι είναι αληθινό.
Μόνο ό,τι έχει περάσει μέσα από φωτιά.
Μόνο ό,τι δεν στηρίχθηκε στο χρήμα, ούτε σε διπλές ζωές, ούτε σε αισθητικές επιδείξεις, αλλά στην ακατέργαστη επιθυμία της καρδιάς να γίνει χώρος Θεού.
Η δεκαετία που έρχεται δεν είναι η απειλή της Εκκλησίας.
Είναι η δοκιμασία της.
Είναι η κρίση της — με την αρχαία έννοια της λέξης: διάκριση, καθαρισμός, αποκάλυψη.
Και ίσως, για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, να της δίνεται η δυνατότητα να ξαναβρεί το πρόσωπό της.
Καλό ξημέρωμα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου