31 Μαΐου, 2019

ΕΝΔΟΞΟ ΤΕΡΜΑ ΚΑΙ ΑΡΧΗ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΠΟΡΕΙΑΣ !


Το Αγιο Πνευμα βοηθά τὸν κάθε πιστὸ νὰ «ἀποθέσῃ», νὰ πετάξει ἀπὸ πάνω του σὰν  ἀκάθαρτο παλαιὸ ροῦχο «τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον» μὲ τὶς πράξεις του καὶ τὶς ἐπιθυμίες του.
Τὸ παρήγγειλε ὁ ἀναστὰς Κύριος στοὺς μαθητές του, λίγο πρὶν ἀναληφθεῖ στοὺς οὐρανούς. Νὰ μὴν ἀπομακρυνθεῖτε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, τοὺς εἶπε. Θὰ σᾶς στείλω τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ «βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας» (Πράξ. α΄ 5). Θὰ βαπτισθῆτε μέσα στὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὲ λίγες μέρες. Μιλοῦσε Ἐκεῖνος ὁ Ὁποῖος πρὶν ἀπὸ μερικὲς δεκαετίες εἶχε κατέλθει ἀπὸ τὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ ὑψώσει τὸ ἀνθρώπινο γένος, ποὺ εἶχε καταπέσει στὴν ἔσχατη κατάπτωση καὶ ἀτίμωση ἐξαιτίας τοῦ μίσους τοῦ Σατανᾶ. Μιλοῦσε ὁ Μονογενὴς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔλαβε σάρκα καὶ ὀστὰ ἀπὸ τὴν πανυπέραγνο Παναγία Μητέρα του γιὰ νὰ σώσει «τὸ ἀπολωλὸς» πρόβατό του, τὸν ἄνθρωπο, τὸ τέλειο πλάσμα τῶν χειρῶν του. Μιλοῦσε στὸ τέλος τῆς διαδρομῆς του στὸν κόσμο μας, ἔπειτα ἀπὸ τὰ ἐκπληκτικὰ θαύματά του καὶ τὶς πρωτάκουστες διδασκαλίες του, ἔπειτα ἀπὸ τὰ φρικτὰ παθήματα καὶ τὸν ἀτιμωτικὸ θάνατό του στὸ σταυρὸ τοῦ Γολγοθᾶ καὶ ἔπειτα ἀπὸ τὴ θριαμβευτικὴ νίκη του ἐπὶ τοῦ θανάτου μὲ τὴν Ἀνάστασή του. Τὸ ἔργο γιὰ τὸ ὁποῖο εἶχε ἔλθει στὴ γῆ τὸ εἶχε πλέον ὁλοκληρώσει. Τὸ εἶπε καὶ στὴν προσευχή του πρὸς τὸν οὐράνιο Πατέρα του λίγο πρὶν ἀρχίσουν τὰ Πάθη του. «Τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω» (Ἰω. ιζ΄ 4). Ἔφερα σὲ τέλειο πέρας τὸ ἔργο ποὺ μοῦ ἀνέθεσες νὰ ἐπιτελέσω γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου, πάτερ μου. Τελευταία πράξη ὡς ἐπισφράγιση τοῦ ἔργου αὐτοῦ ἦταν νὰ στείλει ὡς νικητὴς καὶ ἐξουσιαστὴς τῶν πάντων τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, γιὰ νὰ ἐξαγιάζονται ὅσοι θὰ πιστεύουν σ’ Ἐκεῖνον καὶ θὰ ζοῦν σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολές του· γιὰ νὰ ἔχει τὴ δυνατότητα κάθε ἄνθρωπος νὰ γίνεται μέτοχος τῶν πνευματικῶν ἀγαθῶν, τὰ ὁποῖα μᾶς ἐχάρισε Ἐκεῖνος μὲ τὸ σωτήριο ἔργο του στὴ γῆ. Ἔτσι ἡ Πεντηκοστή, κατὰ τὴν ὁποία ἀπέστειλε ὁ Κύριος τὸ Πανάγιο Πνεῦμα στοὺς μαθητές του καὶ δι’ αὐτῶν στὸν κόσμο, ἔγινε τὸ ἔνδοξο τέρμα τῆς δράσεώς του στὴ γῆ. Συγχρόνως ὅμως ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ κατῆλθε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἄρχιζε καὶ μιὰ νέα ἐποχή, ἡ ἐποχὴ τῆς Χάριτος καὶ ἁγιότητος, ἡ ἐποχὴ τῆς Ἐκκλησίας. Νέα πραγματικότητα ἐμφανίζεται πλέον στὸν κόσμο, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἀρχίζει τὴν κοσμοσωτήρια πορεία της. Ὁδηγός της στὴν πορεία της αὐτή, γράφει ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων, εἶναι «ὁ Παράκλητος, ὁ φρουρὸς καὶ ἁγιοποιὸς τῆς Ἐκκλησίας, ὁ διοικητὴς τῶν ψυχῶν, ὁ κυβερνήτης τῶν χειμαζομένων (=αὐτῶν ποὺ βασανίζονται στὰ κύματα τῆς ζωῆς), ὁ φωταγωγὸς τῶν πεπλανημένων καὶ ἀθλοθέτης τῶν ἀγωνιζομένων καὶ στεφανωτὴς τῶν νενικηκότων» (ΒΕΠ 39, 222). Ἡ ἁγιοπνευματοκίνητη αὐτὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας συνεχίζεται ἀδιάκοπα μέσα στοὺς αἰῶνες. Πορεία φωτεινή, ἡ ὁποία ἀκτινοβολεῖ τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ διαλύει σταδιακὰ τὰ σκοτάδια τῆς ἄγνοιας, τῆς πλάνης, τῆς μαγείας καὶ δεισιδαι- μονίας, ποὺ ταλαιπωροῦσαν τὸν κόσμο. Πορεία ἀγάπης, ποὺ φέρνει τὸ μήνυμα τοῦ Σταυροῦ τῆς ἀγάπης ἐκεῖ ποὺ βασίλευε τὸ μίσος καὶ ἡ σκληρότητα. Πορεία ἐλπίδας, ποὺ ἀνοίγει διεξόδους καὶ στὰ χειρότερα ἀδιέξοδα. Καὶ ὅλα αὐτὰ διότι στὴν πορεία της αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν πρώτη ἐκείνη ἡμέρα τῆς ἁγίας Πεντηκοστῆς ἔχει μαζί της τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, δηλαδὴ τὸ τρίτο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου Τριάδος. Εἶναι μαζί της «ὁ παντοκράτωρ» (Ἀποκ. α΄ 8), ὁ παντοδύναμος Θεός, καὶ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ματαιώσει τὰ σχέδιά του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅσοι διωγμοὶ κι ἂν ὀργανώθηκαν ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, τελικὰ ἀπέτυχαν νὰ ἀνακόψουν τὴ νικηφόρα πορεία της μέσα στοὺς αἰῶνες καὶ μέχρι σήμερα. Διότι εἶναι καὶ σήμερα παρὸν στὴν Ἐκκλησία τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Τὸ βεβαίωσε ὁ Θεάνθρωπος Κύριος, ὁ Ὁποῖος μὲ τὸ πανάγιο αἷμα του ἔκαμε κτῆμα του τὴν Ἐκκλησία, ὅτι θὰ παρακαλέσει τὸν Πατέρα του νὰ στείλει στὴ γῆ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὄχι ὡς προσωρινὸ ἐπισκέπτη, ἀλλ’ «ἵνα μένῃ μεθ’ (ἡ)ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα» (Ἰω. ιδ΄ 16). Καὶ μένει πράγματι στὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τότε διαρκῶς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Τὴν ἐνισχύει στοὺς ἱεροὺς ἀγῶνες της ἐναντίον τῶν αἱρέσεων καὶ ἐξαγιάζει διὰ τῆς Χάριτός του διὰ μέσου τῶν ἱερῶν Μυστηρίων τοὺς πιστούς. Καὶ βοηθώντας τὸν κάθε πιστὸ νὰ «ἀποθέσῃ», νὰ πετάξει ἀπὸ πάνω του σὰν ἀκάθαρτο παλαιὸ ροῦχο «τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον» μὲ τὶς πράξεις του καὶ τὶς ἐπιθυμίες του καὶ νὰ ἐνδυθεῖ «τὸν καινὸν ἄνθρωπον τὸν κατὰ Θεὸν κτισθέντα» (Ἐφ. δ΄ 22-24), συμβάλλει στὴν τελικὴ πνευματικὴ ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τὴν ὁποία θὰ ἀκολουθήσει ἡ ἀνακαίνιση τοῦ σύμπαντος. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἡ πεμπτουσία τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας. Θὰ πρέπει ὅμως νὰ τὸ νιώθουμε μαζί μας καὶ προσωπικὰ οἱ πιστοὶ στὴ ζωή μας. Νὰ αἰσθανόμαστε τὴν παρουσία του. Νὰ παίρνου με χάρη ἀπὸ τὴ Χάρη του, ἐνίσχυση ἀπὸ τὴν παντοδυναμία του ἁγιασμὸ ἀπὸ τὴν ἁγιότητά του. Ἂς Τὸ ἱκετεύουμε λοιπὸν νὰ σκηνώνει καὶ μέσα μας, γιὰ νὰ μᾶς καθαρίζει ἀπὸ κάθε κηλίδα καὶ νὰ μᾶς κρατεῖ στὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς καὶ εὐσεβείας.Ο ΣΩΤΗΡ2046

30 Μαΐου, 2019

ΤΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ ΚΙΝΗΜΑ

Οι  ἀτρόμητες τῆς Ρωσίας γιαγιοῦλες, ποὺ στὸ φρικτὸ διωγμὸ τῆς δε­καετίας τοῦ 1930 ξάπλωναν ἀτρόμητες κατὰ δεκάδες στοὺς δρόμους καὶ ἐμ­πόδιζαν τὶς μπουλντόζες νὰ περάσουν καὶ νὰ καταστρέψουν τοὺς Ναούς.
Ηταν νύχτα! Ἡ πιὸ παράδοξη νύχτα τοῦ κόσμου... Μιὰ μικρὴ νύχτα πρὶν ἀπὸ τὴν κανονικὴ νύ­χτα. Μιὰ νύχτα ποὺ ἄρχισε καὶ τέλειω­σε στὴ διάρκεια τῆς ἴδιας μέρας. Χρο­νικῶς ἦταν ἡ πιὸ μικρὴ νύχτα, κράτη­σε μόνο τρεῖς ὧρες· ἡ πνευματική της ἐπίδραση ὅμως ὑπῆρξε καὶ εἶναι αἰώ­νια. Διότι μέσα στὴν ἐλάχιστη χρονι­ κή της διάρκεια ἄλλαξε τὴν πορεία τοῦ κόσμου καὶ ταυτόχρονα μέσα σ᾿ αὐτὴν πῆρε ἀρχὴ τὸ ἀποφασιστικότερο γυ­ναικεῖο κίνημα. Ἡ σύλληψη τῆς δημιουργίας αὐτοῦ τοῦ κινήματος ἔγινε ὄντως τότε... στὴν παράδοξη τρίωρη νύχτα· ἐκεῖ, στὸ Γολ­γοθᾶ, στὸ «σκότος ἀπὸ ὥρας ἕκτης ἕως ὥρας ἐνάτης» (βλ. Ματθ. κζ΄ 45). Στὰ 180 λεπτὰ αὐτοῦ τοῦ σκότους καὶ τῆς μυστηριώδους θεϊκῆς σιωπῆς τὸ κί­νημα κυοφορήθηκε. Καὶ τὴν ὥρα ποὺ τὸ πανάχραντο θεϊκὸ Σῶμα κατέβαι­νε στὸν τάφο, ὡρίμασε καὶ γεννήθη­κε. Ὡρίμασε ἡ ἀγάπη τους, χαλυβδώ­θηκε ἡ θέλησή τους, ἄστραψε στὸ βά­θος τῆς ψυχῆς τους ἡ ἀπόφαση νὰ ἀναμετρηθοῦν μὲ τὸ δαιμονικὸ μίσος, νὰ φανερώσουν τὶς ἄπειρες διαστάσεις τῆς ἀγάπης, ποὺ εἶναι ἡ μεγαλύτερη δύναμη στὸν κόσμο, αὐτὴ ποὺ κατεβαί­νει ἀνίκητη στὸν ἅδη, ἀκοίμητη φλόγα ποὺ φωτίζει τὸ δρόμο τῆς ὄντως ζωῆς μέσα ἀκόμα καὶ στὸ πιὸ πυκνὸ σατα­ νικὸ σκοτάδι. Ἦταν τὸ κορυφαῖο κίνημα γυναικῶν, καὶ ἄρχισε τότε. Ἡ ἐνεργοποίησή του ἔγινε τὸ πρωινὸ τῆς πρώτης Κυριακῆς τοῦ κόσμου. Τότε ποὺ πηγαίνοντας πρὸς τὸν Τάφο νίκησαν οἱ Μυροφόρες μὲ τὴ φλόγα τῆς ἀγάπης τους τὸ σκοτάδι τῆς νύχτας, ἀδιαφόρησαν γιὰ τὸν ἀσή­κωτο λίθο, ἀγνόησαν τὴ στρατιωτικὴ φρουρά. Τότε ποὺ ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὸν Τάφο δὲν πατοῦσαν στὴ γῆ, ἔτρε­χαν νὰ ἀλλάξουν τὸν κόσμο, ἀποφασι­σμένες νὰ συντρίψουν ὅλες τὶς ρωμα­ϊκὲς λεγεῶνες, ἂν ἀποτολμοῦσαν αὐτὲς νὰ ἀνακόψουν τὸ πέταγμά τους, τὴ θυ­ελλώδη τους ἐξόρμηση, τὸ πάθος τους νὰ πάθουν γιὰ Κεῖνον ποὺ ἔπαθε στὸ Γολγοθᾶ καὶ ἀνακαίνισε τὸ σύμπαν. Ἔγιναν τῶν Εὐαγγελιστῶν εὐαγγελί­στριες καὶ ἀπόστολοι τῶν Ἀποστόλων τοῦ Χριστοῦ. Ἄνοιξαν δρόμους θριαμ­βικούς, σὰν τὶς μορφές τους φωτεινούς. Συνέπηξαν ἔτσι τὸ ὑπεροχότερο γυναι­κεῖο κίνημα. Ἀνίκητο. Αὐτὸ ποὺ ἀληθινὰ καὶ οὐσιαστικὰ καταξιώνει τῆς γυναίκας τὸ μεγαλεῖο, τὴ δύναμη, τὸν πλοῦτο τῆς ψυχῆς της. Πίσω τους εἶχαν θαυμαστὴ ἁλυσίδα ἡρωικῶν μορφῶν: Ἀπὸ τὴ Ρούθ, τὴν Ἐσθήρ, τὴ Δεββώρα καὶ τὴ Σολομονή, μέχρι μπροστά τους τὸ δημιουργούμε­νο νέο στράτευμα μὲ ἐπικεφαλῆς τὴ μοναδική, τὴν Ὑπέρμαχο Στρατηγό, σημαιοφόρες τὶς ἴδιες, στὴν πρώτη γραμμὴ τὶς τόσες ἀμαζόνες τοῦ πνεύματος: Τὶς ἅγιες Αἰκατερίνη, Μαρίνα, Παρασκευή, Περπέτουα. Τὴ μεγάλη Ἑλένη, τὴ Νόννα, τὴν Ἐμμέλεια, τὴν Ἀνθοῦσα. Κι ἔπειτα τὴ Φιλοθέη κι ἄλλες στὴ διάρκεια τῶν αἰώνων ἀναρίθμητες, καὶ πρόσφατα τὶς ἀτρόμητες τῆς Ρωσίας γιαγιοῦλες, ποὺ στὸ φρικτὸ διωγμὸ τῆς δε­καετίας τοῦ 1930 ξάπλωναν ἀτρόμητες κατὰ δεκάδες στοὺς δρόμους καὶ ἐμ­πόδιζαν τὶς μπουλντόζες νὰ περάσουν καὶ νὰ καταστρέψουν τοὺς Ναούς. Τὸ κίνημα ἔφτασε κιόλας στὶς μέρες μας. Τί μέρες ἀλήθεια! Ξανὰ ἔχει μαυρί­σει φρικτὰ ὁ οὐρανός, τὸν αὐλακώνουν ἀστραπές, τὸν τρέμει ἡ γῆ. Ξαναπροδίδεται ὁ Χριστός, Τὸν ἀνεβάζουν στὸ Σταυρό, Τὸν ὁδηγοῦν στὸν Τάφο. Κι ὣς δείχνουν τὰ σημεῖα τῶν καιρῶν, ἡ κρί­σιμη ὥρα φαίνεται νὰ φτάνει. Ἡ ὥρα ποὺ δυὸ χιλιάδες χρόνια τὴν καρτεροῦσε καὶ τὴν ἑτοίμαζε ὁ ἐχθρός. Σὲ  τού­τους τοὺς φριχτοὺς καιροὺς ἡ Ἐκκλησία θὰ κληθεῖ νὰ κατεβεῖ καὶ πάλι στοῦ χά­ρου τὰ ἁλώνια, σὲ νέα Κολοσσαῖα, σὲ στάδια ποὺ θὰ οὐρλιάζουν θανατερὰ τίγρεις καὶ λύκοι καὶ λιοντάρια. Καὶ τώ­ρα; Τώρα εἶναι ἡ ὥρα τους ξανά. Τῶν Μυ­ροφόρων γυναικῶν ἡ ὥρα. Ὥρα ν᾿ ἁ­πλώσουν πάλι τὰ φτερά, νὰ ξαναβροῦν τὰ μύρα. Νὰ πάρουν δρόμους καὶ στε­νά, νὰ σκαρφαλώσουν σὲ βουνά, νὰ βάλουν στὶς καρδιὲς φωτιά, νὰ ἀναστή­σουν τὴ νεκρὴ ἐλπίδα! Οὔτε ἡ μαύρη νύχτα τοῦ κακοῦ οὔτε τὰ τύμπανα τοῦ ἐχθροῦ μποροῦν νὰ τὶς τρομάξουν. Ἔχουν μαζί τους τὸν Χρι­στό, ἔχουν τὸ φῶς, τὴ δισχιλιόχρονή τους πίστη. Τώρα λοιπὸν νὰ βγοῦν καὶ πάλι πρῶτες πρὸς τὸ φῶς καὶ πρῶ­τες κήρυκές του. Τώρα τὸ Κίνημα τῶν πιστῶν Γυναικῶν ἂς ὁδηγήσει τὴν οἰ­κουμένη στὸν Χριστὸ καὶ τὸν Χριστὸ στὴν οἰκουμένη!
Ο ΣΩΤΗΡ2044
ΩΡΙΜΑΖΕΙ Η ΑΓΑΠΗ, ΧΑΛΥΒΔΩΝΕΤΑΙ Η  ΘΕΛΗΣΗ ΚΑΙ  ΑΣΤΡΑΦΤΕΙ Η ΑΠΟΦΑΣΗ

29 Μαΐου, 2019

ΟΣΙΑ ΜΑΤΡΩΝΑ Η ΑΟΜΜΑΤΗ


                   ''Η προσευχη ειναι  η αναπνοη της  ψυχης.''
     Η ὁσία Ματρώνα γεννήθηκε στὶς 22 Νοεμβρίου τοῦ ἔτους 1881 στὸ ἄσημο χωριὸ τῆς Ρωσίας Σέ­μπινο Ἐπιφανίσκαγια τοῦ νομοῦ 
Τού­λα ἀπὸ ἁπλοὺς καὶ πιστοὺς γονεῖς, τὸν Δημήτριο καὶ τὴ Ναταλία. Ἦταν τὸ τέ­ταρτο παιδὶ ποὺ τοὺς χάρισε ὁ Θεὸς μετὰ τὸν Ἰβάν, τὸν Μιχαὴλ καὶ τὴ Μαρία. Λόγῳ τῆς μεγάλης τους φτώχειας οἱ γονεῖς εἶχαν ἀποφασίσει τὸ νέο τους παιδὶ νὰ τὸ παραδώσουν στὸ ἵδρυμα Γκολίτσιν, ποὺ περιέθαλπε φτωχὰ παι­διά. Ὅμως ἕνα θαυμαστὸ σημεῖο τοὺς ἀναχαίτισε σ’ αὐτὴ τὴ βέβαιη ἀπόφα­σή τους. Ἡ μητέρα ἐνῶ κυοφοροῦσε τὴν Ματρώνα εἶδε σὲ ὅραμα ἕνα πτηνὸ ποὺ ἦρθε καὶ κάθισε στὸ δεξί της χέρι μὲ ἀνθρώπινη μορφή, χωρὶς ὅμως μά­τια... Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ἡ Ναταλία ἔφερνε στὸν κόσμο ἕνα χαριτωμένο κοριτσάκι μὲ μάτια σφραγισμένα. Ἦταν τυφλό. Κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς βαπτίσεώς της τῆς δόθηκε τὸ ὄνομα «Ματρώνα» καὶ κατὰ τὴν κατάδυσή της στὴν Ἁγία Κολυμβήθρα ἕνα ἀέρινο ἁπαλὸ σύν­νεφο ἁπλώθηκε στὸ κεφάλι τῆς μικρῆς καὶ μιὰ ἀσυνήθιστη εὐωδία ξεχύθηκε γύρω. Ὁ ἱερεὺς π. Βασίλειος ποὺ τε­ λοῦσε τὸ ἱερὸ Μυστήριο διαισθανόμε­νος τὴν ἁγία ἐξέλιξη τοῦ παιδιοῦ αὐτοῦ εἶπε: «Κάτι μεγάλο στὸ παιδὶ αὐτὸ πρό­κειται νὰ συμβεῖ». Καὶ πράγματι ἀπὸ τὴ μικρή της κιό­λας ἡλικία ἡ Ματρώνα ἦταν στολισμένη μὲ πλούσια θεία χάρη. Στὴν ἀθώα παι­δική της ψυχὴ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα ἀνα­ παυόταν. Καὶ τὴν εἶχε πλημμυρίσει μὲ τὰ δῶρα μιᾶς θαυμαστῆς εἰρήνης καὶ ὑπομονῆς. Πολλὲς φορὲς τὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς της τὴν ταλαιπωροῦσαν στὸ παιχνίδι. Τὴν εἰρωνεύονταν. Τὴν κτυ­ποῦσαν. Τὴν ἔβαζαν μέσα σὲ λάκκο, γιὰ νὰ δοῦν ἂν θὰ κατάφερνε νὰ βγεῖ. Καὶ ἡ μικρούλα Ματρώνα διέφευγε ἀδι­αμαρτύρητα, καὶ ψηλαφώντας τὶς μάν­δρες ἔφθανε στὸ σπίτι της ἀνεξίκακη καὶ ἤρεμη. Οἱ γονεῖς τῆς μικρῆς παρα­ κολουθοῦσαν ἔκπληκτοι τὰ σημεῖα τῆς πνευματέμφορης ζωῆς της. Ἀπὸ τὴ μι­κρή της ἡλικία ἡ Ματρώνα κάθε Τετάρ­τη καὶ Παρασκευὴ δὲν δεχόταν ἀρτύ­σιμες τροφές. Στὸ Ναὸ εὐφραινόταν ἀπὸ τὶς ὑμνωδίες. Συνέψαλλε μὲ ὅλη τὴ θέρμη τῆς ψυχῆς της μὲ τοὺς ἱεροψάλ­τες. Χαρὰ ἀνεκλάλητη ἦταν γι’ αὐτὴν ἡ θεία Λατρεία, ἡ προσευχὴ καὶ ἡ συμμε­τοχή της στὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχα­ριστίας. Ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν 7 ἐτῶν μποροῦσε νὰ διακρίνει στοὺς ἀνθρώπους τὰ μυ­στικὰ βάθη τῶν καρδιῶν τους καὶ νὰ τοὺς συμβουλεύει μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ ἁπλότητα. Τὰ λόγια της ἦταν φωτισμέ­να, δυνατὰ καὶ λιτά. Γεμάτα θεία χάρη καὶ δύναμη. Λόγια ἀφυπνιστικά. Οἱ συμβουλές της ἦταν πάντα βγαλμένες ἀπὸ ψυχὴ ποὺ ἔπασχε γιὰ τὸν σωματικὸ καὶ πνευματικὸ πόνο τῶν ἀνθρώπων. Κάθε ἀνάγκη τους γινόταν κραυγὴ ἰσχυρῆς προσευχῆς. Καὶ ὁ Κύριος ἐπέβλεπε στὶς προσευχὲς τῆς μικρῆς δούλης του. Καὶ θαυματουργοῦσε. Γιατὶ ἡ προσευχὴ τῆς τυφλῆς Ματρώνας ἔβγαινε ἀπὸ καρ­διὰ καθαρὴ καὶ ἐξαγνισμένη. Δεχόταν καὶ ἐπιθέσεις πονηρῶν πνευμάτων, ποὺ τῆς δημιουργοῦ­σαν ἀφόρητους πόνους. Καὶ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Σταυροῦ νικοῦσε. Κά­ποτε εἶπε στὴ μητέρα της: «Γιατί δὲν πῆγες στὴν ἐκκλησία;». Ἡ ἀλήθεια ἦταν ὅτι εἶχε πάει, ἀλλὰ ὁ νοῦς της ἦταν ἀλλοῦ. Σύντομα ἡ φήμη τῆς ἐνάρετης αὐ­τῆς κόρης ἄρχισε νὰ ἁπλώνεται στὴν εὐρύτερη περιοχή. Κόσμος πολὺς ἐρχόταν νὰ τὴν συμβουλευθεῖ καὶ νὰ τῆς ἐμπιστευθεῖ δύσκολα προβλή­ματα. Ἐπιθυμώντας νὰ ἐπισκεφθεῖ τὰ προσκυνήματα τῆς Ἁγίας Ρωσίας ἡ μικρὴ Ματρώνα μὲ τὴ βοήθεια μιᾶς εὐγενοῦς καὶ πλούσιας κυρίας γύρι­σε πλῆθος ἁγιασμένων τόπων καὶ ἱερῶν μονῶν. Ἔφθασε κάποτε καὶ στὸν ἱερὸ Ναὸ στὸν ὁποῖο λειτουργοῦσε ὁ με­ γάλος ἅγιος καὶ εὐλαβὴς Πρωθιερέας τῆς Κρονστάνδης, ὁ π. Ἰωάννης. Ὁ Ἅγιος διαισθανόμενος τὸν πνευματικὸ πλοῦτο τῆς μικρῆς Ματρώνας – ἦταν τότε μόλις 14 ἐτῶν – τὴν κάλεσε ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη καὶ τῆς εἶπε: «Ματρώνα, ἔλα ἐδῶ». Καὶ μπροστὰ στὸ πλῆθος τοῦ συνωστισμένου ἐκκλησιάσματος εἶπε: «Αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ διάδοχός μου. Ἰσχυρὸς στύλος τῆς Ρωσίας», ἐννοώντας τὴν ἰσχυρὴ πνευ­ματικὴ βοήθεια ποὺ θὰ πρόσφερε ἀργότερα στὸν διωκόμενο πιστὸ ρωσικὸ λαό. Σὲ ἡλικία 17 ἐτῶν, ἔφηβη πλέον, ἡ Ματρώνα δέχεται ἀπὸ τὸν πανάγαθο Κύ­ριο καὶ Θεό μας νέα ἐπίσκεψη τῆς ἀγάπης του: ἀναπηρία τῶν κάτω ἄκρων της. Ἀδιαμαρτύρητα δέχθηκε τὸ νέο σταυρό της καὶ εὐχαριστώντας τὸν Κύριο ἔλεγε: «Γνωρίζεις Ἐσύ, Κύριε!... Εἶναι πνευματικοὶ οἱ λόγοι τῆς νέας αὐτῆς δοκιμασί­ας ­ εὐλογίας ποὺ μοῦ ἔστειλες». Ποτὲ δὲν βαρυγγώμησε. Τὰ 50 ὑπόλοιπα χρό­νια τῆς ζωῆς της τὰ ἔζησε ἡ Ματρώνα μὲ ὑπομονή, καρτερία καὶ ὑποδειγματικὴ πίστη! Μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Παναγίου Πνεύματος προέβλεψε τὴ μεγάλη δοκιμασία ποὺ σὲ λίγα χρόνια θὰ ἔπληττε τὸ ρωσικὸ λαό. «Θὰ περάσουμε δύσκολους καιρούς», ἔλεγε. «Θὰ γίνει ἐπανάσταση. Θὰ μᾶς βάλουν μπροστά μας ψωμὶ καὶ Σταυρὸ γιὰ νὰ διαλέξουμε. Ἐμεῖς ἂς διαλέξουμε τὸ Σταυρό!».

         Η ὁσία Ματρώνα ἔτρεφε ἰδιαίτερη εὐ­λάβεια καὶ ἀγάπη πρὸς τὴν Ὑπερ­αγία Θεοτόκο. Τὴν συγκινοῦσε ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας μὲ τὴν ἐπωνυμία «Ἁμαρτωλῶν Σωτηρία». Στὸν ἁγιογρά­ φο ποὺ τοῦ παρήγγειλε νὰ ἁγιογραφή­σει τὴν εἰκόνα τοῦ εἶπε: «Νὰ ἐξομολογη­θεῖς καθαρὰ καὶ μετὰ νὰ κάνεις τὸ ἅγιο αὐτὸ ἔργο». Μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἡ Ὁσία εἶχε μιὰ δυνατὴ πνευματικὴ σχέση. Κάθε λό­γος της ἦταν κρυστάλλινος καὶ καθοδη­γητικός. Ὁμιλοῦσε πρὸς ὅλους μὲ τὴν ἁ­πλότητα μικροῦ παιδιοῦ ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ὑπευθυνότητα σοφοῦ δασκάλου. Τοὺς ἔλεγε: «Νὰ εἶστε εἰλικρινεῖς ἀπέναντι στὸ Θεό. Νὰ κάνετε καθαρὴ ἐξομολόγηση. Νὰ ὑπακούετε μὲ προθυμία καὶ ἀκρί­βεια στὶς ἐντολὲς τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Νὰ εἶστε πάντοτε παρόντες σὲ κάθε θεία Λειτουργία ὄχι μόνο σωματικὰ ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ νοῦ σας προσηλωμένο στὰ τελού­μενα. Οἱ ἐλεημοσύνες σας νὰ μὴ γίνον­ται ἀπὸ ἀδικίες, γιατὶ ὁ Θεὸς δὲν δέχε­ται ‘‘μολυσμένα κέρματα’’. Νὰ μὴν ἐξα­πατᾶτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον». Οἱ ἄνθρωποι ἔφευγαν συγκλονισμέ­νοι. Κάθε ἄνθρωπος ἦταν γι’ αὐτὴν μιὰ ξεχωριστὴ ψυχή. Μιὰ ψυχὴ ποὺ ἔπρεπε νὰ σωθεῖ. Πόσο πονοῦσε ἡ Ὁσία γιὰ ὅλους... καὶ γιὰ τὰ τρία κατὰ σάρκα ­ αδέλφια της, ποὺ εἶχαν στρατευθεῖ στὸ χῶρο τῆς ἀθεΐας! Δύναμη ἀγάπης ἀντλοῦσε ἀπὸ τὴν πη­γὴ τῆς ἀγάπης, τὸν Κύριο καὶ Θεό, ποὺ ὑπεραγαποῦσε. Ἀτελείωτες ὧρες ἦταν παραδομένη σὲ προσευχή. Μπροστὰ στὰ εἰκονίσματά της στὸ μικρὸ της δω­μάτιο, μὲ ὑψωμένα τὰ χέρια καὶ διπλω­μένα – συνήθως ὀκλαδόν – τὰ παράλυτα πόδια της ἡ Ὁσία προσευχόταν γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Πόσο ὀμόρφαινε καὶ γαλή­νευε ἡ ζωή της ἀπὸ τὴ ζωντανὴ αὐτὴ κοι­νωνία καὶ σχέση της μὲ τὸν Θεὸ ἀλλὰ καὶ μὲ τοὺς Ἁγίους τοῦ Θεοῦ, ποὺ τοὺς ἱκέ­ τευε ὡς φίλους καὶ συμπαραστάτες της νύχτα καὶ ἡμέρα! Στὰ χρόνια τὰ δύσκολα τῶν σκληρῶν διωγμῶν τοῦ ἀθεϊστικοῦ καθεστῶτος ἡ Ματρώνα ἦρθε στὴ Μόσχα, τὴν Ἁγία Μόσχα, ὅπως τὴν ἀποκαλοῦσε χαρού­μενα ἡ ἴδια. Ἐφιλοξενεῖτο σὲ διάφορα σπίτια εὐσεβῶν Ρώσων. Ἀπέφευγε τὴν πολυτέλεια καὶ τὶς ἀνέσεις καὶ τὰ σπίτια πλουσίων καὶ εὐγενῶν. Προτιμοῦσε νὰ ζεῖ φτωχά, λιτά. Καλλιεργοῦσε αὐστηρὴ ἄσκηση παρὰ τὶς δοκιμασίες τῆς ὑγεί­ας της. Προτιμοῦσε νὰ κοιμᾶται μέσα σὲ τρομερὸ κρύο παρὰ σὲ ζεστὴ θαλπωρὴ δωματίου. Ζοῦσε μὲ ἀγρυπνία ψυχῆς καὶ ἐγρήγορση. Ἡ Κυριακὴ προσευχή, δηλαδὴ τὸ «Πάτερ ἡμῶν....», καὶ ὁ 90ὸς Ψαλμὸς ἦταν οἱ προσφιλέστερες προσ­ευχές της. Οἱ ἐπισκέψεις θεοφιλῶν πιστῶν συνε­χίζονταν καὶ στὴ Μόσχα. Ὅπου ἀνακά­λυπταν τὴν ἁγία τους αὐτὴ μητέρα, ἔτρε­χαν νὰ τῆς ζητήσουν εὐχὲς καὶ παρη­γορία. Ἡ Ματρώνα ἑτοίμαζε τοὺς 
αὐρι­ανοὺς Μάρτυρες. Τὴν ἄκουγαν συχνὰ ποὺ ἔλεγε: «Ἡ Ρωσία τελικὰ θὰ νικήσει. Ὅμως πρέπει νὰ μετανοήσετε καὶ νὰ ἀλ­λάξετε ζωή. Μὴ φοβάστε νὰ φορᾶτε πά­νω σας τὸν τίμιο Σταυρό, ὄχι μόνο ὡς φυλαχτὸ κατὰ τῶν δαιμόνων ἀλλὰ καὶ ὡς μαρτυρία πίστεως στὸν Ἰησοῦ Χρι­ στό. Νὰ ἀποφεύγετε τὴν κατάκριση καὶ νὰ κοιτᾶτε τὸν ἑαυτό σας. Νὰ ἀγαπᾶτε τὴν προσευχή, ποὺ εἶναι τὸ ὀξυγόνο καὶ ἡ ἀναπνοὴ τῆς ψυχῆς μας». Καὶ τὰ νέα ζευγάρια συμβούλευε νὰ ἀσφαλίζουν τὴν ἀγάπη τους μὲ τὸν ­ εκκλησιαστικὸ Γάμο, γιατὶ μόνο αὐτὸς κά­νει ἐλαφρὸ καὶ χαρούμενο τὸ σταυρὸ τῆς συζυγίας. Γιὰ τὴ μυστικὴ αὐτὴ ἱεραπο­στολική της δράση καὶ τόνωση τῆς πί­στεως τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ ἡ Ματρώνα ἔγινε μισητὴ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος. Παρ’ ὅλη τὴν κλονισμένη ὑγεία της καὶ τὴν περα­σμένη πιὰ ἡλικία της, τὴν ἀναζητοῦσαν γιὰ νὰ τὴν καταδικάσουν. Ὅμως ὁ Κύ­ριος τὴν τελευταία ὥρα ἔσωζε τὴ δού­λη του καὶ καθοδηγούμενη ἀπὸ Αὐτὸν ἄλλαζε κατοικία. Τὴν Παρασκευὴ 2 Μαΐου τοῦ ἔτους 1952 σὲ ἡλικία 72 ἐτῶν ἡ ὁσία Ματρώνα παρέδωσε τὴν τελευταία της ἀναπνοὴ στὸν Πλάστη καὶ Κύριό της, ἀφοῦ κοι­ νώνησε τὰ ἄχραντα Μυστήρια μὲ βαθιὰ συγκίνηση καὶ εὐγνωμοσύνη. Λίγο πρὶν ξεψυχήσει εἶπε: «Ζητῶ βαθιὰ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ δὲν ξέρω ἂν ἔζησα σύμ­φωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Νὰ ἔρχε­σθε στὸν τάφο μου καὶ νὰ μοῦ ζητᾶτε ὅ,τι θέλετε, σὰν νὰ εἶμαι ζωντανή. Καὶ ἐγὼ θὰ σᾶς βοηθάω». Τὴν Κυριακὴ τῶν Μυ­ροφόρων, 4 Μαΐου, μέσα στὰ μύρα τῆς ἀνοίξεως, ὁ ρωσικὸς λαὸς κήδευε μὲ δά­κρυα καὶ ἄνθη τὴν ὁσία μητέρα του Μα­τρώνα στὸ κοιμητήριο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ντανιλόφσκι. Ὁ τάφος της ἔγινε πόλος ἕλξεως. Λα­οφίλητο προσκύνημα. Πλῆθος κόσμου κατέφευγε ἐκεῖ μυστικὰ νὰ ἀποθέσει κα­ημοὺς καὶ πόνους. Καὶ ἡ Ὁσία ἀπαντοῦ­σε. Καὶ θαυματουργοῦσε σὲ πολλούς!... Στὶς 8 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1998, Κυρια­κὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐπὶ Πατριάρχου Ἀ­λεξίου Β΄, ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων της, καὶ τοποθετήθηκαν σὲ ἱε­ρὴ περίτεχνη λάρνακα στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Σκέπης στὴ Μόσχα, ποὺ ἔγινε ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα προσκυνήματα τῆς Ρωσίας. Ἀλλὰ καὶ στὴν Ἑλλάδα ἀγαπή­θηκε ἡ Ὁσία. Παρεκκλήσια καὶ προσκυ­νητάρια ὑψώνονται στὸ ὄνομά της. Σὲ πολλὰ μέρη τὴν τιμοῦν μὲ εὐλάβεια πε­ρισσή, ὅπως καὶ στὸν Ἱερὸ Ναὸ Εὐαγγε­λισμοῦ τῆς Θεοτόκου στὸν Περισσὸ τῆς Ν. Ἰωνίας Ἀττικῆς, ὅπου εὑρίσκεται ἀπὸ τὸ 2009 καὶ τμῆμα τοῦ τιμίου λειψάνου της. Ἐκεῖ πολλοὶ πονεμένοι Χριστιανοὶ καταθέτουν μὲ πίστη τὶς κραυγὲς τοῦ πό­νου τους καὶ βρίσκουν μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Ὁσίας ἀνακούφιση καὶ παρηγορία. ❁ ❁ ❁ Ὁσία Ματρώνα ἡ ἀόμματη! Μιὰ ψυχὴ πλημμυρισμένη ἀπὸ τὸ φῶς τῆς παρου­σίας τοῦ Χριστοῦ. Ἂς καταφεύγουμε καὶ ἐμεῖς μὲ πίστη στὶς ἱκεσίες τῆς ἁγίας μας Ματρώνας καὶ ἂς μιμούμαστε τὴν ἀγγε­λικὴ ζωή της!Ο ΣΩΤΗΡ2044-45

28 Μαΐου, 2019

ΔΥΟ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΚΑΙ ΔΥΟ ΣΤΗΝ ΓΗ !


Μὴν προσπαθεῖτε, κυρίες μου, νὰ μὲ παρηγορήσετε! Ὅ,τι καὶ νὰ μοῦ πεῖτε, αὐτοὶ οἱ δυὸ μικροὶ τάφοι τῶν παιδιῶν μου ἔκαναν τὴν καρδιά μου χίλια κομμάτια. Αὐτὰ ἔλεγε καὶ ξανάλεγε ἡ πονεμένη μάννα κυρία Χαριτίνη μὲ βουρκωμένα μάτια στὶς δυὸ κυρίες, ποὺ συνηθίζουν νὰ ἐπισκέπτονται τὸ Κοιμητήριο τῆς περιοχῆς τους γιὰ νὰ συμπαρίστανται σὲ γυναῖκες ποὺ πηγαίνουν στοὺς τά­φους τῶν προσφιλῶν τους προσώ­πων. 
 –Μπορεῖτε νὰ καταλάβετε, κυρίες μου, τί μεγάλη συμφορὰ εἶναι γιὰ μιὰ μητέρα νὰ χάσει δυὸ βλαστάρια δύο καὶ τεσσάρων ἐτῶν μέσα σὲ μικρὸ χρο­νικὸ διάστημα; Ἡ ζωή μου κατάντησε ἐφιάλτης, μιὰ μακριὰ ἁλυσίδα ἀπὸ βά­σανα... 
Καὶ συνέχισε πάλι νὰ περιποι­εῖται τοὺς τάφους... Σὲ λίγο ἠρέμησε κάπως καὶ τὶς παρα­κάλεσε νὰ μὴ φύγουν, διότι εἶδε νὰ τῆς συμπεριφέρονται μὲ πολλὴ διάκριση καὶ συμπάθεια. Πῆγαν καὶ κάθισαν στὸ παγκάκι ποὺ ὑπῆρχε λίγο παραπέρα, κάτω ἀπὸ ἕνα κυπαρίσσι. Περισσότερο τὴν ἄκουγαν, καὶ κάπου ­κάπου ἔπαιρ­ναν κι αὐτὲς τὸ λόγο. Καταλάβαιναν ὅτι ἤθελε νὰ ἀφήσει νὰ ξεχειλίσει ὅλη ἡ λά­βα ποὺ ἔκαιγε τὰ σπλάχνα της. Δὲν θέ­λησαν νὰ τὴν διακόψουν, οὔτε νὰ ξανα­ξύσουν τὴ μεγάλη πληγὴ τῆς καρδιᾶς της μὲ ἀδιάκριτες ἐρωτήσεις γιὰ τὸ πῶς κατέληξαν τὰ βλαστάρια της στὸν τάφο. Πρὶν τὴν ἀποχαιρετήσουν, τῆς ἔδω­σαν Ὀρθόδοξα ἔντυπα σχετικὰ μὲ τὸ θάνατο καὶ τὸ πένθος. Τῆς εἶπαν λίγα ἀκόμη λόγια μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά τους. Τῆς ζήτησαν καὶ τὰ ὀνόματα, τὸ δικό της, τοῦ συζύγου της, καθὼς καὶ τῶν δυὸ παιδιῶν της ποὺ βρίσκονται στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ τὰ δώσει ἡ μία κυ­ρία στὸν σύζυγό της ποὺ εἶναι ἱερέας νὰ τὰ μνημονεύει στὴ θεία Λειτουργία. Ἡ κ. Χαριτίνη πρώτη φορὰ ἄκουσε τέ­τοια λόγια καὶ ἔνιωσε νὰ τῆς μιλοῦν μὲ τόση καλοσύνη καὶ κατανόηση. Πολλὲς γυναῖκες εἶχαν προσπαθήσει νὰ τὴν παρηγορήσουν ὅταν τὴν ἐπισκέπτον­ταν, ἀντὶ ὅμως γιὰ παρηγοριὰ αὔξαναν τὸν πόνο της. Μιὰ μάλιστα φίλη της θέ­λοντας νὰ τὴν παρηγορήσει τῆς εἶχε πεῖ: 
«Χαριτίνη μου, τί κακὸ σὲ βρῆκε! –Σὲ θέρισε, καλή μου, ὁ χάρος, κουρά­γιο!» καὶ ἄλλα παρόμοια. 
 Πῆρε τὰ ἔντυπα ἡ κ. Χαριτίνη καὶ ἀ­φοῦ εὐχαρίστησε τὶς κυρίες ἔφυγε γιὰ τὸ σπίτι της. Ἐκεῖ τώρα θὰ συνεχιστεῖ τὸ δράμα καὶ τὸ κλάμα καθὼς θὰ βλέ­πει τὶς φωτογραφίες τῶν μικρῶν παι­διῶν της. Ὁ καλὸς σύζυγός της, ὁ κυρ­Βασίλης, προσπαθεῖ καθημερινὰ νὰ τὴν καθη­ συχάσει καὶ νὰ τὴν παρηγορήσει. Αὐ­τὸς ὅμως φεύγει ὅλο τὸ πρωινὸ γιὰ τὴν ὑπηρεσία του καὶ ἐκείνη μένει στὸ σπί­τι. Οἱ πολλὲς ἐργασίες τοῦ σπιτιοῦ εἶναι ἀλήθεια ὅτι τὴν ἀποσποῦν ἀπὸ τὶς με­λαγχολικὲς σκέψεις. Σὰν κοπάζουν λί­γο οἱ ἀσχολίες της, βρίσκει παρηγοριὰ στὴν Παναγία. Πηγαίνει μπροστὰ στὸ εἰκόνισμα καὶ ἀρχίζει τὴν Παράκληση πρὸς τὴν Παναγία. 
 –Παναγία μου, διῶξε τὴν ταραχὴ καὶ τὴν ἀθυμία μου. 
 Σταματοῦσε γιὰ λίγο, ἔβλεπε τὸ πρό­σωπο τῆς Παναγίας καὶ συνέχιζε νὰ μι­λάει μὲ τὴν Παναγία: –Σὺ εἶσαι ἡ ἐλπίδα καὶ τὸ στήριγμά μου, Μάννα Παναγία μου! 
 Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἔκανε τὴν Παρά­κληση γιὰ τὸν ἑαυτό της καὶ γιὰ τὸν κα­λὸ σύζυγό της. Στὸ τέλος πρόσθετε: «Παναγία μου, τὰ δυό μου ἀγγελούδια νὰ μοῦ τὰ προσέχεις». 
 Πέρασε ἀρκετὸς καιρός. Οἱ δυὸ κυρί­ες ξαναβρῆκαν τὴ μητέρα νὰ περιποι­εῖται τοὺς δυὸ μικροὺς τάφους. Δὲν μποροῦσε νὰ ἡσυχάσει, ἐὰν δὲν ἐρχό­ταν τουλάχιστον μία φορὰ τὴν ἑβδομά­ δα νὰ ἀνάψει τὸ καντηλάκι τους καὶ νὰ κάψει λίγο θυμίαμα. 
Τὴν πλησίασαν μὲ πολλὴ εὐγένεια, καὶ μὲ ἐγκαρδιότητα τὴν χαιρέτησαν. Τὶς θυμήθηκε. Τὴν εἶ­δαν τώρα ἤρεμη καὶ εἰρηνική. Χωρὶς πολλὰ λόγια τοὺς εἶπε ἡ κυρία Χαριτί­νη πὼς ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ πολὺ τὴν πα­ρηγόρησε. 
 –Μοῦ συνέστησαν ἕναν Πνευματικὸ καὶ πῆγα στὴν ἄρχη μὲ δισταγμό. Μὲ βοήθησε ὅμως αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ νὰ τακτοποιήσω σωστὰ τὶς σκέ­ψεις μου πάνω στὸ θέμα τοῦ θανάτου καὶ τῆς αἰωνίου ζωῆς. Τοῦ ἄνοιξα τὴν καρδιά μου καὶ μὲ εἰλικρινὴ μετάνοια ἐξομολογήθηκα. Πόσο ἀναπαύθηκε ἡ ψυχή μου! Σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς πολλὲς συζητήσεις ποὺ εἶχα μαζί του, μοῦ εἶπε ὅτι, ἂν δὲν ὑπάρχει ψυχὴ καὶ αἰώνια ζωή, γιατί νὰ ἀφήνει κανεὶς σπουδαία σταδιοδρομία, νὰ τὰ παρατάει ὅλα καὶ νὰ ντύνεται τὸ ράσο; Ἔμαθα κατόπιν ὅτι ὁ ἴδιος ἐγκα­τέλειψε μεγάλη ἐπιστημονικὴ σταδιο­ δρομία, διακρίσεις, σπουδὲς στὸ ἐξω­τερικό, διδακτορικά, ἐπιστημονικὴ ἔ­ρευνα καὶ ἀφιερώθηκε στὴ διακονία τῆς Ἐκκλησίας, ἔγινε ἱερουργὸς τῶν ἁγίων Μυστηρίων καὶ ὑπηρέτης τοῦ ἁγίου Θυσιαστηρίου. Σὲ ἄλλη ἐπικοινωνία μας ποὺ πήγαμε μὲ τὸ σύζυγό μου, τοῦ προτείναμε νὰ υἱοθετήσουμε ἕνα ὀρφανό. Μᾶς ἀπάν­τησε ὅτι θὰ μπορούσατε νὰ γεννήσετε σεῖς παιδί. Ξαφνιαστήκαμε μὲ αὐτὰ ποὺ μᾶς ἔλεγε. Μὲ τὴν εὐχή του ἀπο­κτήσαμε δίδυμα χαριτωμένα κοριτσά­κια. Τώρα ἔχω τέσσερα παιδιά, δυὸ στὸν οὐρανὸ καὶ δυὸ στὴ γῆ! Ἔπρε­πε νὰ μοῦ πάρει ὁ Θεὸς τὰ δυὸ ἀγγε­λούδια μου, γιὰ νὰ βροῦμε ὁ σύζυγός μου κι ἐγὼ τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ γνωρί­ σουμε πόσο μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Θεός. Τώρα νιώθουμε τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὸ σπίτι μας καὶ καθημερινὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ μέσα ἀπὸ τὴ δοκιμασία μᾶς ὁδήγησε κοντά του. Δοξασμένο ἂς εἶναι τὸ πανάγιο ὄνομά του!Ο ΣΩΤΗΡ2044

27 Μαΐου, 2019

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ!


Ας καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια, ὥστε εἴτε δικαίως εἴτε ἀδίκως μᾶς κατηγο­ρήσουν, νὰ μὴν τὸ παίρνουμε κατὰ γράμ­μα.

«Ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ Θεῷ» 

 Στὴν πόλη τῶν Φιλίππων, μία ἀρχαία πόλη τῆς Μακεδονίας, κοντὰ στὴ σημερινὴ Καβάλα. Στὴν πόλη αὐτὴ ζοῦσε ἡ ἁ­γία Λυδία, ἡ ὁποία πρώτη ἑλκύσθηκε στὴ χρι­στιανικὴ πίστη ἀπὸ τὸ κήρυ­γμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου καὶ βαπτίστηκε μαζὶ μὲ ὅλη τὴν οἰκογένειά της. Ἀκολούθησαν συγκλονιστικὰ γεγονό­τα, τὰ ὁποῖα μᾶς περιγράφει ἡ Ἀποστο­λικὴ περικοπή: σύλληψη, βασανιστήρια, φυλάκιση τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί τοῦ Σίλα καί, τέλος, ἡ θαυμαστὴ ἀπελευθέ­ρωσή τους, ποὺ ἔγινε αἰτία νὰ προσελκυ­σθεῖ στὴ χριστιανικὴ πίστη καὶ ὁ δεσμοφύ­λακας τῆς φυλακῆς, ὁ ὁποῖος βαπτίσθη­ κε μαζὶ μὲ ὁλόκληρη τὴν οἰκογένειά του. Καὶ ὅπως σημειώνει ὁ ἱερὸς συγγραφέας, «ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ Θεῷ». Αἰσθάνθηκε μεγάλη χαρὰ ὁ δεσμο­ φύλακας μαζὶ μὲ ὅλη τὴν οἰκογένειά του, διότι εἶχαν πιστέψει στὸν ἀληθινὸ Θεό. Ἡ οἰκογένειά του μποροῦσε πλέον νὰ ἀπο­λαμβάνει τὴν πραγματικὴ εὐτυχία! Ἡ εὐτυχισμένη οἰκογένεια! Πόθος, εὐχὴ καὶ προσδοκία ὅλων. Ποιοὶ εἶναι ὅμως οἱ βασικοὶ παράγοντες ποὺ ἐξασφαλίζουν τὴν εὐτυχία μέσα στὴν οἰκογένεια; 

 1. Πίστη καὶ εὐσέβεια 

 Ὁ πρῶτος βασικὸς παράγοντας τῆς ­ οικογενειακῆς εὐτυχίας εἶναι ἡ πίστη στὸν Θεὸ καὶ ἡ εὐσέβεια. Στὸ Ἀποστολικὸ ἀνά­γνωσμα εἴδαμε ὅτι ἡ οἰκογένεια τοῦ 
δεσμοφύλακα πλημμύρισε ἀπὸ χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση, ὅταν πίστεψε στὸν Θεό. Αὐτὴ εἶναι ἡ βάση γιὰ τὴν οἰκογενειακὴ εὐτυχία:ὁ ζωντανὸς σύνδεσμος μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Μόνο Αὐτὸς μπορεῖ νὰ ἐξασφαλίσει εἰρήνη, χαρὰ καὶ εὐτυχία σὲ κάθε σπίτι. Ὁ σύνδεσμος αὐτὸς ἐπιτυγ­χάνεται μὲ τὴ συμμετοχὴ τῆς οἰκογένειας στὴ ζωὴ τῆς Ἐκ­κλησίας. Ὅταν τὰ μέλη τῆς οἰκογένειας προσεύχονται καὶ ἐκκλησιάζονται τακτικά, τότε ἀντλοῦν χάρη καὶ δύναμη γιὰ τὸν καθημερινό τους ἀγώνα καὶ διατηροῦν σταθερὴ τὴν ἐλπίδα τους στὸν Θεό. Κι ὅταν ἐξομολο­γοῦνται καὶ προσέρχονται στὸ Ποτήριο τῆς Ζωῆς, στὴ θεία Κοινωνία, πόση χαρὰ καὶ εἰρήνη θὰ αἰσθάνονται στὴν ψυχή τους καθὼς θὰ εἶναι ἑνωμένοι μὲ τὸν Σωτήρα Χριστό! Τὴν πίστη στὸν Θεὸ καὶ τὴν εὐσέβεια καλλιεργεῖ ἐπίσης ἡ μελέτη τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἡ Ἁγία Γραφὴ πρέπει νὰ ὑπάρχει σὲ κάθε σπίτι ὄχι μόνο ὡς εὐλογία ἀλλὰ καὶ ὡς καθημερινὸ μελέτημα καὶ ἐντρύφημα, ὥστε νὰ φωτίζει καὶ νὰ ὁδηγεῖ ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας στὴν ἐφαρμογὴ τοῦ θείου θελήματος. Ὁ ἱερὸς Ψαλμωδὸς σημειώνει ὅτι τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ εἶναι τὰ «εὐφραίνον­τα καρδίαν» (Ψαλμ. ιη΄ 9), δηλαδὴ αὐτὰ ποὺ χαροποιοῦν καὶ εὐφραίνουν τὴν 
καρδιὰ ὅσων τὰ τηροῦν. Εἶναι λοιπὸν εὐλογία ἀλλὰ καὶ ἀσφάλεια γιὰ κάθε οἰκογένεια νὰ πορεύεται μὲ πίστη στὸν Θεὸ καὶ νὰ καλλι­εργεῖ τὸ Ὀρθόδοξο ἦθος καὶ τὴν παραδο­σιακὴ εὐσέβεια.

 2. Ἑνότητα καὶ ἀγάπη 

 Ὑπάρχει ὅμως κι ἕνας δεύτερος βασικὸς παράγοντας γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τῆς οἰκο­ γενειακῆς εὐτυχίας. Ἡ ἑνότητα κι ἡ ἀγάπη μεταξὺ τῶν μελῶν της. Τὸ πόσο σημαντικὴ εἶναι ἡ ἑνότητα μέ­σα στὴν οἰκογένεια, τὸ καταλαβαίνουμε ἀπὸ τὸ τί ἐπικρατεῖ ὅταν αὐτὴ ἀπουσιάζει: ἐκνευρισμοί, διαπληκτισμοί, γκρίνια, πεῖ­σμα, καχυποψία, ἀσυνεννοησία καὶ ὅ,τι ἄλλο προκαλεῖ ὁ ἐγωισμὸς τοῦ καθενός. Καὶ τὸ χειρότερο: πολλὲς φορὲς τὸ χάσμα ποὺ δημιουργεῖται ἀπὸ τὴν ἔλλειψη ἀλη­θινῆς ἀγάπης, διογκώνεται καὶ καταλήγει στὴν ὁριστικὴ ρήξη: στὸ φοβερὸ δράμα τοῦ διαζυγίου. Εἶναι ἀνάγκη λοιπὸν νὰ καλλιεργεῖται ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ἑνότητα μεταξὺ τῶν μελῶν τῆς οἰκογενείας. Γιὰ νὰ γίνει αὐτὸ ὀφείλου­με ὅλοι νὰ καταπολεμοῦμε τὸν ἐγωισμό μας καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ ὑπερνικοῦμε τὶς ἀδυναμίες καὶ τὰ ἐλαττώματά μας. Ὁ μέγας παιδαγωγὸς ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυ­ σόστομος συμβουλεύει: Ἂς ἀσκούμαστε νὰ εἴμαστε ἐπιεικεῖς καὶ ἥμεροι πρὸς ὅλους κι ἂς καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια, ὥστε εἴτε δικαίως εἴτε ἀδίκως μᾶς κατηγο­ρήσουν, νὰ μὴν τὸ παίρνουμε κατὰ γράμ­μα, ἀλλὰ γιὰ ἕνα πράγμα μόνο νὰ φροντίζουμε: «κατασκευάζειν βαθεῖαν εἰρήνην τῇ οἰκίᾳ», δηλαδὴ νὰ ἐξασφαλίζουμε βα­θιὰ εἰρήνη στὴν οἰκογένεια (ΕΠΕ 3, 604). Αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ σημαντικὸ καὶ ἐπεῖγον: νὰ κρατήσουμε τὴν οἰκογένειά μας δεμένη κι ἑνωμένη μὲ τὸν Κύριο. 
 ❁ ❁ ❁ 
«Καὶ ἠγαλλιάσατο πανοικὶ πεπιστευκὼς τῷ Θεῷ». «Πανοικί»! Μιὰ ὁλόκληρη οἰκογένεια νὰ πιστεύει στὸν Θεό! Τί εὐλογία! Στὸ βιβλίο τῶν Πράξεων ἀλλὰ καὶ στὶς Ἐπιστολὲς τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀναφέρονται πολλὲς τέτοιες χριστιανικὲς οἰκογένειες. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι γεμάτη ἀπὸ παραδείγματα μὲ ὁλόκληρες οἰκογέ­νειες Ἁγίων ἢ Μαρτύρων. Τί μεγάλη τιμή! Ἡ μητέρα, ὁ πατέρας, τὰ παιδιά... ὅλοι Ἅ­γιοι! Μακάρι κι οἱ σύγχρονες οἰκογένειες νὰ ἀκολουθήσουν τὸ παράδειγμά τους καὶ νὰ καλλιεργοῦν τὴν πίστη στὸν Θεὸ καὶ τὴν ἑνότητα ὡς ἀπαραίτητη βάση γιὰ ζωὴ ἀληθινὰ χαρούμενη καὶ εὐτυχισμένη! Ο ΣΩΤΗΡ2044

26 Μαΐου, 2019

ΤΟ ΧΑΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΛΗΣΕΩΣ

Το Αγιο Πνεύμα  ονομάζεται Παράκλητος επειδή μας ενισχύει και μας δυναμωνει. 
Όλοι έχουμε αναγκη απο στηριγμο και ενισχυση για να μενουμε στον δρομο του Θεου.
«Παρεκάλει πάντας τῇ προθέσει τῆς καρδίας προσμένειν τῷ Κυρίῳ» 
 Ὅταν γιὰ πρώτη φορὰ κηρύχθηκε τὸ Εὐαγ­γέλιο στὴν Ἀντιόχεια, τὰ ἀποτελέσματα ἦταν ἐντυπωσιακά. Ὁ ἀριθμὸς τῶν Χριστιανῶν κα­ θημερινὰ αὐξανόταν. Ἡ θαυμαστὴ καὶ πλού­σια αὐτὴ καρποφορία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ ἔγινε γνωστὴ στὴν Ἐκκλησία τῶν Ἱεροσολύμων, ἡ ὁποία ἔστειλε τὸν ἀπόστολο Βαρνάβα νὰ ἐπισκεφθεῖ τὴ νεοσύστατη Ἐκκλησία, γιὰ νὰ στηρίξει τοὺς πρώτους ἐκεῖ Χριστιανούς. Πράγματι, πῆγε στὴν Ἀντιόχεια ὁ ἅγιος Ἀπόστολος καὶ ἀφοῦ εἶδε μὲ πολλὴ χαρὰ τὸ πλῆθος τῶν Χριστιανῶν «παρεκάλει πάντας τῇ προθέσει τῆς καρδίας προσμένειν τῷ Κυ­ρίῳ»· προέτρεπε ὅλους νὰ μένουν ἀφοσιω­μένοι καὶ προσηλωμένοι στὸν Κύριο μὲ ὅλη τὴ διάθεση τῆς ψυχῆς τους. Ἦταν ὁ πιὸ κατάλληλος γιὰ τὴν ἀποστολὴ αὐτή, διότι εἶχε τὸ χάρισμα τῆς παρακλήσε­ως, ὅπως δηλώνει καὶ τὸ ὄνομά του, ἀφοῦ «Βαρνάβας» εἶναι λέξη ἀραμαϊκὴ καὶ σημαίνει «υἱὸς παρακλήσεως». Ἂς δοῦμε λοιπὸν  ποιὸ εἶναι τὸ χάρισμα τῆς παρακλή­σεως καὶ γιατί εἶναι ἀναγκαῖο νὰ τὸ καλλιεργοῦμε. 

 1. Ἐνίσχυση καὶ παρηγοριὰ 

 Ἡ λέξη «παρακαλῶ» σημαίνει «ἐνθαρρύ­νω, προτρέπω, παρηγορῶ, ἐνισχύω». Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια τὴν χρησιμοποιεῖ συχνὰ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἂς εἶναι δοξασμέ­νος ὁ Θεός, γράφει στὴν Β΄ πρὸς Κορινθί­ους Ἐπιστολή, «ὁ παρακαλῶν ἡμᾶς ἐν πάσῃ τῇ θλίψει ἡμῶν, εἰς τὸ δύνασθαι ἡμᾶς πα­ρακαλεῖν τοὺς ἐν πάσῃ θλίψει» (Β΄ Κορ. α΄ 4). Δηλαδή, ὁ Θεὸς μᾶς παρηγορεῖ σὲ κάθε θλίψη μας, γιὰ νὰ μποροῦμε κι ἐμεῖς μὲ τὴν παρηγοριὰ ποὺ μᾶς δίνει, νὰ παρηγοροῦμε τοὺς ἄλλους, σὲ ὁποιαδήποτε θλίψη κι ἂν βρίσκονται. Ἄλλωστε, ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Κύ­ριλλος Ἱεροσολύμων, γι’ αὐτὸ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ὀνομάζεται Παράκλητος, «διὰ τὸ πα­ ρακαλεῖν καὶ παραμυθεῖσθαι καὶ συναντιλαμ­ βάνεσθαι τῆς ἀσθενείας ἡμῶν»· ἐπειδὴ μᾶς παρηγορεῖ, μᾶς ἐγκαρδιώνει καὶ μᾶς ἐνισχύει στὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία μας (Κατηχήσεις 16, 20). Αὐτὸ εἶναι τὸ ἔργο τῆς παρακλήσεως: νὰ προτρέπει τὸν ἀπελπισμένο ἁμαρτωλὸ σὲ μετάνοια, νὰ ἀνακουφίζει τὴν ψυχὴ ποὺ ἀντι­ μετωπίζει θλίψεις καὶ δοκιμασίες, νὰ ἐνισχύει τὸν πιστὸ χριστιανὸ στὸν ἀγώνα τῆς ἀρετῆς, νὰ ἀνοίγει σὲ κάθε ἄνθρωπο φωτεινοὺς ὁρίζοντες ἐλπίδας μὲ τὴν προοπτικὴ τῆς αἰωνι­ότητας. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γράφει ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα διανέμει ποικίλα χαρίσματα μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ ὁ καθένας ὀφείλει νὰ καλλιεργεῖ αὐτὸ ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός: «Εἴτε ὁ διδάσκων, ἐν τῇ διδασκαλίᾳ, εἴτε ὁ παρακαλῶν, ἐν τῇ παρακλήσει» (Ρωμ. ιβ΄ 6­8)· δηλαδή, ἄλλος ἔχει χάρισμα νὰ διδάσκει κι ἄλλος νὰ προτρέπει στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν ἐφαρμογὴ τῶν θείων ἀληθειῶν. Τὸ ἔργο τῆς παρακλήσεως λοιπὸν εἶναι χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔργο ἱερὸ καὶ ἅγιο ποὺ τὸ ἔχουμε ἀνάγκη στὴ ζωή μας. Γιατί ἄραγε; 

 2. «Παρακαλεῖτε τὸν λαόν μου» 

 Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι διαρκὴς ἀγώνας. Ἀγωνίζεται ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἐπιβιώσει, νὰ συντηρήσει τὴν οἰκογένειά του. Ἀγωνίζεται νὰ ἀντιμετωπίσει θλίψεις καὶ δοκιμα­σίες, ὅπως π.χ. μιὰ κατάφωρη ἀδικία, μιὰ ὀδυνηρὴ ἀσθένεια ἢ ἕνα βαρὺ πένθος. Ἀγωνίζεται ὁ πιστὸς χριστιανὸς νὰ ὑπερνικήσει τὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες του καὶ νὰ ἐφαρμόζει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή του. Κά­ποτε ὅμως κουράζεται ἡ ψυχή, ἐξασθενοῦν οἱ δυνάμεις της καὶ κινδυνεύει ἀπὸ τὴν ἀπο­γοήτευση καὶ τὴν ἀπελπισία. Ἐκείνη τὴ δύσκολη ὥρα ὁ ἄνθρωπος χρει­άζεται τόνωση, ἐνίσχυση, παρηγορία. Θέλει κάποιον γιὰ νὰ μιλήσει, νὰ πεῖ τὸν πόνο του, νὰ μοιραστεῖ τὶς ἀγωνίες καὶ τοὺς προβληματισμούς του. Ἔχει ἀνάγκη νὰ ἀκούσει «λόγον παρακλήσεως». Ὄχι λόγια ποὺ μεταδίδουν στείρα γνώση ἀλλὰ λόγους ἐμπνευσμένους ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ποὺ μεταδίδουν χάρη, δύναμη κι ἐλπίδα. Λόγους ποὺ θὰ τὸν στηρίξουν «προσμένειν τῷ Κυρίῳ», δηλαδὴ νὰ μείνει σταθερὸς στὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ ζωηρὴ καὶ θερμὴ προτροπὴ τοῦ προφήτη Ἡσαΐα: «Παρακαλεῖτε παρακαλεῖτε τὸν λαόν μου, λέγει ὁ Θεός», γράφει (Ἡσ. μ΄ 1). Πόσο ἐπίκαιρος εἶναι ὁ προφητικὸς αὐτὸς λόγος! «Παρακαλεῖ­τε παρακαλεῖτε τὸν λαόν μου»! Ὅλο τὸν λαό: ἄνδρες καὶ γυναῖκες, νέους καὶ γέροντες καὶ παιδιά. Ὅλοι ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ στηριγμὸ καὶ ἐνίσχυση. 
❁ ❁ ❁
 Ἰδιαίτερα σήμερα ποὺ τὰ πάντα γύρω μας ἔχουν καταρρεύσει καὶ ὁ κόσμος δὲν ἔχει ποῦ νὰ στηριχθεῖ‧ σήμερα ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ «παράκλησιν», θεία ἐνίσχυση καὶ παρηγορία. Κι εἶναι χρέος ὅλων νὰ στηρίζουμε καὶ νὰ βοηθοῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Εἴθε νὰ μᾶς τὸ χαρίσει ὁ πανάγαθος Θεός, διότι τὸ ἔχουμε ὅλοι ἀνάγκη.
Ο ΣΩΤΗΡ2044

25 Μαΐου, 2019

ΕΥΛΟΓΕΙΤΕ ΥΙΟΙ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ


Ευλογω τον Θεο σημαινει δοξαζω τον Θεο. 
Οταν δοξαζει τον Θεο ο ανθρωπος δοξαζεται και αυτος ο ιδιος.
Oἱ Τρεῖς Παῖδες στοὺς στίχ. 59-­67 καλοῦν τέλος σὲ ὕμνο καὶ δοξο­λογία τὸν ἄνθρωπο. Ἀκολου­ θοῦν δηλαδὴ καὶ πάλι τὴν τάξη τῆς κοσμοποιΐας. Διότι ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεό, ὅπως γράφει ἡ «Γένεσις», τελευταῖος ἀπὸ ὅ­λα τὰ ἄλλα κτίσματα ὡς ἐπίγειος βα­σιλιὰς ὅλου τοῦ κτιστοῦ κόσμου. «Τε­λευταῖον τάσσεται τὸ ἀνθρώπινον γέ­νος, οὐ κατὰ τὴν ἀξίαν, ἀλλὰ διὰ τὴν δημιουργίαν»1. 
Οἱ ὅσιοι Παῖδες καλών­τας σὲ ὕμνο καὶ δοξολογία τελευταῖο ἀπ’ ὅλα τὸ ἀνθρώπινο γένος «ἐφύλα­ ξαν τῆς κοσμογονίας τὴν τάξιν»2.
 Οἱ ἄνθρωποι, παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυ­σόστομος, «εὐλογοῦντες», δοξάζοντας δηλαδὴ τὸν Θεό, καθιστοῦν λαμπρό­τερο τὸν ἑαυτό τους. Ὁ δὲ Θεὸς εὐλο­γώντας τὸν ἄνθρωπο τὸν καθιστᾶ ­ ασφαλέστερο καὶ λαμπρότερο, ὅπως εἶχε κάνει τὸν Ἀβραάμ. Εἶναι δὲ χαρα­κτηριστικὸ τοῦτο: Εἶτε ὁ Θεὸς εὐλογεῖ τὸν ἄνθρωπο, εἴτε ὁ ἄνθρωπος εὐλογεῖ (δοξολογεῖ) τὸν Θεό, καὶ στὶς δύο ­ περιπτώσεις κερδισμένος εἶναι ὁ ἄνθρω­πος! Διότι «τὸ θεῖον (εἶναι) ἀπροσδε­ές»· ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη κανενός3. 
 Μετὰ τὴν πρόσκληση τῆς ἀνθρωπί­νης φύσεως σὲ ὑμνωδία τοῦ Θεοῦ οἱ Τρεῖς Παῖδες διαιροῦν καὶ πάλι τοὺς ἀνθρώπους σὲ τρεῖς τάξεις, παρακι­νώντας τὴν κάθε τάξη νὰ δοξολογήσει τὸν Θεό. 
Καὶ πρῶτα ἀπὸ ὅλους καλοῦν τὸ λαὸ τοῦ Ἰσραήλ (στίχ. 60), «ὡς τὸ ἐπὶ γῆς ἐξαίρετον γένος» (ἐδῶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐννοεῖ βέβαια τὸν πα­λαιὸ Ἰσραήλ). Ἀλλὰ καὶ τὸν Ἰσραὴλ δι­αιροῦν «πολλαχῶς» (κατὰ πολλοὺς τρόπους) καὶ ὁρίζουν πρῶτα τοὺς ἱε­ρεῖς, διότι αὐτοὶ ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ τε­λοῦσαν «τὴν θείαν λειτουργίαν» (Θεο­δώρητος). Τοὺς προτάσσουν δὲ πρὸς «ἔλεγχον τῶν ἱερέων τῶν ψευδωνύμων θεῶν» (Χρυσόστομος). Γιὰ νὰ μὴ θεω­ρηθοῦν ὅμως ὅτι καλοῦν σὲ δοξολογία τοῦ Θεοῦ μόνο τοὺς ἱερεῖς, καλοῦν καὶ τοὺς «δούλους Κυρίου» (στίχ. 62). Μὲ αὐτὸ διδάσκουν ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπηρετεῖ κανεὶς τὸν Κύριο, ἔστω κι ἄν δὲν εἶναι ἱερέας (Θεοδώρητος). Κατὰ τὸν Θεοδώρητο οἱ Τρεῖς Παῖ­δες, μὲ τὴ φράση «εὐλογεῖτε πνεύμα­τα καὶ ψυχαὶ δικαίων τὸν Κύριον» (στίχ. 63), «προκηρύττουσι τὴν ἀνάστασιν». «Πνεύματα καὶ ψυχαὶ δικαίων· τουτέ­στιν, αἱ πνευματικαὶ τῶν δικαίων ψυχαί, αἱ τῶν ἀνθρωπίνων παθῶν ὑπέρτεραι γενόμεναι», αὐτὲς ποὺ δέχθηκαν «τοῦ Πνεύματος τὴν χάριν». Στὴ συνέχεια οἱ θεοσεβεῖς Τρεῖς Παῖ­δες καλοῦν σὲ δοξολογία καὶ ὕμνο τοῦ ὑπερυμνήτου Κυρίου τοὺς «ὁσίους καὶ ταπεινοὺς τῇ καρδίᾳ» (στίχ. 64). Αὐ­τοὺς ποὺ διακρίνονται γιὰ τὴν ἀρετή τους καὶ μάλιστα τοὺς ἀφιερωμένους στὸν Θεὸ καὶ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν φρό­νημα ταπεινό. Διότι «ὁ Θεὸς ὑπερηφά­νοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν» (Παρ. γ΄ 34). Ἀλλ’ ὁ λόγος αὐ­τὸς φανέρωνε καὶ μιὰ μεγάλη ἀλήθεια: ὅτι ὁ Θεὸς ἔξω ἀπὸ τὸ πυρακτωμένο καμίνι «κατέφλεγε τοὺς ἀλαζόνας» Βα­βυλωνίους, ἐνῶ «τοὺς ὁσίους καὶ τα­πεινοὺς» Τρεῖς Παῖδας «ἐν μέσῳ τοῦ πυρός διεφύλαξεν». Γι’ αὐτὸ «καὶ συν­εχόρευσε τοῖς ἁγίοις τὸ πῦρ»· ἄλλωστε μὲ ὅλα τὰ ἄλλα εἶχε κληθεῖ καὶ τὸ πῦρ νὰ ὑμνήσει τὸν Δημιουργό. Ἔτσι διδά­σκονταν οἱ Βαβυλώνιοι μάγοι, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐτιμᾶτο «τὸ πῦρ, ὅτι τοῦτο οὐκ ἔστι τῶν προσκυνουμένων, ἀλλὰ τῶν προσκυνούντων»4. 
 Πολὺ χαρακτηριστικὰ παρατηρεῖ ὁ Θεοδώρητος τὰ ἀκόλουθα: Ὅλα ὅσα προηγήθηκαν δὲν ἦταν μιὰ ἄχρηστη φλυαρία τῶν Τριῶν Παίδων. Ὄχι! Ὅλα αὐτὰ τὰ εἶπαν γιὰ δύο λόγους: 
 α) Γιὰ νὰ θερμάνουν περισσότερο τὴν ἀγάπη τους στὸν Κύριο, ὑπενθυμί­ζοντας τὶς ἀνείπωτες εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος χάριν τῶν λογικῶν ­ ανθρώπων δημιούργησε τόσο πολλὰ καὶ τόσων ποικιλιῶν δημιουργήματα. Διότι ὁ Θεὸς εὐεργετεῖ τοὺς ἀνθρώπους μὲ τοὺς ἀγγέλους. Διότι δημιούργησε τὸν λαμπρὸ ἥλιο γιὰ τὴν ἡμέρα καὶ τὸ φεγ­γάρι γιὰ τὴ νύχτα, διδάσκοντάς μας ἔτσι καὶ τὴ μέτρηση τοῦ χρόνου. Διότι δημιούργησε τὸν κατάστικτο μὲ ἄστρα οὐρανὸ καὶ ὅρισε τὶς μετα­βολὲς τῶν καιρῶν μὲ τὶς τέσσερις ἐπο­χές. Καθόρισε τοὺς νόμους τῆς φύσε­ως μὲ τοὺς ψυχροὺς ἀνέμους, τὶς δρο­σερές αὖρες, τὶς βροχὲς στὴν κατάλ­ληλη ἐποχή, τὰ βροχοφόρα νέφη, τὶς προμηνυτικὲς τῶν βροχῶν ἀστραπές, τὰ βαθύσκια βουνά, τὶς καταπράσινες πεδιάδες, τὰ πυκνὰ δάση, τοὺς ποτα­μούς, τὴ γαλάζια θάλασα ποὺ ἑνώνει τὶς διάφορες χῶρες... 
 β) Γιὰ νὰ διδάξουν τοὺς Χαλδαίους, ποὺ βρίσκονταν ἔξω ἀπὸ τὸ καμίνι καὶ ἄκουγαν τὸν ὕμνο τους, ὅτι τὰ προσκυ­νούμενα καὶ λατρευόμενα ἀπὸ αὐτοὺς «στοιχεῖα» εἶναι ἔργα «τοῦ Θεοῦ τῶν ὅλων». Γι’ αὐτὸ ἀνέφεραν τὴ φωτιά, τὸ νερό, τὸν οὐρανό, τὸν ἥλιο, τὴ σελήνη. Διότι ἦταν πολὺ φυσικὸ οἱ Χαλδαῖοι, βλέποντας «τὸ μέγα θαῦμα καὶ τοῦ πυρός τὴν ἧτταν», τὴν ταπείνωση καὶ ντροπὴ τοῦ βασιλιᾶ, τῶν δὲ «αἰχμαλώ­των παίδων τὴν σωτηρίαν καὶ παρρη­ σίαν», νὰ δεχθοῦν «διὰ τῆς ὑμνῳδίας τὴν τῆς εὐσεβείας διδασκαλίαν»5.  Ὁ ἅγιος Ἱππόλυτος ἐπίσκοπος Ρώμης προσθέτει ὅτι οἱ Τρεῖς Παῖδες ἀπαρί­θμησαν ὅλα σχεδὸν τὰ κτίσματα,«ἐ­πουράνια, ἐπίγεια, καταχθόνια», γιὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ κανένα κτίσμα «ὡς ἐλεύ­θερον καὶ αὐτεξούσιον (...), ὡς ἀγέννη­τον καὶ ἄναρχον», ἀλλ’ ὅτι τὰ «πάντα εἶναι δοῦλα τοῦ Θεοῦ», ὁ Ὁποῖος τὰ δημιούργησε μὲ μόνο τὸν δημιουργι­ κὸ λόγο του6. 
Ἄλλωστε «τὰ σύμπαντα δοῦλα σά», ψάλλει καὶ ὁ συντάκτης τοῦ 118ου Ψαλμοῦ (Ψαλμ. ριη΄ [118] 91)· ὅλα ὅσα ὑπάρχουν ὑπακούουν σὲ Σένα δουλικῶς, Κύριε.  Γι’ αὐτὸ καὶ διατηροῦνται, διότι ἐμμένουν δουλικὰ στοὺς φυσικοὺς νόμους, τοὺς ὁποίους Σὺ ὁ Δημιουργὸς ὅρισες. Ἂς τὸ ἐννοήσουμε καλὰ αὐτὸ κι ἐμεῖς οἱ λογικοὶ ἄνθρωποι κάνοντας σωστὴ καὶ σοφὴ χρήση τοῦ δώρου τῆς ἐλευθε­ρίας, μὲ τὴν ὁποία μᾶς προίκισε ὁ φιλάν­θρωπος Κτίστης καὶ Δημιουργός μας.  

1. ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Λόγ. εἰς τοὺς Τρεῖς Παῖδας καὶ τὴν Βαβυλωνίαν κάμινον 3, PG 56, 598.  
2. ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ, Ὑπόμνημα εἰς τὰς ὁράσεις τοῦ προφήτου Δανιήλ, PG 81, 1337D. 
 3. ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς Ψαλ. ργ΄ [103], PG 55, 646. 
 4. ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ὅ.π., PG 56, 599. 
 5. ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ, ὅ.π., PG 81, 1340B­1341A. 
 6. ΙΠΠΟΛΥΤΟΥ ΡΩΜΗΣ, Εἰς τὸν Δανιὴλ Λόγ. Β΄ 30, ΒΕΠΕΣ 6, 50­51.
ο σωτηρ2044

24 Μαΐου, 2019

Εἴθε νὰ ἐξαφανιστοῦν ἀπὸ τὴ γῆ οἱ ἁ­μαρτωλοὶ καὶ οἱ ἄνομοι ἄνθρω­ποι.


Ο τίτλος τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ εἶναι ἀπὸ τὸν 103ο Ψαλμό. Ὁ Ψαλμὸς εἶναι τοῦ Δαβὶδ  τοῦ βασιλέως καὶ προφήτου. Στὸν τελευταῖο στίχο τοῦ Ψαλ­μοῦ γράφει ὁ Δαβίδ (Ψαλμ. ργ΄ [103] 35): «Ἐκλείποιεν ἁμαρτω­λοὶ ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἄνομοι, ὥσ­τε μὴ ὑπάρχειν αὐτούς»· εἴθε νὰ ἐξαφανιστοῦν ἀπὸ τὴ γῆ οἱ ἁ­μαρτωλοὶ καὶ οἱ ἄνομοι ἄνθρω­ποι. 
Νὰ ἐξαφανιστοῦν, νὰ μὴν ὑπάρχουν, καὶ ὅλοι νὰ ζοῦν ὑ­ποταγμένοι στὸ θέλημα τοῦ Θε­οῦ. Ὤ! Ναί, Κύριε, εὐδόκησε οἱ πάντες νὰ ἐπιστρέψουν σὲ Σέ­να. Εὐδόκησε νὰ μὴ μείνει κανεὶς τυφλὸς μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο σου. Εὐδόκησε ὅλοι νὰ φωτι­σθοῦν, νὰ γνωρίσουν τὸ ἄπειρο μεγαλεῖο σου, τὴ δύναμη, τὴ σο­φία σου καὶ τὴν ἀγαθότητά σου. Ὁ 103ος Ψαλμὸς εἶναι μιὰ πε­ρίληψη σὲ ποιητικὴ μορφὴ τῆς ὅλης δημιουργίας τοῦ Θεοῦ. Ἐ­δῶ φαίνεται ἡ στοργὴ τοῦ Θεοῦ. Φαίνεται τὸ με­ γαλεῖο τοῦ Θεοῦ, ἡ σοφία καὶ ἀγαθότητά του γιὰ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὸν καθένα μας. Ὁ ἅγιος Θεός, ὅταν τελείωσε τὸ δημιουργικὸ ἔργο του, παρουσιάζεται στὴν Ἁγία Γραφὴ νὰ τὸ ἐπιθεωρεῖ (Γεν. α΄ 31). Καὶ ὅταν τελείωσε τὴν ἐπι­θεώρηση, εἶδε ὅτι τὰ πάντα ἦταν ἐξαιρετικὰ καλά, τὸ καθένα μὲ τὸν σκοπὸ καὶ τὴ χρησιμότητά του. «Καὶ εἶδεν ὁ Θεὸς τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν». Ἡ δημιουργία τελείωσε, ἀπουσιάζει ὅμως ὁ βα­σιλιάς της. Ὁ βασιλιὰς τῆς δημιουργίας εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Αὐτὸ τὸ γράφει σὲ ὁμιλία του ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Κατὰ κάποιον τρόπο ὁ Θεὸς λέει στὸν ἄνθρωπο: Ἡ δημιουργία μου εἶναι στὰ χέ­ρια σου, σοῦ τὴν παραδίδω. 
 103ος Ψαλμός. 
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες της χρησιμοποιεῖ τὸ Ψαλτήρι. Ὁ Ἑσπερινὸς εἶναι ἡ ἀρχὴ τῶν Ἀκολουθιῶν τῆς ἑπομένης ἡμέρας. Ἡ Ἐκκλησία διάλεξε ὁ Ἑσπε­ρινὸς νὰ ἀρχίζει μὲ τὸν 103ο Ψαλμό. Τὸν ὀνό­μασε «Προοιμιακόν», διότι εἶναι τὸ προοίμιο, ἡ ἀρχή. Μᾶς πληροφορεῖ γιὰ τὸ θαῦμα τῆς ἄλλης ἡμέρας, τί θὰ δοῦμε, τί θὰ ἀπολαύσουμε, πό­σο θὰ χαροῦμε τὴν ὅλη δημιουργία. Σὲ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους προσφέρει ἕνα ἀνεκτίμητο δῶρο. Ποιὸ εἶναι αὐτὸ τὸ δῶρο; Ἡ ἡμέρα μας νὰ ἀρχί­ζει μὲ τὴν ὅλη δημιουργία τοῦ Θεοῦ, ὁ ἥλιος τήν ἀρχίζει. Ὁ ἥλιος δίνει στὴν ἡμέρα τὸ φῶς, κάνει ὁρατὸ τὸν κόσμο· καὶ ὄχι μόνο χαρίζει τὸ χάρι­σμα νὰ βλέπει ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ χαρίζει καὶ τὴν αὔξηση καὶ τὴν τροφή. Αὐτὸ εἶναι ἀλήθεια. Πόσες φορὲς δὲν θελήσαμε νὰ ἀνεβοῦμε ψηλὰ νὰ δοῦμε τὸν ἥλιο «νὰ βασιλεύει», νὰ δεσπόζει, νὰ κυριαρχεῖ, ἢ νὰ ἀνατέλλει, νὰ βγαίνει ἀπὸ μιὰ κορφὴ ἑνὸς βουνοῦ ἢ ἀπὸ τὴ θάλασσα καὶ νὰ φωτίζει τὴ γῆ. Θαῦμα! Τὸ φῶς του, ἡ θερμότης του, οἱ θερα­ πευτικὲς ἰδιότητές του, ἡ εὐλογία του στὰ δένδρα, στοὺς καρποὺς τῆς γῆς. Νὰ ’ρθοῦμε τώρα στὰ δάση μὲ τὴν ὀ­μορφιά τους, μὲ τὰ πουλιὰ καὶ τὰ ζῶα ποὺ κυκλοφοροῦν. Νὰ πιοῦμε νερὸ ἀπὸ μιὰ πηγή... τὸ νερὸ εἶναι κρύσταλλο, πα­γωμένο, καὶ ὁ ὁδοιπόρος πίνει. Νὰ δοῦ­με τὶς κοιλάδες μὲ τὰ καρποφόρα δέν­δρα, ἢ τὰ στάχυα ἕτοιμα γιὰ θερισμό. Νὰ ἔρθουμε κατόπιν στὴ θάλασσα! Τί μποροῦμε νὰ ποῦμε, τί μποροῦμε νὰ πε­ ριγράψουμε; Τὰ πλήθη τῶν ψαριῶν; Τὴ γεύση τους; Τί νὰ ποῦμε γιὰ τὰ τεράστια πλοῖα ποὺ τὴ διασχίζουν; Ποῦ νὰ κοιτά­ξεις καὶ νὰ μὴ θαυμάσεις; Τὴ γαλήνη της; Τὴ φουρτούνα της; Τὴ δροσιά της μὲ τὸ κολύμπι; Θεέ μου, τί εἶναι ἡ θάλασσα! Ὁ οὐρανός! Ἡ γῆ! Τὸ βράδυ ὁ ἥλιος θὰ δύ­σει, καὶ λέμε σήμερα «ὁ ἥλιος ἐβασίλευ­ σε», ἔκανε τὸ ἔργο του. Ἂς δοῦμε τώρα ἕνα ἀγριολούλουδο. Ἡ ὀμορφιὰ τοῦ Θεοῦ, τὸ κάλλος τοῦ Θεοῦ εἶναι στὰ χρώματα τῶν φύλλων του, στὴν ὅλη παρουσία του. Κοιτάξτε τὴν ὀμορ­φιά του. Ἕνα ἀγριολούλουδο! Ποιὸς τὸ πότισε; Ἡ βροχή, ὁ Θεός. Ποιὸς τὸ φύτε­ψε; Ὁ Θεός. Ποιὸς τὸ θαυμάζει; Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι. Ἡ ὀμορφιά τῆς δημιουργίας, τὸ κάλλος τοῦ Θεοῦ σ’ ἕνα ἀγριολού­λουδο. Τώρα ὁ Δαβὶδ ἀποφασίζει νὰ τραγου­δήσει τὸν Ψαλμό, νὰ τὸν ψάλει. Πιάνει τὴ λύρα του καὶ μὲ τὰ δάχτυλά του κτυ­πάει τὶς χορδές. Ὁ χαρούμενος ὕμνος ἀ­κούγεται, οἱ μουσικοὶ φθόγγοι, ἡ φωνὴ τοῦ Δαβίδ. Ὁ ὕμνος προχωρεῖ... σὲ μιὰ στιγμὴ ὅμως οἱ μουσικοὶ φθόγγοι καὶ ἡ φωνὴ τοῦ Δαβὶδ ἀκούγονται θλιμμένα. Ἔφθασε στὸ στίχο: «Ἐκλείποιεν ἁμαρτω­λοί...». Κάτι παθαίνει ὁ Δαβίδ. Ἡ ἁμαρτία σκιάζει τὴ δημιουργία! Οἱ ἁμαρτωλοί! Ὁ ἁμαρτωλός! Εἶναι ἡ παραφωνία στὸν ὕμνο ποὺ ψάλλει ὅλη ἡ πλάση στὸν Δη­μιουργό της. Κάποιος ποιητὴς γράφει σχετικά: «Τ’ ἀηδόνια αὐτὰ ποὺ κελαϊδοῦν μοῦ φαίνονται πὼς κλαῖνε». Κλαῖνε! Γιατί κλαῖνε; Ἐμεῖς δὲν λέμε ὅτι ἡ φύση μετὰ τὴν πτώση στενάζει καὶ ὑποφέρει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία (πρβλ. Ρωμ. η΄ 19); Καὶ τὰ ἀηδόνια ἔχασαν κι αὐτὰ τὴν ἁρμονία, τραγουδοῦν σὰν νὰ κλαῖνε, λέει ὁ ποιητής. Ἄλλος ποιητής, ὅταν τὸν παρακινεῖ κάποιος «κοίταξε τὴ φύση, κοίταξε τὴν ἁρμονία, κοίταξε τὸν Θεὸ καὶ αὐτὸ θὰ σοῦ δώσει τὴ σωτηρία σου», ἀπαντᾶ: 
 «Τέτοια συμβουλὴ σὲ μένα φυσικὰ δὲν ὠφελεῖ, κι’ ὅσα χείλη μοῦ τὸ λένε... 
ὅλη ἡ πλάση σὲ προσμένει γιὰ νὰ σύρεις τὸν χορό!... 
Μὴ ζητᾶς νὰ μ’ ἀναστήσεις· 
 ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ». 
 Ἡ ἁμαρτία τὸν κυριεύει, δὲν τὸν ἀφή­νει νὰ χαρεῖ τὴ φύση, τὴν ἁρμονία της, τὸν Θεό. Τώρα ὁ Δαβὶδ ξεπερνᾶ τὸν στίχο «ἐκ­λείποιεν» καὶ συνεχίζει νὰ ψάλει, νὰ τρα­γουδᾶ τὸν 103ο μὲ χαρούμενο καὶ θρι­αμβευτικὸ τόνο. Βρῆκε τὸν ρυθμὸ τῆς πί­στεώς του στὸ Θεό. Δὲν ἀδιαφορεῖ γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, ὄχι. Δὲν ἀδιαφορεῖ. Στρέφεται πρὸς τὸν Θεό. Θὰ κλείσει τὸ τραγούδι του μὲ τὸν στί­χο τοῦ Ψαλμοῦ ποὺ ἄρχισε: «Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον...». Καὶ τὸ τέ­ λος τοῦ 103ου Ψαλμοῦ: «Εὐλόγει, ἡ ψυ­ χή μου, τὸν Κύριον». Τί λένε αὐτοὶ οἱ δύο στίχοι; Θεέ μου, Ἐσὺ μᾶς εὐλογεῖς μὲ τὴ δημιουργία σου κι ἐμεῖς μὲ τὴν ψυχή μας ἀνοιχτὴ εὐλογοῦμε Ἐσένα. Αὐτὸς εἶναι ὁ μόνος δρόμος. Ἐμεῖς νὰ εὐλογοῦμε Ἐσέ­να, τὸν Δημιουργό μας! Τὸν Κύριο καὶ Θεό μας!Ο ΣΩΤΗΡ2044

23 Μαΐου, 2019

Μία ακόμα “εφεύρεση αφαίρεσης ανθρώπινων ζωών” από τους τούρκους.

genoktonia


















Έχουμε διαβάσει σχεδόν όλα τα ντοκουμέντα της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Το παρακάτω, αξίζει να διαβαστεί από όλους. Δείχνει μία ακόμα “εφεύρεση αφαίρεσης ανθρώπινων ζωών” από τους τούρκους. Το αίμα που χύθηκε στον Πόντο, ζητά μέχρι και σήμερα δικαίωση! Και η δικαίωση θα έρθει για όλη την ανθρωπότητα, όταν δε θα επιτρέψουμε να ξανασυμβούν τέτοιες φρικτές καταστάσεις… Η ιστορική μνήμη, δεν πρέπει να μεταβληθεί σε ανάμνηση!

Διαβάστε στις μόνιμες στήλες δεξιά, το μεγάλο αφιέρωμα του Olympia για την ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ!!!

Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Πάτλαμα, μία εικόνα κολάσεως
αντιγραφή από το βιβλίο του Γεωργίου Λαμψίδη Τοπάλ Οσμάν, antexoume

Ελάτε τώρα να παρακολουθήσουμε την ιστορία μιας μεγάλη εκκλησίας που το όνομά της έγινε συνώνυμο με την κόλαση.

Είναι μια πολίχνη το Πάτλαμα, που απέχει ένα τέταρτο της ώρας από την Κερασούντα. Δε θα είχε καμία αξία για την ιστορία μας αν εκεί δεν υπήρχε μία εκκλησία : Ο Άγιος Γεώργιος.

Όταν σήμερα αναφέρετε σε έναν ηλικιωμένο Πόντιο την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Πάτλαμα, σας κοιτάζει αρκετά δευτερόλεπτα, έκπληκτος, ύστερα ξαναρωτάει:

  • Toν Άγιο Γεώργιο τον Πάτλαμα;

Ανοιγοκλείνει τα μάτια του, σκέφτεται λίγο και :

  • Που τον θυμήθηκες! Λέγαμε να τα ξεχάσομε όλα…

Όμως οι ιστορικοί που περιέγραψαν την τελευταία περίοδο του Ελληνικού Πόντου δεν μπορούν να το ξεχάσουν. Επανέρχονται συνεχώς στον Άγιο Γεώργιο τον Πάτλαμα για να δείξουν την φρίκη, την κατάντια, τον εξευτελισμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. “Και αυτοί οι δαίμονες της κολάσεως θα έφριττον ενώπιον της τοιάτης σκηνής…” αναφέρει έντρομος ο Βαλαβάνης που τα γεγονότα τα έζησε από πολύ κοντά. “Ήνοιξεν η θύρα της κολάσεως, διότι επωνομάσθη ο Ναός του Αγίου Γεωργίου Πάτλαμα”, γράφει ο αποδημήσας το 1965 εις Κύριον Μητροπολίτης Νευροκοπίου και Ζιχνών Αγαθάγγελος και αφιερώνει πλείστες λεπτομέρειες για την κόλαση αυτή στο βιβλίο του “ Η ιστορία του εν Πόντω χωρίου Χόψα και η καταστροφή αυτου”.

Αλλά ας επανέλθουμε στη σειρά της αφηγήσεώς μας. Όπως γράψαμε ήδη, οι εκτοπισμοί και οι απελάσεις Ελήνων με τις οικογένειές τους δήθεν “ λόγω πολεμικών αναγκών” βρίσκονταν στην έντασή τους.

Πολλοί δραπέτευον από τις συνοδείες και διασκορπίζονταν σε διάφορες πόλεις, ιδίως στην Κερασούντα.

Εκεί όμως η κατάσταση μεβλήθηκε επικίνδυνα, όπως αναφέρει ο Μητροπολίτης Αγαθάγγελος. Οι συνεχείς επιτάξεις και εκβιασμοί του Τοπάλ Οσμάν έσβησαν το εμπόριο της πόλεως. Εργασίες πλέον δεν υπήρχαν. Οι τιμές των τροφίμων εικοσαπλασιάστηκαν και η ζωή για τους καταφυγόντας εκεί εξόριστους έγινε πολύ δύσκολη.

Για να ζήσουν οι “λάθρα βιούντες” πρόσφυγες αναγκάσθηκαν να μεταφέρουν πάνω στους ώμους τους, στρατιωτικά τρόφιμα και πολεμοφόδια από την Κερασούντα στο Κουλάκ-Καγιάν, απόσταση που κανονικά ένας πεζός χωρίς φορτίο την διένυε σε εννέα ώρες. Οι φορτωμένοι όμως τα ανθρώπινα αυτά υποζύγια, άνδρες και γυναίκες, που έφερναν στους ώμους τους 25 οκάδες φορτίου, διένυαν αυτήν την απόσταση σε δύο μέρες. Για τις 25 αυτές οκάδες επληρώνοντο 50 γρόσια ενώ η οκά του καλαμποκίσιου ήταν 70 γρόσια. Δηλαδή το ημερομίσθιο δύο ημερών εξαντλητικής εργασίας αντιπροσώπευε λιγότερο από οκά καλαμποκίσιο ψωμί.

Δεν ήταν όμως μόνο η δυσκολία της διατροφής. Κάθε μέρα οι τσετέδες του Τοπάλ Οσμάν διέτρεχαν στην πόλη και ξεκαθάριζαν πρόσφυγες που ήσαν εγκαταλειμμένοι στις αχυρώνες, στους σταύλους και στα καμπαναριά. Και ήδη αναφέραμε τις τραγικές νύχτες που μάζευαν οι ορδές του Τοπάλ Οσμάν παιδιά και τα έπνιγαν στο λιμάνι της Κερασούντος.

Όσες απ’ αυτές τις οικογένειες των προσφύγων κατόρθωνε να συλλάβει ο στρατός και η χωροφυλακή, τις μετέφερε αμέσως στον Άγιο Γεώργιο τον Πάτλαμα

Όμως ας αφήσωμε τον άλλοτε μητροπολίτη Νευροκοπίου και Ζιχνών Αγαθάγγελο να ανοίξει την αυλαία της τρομερής αυτής κολάσεως του Ποντιακού Ελληνισμού.

Δώδεκα οικογένειες από το χωριό Χόψα, που βρίσκονταν ανάμεσα στους χιλιάδες πρόσφυγες που κατέφυγαν στην Κερασούντα αποφάσισαν να φύγουν κρυφά για το Καράχισαρ κι από κει για τις ρώσικες γραμμές. Η απόφασή τους φυσικά ήταν εξαιρετικά παράτολμη γιατί και η απόσταση ήταν μεγάλη και οι κίνδυνοι στο δρόμο πολλοί.

Όμως ο άνθρωπος προτιμά το παράτολμο καμμία φορά όταν δεν υπάρχει άλλη διέξοδος από το θάνατο. Μήπως προ δύο μηνών η Δέσποινα Παχατουρίδου και η αδελφή της, Σουμέλα Καλαιτζίδου δεν έκαμαν το ίδιο και κατόρθωσαν να διαφύγουν στο ρώσικο έδαφος; Μήπως και άλλες οικογένειες δεν έκαμα το ίδιο και σώθηκαν; Τι σημαίνει αν μερικοί συνελήφθηκαν και εκτελέστηκαν επί τόπου; Ο καθένας με την τύχη του.

Και ένα πρωινό βροχερό και παγωμένο του Απριλίου του 1917 ξεκίνησαν οι 12 οικογένειες για τη σωτηρία ή τον θάνατο, χωρίς κανένα εφόδιο. Μάζευαν στο δρόμο χόρτα και σαλιγκάρια και με αυτά συντηρούνταν. Όταν βράδιασε, φθάσανε στο Τας-Χαν, όπου κατέλυσαν. Εκεί άναψαν φωτιά και για να ζεσταθούν και για να στεγνώσουν τα ρούχα τους, που ήταν μουσκεμένα από την ολοήμερη βροχή.

Τη στιγμή που γύρω από τη φωτιά ζεσταίνονταν τα μέλη των δώδεκα αυτών οικογενειών, άνοιξε η πόρτα απότομα και μπήκε μέσα ένα νέο παιδί 16 χρονών καταβρεγμένο, παγωμένο και τρομαγμένο. Από την παγωνιά και τον φόβο δεν μπορούσε να μιλήσει, είχαν ακινητοποιηθεί τα σαγόνια του.

Επί ένα τέταρτο της ώρας τον έτριβαν και τον ζέσταιναν ώσπου συνήλθε κάπως. Του έδωσαν τότε λίγα χόρτα και μερικά σαλιγκάρια ψημένα στη φωτιά να φάει γιατί ήταν θεονήστικος. Ανυπόμονοι οι άλλοι να μάθουν ποιος είναι και από που ήρθε τον είχαν κυκλώσει και περίμεναν να μιλήσει.

-Είμαι από το Κεπεκκλήσε της Τριπόλεως… άρχισε ο νέος με δυσκολία. Αφήστε με, δεν μπορώ να πω τι είδαν τα μάτια μου… αφήστε με. Είμαι τόσο ζαλισμένος! Κι έπεσε ξανά ανάσκελα.

Οι γύρω του κατατρόμαξαν και περίμεναν τη συνέχιση της διηγήσεως. Τους κοίταξε όλους, έτριψε λίγο τα χέρια για να ζεσταθεί και σε λίγο πήρε θάρρος.

-Είχαμε σκοπό να φύγουμε για τη Ρωσία, συνέχισε ο νέος με δυσκολία, όμως ήρθαν και μας ειδοποίησαν ότι θα εκτοπισθούμε… Έτσι πολλοί από το Κεπεκκλησε και το Τζαλ, για να γλυτώσουν τον εκτοπισμό, βγήκαν στα βουνά με τις οικογένειές τους. Εκεί περίμεναν δέκα μέρες την προέλαση των Ρώσων. Όμως η προέλαση δεν έγινε ποτέ.

Τα μάτια όλων ήσαν στραμμένα προς το παλληκάρι εκείνο που ανάσαινε βαρειά και προσπαθούσε να ανασηκωθεί . Δύο – τρεις έτρεξαν κοντά του και τον ξανακάθισαν στη θέση του.

  • Πες μας, πες μας, παλληκάρι μου και μη μας βασανίζεις, παρακάλεσε ένας γέρος.

Ο νέος έκανε μια ακόμη προσπάθεια, και ξανακάθισε πιο καλά στη θέση του. Όλοι σώπασαν να ακούσουν….

  • Όταν είδαν κι απόειδαν οι φευγάτοι στα βουνά πατριώτες μου πως δε θα έλθουν οι Ρώσοι κατέβηκαν και παραδόθηκαν στους τούρκους. Οι τροφές τους είχαν τελειώσει και τα γυναικόπαιδα δεν άντεχαν πια… όμως τι να σας πω, τι είδαν τα μάτια μου… Ήταν τόσο φοβερό. Μερικούς σκότωσαν αμέσως ή τους σφάξανε μπροστά στα μάτια μας και τους άλλους τους άρχισαν με χοντρά ραβδιά στο ξύλο.

Εγύμνωσαν άνδρες και γυναίκες

Όταν πια τέλειωσαν αυτά, μας ανάγκασαν όλους να γδυθούμε, άνδρες και γυναίκες και να βαδίσουμε… Βαδίσαμε έτσι, σε αυτά τα χάλια, δυο μέρες μέσα στα βουνά. Ο ένας ντρεπόταν τον άλλον και οι κακόμοιρες οι γυναίκες μας… προσπαθούσαν να σκεπασθούν με τα κουρέλια και τα τσουβάλια που βρήκαν σε ένα έρημο ελληνικό χωριό.

Ο νέος σκούπισε με το χέρι του τα δάκρυα που κύλησαν στα μάγουλά του. Εκλαιγε. Έκλαιγαν όλοι. Έκλαιγαν για αυτούς που τα υπέστησαν και έκλαιγαν για την ίδια τους την τύχη.

  • Μας πήγαιναν για το Καραχισάρ, συνέχισε το παλληκάρι αφού κάπως ησύχασαν όλοι. Για να πάμε στο Καράχισαρ, έπρεπε να περάσωμε το βουνό Είριπελ που ήταν χιονισμένο… Κρύος παγωμένος αέρας τρυπούσε τα γυμνά κορμιά μας… Εκεί ήταν το τέλος… Κάπου 450 ψυχές πάγωσαν εκεί στο Είριπελ… Το πρωί το χιόνι τους είχε σκεπάσει όλους….

Ο νέος έκλαιγε με αναφυλλητά, όπως έκλαιγαν κι όλοι…

  • Μάνα μου, μάνα μου, φώναζε ο νέος στα αναφυλλητά του. Την κρατούσα ως την τελευταία στιγμή. Και τον Ισακ, τον μικρό μου αδελφό, τον έσερνα από το χέρι, ώσπου τον άφησα κάτω… Δεν μπορούσε πια να περπατήσει… Νικόλα, μου είπε, κρύωνω… παγώνω… και έκλεισε το στόμα του. Επάγωσε… Τρεις σωθήκαμε… Εγώ έφυγα και πήγα στο Τζαλ, βρήκα ρούχα και έπεσα μέσα στα βουνά να βρω σωτηρία….

Το βράδυ εκείνο, στο χάνι του Τας-Χαν ήταν κλαυθός και οδυρμός. Έκλαιγαν και ολοφύρονταν. Τι τους περίμενε πλέον; ο θάνατος, ένας θάνατος βασανιστικός και αργός.

  • Φθάνει πια, φώναξε ένας ηλικιωμένος. Κλαίμε τους άλλους και δεν κοιτάμε τι θα κάνομε εμείς. Και εκεί θάνατος και εδώ θάνατος… Όπου κι άν είναι θα παλαίψωμε να σωθούμε…

Οι φωνές αυτές έφεραν κάποια ησυχία στο χάνι και πολλοί κούρνιασαν να κοιμηθούν τον ανήσυχο ύπνο τους.

Το πρωί έβρεχε δυνατά και όμως έπρεπε να ξεκινήσουν. Δεν μπορούσαν να μείνουν στο χάνι αυτό. Θα τραβούσαν για το Καράχισαρ κι ό,τι βρέξει…

Τη στιγμή που ήσαν έτοιμοι να ξεκινήσουν, παρουσιάσθηκαν μπροστά τους δύο τζανταρμάδες (χωροφυλακες) και ζήτησαν την άδεια μετακινήσεώς τους. Όμως τέτοια άδεια δεν υπήρχε. Οι 12 αυτές οικογένειες έφευγαν κρυφά.

Οι χωροφύλακες εμπόδισαν τότε την αναχώρησή τους και ζήτησαν τληεφωνικώς οδηγίες απ’ την Κερασούντα. Και οι στρατιωτικές αρχές Κερασούντος έδωσαν εντολή να επιστρέψουν οι οικογένειες αυτές συνοδεία χωροφυλάκων.

Μέσα στη δυνατή βροχή και το κρύο η θλιβερή συνοδεία των 12 οικογενειών, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν και ο δυστυχής νέος, ο Νικόλας, που γλύτωσε από την παγωνιά του βουνού Είριπελ, πήγαινε πίσω προς την Κερασούντα. Βάδιζαν όλη τη μέρα και προς το βράδυ έφθασαν στα πρώτα σπίτια της μαρτυρικής πόλεως, όπου ωδηγήθησαν κατευθείαν στην αυλή των φυλακών και εκεί κούρνιασαν τρέμοντας για να ησυχάσουν λίγο.

Ύστερα από δύο ώρες παρουσιάστηκε μπροστά τους ένας αξιωματικός. Οι Έλληνες βρεγμένοι και νηστικοί, χάρηκαν όταν είδαν αξιωματικό. Έτρεξαν κοντά του για να τον παρακαλέσουν να τους βάλει στη φλυακή για να σωθούν!!! Όμως οι τεμενάδες και οι θερμές παρακλήσεις που του κάνανε δεν ωφέλησαν σε τίποτα.

Ο τούρκος αξιωματικός μόλις τους αντίκρυσε, χωρίς να περιμένει να τελειώσουν τα παρακάλια τους, τους ρώτησε από που είναι. Όταν πληροφορήθηκε ότι προέρχονται από τα χωριά της Αργυρουπόλεως έγινε έξω φρενών και άρχισε να τους βρίζει και να τους απειλεί με τουφεκισμούς και με σφαγές. “Την πατρίδα σας δε θα την ξαναδείτε”, τους είπε με οργή. “Θα σας πετσοκόψει όλους ο Τοπάλ Οσμάν…” Τους έβρισε χυδαία απώθησε τις γυναίκες που τον παρακαλούσαν και έδειρε δυο-τρεις άντρες που τόλμησαν να του ζητήσουν μια στέγη να στεγνώσουν και να ζεσταθούν.” Θα σας στείλω, τους είπε, σε μια καλή στέγη για να ησυχάσετε για καλά…”

Έγραψε ένα σημείωμα που το έδωσε στους χωροφύλακες και τους διέταξε να μεταφέρουν τους βρωμορωμηούς στο Πάτλαμα.

Οι χωροφύλακες με τους υποκοπάνους άρχισαν να τους χτυπούν και να τους σπρώχνουν να βγουν έξω από το προαύλιο των φυλακών. Παρά τη συνεχιζόμενη βροχή και το σκοτάδι, που τύλιξε τα πάντα, οι δυστυχισμένες οικογένειες, σε άθλια κατάσταση, ξεκίνησαν για το Πάτλαμα.

Κάπως τότε πήραν θάρρος. Πίστεψαν πως στο Πάτλαμα θα έβρισκαν στέγη, τροφή και λίγη φωτιά να ζεσταθούν. Και βιάζοταν στο σκοτάδι, σέρνοντας τα πόδια τους και τα παιδιά τους, να φτάσουν το γρηγορότερο.

Όμως, η διάψευση των ελπίδων τους ήρθε πολύ σύντομα. Μόλις φθάσανε στο Πάτλαμα οδηγήθηκαν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου.

Η εκκλησία δεν ήταν πολύ μεγάλη, μόλις χωρούσε 200 ανθρώπους ορθίους και μάλιστα, κάπως ασφυκτικά. Αυτό όμως δεν τους πείραζε, θα βολεύονταν μέσα στην εκκλησία – ήταν δεν ήταν 60 άτομα – και θα ξάπλωναν τουλάχιστον να ζεσταθούν και να στεγνώσουν.

Όταν μπήκαν στον αυλόγυρο της εκκλησίας αντίκρυσαν έναν τζανταρμά να στέκεται φρουρός στην πόρτα και να κρατάει με ένα μαντήλι τη μύτη του.

Μερικοί κάτι υποσιάστηκαν, αλλά δεν έδωσαν μεγάλη σημασία. Μπορούσαν όλα να τα φανταστούν, όχι όμως και αυτό που αντίκρυσαν μόλις άνοιξε η πόρτα και τους έπρωξαν με τον υποκόπανο οι τζανταρμάδες να μπουν γρήγορα μέσα.

Μέσα στην κόλαση

Βρώμα, μπόχα, αλλαλαγμοί και θρήνοι ήταν τα πρώτα που τους υποδέχτηκαν, μόλις άνοιξε η πόρτα της εκκλησίας. Βρώμα ακαθαρσιών, βρώμα πεθαμένων, βρώμα καπνιάς, βρώμα ανυπόφορη, σκοτάδι. Πατούσαν, σπρωχνόμενοι από τους άλλους πίσω, πάνω σε ανθρώπινα σώματα που άλλοι τους έβριζαν κι άλλοι ήταν άφωνοι – ήταν πτώματα. Σταμάτησαν σε ένα σημείο όρθιοι και περίμεναν να συνηθίσουν κάπως το σκοτάδι. Μερικοί έκαναν να φτάσουν στα παράθυρα, να πάρουν λίγο καθαρό αέρα. Ήταν όμως αδύνατο. Άνθρωποι ήταν κουλουριασμένοι παντού, δεν μπορούσαν να ξαπλώσουν, να ησυχάσουν κάπως. Ήταν παντού το αδιαχώρητο. Πάνω από 300 άτομα – ζωντανοί και πεθαμένοι – ήταν κλεισμένοι σ’αυτό το μικρό χώρο που χωρούσε, όπως είπαμε μόνο 200 και αυτούς όρθιους.

Παρ’ όλο ότι ήταν νύκτα όλοι σχεδόν ήταν ξυπνητοί. Φώναζαν, έκλαιγαν. Παρακαλούσαν τους τζανταρμάδες να τους βγάλουν και να τους ρίξουν στην θάλασσα, που ήταν παρέκει να ησυχάσουν. Άλλοι παρακαλούσαν τον Θεό να τους πάρει, να γλυτώσουν μέσα απ’ αυτή την κόλαση. Άλλοι πάλι έβριζαν. “Συνεχώς έβριζαν και βλασφημούσαν”…

Οι νεοεισελθόντες παρέμειναν έτσι όρθιοι και περίμεναν να συνηθίσει το μάτι τους στο σκοτάδι για να δουν τι θα κάνουν, που θα βολευτούν. Σε λίγο άρχισαν να ξεδιαλύνουν τα γύρω, να βλέπουν τους ανθρώπινους όγκους στοιβαγμένους. Κοντά τους ήταν μια γριά που πάλευε με το θάνατο από την πείνα. Προσπαθούσε κάτι να πει ζητούσε ολοένα κάτι να φάει…. Σε λίγο σώπασε. Απ’έξω άρχισε να ξημερώνει.

Παρέκει ήταν ένας γέρος που είχε δίπλα του μια νέα γυναίκα, τη θυγατέρα του, που ήταν αναίσθητη. Ο γέρος δεν ηξερε τι να κάνει, την κουνούσε, της μιλούσε. Αυτή τίποτα. Ύστερα, σα να φωτίσθηκε από μια ιδέα, έβγαλε από το ένα πόδι του το τσαρούχι, που το έκοψε σε μικρά κομμτάκια με ένα μικρό μαχαιράκι και έδωσε ένα στην κόρη του.

-Συμέλα, να τρως

Η κοπέλα άνοιξε τα μάτια της κι άρχισε να μασάει αργά, αλλά με βουλιμία το κομμάτι του τσαρουχιού. Ζήτησε κι άλλο κι άλλο. Ο γέρος και η κοπέλα έφαγαν το ένα τσαρούχι κι άρχισαν και το δεύτερο.

Τον γέρο τον πήραν είδηση άλλοι, οι οποίοι άρχισαν το ίδιο. Όσοι δεν είχαν μαχαιράκια ζητούσαν από τους άλλους, οι οποίοι δεν τα έδιναν αν δεν έπαιρναν σαν αντάλλαγμα ένα κομμάτι. Οι άνθρωποι μεταβλήθηκαν σε πεινασμένα τσακάλια που κατεβρόχθιζαν τα τσαρούχια τους.

Η Κυριακή Τσαούση του Παύλου (συγγενής του Μητροπολίτου Νευροκοπίου και Ζιχνών , ο οποίος μας δίνει αυτές τις φρικτές εικόνες) βλέποντας όλα αυτά τα φοβερά είπε σιγανά:

-Καλά που κι τρώγνε και τ’αποθαμέντς (καλά που δεν τρώνε και τους πεθαμένους).

Η διπλανή της απάντησε πως δεν τους τρώνε γιατί βρωμούν, αλλιώς δε θα άφηναν ούτε τα κόκκαλά τους. Μήπως όμως το τσαρούχι είναι καλύερο; πρόσθεσε μία άλλη. Μία άλλη γυναίκα επενέβει και είπε να μη φωνάζουν γιατί μπορεί να τ’ ακούσουν και να αρχίσουν να τρώνε και τους πεθαμένους.

Τη στιγμή εκείνη στο βάθος γινόταν καυγάς. Ακουγόταν μια γυναικεία φωνή που έλεγε:

-Δεν ντρέπεσαι να μου κλέψεις το τσαρούχι την ώρα που κοιμόμουνα; Δεν έλεγες ότι έχω κι εγώ ψυχή;

Η άλλη φώναζε, διαμαρτυρόταν ότι δεν της το πήρε. Αλλά ύστερα το έβγαλε από τον κόρφο της και της το έδωσε μισοφαγωμένο.

Την πείνα την έκανε χειρότερη η απερίγραπτη ακαθαρσία μέσα στο Ναό. Σε κανέναν δεν επιτρεπόταν να βγει για την φυσική του ανάγκη. Όσοι πέθαιναν τους έβαζαν μέσα στο Ιερό, άταφους. Η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη. Σκοπίμως δεν επέτρεπαν την ταφή των νεκρών, μόνο και μόνο για να προκληθούν αρρώστειες και να πεθάνουν όλοι μέσα στο Ναό.

“Τούρκος γιατρός ο Απτούλ Βεχάπ, αναφέρει ο αρχιμανδρίτης Πανάρετος Τοπαλίδης στο βιβλίο του “Ο Πόντος ανά τους αιώνας” περιγράφοντας την κόλαση του Πάτλαμα, διαταχθείς, προς τήρησιν των προσχημάτων, να επισκεφτεί το Ναό δεν μπόρεσε να πλησιάσει λόγω της πυκνής δυσοσμίας και δήλωσε εγγράφως στις αρχές της Κερασούντας, ότι εκεί είναι μακελειό-μακτελχανέ.

Την επόμενη με την ανατολή, άνοιξε η πόρτα της κολάσεως. Αμέσως όλοι έστρεψαν τα βλέματά τους προς την πόρτα. Όλοι ανέμεναν βοήθεια εκ μέρους των Κερασουντίων. Αλλά που βοήθεια…! Οι Κερασούντιοι τρομοκρατημένοι, όχι μόνον αδυνατούσαν να μεσολαβήσουν υπέρ των εγκλείστων, αλλά ούτε υλική βοήθεια δεν τολμούσαν να παρέχουν. Άνοιξε η πόρτα και νέα θύματα μπήκαν στην κόλαση. Οι εισελθόντες ήταν 12. Ο αριθμός 500 όμως δεν είχε συμπληρωθεί ακόμα. Είχε δοθεί διαταγή από τον στρατιωτικό διοικητή προς την χωροφυλακή ότι μόλις συμπληρωθούν 500 άτομα να απελαθούν προς Τοκάτ οι έγκλειστοι. Ο αριθμός αυτός εύκολα μπορούσε να συμπληρωθεί σε μία και μόνο ημέρα, διότι οι πρόσφυγες ήταν πολλοί. Σκοπίμως όμως δεν τον συμπλήρωναν για να αποδεκατισθούν από τις αρρώστειες και την πείνα. Ήταν σατανικό το σχέδιο του διοικητή. Ο αριθμός 500 δεν γινόταν να συμπληρωθεί γιατί όσοι έμπαιναν άλλοι τόσοι πέθαιναν εντός του Ναού…

Για μια στιγμή ένας μικρός απ’έξω που ξέφυγε την προσοχή των χωροφυλάκων, παρουσιάστηκε σε ένα παράθυρο της εκκλησίας πουλώντας φουντούκια και ψωμί από φουντούκια. Όσοι είχαν χρήματα έτρεξαν στο παράθυρο, πατώντας πάνω σε άλλους για να αγοράσουν. Ο θόρυβος όμως που έγινε τους πρόδωσε. Οι χωροφύλακες έτρεξαν να δουν τι συμβαίνει, συνέλαβαν τον μικρό και αφού τον ξυλοκόπησαν άγρια του πήραν τα λεφτά και τα είδη που είχε μαζί του.

Τότε οι έγκλειστοι της κολάσεως σαν από σύνθημα φώναξαν. “Θεέ μου που βρίσκεσαι; Υπάρχεις ή δεν υπάρχεις; Άγιε Γεώργιε, πρόφθασε θα πεθάνουμε όλοι εδώ μέσα από την πείνα…”

Οι κραυγές αυτές συνεχίζονταν επί μερικά λεπτά. Ο χωροφύλακας που ήταν φρουρός – κέρβερος, άνοιξε την πόρτα και ούρλιαξε να κάνουν ησυχία αλλιώς θα πυροβολήσει όποιον τύχει.

Τότε μερικές γυναίκες παρεκάλεσαν να τους επιτρέψει να βγουν έξω για να σβήσουν τη δίψα τους και για τη φυσική τους ανάγκη.

Παραδόξως ο άγριος ως δια μαγείας, εξημερώθη. Ο άσπλαχνος, μαλάκωσε.΄ Ετσι περί το μεσημέρι, τοποθέτησε στον τοίχο της αυλόγυρου χωροφύλακες μη τυχόν δραπετεύσει κανείς και έπειτα άνοιξε την πόρτα και διέταξε να βγουν έξω όλοι. Ταυτόχρονα, διέταξε μερικούς νέους να συγκεντρώσουν τους νεκρούς εντός του Ιερού Βήματος και να καθαρίσουν το Ναό. Δυστυχώς αν και αυτή η διαταγή ήταν για το καλό των εγκλείστων , δεν εκτελέστηκε και όλοι μαζί σαν ένας άνθρωπος ώρμηξαν προς τα έξω , άλλοι προς τον κοντινό ποταμό για να σβήσουν τη δίψα τους, κι άλλοι για να να μαζέψουν χόρτα, άλλοι ανέβηκαν σε δέντρα όπου έτρωγαν ακόμα και τα φύλλα με απληστία. Οι δεσμοφύλακες, παρατηρούσαν αυτό το φρικτό θέαμα και χαιρέκακα γελούσαν. Μετά από μία περίπου ώρα διετάχθησαν να επιστρέψουν στην κόλαση.

Την επόμενη μέρα, μάταια περίμεναν βοήθεια από τους Κερασούντιους. Νέα απελπισία. Άγριες φωνές. Ο ενωματάρχης εξαγριωμένος, μπήκε μέσα και ξυλοκόπησε πολλούς. Αλλά και οι πρόσφυγες, απείλησαν να τον ξυλοκοπήσουν. Αντιλήφθηκε την απελπισία τους και φοβούμενος μην τυχόν σπάσουν την πόρτα, τους υποσχέθηκε ότι θα βγουν. Και όντως το μεσημέρι, επέτρεψε να βγουν, κυρίως για να στεγνώσουν τα ρούχα τους που ήταν καταβρεγμένα από τα ούρα τους, μιας και δεν ήταν ανθρωπίνως δυνατόν να τα κρατήσουν για 24 ώρες! Αμέσως μόλις βγήκαν άρχισαν να ψάχνουν για τροφή…Έπειτα ξάπλωναν όπως τα ζώα κατά γης. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι άνθρωποι αυτοί πλέον είχαν αποκτηνωθεί!!!

Όσοι είχαν άλλα ρούχα, έβγαζαν τα ακάθαρτα, φορούσαν τα καθαρά και προσπαθούσαν να πλύνουν στο ποταμάκι τα βρώμικα. Οι υπόλοιποι που δεν είχαν δεύτερα ρούχα δεν μπορούσε να τους πλησιάσει κανένας. Αυτή τη μέρα έμειναν έξω για τρεις περίπου ώρες. Αφού μπήκαν μέσα, διεπίστωσαν ότι μία γυναίκα και δυο παιδιά, κρύφτηκαν σε ένα δέντρο και όση ώρα οι χωροφύλακες, ασχολούνταν με την είσοδο των υπολοίπων δραπέτευσαν.

Κατά τη δύση του ηλίου έφεραν έναν παπά. Τη στιγμή που μπήκε μια γυναίκα μπροστά του, πέθαινε από την πείνα. Ο παπάς κατάπληκτος φώναξε.

-Θεέ μου τι βλέπω!

Και άρχισε να κλαίει απαρηγόρητα. Δεν είχε τελειώσει το κλάμα όταν μία γυναίκα του φώναξε:

Έλα πάτερ, να διαβάσεις μια ευχή, εδώ μια γυναίκα πεθαίνει….

-Όποιος μπαίνει μέσα σ’αυτή την κόλαση, απάντησε ο παπάς, οι αμαρτίες του συγχωρούνται… δεν έχει ανάγκη από ευχές…

Από τη στιγμή όμως εκείνη η όψη του ιερέως άλλαξε και σε λίγο, αδυνατώντας να υποφέρει την τρομερή δυσοσμία έπεσε αναίσθητος. Οι γύρω του τότε, άρχισαν να μαλώνουν για το ποιος θα του πάρει τα τσαρούχια.

Ο ιερέας μέσα στην παραζάλη του είπε σιγανά:

Περιμένετε να πεθάνω πρώτα…

Δεν πέρασαν μερικά λεπτά και ακούσθηκε μέσα από το Άγιο Βήμα, όπου μετέφεραν τους νεκρούς μία φωνή.: “Πεινώ, πεινώωωωω…Θεέ μου, Παναγιά μου…”

Μερικοί νέοι σηκώθηκαν να δουν τι συμβαίνει. Ήταν μια γυναίκα που την μετέφεραν εκεί την προηγούμενη μέρα για νεκρή. Αλλά και αυτές οι λέξεις της ήταν οι τελευταίες της, οι επιθανάτιες. Είχε πλέον πεθάνει για τα καλά…

Ένα παιδί ζωντανό στον τάφο

Ο ιερέας την άλλη μέρα “εκοιμήθη εν Κυρίω”. Όλοι τον μακάρισαν γιατί πέθανε, χωρίς να υποφέρει πολύ. “ Αιωνία του η μνήμη” φώναξαν όλοι.

Ήταν πεσμένος εκεί με το πρόσωπο που έδειχνε τον τρόμο του. Τα πόδια του όμως ήταν γυμνά. Τα τσαρούχια τη νύχτα καταφαγώθηκαν. Ποιος τα πήρε; Δύο κοπέλες μάλλωναν κατηγορώντας η μία την άλλη…

Μπαίνει ένας χωροφύλακας, παίρνει 9 νέους και τους οδηγεί έξω. Εκεί τους διατάζει να σκάψουν τριες λάκκους. Αυτοί αν και εξαντλημένοι από την πείνα, τους ετοίμασαν.Έπειτα διατάζει όλους να βγουν έξω και έδωσε σε πέντε γυναίκες πέντε σάροθρα για να καθαρίσουν το Ναό. Αφού τελείωσε και αυτή η εργασία, μετέφεραν όλους τους νεκρούς στους λάκκους όπου και τους έθαψαν. Στον μεγαλύτερο λάκκο, έθαψαν 4 άνδρες και 2 γυναίκες. Στο δεύτερο λάκκο, 3 γυναίκες, 1 νέο και 1 νέα και στον τρίτο λάκκο τον ιερέα, μια γυναίκα και ένα παιδί περίπου δέκα ετών, συνολικά 14 άτομα. Το παίδι την ώρα που το έθαβαν άρχισε να κινείται!!! ίσως επειδή αναζωογωνήθηκε από τον φρέσκο αέρα. Ο επικεφαλής, το ανθρωπόμορφο τέρας όμως, παρά τις ενδείξεις ότι το δεκάχρονο παιδί ήταν ζωντανό, διέταξε να το θάψουν και έτσι το δύσμοιρο, θάφτηκε ζωντανό…

Μια μέρα από την απελπισία τους μερικοί νέοι και γυναίκες αποφάσισαν να δραπετεύσουν απ’αυτή την κόλαση. Προσπάθησαν να σπάσουν την πόρτα.

Μάταια όμως γιατί οι χωροφύλακες καμία στιγμή δεν απομακρύνονταν από τη θέση τους. Μετά το μεσημέρι, έπιασε δυνατή βροχή, που ανάγκασε τους χωροφύλακες, να καταφύγουν στο σπίτι ενός τούρκου. Οι νέοι τότε, ξαναπροσπάθησαν να ανοίξουν την πόρτα. Μαζί με τις γυναίκες έβαλαν όση δύναμη είχαν και τελικά η πόρτα υποχώρησε. Περίπου τριάντα άτομα νέοι,νέες και γυναίκες διέφυγαν και σώθηκαν. Οι χωροφύλακες επιδόρθωσαν την πόρτα και ορκίστηκαν να μην επιτρέψουν να ξαναβγεί κανένας. Έτσι όσοι παρέμειναν στην κόλαση, υπέστησαν τις συνέπειες. Το απόγευμα, έβαλαν μέσα άλλα 70 άτομα, 50 γυναίκες, 7 άντρες και 13 παιδιά.

Πόσοι έζησαν από την κόλαση του Πάτλαμα; Πολλοί λίγοι. Γιατί ενώ καθημερινά έφερναν νέους, οι νεκροί αραίωναν τις τάξεις των ζωντανών. Ο Πανάρετος Τοπαλίδης, γράφει ότι “περίπου 3000 Έλληνες βρήκαν το θάνατο εντός του Ναού…”